Η αναβίωση του μεσαίωνα στον εκφεουδαρχισμό της πολιτικής* Βιβλιοπαρουσίαση
Του Γιάννη Στρούμπα
Κώστας Χρυσόγονος, «Η ιδιωτική δημοκρατία. Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία», εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 288.
Τη μακρά πολιτειακή ιστορία των Νεοελλήνων, η οποία ξεκινά ήδη πριν από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, παρακολουθεί, ερμηνεύει και σχολιάζει ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Κώστας Χρυσόγονος στο βιβλίο του «Η ιδιωτική δημοκρατία» (υπότιτλος: «Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία»). Διαπιστώνοντας την κόπωση και την ανησυχητική πρόωρη γήρανση της ελληνικής δημοκρατίας μεταπολιτευτικά, η οποία ενισχύει τη λαϊκή δυσαρέσκεια για το πολιτικό σύστημα, ο συγγραφέας προβαίνει στη διερεύνηση του προβλήματος, καταθέτοντας και τις προτάσεις του για θεσμικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αναχωματιστεί η κρίση.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 285, 16/12/2009.
Το βιβλίο διαιρείται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος με τον τίτλο «Το ιστορικό πλαίσιο» επιχειρείται μία ιστορική ανασκόπηση των συνθηκών που οδήγησαν στη γέννηση των ελληνικών πολιτειακών θεσμών. Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Το πολιτικό σύστημα», καθώς εδώ συνθέτονται τα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το τρίτο μέρος επιγράφεται «Οι δικαστικοί θεσμοί». Σ' αυτό περιλαμβάνονται η παρουσίαση της δυσλειτουργίας των σύγχρονων δικαστικών θεσμών και οι προτάσεις του συγγραφέα για την ευρυθμότερη λειτουργία τους.
Ο Χρυσόγονος αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του σε μία εκτενή και διεισδυτική ερμηνεία των χαρακτηριστικών που φέρουν οι ελληνικοί πολιτειακοί θεσμοί από τη γέννησή τους, επειδή οι ιδιομορφίες των συνθηκών γέννησης και ανάπτυξής τους επηρέασαν συνολικά τη συγκρότηση και τη λειτουργία των θεσμών, γεγονός που εξηγεί τις οργανικές τους διαταραχές μέχρι και σήμερα. Η λαϊκή κυριαρχία δεν υλοποιήθηκε ποτέ τον 19ο αιώνα, καθώς τα συντάγματα του 1844 και του 1864 δεν αμφισβήτησαν τη μοναρχία, θεωρώντας την διαιτητή μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών φατριών. Ακόμη και στον 20ο αιώνα, από το κίνημα στο Γουδί ως την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974, οι συνταγματικοί θεσμοί δεν λειτούργησαν ομαλά. Η λαϊκή δημοκρατία κατοχυρώνεται μόνο μεταπολιτευτικά, μα και πάλι επιβαρύνεται από τις πολιτικές δυναστείες.
«[…] Είναι πρόδηλο ότι οι εμπλεκόμενοι στην παραοικονομία αποτελούν δυνητική πηγή πλουτισμού για τους εκάστοτε νομείς της πολιτικής εξουσίας, αφού έχουν κίνητρο να τους δωροδοκούν για να εξασφαλίζουν την κρατική ανοχή στις δραστηριότητές τους. Και αντίστροφα όμως, η παραοικονομία είναι προνομιακός προορισμός για έσοδα των φορέων της δημόσιας πολιτικής εξουσίας, προερχόμενα από αθέμιτες συναλλαγές των τελευταίων με τους φορείς της ιδιωτικής οικονομικής εξουσίας. Έτσι π.χ. θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μεγάλο μέρος των αφανών χρηματοδοτήσεων, τις οποίες, όπως διαφαίνεται από το σκάνδαλο Siemens, απολαμβάνουν οι ηγεσίες των κομμάτων και/ ή συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα από επιχειρήσεις εργολήπτριες δημόσιων έργων και προμηθειών, κατευθύνεται σε εξίσου αφανείς κομματικές πληρωμές προς τοπικά ιδίως μέσα "ενημέρωσης". […]» Από το κεφάλαιο «Το πολιτικό σύστημα», σελ. 204. |
Η διαρκώς ανώμαλη κατάσταση, που επισφραγιζόταν από τις αυθαίρετες επεμβάσεις του εκάστοτε βασιλιά ή την ανάμειξη του στρατού στην πολιτική, εμπόδιζε τις απόπειρες αναθεώρησης του συντάγματος, λόγω του φόβου νέων αυθαιρεσιών. Ως το 1975 δεν υπήρξε καμία αυθεντική αναθεώρηση. Η αναθεώρηση, πάλι, του 2001, με την εκχώρηση πολιτικών εξουσιών σε «ανεξάρτητες αρχές», απέδειξε την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει την κρίση που το μαστίζει. Πέρα όμως από τις όποιες ατέλειες του συντάγματος, το πραγματικό πρόβλημα σήμερα έγκειται στην αδυναμία ή και την απροθυμία του πολιτικού συστήματος να διασφαλίσει την εφαρμογή των νόμων.
Το εν λόγω πολιτικό σύστημα ο Χρυσόγονος το περιγράφει διεξοδικά στο ομότιτλο δεύτερο μέρος του βιβλίου του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα διαδραματίζουν τα πολιτικά κόμματα. Ως φορείς ιδεολογικού στίγματος τα κόμματα υποτίθεται ότι αναλαμβάνουν την ουσιαστική αντιπροσώπευση των πολιτών. Καθώς όμως οι αρμοδιότητες συγκεντρώνονται σε λίγα ηγετικά στελέχη, τα κόμματα θυμίζουν ολιγαρχίες που χειραγωγούν την κοινωνία αντί να την χειραφετούν. Έτσι η ποιότητα της δημοκρατίας υποβαθμίζεται. Παράλληλα με την ολιγαρχική εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, εμφανές είναι σήμερα και το ιδεολογικό τους έλλειμμα, με τον περιορισμό των προγραμματικών τους διαφορών, που φτάνει μέχρι την αμφισβήτηση της παραδοσιακής διάκρισης «δεξιάς – αριστεράς». Η δυσαρέσκεια ή και η απάθεια των πολιτών τούς οδηγούν σε αποστασιοποίηση από την πολιτική ζωή.
Η απομάκρυνση των εκλογέων από τα κόμματα, σε συνδυασμό με τα ασαφή ιδεολογικώς πολιτικά προγράμματα, επιτρέπει στις κομματικές ηγεσίες να διαπλέκονται ευκολότερα με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. Ο ανταγωνισμός των κομμάτων μάλιστα τα στρέφει προς αυτούς, αφού οι ανάγκες των αυξημένων δαπανών που προκύπτουν δεν μπορεί να καλυφτούν απ' την κρατική χρηματοδότηση. Έτσι τα κόμματα, αν και κρατικοδίαιτα, δεν ανεξαρτητοποιούνται από τους ιδιώτες χρηματοδότες. Εξάλλου ο ιδεολογικός αποχρωματισμός των σύγχρονων πολυσυλλεκτικών κομμάτων τα ωθεί σε αντιφατικές υποσχέσεις προς ετερόκλητες ομάδες. Οι υποσχέσεις όμως δεν είναι δυνατό να εκπληρωθούν μετεκλογικά λόγω της αντιφατικότητάς τους. Ο παράλληλος περιορισμός των πολιτικών διαφοροποιήσεων στο πλαίσιο λειτουργίας της Ε.Ε. εγείρει την αμφισβήτηση απέναντι στην αποτελεσματικότητα και την ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων. Έτσι η πολιτική αποπολιτικοποιείται και η δημοκρατία υποβαθμίζεται.
«[…] Δεν μπορεί να μείνει εδώ ασχολίαστο το γεγονός ότι στις περισσότερες, αν όχι σε όλες, τις ποινικού ενδιαφέροντος υποθέσεις που βρέθηκαν και στην πολιτική επικαιρότητα την τελευταία τετραετία (απαγωγές Πακιστανών, υποκλοπές, ομόλογα, σκάνδαλο Siemens κ.ά.) η έρευνα των εισαγγελικών αρχών και ειδικότερα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών καρκινοβατεί ή έχει ήδη οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές επιδεικνύουν ενίοτε υπερβάλλοντα ζήλο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση του παρ' ολίγον αυτόχειρα Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, όπου επιβλήθηκε στην βασική κατηγορούμενη προσωρινή κράτηση, παρά το γεγονός ότι έλλειπαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να διαταχθεί τέτοιο μέτρο. Όλα αυτά δημιουργούν κλίμα καχυποψίας και πλήττουν την εικόνα της δικαιοσύνης στην κοινή γνώμη. […]» Από το κεφάλαιο «Οι δικαστικοί θεσμοί», σελ. 238-239. |
Όσο εύκολη αποδεικνύεται η ιδεολογική σύγχυση των σύγχρονων κομμάτων και η προσαρμογή τους στις «ολιγαρχίες χρηματοδοτών», τόσο δύσκολη είναι η κάθαρσή τους από τις ανομίες τους. Η ποινική δικαιοσύνη δεν αγγίζει τα πολιτικά πρόσωπα, ενώ και η «αυτοκάθαρση» μένει σχήμα λόγου. Η αδυναμία θεραπείας των νοσημάτων έγκειται κυρίως στην αυταρχική οργάνωση των κομμάτων, την οικογενειοκρατία, την έλλειψη δικαστικής ανεξαρτησίας και την ανοχή στην παραοικονομία και την παραβατικότητα. Η απουσία εσωκομματικής δημοκρατίας, με αρχηγούς που επιβάλλουν τις προσωπικές τους αποφάσεις, δυσχεραίνει τη διαφάνεια: στα οικονομικά των κομμάτων έχουν πρόσβαση μόνο οι αρχηγοί και οι έμπιστοί τους. Έτσι, οι συναλλαγές με την «ολιγαρχία χρηματοδοτών» είναι αδύνατο να ελεγχθούν, οπότε δεν καταπολεμείται ούτε η διαφθορά. Το φαινόμενο αποκτά βάθος στον χρόνο όταν τα αξιώματα ανακαταλαμβάνονται από διαδοχικές γενιές της ίδιας πολιτικής οικογένειας. Καθώς μάλιστα η πολιτική εξουσία χειραγωγεί τη δικαστική με την επιλογή των μελών του Άρειου Πάγου, το αδιέξοδο επιτείνεται. Γι' αυτό και ποινικές υποθέσεις που ενοχλούν τις κυβερνήσεις δικαστικά τελματώνουν. Αν συνυπολογιστεί η προϊούσα ανοχή στην παραβατικότητα, καθίσταται εμφανέστερος ο φαύλος κύκλος από την ανομία στην πολιτική κι αντίστροφα: οι φορείς της παραοικονομίας δωροδοκούν την πολιτική εξουσία για να τους ανέχεται, ενώ εκείνη προορίζει τα αθέμιτα έσοδά της πίσω στην παραοικονομία. Όσο λοιπόν τα κόμματα χρηματοδοτούνται από τον παράδοξο συνδυασμό του κράτους και των αφανών ιδιωτών χρηματοδοτών, ζυμώνεται ένα πάντρεμα της δημόσιας με την ιδιωτική εξουσία, το οποίο θυμίζει τη φεουδαρχία στο μεσαίωνα κι εκφεουρδαχίζει περαιτέρω την πολιτική. Η εξουσία ασκείται σταθερά από λίγους, όπως και στον μεσαίωνα. Αυτό είναι το ανώτατο στάδιο της κλεπτοκρατίας. Η δημοκρατία ποδηγετείται από την ολιγαρχία των προαναφερόμενων ιδιωτών, χάνοντας απολύτως φυσιολογικά το νόημά της, και ευλόγως προσδιορίζεται από τον Χρυσόγονο σαν «ιδιωτική».
Ενώπιον της νοσηρής κατάστασης, η καταφυγή στη δικαιοσύνη θα 'πρεπε να συνιστά κάποια ελπίδα ίασης. Όπως όμως εξηγεί ο συγγραφέας στο τρίτο μέρος του βιβλίου του, η ελληνική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει σειρά προβλημάτων που δεν της επιτρέπουν να απονείμει δίκαιο. Ένας όγκος ποινικών υποθέσεων εμποδίζει την έγκαιρη εκδίκασή τους. Η Διοίκηση ευθύνεται σημαντικά για τη διόγκωση αυτή, καθώς αδυνατεί να εφαρμόσει τους νόμους και να επιβάλει κυρώσεις. Παράλληλα παρανομεί και η ίδια όταν επιμένει σε νόμους που 'χουν κριθεί αντισυνταγματικοί, χωρίς να συμμορφώνεται στις ακυρωτικές αποφάσεις.
Η εξάρτηση της δικαιοσύνης από την πολιτική γιγαντώνει τα προβλήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν υποθέσεις ποινικού ενδιαφέροντος όπου η εισαγγελική έρευνα καρκινοβατεί (απαγωγές Πακιστανών, υποκλοπές, σκάνδαλο Siemens), τη στιγμή που σε άλλες επιδεικνύεται υπερβάλλων ζήλος (προσωρινή κράτηση της βασικής κατηγορουμένης στην υπόθεση Ζαχόπουλου, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις). Η αμφισβήτηση λοιπόν της δικαιοσύνης επέρχεται φυσιολογικά και ευνοεί την ήδη δρομολογημένη τροχιά παρακμής.
Η έλλειψη συνταγματικού δικαστηρίου στην Ελλάδα δυσχεραίνει περαιτέρω την κατάσταση, αφού δεν ευνοεί την εναρμόνιση της όποιας εξουσίας με τους κανόνες δικαίου. Ακόμη και η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου δεν οδηγεί αυτόματα στην ακύρωσή του, με αποτέλεσμα διοικητικές πράξεις που στηρίχτηκαν σε νόμους αντισυνταγματικούς να παγιώνονται σαν τετελεσμένες. Η ανασφάλεια δικαίου είναι γεγονός.
Δεδομένων των παραπάνω προβλημάτων ο Χρυσόγονος θεωρεί απαραίτητη την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου, αρκεί να μην τελούν τα μέλη του υπό κυβερνητικό έλεγχο και να δημοσιοποιούνται οι αποφάσεις του ώστε να τίθενται σε κριτική. Το σημαντικότερο όμως ζητούμενο για το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι η ανατροπή του εκφεουδαρχισμού του, ο οποίος, με τη σύντηξη της δημόσιας με την ιδιωτική εξουσία, μετατρέπει την πολιτική σε ιδιωτική υπόθεση των πολιτικών δυναστειών και των οικονομικών συμφερόντων του περίγυρού τους, υπονομεύοντας το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου.
Με λόγο ευθύβολο, τολμηρό κι εμπεριστατωμένο ο Χρυσόγονος αναδεικνύει τις δυσλειτουργίες του σύγχρονου πολιτικού συστήματος, το οποίο, σε μια ολισθηρή πορεία παρακμής, τείνει να αναβιώσει μεσαιωνικά χαρακτηριστικά προσωποποιώντας τα στη φυσιογνωμία του. Προσκομίζοντας συγκεκριμένα στοιχεία ο συγγραφέας θέτει το δάχτυλο στον τύπο των ήλων. Για τη θεραπεία των πληγών καταθέτει προτάσεις ρεαλιστικές, η εφαρμογή των οποίων ωστόσο προϋποθέτει την πολιτική βούληση. Όσο αυτή δεν ενεργοποιείται, η κλεπτοκρατική «ιδιωτική δημοκρατία» παγιώνεται.