Το γράμμα ενός φιλολόγου προς τον υπουργό Παιδείας

Το γράμμα ενός φιλολόγου προς τον υπουργό Παιδείας

Από τον Θεόδωρο Πούλια*

Αξιότιμε κύριε Υπουργέ Παιδείας

  Ένας φιλόλογος της γενιάς μου σπούδασε σε σχολή υψηλόβαθμη και θεωρούσε δεδομένη την αναμονή στη λεγόμενη «επετηρίδα» της εποχής, αν είχε βλέψεις να εργαστεί στο δημόσιο σχολείο. Μια αναμονή πολυετή που, παράλληλα, του εξασφάλιζε την αξιοπρέπεια να μη μεταχειριστεί δόλια μέσα για να καταλάβει μια θέση που – ούτως ή άλλως – θα καταλάμβανε, όταν θα ερχόταν η σειρά του, με βάση την ημερομηνία κτήσης πτυχίου του.

   Έκτοτε, ένας Υπουργός αποφάσισε πως η συγκεκριμένη επετηρίδα έπρεπε να υποκατασταθεί από ένα διαγωνισμό ανά διετία, που – όπως αποδείχθηκε – δεν επιβράβευε μόνο την αξία αλλά και την τύχη και την επιλογή της «κατάλληλης» προετοιμασίας και άλλα πολλά. Το χειρότερο, δεν έμεινε ως μόνο κριτήριο διορισμού αλλά επελέγη ένας σύνθετος τρόπος με ποσοστό διοριστέων από το διαγωνισμό και με ποσοστό από τη συγκεντρωθείσα προϋπηρεσία, που άλλοι τη συγκέντρωναν με βάση την επιτυχία τους στον πρόσφατο ή παλιότερο διαγωνισμό και άλλοι με πλάγια μέσα / «παράθυρα», που το σύστημα εσκεμμένα επέτρεψε για τη συντήρηση των πελατειακών σχέσεων στις οποίες τόσο αρέσκεται.

   Ένας φιλόλογος της γενιάς μου, που σέβεται τον εαυτό του, το λειτούργημα, τους μαθητές του, που δεν επέλεξε να παρακαλά και να καρπώνεται τις ευκαιρίες του πελατειακού συστήματος, προτίμησε, δίχως άλλο, να συμμετάσχει στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και, αν δε στάθηκε τυχερός – μιας και η αρνητική βαθμολογία σε αυτόν αλλά, καμιά φορά, και οι λανθασμένες επιστημονικά απαντήσεις που το ΑΣΕΠ υιοθετεί εύκολα καταποντίζουν βαθμολογικά – να καταστεί διοριστέος αλλά τουλάχιστον κατέστη επιτυχών, άρχισε να συγκεντρώνει την προϋπηρεσία του δικαιωματικά και αξιοκρατικά, υπομένοντας και παραβλέποντας εκείνους που το έπρατταν με άλλα «μέσα» αλλά κι εκείνους που με τις πολιτικές τους το επέτρεπαν. Η προϋπηρεσία που συγκέντρωνε τον πριμοδοτούσε, κάθε χρονιά, με το να εργάζεται ως αναπληρωτής σε κοντινούς από τον τόπο του νομούς ή και απομακρυσμένους. Υπέμενε τους κόπους, τα έξοδα, τη μετακίνηση, τους κινδύνους, μολονότι διαπίστωνε και περιπτώσεις συναδέλφων που αλλού παρουσιαζόταν ότι υπηρετούν και αλλού – κοντά στην οικία τους – υπηρετούσαν. Και ο στόχος προφανής: να ενταχθεί κάποτε ως μόνιμος εκπαιδευτικός στο δημόσιο σχολείο, αυτός αξιοποιώντας τους κόπους και της θυσίες του και άλλοι τα «μέσα» και τις γνωριμίες τους.

   Στη συνέχεια, ένας υφυπουργός αποφάσισε πως εκπαιδευτικοί άλλου Υπουργείου κι εργασιακού καθεστώτος έπρεπε ξαφνικά, με την τεράστια προϋπηρεσία τους, να τοποθετηθούν στους πίνακες του Υπουργείου Παιδείας.

   Ο φιλόλογος της γενιάς μου, απροετοίμαστα και άδικα, από αναπληρωτής καθαιρέθηκε σε ωρομίσθιο, γιατί ο Υφυπουργός αποφάσισε κάποιος από εκείνους τους εκπαιδευτικούς του άλλου Υπουργείου να λάβει τη θέση  του. Το υπέμεινε και αυτό και, την επόμενη χρονιά, ανταμείφθηκε, επιστρέφοντας στην πολύπαθη – καθώς έμελλε να είναι – «τάξη» των αναπληρωτών.

   Δεν άργησε μια άλλη Υπουργός ν’ αποφανθεί πως η πολυνομία και οι πελατειακές σχέσεις που πιο πάνω περιέγραψα έπρεπε να πάψουν – ποιοι, αλήθεια, ευθύνονταν για την ύπαρξή τους (;) – και κατήργησε, συνοπτικά και με περίσσεια άνεση, το προηγούμενο καθεστώς, υποκαθιστώντας το μ’ ένα νόμο, που ενισχύει την αξία του βαθμού στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, συρρικνώνει την αξία της προϋπηρεσίας, προσμετρά κοινωνικά δεδομένα και άλλες δεξιότητες. Έδωσε, μάλιστα, κι ένα μεταβατικό στάδιο δύο ετών, ώστε να εξαντληθούν οι πίνακες του προηγούμενου συστήματος, μέχρι να γίνει διαγωνισμός και να ξεκινήσει – αισίως – το νέο σύστημα διορισμών. Μάλιστα, υιοθέτησε και το παράδοξο οι πίνακες των αναπληρωτών να μείνουν «κλειδωμένοι» τα δύο αυτά έτη, δηλαδή να μην τροφοδοτούνται από τις προϋπηρεσίες των δύσμοιρων αναπληρωτών που συνέχισαν, παρόλα αυτά, να οργώνουν την Επικράτεια. Η συγκεκριμένη Υπουργός, επιπλέον, κατήργησε και συγχώνευσε πλήθος σχολείων, αύξησε τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη, μείωσε τους μισθούς σ’ επίπεδα εξευτελισμού, έπραξε ό,τι περισσότερο για να ικανοποιήσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Περάσαμε στην εποχή που η παιδεία περιήλθε σε δεύτερη μοίρα κι επικράτησε η λογική της εξοικονόμησης πόρων. Οι διορισμοί μειώθηκαν και, σταδιακά, έπαψαν ακόμη και οι κλήσεις των αναπληρωτών, πάση θυσία, περιορίστηκαν.

   Ο φιλόλογος της γενιάς μου περιήλθε σε απόγνωση. Σκέφτηκε: να συνεχίσει το δρόμο του, παρά τ’ ότι οι κόποι και οι θυσίες του «κλείδωσαν» και το ενδεχόμενο διορισμού άρχισε να σιγοσβήνει, ή να επιστρέψει στο χώρο των φροντιστηρίων, όπου πιθανότατα θα έβρισκε κλειστές πόρτες – μιας και κάποτε τον εγκατέλειψε – αλλά κι εκμετάλλευση κι ένα κατεστραμμένο οικονομικά τοπίο;

   Αυτός πείσμωσε και συνέχισε. Η μεταβατική περίοδος των δύο ετών έγινε αναίτια τέσσερα έτη και συνεχίζει. Ένας άλλος Υπουργός αποφάσισε πως, για να εξοικονομηθούν πόροι από το «λείψανο» της παιδείας και από τα περιφερόμενα «κουφάρια» των αναπληρωτών, έπρεπε ν’ αυξηθεί το διδακτικό ωράριο. Είπε στην κοινωνία το ανακριβές πως οι Έλληνες εκπαιδευτικοί εργάζονται λιγότερο από τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη, απέκρυψε βεβαίως πως αμείβονται λιγότερο και από τους εκεί ανειδίκευτους εργάτες. Αύξησε το ωράριο, κάλυψε τις ανάγκες με μόνιμους εκπαιδευτικούς και χιλιάδες αναπληρωτές, που αρκετά χρόνια κάλυψαν λειτουργικά / οργανικά κενά και όχι έκτακτα όπως θα έπρεπε, τους πέταξε στον «καιάδα» της ανεργίας.

   Ο φιλόλογος της γενιάς μου, μαζί με λίγους ακόμη, αναγκάστηκε, για να συνεχίσει τον αδιέξοδο πλέον δρόμο του προς το δημόσιο σχολείο και για να κρατήσει – έστω – ζωντανή την ελπίδα για εκείνο που τόσο αγωνίστηκε, να μετοικήσει σ’ ένα ακριτικό νησί του Αιγαίου, μακριά από οικογένεια, παιδιά, τόπο, συνήθειες. Μάτωσε οικονομικά, ψυχικά μα άντεξε. Έμεινε όρθιος στο δρόμο του, συνεχίζοντας – παράλληλα – να ταλανίζεται με τ’ αδιέξοδα και τα διλήμματα του μα και να τρέφεται από την ελπίδα του, για τη θέση που του ανήκει στο δημόσιο σχολείο.

  Τούτες τις μέρες, ένας ακόμη Υπουργός αποφάσισε πως, για να καλύπτονται τα σχολεία στις ακριτικές περιοχές, σαν εκείνο που την περασμένη χρονιά φιλοξένησε το φιλόλογο της γενιάς μου, πρέπει όχι να δώσει οικονομικά κίνητρα και την προοπτική διορισμού για μια αξιοπρεπή εκεί  παραμονή κι εργασία, αλλά διπλά μόρια για εκείνους τους μελλοντικούς πίνακες, που – αν κάποτε γίνει και πάλι διαγωνισμός από το ΑΣΕΠ – θα δημιουργηθούν. Κάποιοι τον συμβούλεψαν πως κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα, γιατί οι περισσότεροι επί χρόνια περιφερόμενοι αναπληρωτές έχουν συγκεντρώσει το ύψιστο της προϋπηρεσίας που αυτός ο νόμος πριμοδοτεί και του σύστησαν να «ξεκλειδώσει» τους αδίκως «κλειδωμένους» πίνακες. Και αυτός, απεφάνθη: θα «ξεκλειδώσω» είπε «τους πίνακες, αλλά όχι αναδρομικά»! Το δικαιολόγησε πως έτσι προστατεύει εκείνους που, με «κλειδωμένους» τους πίνακες και την προϋπηρεσία, δεν επέλεξαν να εργαστούν.

Ο φιλόλογος της γενιάς μου συνειδητοποιεί ξαφνικά πως οι θυσίες του, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, διαγράφονται κι, επειδή στερείται οικονομικών και ψυχικών αποθεμάτων για να επιστρέψει σε κάποιο ακριτικό νησί του Αιγαίου, κινδυνεύει την επόμενη χρονιά να μείνει πίσω στους πίνακες, να μην εργαστεί ή να εργαστεί και πάλι μακριά από τον τόπο του.

   Οι Υπουργοί περνούν, αφήνουν το αποτύπωμά τους στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι και τραβούν το δρόμο τους, στο δαιδαλώδες περιβάλλον της πολιτικής. Ο φιλόλογος της γενιάς μου χάσκει πλέον στην άκρη του δικού του δρόμου, κατάκοπος, απελπισμένος και το χειρότερο δίχως ελπίδα, κυρίως γιατί δε διακρίνει πια το λόγο να μεγαλώσει τα παιδιά του με το παράδειγμα του δικού του πατέρα, ένα παράδειγμα ηθικής, τιμιότητας, αξιοπρέπειας.

   Σας ευχαριστώ κύριε Υπουργέ για ένα ακόμη «μάθημα».

   Ένας αναπληρωτής φιλόλογος της γενιάς μου …

* Θεόδωρος Πούλιας του Ιωάννη, ΠΕ02

ΠΗΓΗ: Παρ, 08/08/2014, http://www.alfavita.gr/arthron/…82#ixzz39sAl1HD1

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.