Εισοδηματίες συναισθημάτων*
Του Γιάννη Στρούμπα
Ποιήματα φόρμας λιτής, τα τρίστιχα χαϊκού (πέντε, επτά και πέντε συλλαβές σε κάθε στίχο αντίστοιχα) προσφέρονται από τη φύση τους για ακαριαίες διατυπώσεις και διαπιστώσεις. Τη δυνατότητά τους αυτή εκμεταλλεύεται ο Σπύρος Θεριανός στην ποιητική του συλλογή «Το εισόδημα στο Μόλυβο», για να καταγράψει σκέψεις και συναισθήματα προκαλούμενα από την επαφή με τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Ορμώμενος από τον πίνακα «Το εισόδημα στο Μόλυβο» του Μυτιληνιού λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, ο Θεριανός χρησιμοποιεί τον ίδιο τίτλο στην ποιητική του συλλογή προκειμένου να εστιάσει το ενδιαφέρον του στον απαιτούμενο μόχθο για την εξασφάλιση του εισοδήματος, κάτι που απεικονίζεται άλλωστε και στον ζωγραφικό πίνακα. Παράλληλα, όμως, υπερβαίνει τα σημαινόμενα του πίνακα φορτίζοντας το «εισόδημα» με περιεχόμενο ψυχικό. Το ποιητικό πλέον «εισόδημα» παραπέμπει στη συναισθηματική πλήρωση που προκαλεί στο ποιητικό υποκείμενο ένας τόπος, ο Μόλυβος της Λέσβου. Ο Μόλυβος δεν δηλώνεται πουθενά αλλού στα ποιήματα ως χώρος των όσων διαδραματίζονται στη συλλογή. Ο αρχικός εντοπισμός στον χώρο, ωστόσο, προδιαθέτει για έναν τόπο διακοπών, που με το απαράμιλλο φυσικό κάλλος του και τη γραφικότητά του ευνοεί την αμεριμνησία όσων τον επισκέπτονται. Απαλλαγμένοι από την καθημερινότητα του βιοπορισμού έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν κέρδη συναισθηματικά μέσα από τη διεργασία που συντελείται χάρη στην ποικιλότροπη ψηλάφηση του παρθένου τοπίου.
Ό,τι υπονοείται στον τίτλο πράγματι αναπτύσσεται στα ποιήματα της συλλογής. Νησί ευλογημένο από τη φύση, η Λέσβος ξεδιπλώνει τις καλλονές της σ’ ένα φυσικό περιβάλλον που με τη χλωρίδα και την πανίδα του γαληνεύει τον επισκέπτη του και τον κινητοποιεί συναισθηματικά, παραινώντας τον να υπερβεί τα όποια προσωπικά του τραύματα. Το εισαγωγικό ποίημα της συλλογής παρακινεί χαρακτηριστικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση: «Σπάει το κλαδί./ Η μέρα δεν αντέχει/ άλλα τραύματα.» Είναι μάλιστα ενδεικτικό πως τα «τραύματα», σωματικά ή ψυχικά, ορίζονται από το σπάσιμο ενός κλαδιού. Η ταύτιση με το φυσικό περιβάλλον ήδη συντελείται.
Η φύση, φορέας συναισθηματικού «εισοδήματος», επιβεβαιώνει τον ρόλο της διαρκώς. «Κοιτώ στα πεύκα·/ τόση ώρα ακούω/ τιτιβίσματα.» Η χλωρίδα και η πανίδα της Λέσβου χαρίζουν τερπνές εικόνες, ήχους κι αρώματα, που ενεργοποιούν τις αισθήσεις και γοητεύουν με τα θέλγητρά τους. Τα «σγουρά χταπόδια» στην ακροθαλασσιά αποθεώνουν με την ενέργειά τους τη ζωή. Το «μικρό βατραχάκι», άλλο ένα σύμβολο ζωής, τίθεται υπό την προστατευτική αιγίδα του ποιητικού υποκειμένου. Οι σφήκες τρυγούν τα σταφύλια, πιθανώς στον πάγκο κάποιου πλανόδιου μανάβη. Εδώ ο χρόνος σταματά κι απευθύνει το προσκλητήριο για παράδοση στην ηρεμιστική αγκαλιά του, πέρα από κάθε έγνοια. Ακόμη και η θέαση όσων σχετίζονται με τον άνθρωπο τελείται υπό την ίδια ηρεμιστική σκοπιά: «Νωπό πρωινό·/ κοντά μου στη θάλασσα/ άδεια τραπέζια.»
Η ένταξη του ανθρώπου στο γεμάτο σιγουριά κι ασφάλεια φυσικό περιβάλλον επιβεβαιώνεται μέσω συνεπών επαναφορών. «Άνθρωποι είναι;/ η αφέγγαρη νύχτα/ κρύβει τα πάντα.» Ή: «Σκυφτός στη βάρκα/ η λίμνη ατάραχη/ τον καθρεφτίζει.» Η αταραξία δεν αφορά μόνο τη λίμνη, που μετατρέπεται σε καθρέφτη της ανθρώπινης φιγούρας μέσα στη βάρκα· αφορά και την ψυχική κατάσταση του επιβάτη, η οποία καθρεφτίζεται επίσης στην άπνοια του σκηνικού. Έτσι καθίσταται κοινή η αταραξία φύσης – ανθρώπου κι αποδεικνύεται αγαστή η συμπόρευσή τους.
Η απομάκρυνση των περισπασμών ευνοεί την εκδήλωση του έρωτα, και πάλι μέσα από την πολύτιμη συνδρομή της φύσης: «Κάποια άφησε/ στο νερό της μπανιέρας/ ένα νούφαρο.» Ο υποδηλούμενος ερωτισμός με την ανάδυση του γυμνού, υγρού κορμιού από τα νερά, ανάδυση αντίστοιχη με της αρχαίας θεάς του έρωτα, εξαγνίζεται με την ομορφιά και την αθωότητα του νούφαρου. Κι αν ο έρωτας αποδεικνύεται κάποτε ένας δύσβατος, ανηφορικός Γολγοθάς («Ουφ! απόκαμα/ καταμεσής στο δρόμο/ για το σπίτι σου»), ο εξαγνισμός του είναι τόσο λυτρωτικός, ώστε να μην καθίσταται απαγορευτική η ανάβαση. Η λεπτότητά του άλλωστε, έξω από κάθε σαρκική ωμότητα, δομείται στην άδολη αγάπη και την αφοσίωση, που απορρίπτει την εκμετάλλευση του ερωτικού συντρόφου και της προσωπικής του ζωής: «Τα μυστικά σου/ μαρτυράς στον ύπνο σου/ κι εγώ ακούω.»
Η αγνότητα που επιμένει κι επιβιώνει, παρά τις αντιξοότητες και τον κυνισμό της σύγχρονης εποχής, επεκτείνεται και στα υπόλοιπα πρόσωπα του κοινωνικού περίγυρου, πέρα από τους ερωτικούς ή τους υποψήφιους ερωτικούς συντρόφους. Τα άθικτα κρίνα της δασκάλας στο πανεράκι, συνομιλώντας και με τον Μυτιληνιό συγγραφέα Στρατή Μυριβήλη («Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια»), ανακαλούν μιαν άλλη, αθώα εποχή. Η κυριαρχούσα αθωότητα ερμηνεύει την εμπιστοσύνη με την οποία το ποιητικό υποκείμενο περιβάλλει τον κόσμο. «Του ποδηλάτη/ του ’πεσε η τραγιάσκα! Θα τη φορέσω!» Το συμμάζεμα και η υιοθέτηση της πεσμένης τραγιάσκας, με μία αυθόρμητη κίνηση παιδικού ενθουσιασμού, αποτυπώνει την αποδοχή των ανθρώπων, την ταύτιση και την ομοθυμία με αυτούς. Τούτο άλλωστε επιβάλλει κι η ανάγκη, εφόσον η κατάκτηση καμιάς κορφής δεν είναι δυνατή χωρίς το δέσιμο, την υποστήριξη, τη σύμπνοια: «Κράτα με γερά!/ ετούτη η κορφούλα/ είν’ απόκρημνη.»
Σ’ ένα ποιητικό σύμπαν όπου ο άνθρωπος και τα υπόλοιπα πλάσματα της φύσης συμβιώνουν αρμονικά, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η τεχνική με την οποία ο Θεριανός μεταβαίνει από το ένα στοιχείο στο άλλο, συνταιριάζοντάς τα: «Ο μικρός ψαράς/ κρύβει στο καλάθι του/ ψάρια κι αχινούς.» Σε ένα τρίστιχο στο οποίο το ενδιαφέρον εντοπίζεται φαινομενικά στα πλάσματα της θάλασσας, ο Θεριανός πετυχαίνει με τη χρήση ενός μόνο, μα σημαίνοντος, επιθέτου να μετατοπίσει τη συζήτηση γύρω από τον άνθρωπο. Το επίθετο «μικρός» αρκεί για να υποδείξει στον αναγνώστη πως στο κατόρθωμα της άγουρης ψαριάς λαμποκοπούν τα έντονα παιδικά συναισθήματα, τα οποία καλείται να τα υποψιαστεί, έστω κι αν δεν δηλώνονται.
Τα χαϊκού του Θεριανού, καμωμένα να διαβάζονται πολύσημα, πετυχαίνουν, εκτός από τη συναισθηματική, καί την πνευματική κινητοποίηση. «Τόση ομορφιά/ κι όμως πεταλούδα μου/ είσαι χάρτινη!»: η χάρτινη πεταλούδα μπορεί να αποδίδει την παιδικότητα και την αθωότητα με την οποία αντιμετωπίζεται στην παρούσα ποιητική συλλογή ο κόσμος· ιδωμένη αλλιώς, ωστόσο, η πεταλούδα θα μπορούσε να ’ναι αληθινή και να μοιάζει με χάρτινη, ακριβώς επειδή η ομορφιά της είναι ευάλωτη. Αντίστοιχη και η λειτουργία του τρίστιχου «Βαθύ πηγάδι·/ στα σκοτεινά νερά του/ παίζει το χέλι.»: η πρώτη ανάγνωση μιας φυσιολατρικής εικόνας θα μπορούσε κάλλιστα να αναχθεί, σε δεύτερη ανάγνωση, σε μια τολμηρή ερωτική εικόνα.
Το «εισόδημα» που κάρπισε μέσα από την καλοκαιρινή λάμψη, τείνει στην περαίωσή του με τον ερχομό του φθινοπώρου: «Λιμνούλες βροχής/ και πουλιά στο μπαλκόνι./ Φθινοπωριάζει.» Η βροχή, εισαγμένη ομαλά ήδη σαν καλοκαιρινός «καταρράκτης» («Βρέχει από χθες –/ τρυφερός καταρράκτης/ έξω στους τοίχους.»), αντιμετωπίζεται με τρυφερότητα, κι όχι εχθρικά. Μπορεί οι βουκαμβίλιες να μαραίνονται, και η ντάλια, με το τέλος του θέρους, να γέρνει στο χώμα, όμως η κάμψη επέρχεται φυσικά κι «όμορφα». Πρόκειται για το τέλος μιας περιόδου που λήγει φυσιολογικά, έχοντας αποδώσει χρυσούς καρπούς.
Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται το τέλος δεν αφήνει περιθώρια για πίκρες και «μνημόσυνα». Ο κύκλος των εποχών σημαδεύει και την ποιητική έκβαση, σε μια φυσική διαδικασία που δεν επιτρέπει αρνητικά συναισθήματα. Σ’ αυτόν τον φιλοσοφημένο συμβιβασμό με το τέλος καθετί όμορφου, ο Θεριανός αποτιμά θετικά ένα θέρος, το οποίο ήδη πρόσφερε πλουσιοπάροχο «εισόδημα» στο ποιητικό υποκείμενο που το γεύτηκε. Η προσφορά του ίδιου «εισοδήματος» από το ποιητικό υποκείμενο στους αναγνώστες του, καθιστώντας τους μαζί του εισοδηματίες συναισθημάτων, καθώς κοινωνούν στις δικές του εμπειρίες, αναγνωρίζεται σαν έμπρακτη φιλοφρόνηση από ένα πρόσωπο που αποδεικνύεται γενναιόδωρο συναισθηματικά στην πράξη, έξω από τον ποιητικό μύθο.
Σπύρος Θεριανός, «Το εισόδημα στο Μόλυβο», εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 20103 (19991), σελ. 48.
Ρίγησα όταν το μπαστούνι του τυφλού με ακούμπησε. *** Ουπς! σε τρόμαξα και μικρό βατραχάκι πηδάς στο νερό. *** Όραμα είναι; στο κανάλι η βάρκα ήσυχα λάμνει. *** Κανείς στη βάρκα· απέναντι το νησί γεμάτο πεύκα. *** Φυσά λεβάντες η θάλασσα του κόλπου αλλάζει χρώμα. |
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 324-325, 16/8/2011