Κάτω από το λούστρο – Α΄ Παθολογική

Κάτω από το λούστρο*

Του Γιάννη Στρούμπα

Χώρος περιχαρακωμένος, κλειστός. Κλίμα πολικό. «Ο χειμώνας έρχεται σούρνοντας/ και σκαρφαλώνει στις πλάτες μου», επιβεβαιώνει το ποιητικό υποκείμενο, προεκτείνοντας τον χειμώνα από τον εξωτερικό στον ατομικό του εσωτερικό χώρο. Η βαρυχειμωνιά είναι ψυχική κι αποτυπώνεται στον εγκλεισμό του ποιητικού ήρωα στον εαυτό του και στην εσωστρέφειά του: «κι εγώ βαρέθηκα να γυρίζω έξω./ Αυτήν τη χρονιά θα μείνω σπίτι/ […] Παρέα με το ραδιοφωνάκι μου». Η παθολογική αυτή κατάσταση ορίζεται ήδη από το εναρκτήριο ποίημα με τον τίτλο «Εξώφυλλο» στη συλλογή «Α΄ Παθολογική» του Δραμινού ποιητή Δημήτρη Πέτρου, που είναι και η πρώτη του ποιητική απόπειρα.

Η ψυχική τρικυμία του ποιητικού ήρωα διαφαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τόσο τους ανθρώπους γύρω του, και μάλιστα τους στενότερους συγγενείς του, όσο και τον ίδιο του τον εαυτό. Το πλέον αγαπημένο πρόσωπο για έναν άνθρωπο, η μητέρα, εισπράττει τη βάναυση απάρνηση από τον ήρωα στο ποίημα που δίνει τον τίτλο του και στη συλλογή, δηλαδή στο «Α΄ Παθολογική». «Δεν σε ξέρω!», μαστιγώνει λεκτικά το ποιητικό υποκείμενο τη νοσηλευόμενη μάνα του στην Παθολογική νοσοκομειακή πτέρυγα, απηχώντας την αποξένωση. Η πνιγηρή, αρρωστημένη ατμόσφαιρα αποδίδεται με την τολμηρή μεταφορά «Το φως στον θάλαμο κακοπληρωμένη νοσοκόμα», η οποία μάλιστα αντλείται από το θεματικό περιβάλλον του ποιήματος και καθίσταται έτσι ακόμη λειτουργικότερη.

Η διαταραχή του ήρωα συνδέεται με την έλλειψη του πατέρα, μια έλλειψη υπεύθυνη για το δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του ποιητικού υποκειμένου και για τη σύγχυση ρόλων που το χαρακτηρίζει. Η ένταση της σύγχυσης οδηγεί τον ήρωα στο να φαντασιώνεται τον εαυτό του πατέρα στη θέση του πατέρα του, ενώ εκείνος, με τη σειρά του, μετατρέπεται σε μωρό στην αγκαλιά του γιου του. Η ψυχική αντάρα επικαλύπτει συνολικά την οντότητα του ήρωα στο αίσθημα της ασημαντότητας που τον διακατέχει. Το ποιητικό υποκείμενο, λοιπόν, νιώθει λησμονημένο, αδιάφορο στο βλέμμα όλων, ώστε κανείς να μην το μνημονεύει, μήτε να το αποζητά. «Εγώ τελείωσα τις σπουδές, έφυγα στο εξωτερικό κι όταν γύρισα/ έμαθα τη φήμη πως έχω πεθάνει.» Η επίγνωση της συγκεκριμένης φήμης εδραιώνει την εντύπωση της μηδαμινότητας.

Η ψυχική ανισορροπία καθρεφτίζεται σε εικόνες οδυνηρές: «Κάθε βράδυ ένα μεταγωγικό περνάει πάνω/ απ’ το κεφάλι μου.» Αλλού: «Κάποτε είχε φυτρώσει ένα χταπόδι-δέντρο στο σαλόνι/ και οι γείτονες μαζεύτηκαν με τα κουζινομάχαιρα να το πελεκήσουν»· εδώ, μάλιστα, επιστρατεύεται και ο σουρεαλισμός, ώστε να εντείνει με τα υπερβατικά, εφιαλτικά σκηνικά του τη νοσηρότητα. Το αρρωστημένο κλίμα επιφέρει την παραίτηση, όπως αυτή δηλώνεται στο «ρουτινιάρικο φως», ένα φως-παγίδα, δεδομένου ότι «ενεδρεύει». Το φως, συνεπώς, απεκδύεται από κάθε δύναμη και υγιή λειτουργία, ξεθωριάζει, εξασθενίζει. «Βγαίνω ζωντανός/ θα πει/ προλαβαίνω το πορτοκαλί», σε μια ζωή που ορίζεται από την αγωνιώδη αναζήτηση χρονικών προθεσμιών και χωρικών διόδων. Τούτος όμως ο μουντός ορισμός, ο περιορισμένος στο μουντό πορτοκαλί, είναι δηλωτικός του ψυχικού σκότους. Αν, μάλιστα, το πορτοκαλί δεν είναι απλώς η επιβραδυντική ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη αλλά το χρώμα του ήλιου κατά τη δύση του, τότε ακόμη κι ο ήλιος, το κατεξοχήν σύμβολο ζωής, σφρίγους, θερμότητας, εξασθενίζει και φορτίζεται αρνητικά: «Ένας ήλιος γκρινιάρης, σακάτης και μοχθηρός,/ ανεβοκατέβαινε από τον κόσμο των τυφλών/ στον κόσμο των βαριεστημένων.»

Petrou-Dimitris_A-Pa8ologiki

Τύφλωση κι ανία. Η στρέβλωση αναδεικνύεται περαιτέρω με τη μεταφορά της από τον κόσμο των ανθρώπων στον κόσμο των εντόμων. Η εικόνα της καντίνας με τις «κουρασμένες μύγες» συγκλονίζει υποδηλώνοντας το απόλυτο αποσβόλωμα, εφόσον ούτε καν οι μύγες δεν έχουν το κουράγιο να δραστηριοποιηθούν. Κι αντί να λογίζεται εχθρός η εν λόγω αδράνεια και η παραίτηση, αντιμετωπίζεται εχθρικά, όλως παραδόξως κι αψυχολόγητα, το νέο στοιχείο που φανερώνεται στην ανθρώπινη ζωή. Τα νέα είδη ψαριών που εμφανίζονται στο ποτάμι του τόπου διακοπών εισβάλλουν στην ανθρώπινη ζωή και την απειλούν: «Τώρα στον ύπνο μας ακούγεται το τρίξιμο των δοντιών/ τους.» Η απειλή είναι σαφής κι ολοκάθαρη.

Σ’ αυτή την ανούσια, εφιαλτική ζωή, όλα κινούνται στην εσωστρέφεια, «πίσω από την κουρτίνα,/ όπως μια καρέκλα που μόλις λουστραρίστηκε», που φαντάζει λαμπερή και περιποιημένη, μα είναι ακινητοποιημένη, τελματωμένη και καλύπτει το σκέβρωμα, τη σήψη, την κενότητά της κάτω από το λούστρο της επιφάνειας. Στο υπάρχον ανθυγιεινό κλίμα «όλα μπορούν να περιμένουν// μέχρι την επόμενη θρηνωδία». Ο όρος «θρηνωδία» είναι φορέας της φόρτισης που επιδιώκει η συλλογή στο σύνολό της. Ο θάνατος επιστεγάζει τα πάντα. Στον θάνατο συναντιούνται όλοι, «σ’ ένα ραντεβού αμήχανης γαλήνης/ αδιάφοροι πλέον κάθε εποχικής επιρροής», σ’ ένα σκηνικό όπου κυριαρχεί η ματαιότητα. Οι αναμνήσεις επίσης είναι ξεθωριασμένες και ξυπνούν εφιάλτες, αφού ακόμη και στις «Καρτ ποστάλ» «Τα απογεύματα βγάζει σφήκες».

Στη διαμόρφωση του νοσηρού κλίματος συμμετέχει ακόμη κι η ποίηση. Οι συνθέσεις της συλλογής είναι ακριβώς από εκείνες, εξαιτίας των οποίων ο γιατρός θα συμβούλευε τον ασθενή «να κόψει τα ποιήματα το βράδυ». Θα μπορούσε απ’ την όλη φθορά να ξεπηδήσει ζωή; «Είναι μαγεία να ανακαλύπτεις κατσαρόλες στα ερείπια», είναι ωστόσο αμφίβολο αν και οι κατσαρόλες αυτές δεν περιέχουν «φαγητό» βαρύ κι εξίσου υπεύθυνο για τη βραδινή βαρυστομαχιά κι ανησυχία. Ακόμη και η πιο αισιόδοξη νότα της συλλογής, δηλαδή η εικόνα του παππού στην εξοχή, με την αγνότητα, την αθωότητα, την απλότητα και τη φυσιολατρία ενός παππού που γίνεται ένα με τη φύση, καθώς τα σιτάρια παίρνουν «το σχήμα του/ κορμιού του», υπονομεύεται από τη διαφαινόμενη γεροντική άνοια του πρωταγωνιστή, ο οποίος φαίνεται πως δεν εκλαμβάνει τη Δευτέρα σαν Κυριακή μονάχα επειδή χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία και τη μόνιμη ψυχολογία της γιορτινής ημέρας, μα κι επειδή δεν είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται πια την αλλαγή των ημερών.

Ο Πέτρου επιχειρεί κι ένα βήμα παραπέρα: πλάι στην εξαφάνιση της όποιας θετικής έκβασης, εξαφανίζει και την προηγηθείσα καταστροφή, εφόσον η εξέλιξη των πραγμάτων προσδιορίζεται κυκλική, ανίκανη να οδηγήσει σε κάποιον στόχο, παγερά αδιάφορη, βαλτωμένη. «Άλλωστε,/ ο χρόνος είναι ένα αμάξι δίχως λάστιχα» και καμία «βεβαιότητα» ότι θα ήταν δυνατή η ανθρώπινη απεξάρτηση από τα παραμύθια δεν κρίνεται βάσιμη. Έτσι, εν μέσω του όλου αδιεξόδου, το «τέλος» της ιστορίας γράφεται με «σκυμμένο το κεφάλι».

Ο ποιητικός κόσμος του Πέτρου είναι μουντός, διακινεί σαχτουρικούς εφιάλτες, χωρίς μάλιστα να τους απαλύνει μέσω κάποιας αισιόδοξης προοπτικής, όπως συμβαίνει εντέλει στον Μίλτο Σαχτούρη. Η ασφυκτική ατμόσφαιρα σημαδεύεται από τους αλλεπάλληλους «σκοτεινούς θαλάμους» των «δαιμονικών θορύβων» τους. Οι λεκτικές επιλογές συνθέτουν μια γλώσσα σκληρή, χωρίς εξωραϊσμούς, που υπηρετεί τη στόχευση της συλλογής. Ο Πέτρου, γεννημένος το 1970, δεν βιάστηκε να κάνει το πρώτο του ποιητικό βήμα. Ώριμος ήδη από το ξεκίνημά του, υπόσχεται μια ενδιαφέρουσα συνέχεια.

Δημήτρης Πέτρου, «Α΄ Παθολογική», εκδ. Μικρή άρκτος, Αθήνα 2013, σελ. 40.

 

Α΄ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ

Η μάνα μου σε κρεβάτι νοσοκομείου, μόνη.

Μπλούζες χιόνι, γυαλιά μυωπίας

Και επισκεπτήριο τρεις με πέντε.

 

Το φως στον θάλαμο κακοπληρωμένη νοσοκόμα.

 

Πλησιάζω αργά,

κάνω πως δεν βλέπω το ρολόι.

 

Η μάνα μου με ρωτάει:

–Τι λες; Φεύγω τη σωστή ώρα;

 

Η φωνή μου βγαίνει απ’ το υπόγειο

από στοίβες ξύλα,

ένα λίκνο, άδεια ράφια.

–Δεν σε ξέρω!–

Κάθε βράδυ ένα μεταγωγικό περνάει πάνω

απ’ το κεφάλι μου.

ΕΝΘΥΜΙΟ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Το ποτάμι άλλαζε με τον χρόνο. Κατεβαίναμε στην ακροθαλασσιά.

Τη μια συναντούσαμε

ένα ξερό δέντρο, την άλλη μια παρατημένη βάρκα

ή βότσαλα, που το σχήμα τους δεν είχαμε ξαναδεί.

Ύστερα όλα αυτά τα κουβαλούσαμε σπίτι.

Πάνω στα ράφια, στις πόρτες, έβλεπες φλούδες χρώμα

έναν λεκέ και την επόμενη χρονιά

άλλο τοπίο έμπαινε στα μάτια μας.

Έτσι άλλαζε το ποτάμι, η θάλασσα, η ζωή

 

ώσπου νέα είδη ψαριών εμφανίστηκαν

τέλεια προσαρμοσμένα.

 

Τώρα στον ύπνο μας ακούγεται το τρίξιμο των δοντιών

τους.

 

ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ

Ήσουνα, λέει, καλοφαγάς.

Από το σαλόνι το κάδρο σου

έχει προ πολλού ξεκρεμαστεί.

Ένας έμπορος με νάιλον γραβάτα

δίπλα σε σκούπες και πιο πίσω σκοτάδι,

να χάνεται η μορφή.

 

Στην ανακομιδή με οδήγησε η περιέργεια.

Να ανακαλύψω κοινά χαρακτηριστικά.

Να εντοπίσω το ινιακό οστό.

Να συγκρίνω αναλογίες.

Καμία ομοιότητα.

 

Όμως

το δίχως άλλο κάποτε θα σου μοιάσω

κι επιτέλους θα συναντηθούμε

σ’ ένα ραντεβού αμήχανης γαλήνης

αδιάφοροι πλέον κάθε εποχικής επιρροής.

Κι αυτή η γραβάτα τόσα χρόνια

Να μη λιώνει.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 394, 1/7/2014.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.