ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

Η Εκκλησία είναι θεοΐδρυτος οργανισμός, ο οποίος τονίζει το δισυπόστατο του ανθρωπίνου προσώπου, ότι δηλαδή ο άνθρωπος αποτελείται από πνεύμα (ψυχή) και σώμα. Αν κατά καιρούς βρέθηκαν κάποιοι που υποτίμησαν το σώμα, επηρεασμένοι από την πλατωνική αντίληψη, οι Πατέρες της Εκκλησίας έσπευσαν να εξυψώσουν αυτό αναλύοντας το του Αποστόλου Παύλου ότι αποτελεί ναό του Αγίου Πνεύματος. Βέβαια όσοι είναι αμέτοχοι του ευαγγελικού και πατερικού λόγου εύκολα μπορούν να διολισθήσουν στην προβολή της αντιπαλότητας μεταξύ πνεύματος και ύλης (σάρκας). Όλα ξεκινούν από την κατάχρηση των όρων πνεύμα και πνευματικός. Ζην πνευματικά σημαίνει για την Εκκλησία ζην κατά Χριστόν. Ζην σαρκικά σημαίνει ζην ενάντια στο θέλημα του Χριστού ακόμη και όταν δεν υπηρετούμε δουλικά το σώμα, γι’ αυτό και χαρακτηριζόμαστε από τους εν τω κόσμω ως πνευματικοί. Ο εγωισμός, η υπερηφάνεια, η κενοδοξία και η αλαζονεία είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κατά σάρκα ζην.

Βέβαια δεν έχουν πάντοτε άδικο εκείνοι που κατηγορούν τα μέλη της Εκκλησίας ως αδιαφορούντα για τις βιοτικές ανάγκες. Τα πυρά δέχονται συνήθως οι ασκητές, που μας άφησαν ακραία παραδείγματα στέρησης του σώματος και τους οποίους πολλές φορές σπεύδουμε και εμείς οι πιστοί στον κόσμο να καταγγείλουμε για την ακραία περιφρόνηση προς την ύλη. Εκείνο που παραβλέπουμε είναι ότι αυτοί με τη στάση τους ευαρέστησαν τον Θεό, ο οποίος εκδήλωσε ποικιλοτρόπως την ευαρέσκειά του αυτή. Κατά τους νεότερους χρόνους επικριτικοί υπήρξαν πολλοί κριτικά ή επικριτικά ιστάμενοι έναντι της Εκκλησίας για τη στάση των χριστιανών έναντι των βιοτικών προβλημάτων των μελών της κοινωνίας.

Δύο είναι κυρίως οι κατηγορίες: Η πρώτη ότι μένουν παντελώς αδιάφοροι, για τα βιοτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συμπολίτες τους όντες μονίμως προσανατολισμένοι στην μετά θάνατο ζωή. Η κατηγορία είναι παντελώς άδικη, καθώς η φιλανθρωπία (ή αλληλεγγύη, όπως τη θέλει ο κόσμος) ασκείται κατά κανόνα από πιστούς. Η δεύτερη ότι τάσσονται με το μέρος των ισχυρών, τους οποίους στηρίζουν, ώστε να δικαιώνουν εκείνους που υποστηρίζουν ότι οι θρησκείες είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα στην υπηρεσία των κρατούντων!

Η σύγχυση έχει ενταθεί στη Δύση, όπου με τον όρο Εκκλησία εννοούνται οι χριστιανικές ομολογίες, οι οποίες διαμορφώθηκαν κατά καιρούς, μετά την αποκοπή τους από το σώμα της Εκκλησίας, και οι οποίες αγνοούν την παράδοση των Πατέρων της. Κατά τους πρώτους χρόνους μετά την αναγνώριση της Εκκλησίας από τον Καίσαρα, τα μέλη αυτής ασκούσαν, κατά κανόνα,  την κοινωνική πολιτική κατά δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν η γνωστή ως σήμερα φιλανθρωπική δράση. Εκπληκτικό παράδειγμα αποτελεί η «Βασιλειάδα» του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποίο επιχειρούν να μειώσουν στις ημέρες μας κάποιοι, που υποτίθεται ότι ασχολούνται με την παιδεία αγνοούντες παντελώς τι είναι αυτή. Ο φίλος του ο Γρηγόριος ο θεολόγος δεν μας άφησε κοινωνικό έργο ως φύση ασκητική. Άλλοι όμως αξιοποίησαν για το κοινό καλό την πατρική του περιουσία, που του ήταν παντελώς άχρηστη στο ερημητήριό του. Ο δεύτερος τρόπος ήταν η καυστική καταγγελία της κοινωνικής αδικίας. Τα κείμενα των Πατέρων είναι σαφώς πιο επικριτικά από τα άλλα κοινωνικών μεταρρυθμιστών των νεοτέρων χρόνων. Και οι Πατέρες δεν περιορίζονταν στην καταγγελία των ολιγότερο ισχυρών. Δεν δίσταζαν να συγκρουστούν και με την Αυλή, όταν αυτή προκαλούσε με τη χλιδή και την αρπαγή προς ικανοποίηση της αλαζονείας της. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πέθανε εξόριστος μετά από σύγκρουση με την αυτοκράτειρα όχι για πνευματικά, αλλά για βιοτικά θέματα. Και όπως έγραψε ορθόδοξος στοχαστής των νεοτέρων χρόνων «ο αγώνας για το ψωμί της οικογένειά μας είναι υλικός, ο αγώνας για το ψωμί των άλλων είναι πνευματικός» (Ν. Μπερντιάγεφ).

Η Δύση, καθώς αποκόπηκε από την Εκκλησία, κατέπεσε σε πλήθος κοινωνικών κακών, σημαντικότερο μεταξύ των οποίων υπήρξε η φεουδαρχία. Και επειδή αυτήν ευλόγησαν οι θρησκευτικοί ηγέτες της Δύσης, όταν ήρθε ο καιρός της ανατροπής της, ήταν αναπόφευκτο οι αντίπαλοί της να θεωρήσουν τον αγώνα τους και αντιθρησκευτικό. Η ανάδυση της αστικής τάξης, συνοδεύτηκε από την εισαγωγή του φυσικού δικαίου στη θέση του θείου δικαίου, το οποίο είχε ταυτιστεί με εκείνο που ίσχυε κατά τον Μεσαίωνα! Πολύς ο λόγος έκτοτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία είχε καταστραγγαλίσει η φεουδαρχία με τις ευλογίες των θρησκευτικών ηγητόρων της Δύσης. Τί τραγικό να αναζητούν αλλού και όχι στον απελευθερωτικό ευαγγελικό λόγο θεμελίωση δικαιωμάτων! Ίσως γιατί είχαν όλοι οι «επαναστάτες» κατά νου τα δικαιώματά τους και όχι εκείνα των άλλων και επί πλέον γιατί ενοχλούνταν (και ενοχλούνται ως σήμερα) από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον λόγο του Χριστού. Βέβαια ο «επαναστατικός» αναβρασμός ξεθύμανε γρήγορα και οι νέοι κυρίαρχοι, οι αστοί, διαπίστωσαν ότι είναι προς το συμφέρον τους η σύμπλευση με τους θρησκευτικούς ηγέτες, καθώς ξανοίγονταν για την «ένδοξη» επιχείρηση της αποικιοποίησης του πλανήτη. Και αυτοί ευλόγησαν την κοινωνική αδικία για μία ακόμη φορά. Τότε εμφανίστηκε στο προσκήνιο το κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο επιχείρησε να αποκαταστήσει την κοινωνική δικαιοσύνη, αυτή την οποία από αιώνες είχαν λησμονήσει οι χριστιανοί στη Δύση. Το τραγικό είναι ότι, παρά τις αρχικές προβλέψεις των ηγητόρων του κινήματος, ο κομμουνισμός επεκράτησε σε ορθόδοξη χώρα, για τα κρίματα των αρχόντων της, της διανόησης και του κλήρου. Και τότε εξαπολύθηκε άγριος διωγμός κατ’ εκείνων, που, τιμώντας το ράσο τους, δεν έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή, ώστε να υπηρετήσουν το άθεο καθεστώς μέσω της παραεκκλησίας που οργάνωσε. Και φυσικά δεν ήταν εκείνοι, που είχαν προδώσει τον πονεμένο λαό, αλλά οι άλλοι, που έσπευσαν να υπηρετήσουν τον «νέο αφέντη»

Οι χριστιανοί στη Δύση συντάχθηκαν σε ενιαίο στρατόπεδο με τους αστούς, προκειμένου να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τον επελαύνοντα αθεϊσμό, που στερεί την ελευθερία του ατόμου (όχι του προσώπου, που το έχει αφανίσει και ο αστισμός). Στην Ελλάδα ελάχιστοι ελάχιστα γνωρίζουμε για τη μαρτυρία και το μαρτύριο πολλών χιλιάδων Ρώσων. Στρέψαμε την πλάτη στους ομόδοξους αδελφούς μας και εξαγγείλαμε το σύνθημα: «Ανήκομεν εις την Δύσιν».  Εκδηλώναμε την ευγνωμοσύνη μας, που μας παρέλαβε αυτή κατά τη μοιρασιά των λαών, ως κοπαδιών προβάτων! Και έχοντας τυφλωθεί δεν συνειδητοποιούμε ότι η Δύση απεργάζεται τον όλεθρό μας, την πνευματική και εθνική μας υπόσταση, αλλά και τη βιολογική.

Είναι καιρός να αρθεί η Ιεραρχία στο ύψος των περιστάσεων και να αρθρώσει λόγο άκρως ελεγκτικό κατά των απεργαζομένων τη συμφορά μας. Να ακουστεί ξανά το «ουκ εξεστί σοι» αντί να γράφονται κάποια γράμματα με δυτική ευγένεια, δείγματα υποτέλειας προς τους κρατούντες, που υπηρετούν τα σχέδια του αφανισμού μας ως λαού. Τώρα, που αυτοί εκδιώκουν από τα σχολεία τους Τρεις Ιεράρχες ως ανεπιθύμητους, πρέπει οι άμβωνες των ναών να πάλλονται από τα ουαί κατά των οδηγούντων σε απόγνωση τους λαούς. Όχι δεν είναι πολιτικοποίηση αυτό. Είναι χρέος των πνευματικών ηγετών των λαών. Εκτός και αν αυτοί αισθάνονται ικανοποιημένοι με το να τους παρέχεται ακόμη το δικαίωμα να βαπτίζουν, να στεφανώνουν λιγότερους, και να θάβουν όσους δεν επιλέξουν την καύση στην πυρά.

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΗΣ», 7-7-2014    

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.