Ελαστικές σχέσεις εργασίας στη ββάθμια εκπ.

Ελαστικές σχέσεις εργασίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Έφη Καλαμαρά

 

Τα τελευταία χρόνια το εργασιακό τοπίο στην εκπαίδευση έχει αλλάξει δραματικά, όπως άλλωστε και στους περισσότερους εργασιακούς χώρους. Ο σύγχρονος εργαζόμενος υποχρεώνεται να ενταχθεί σε μια διαδικασία συνεχούς ανασυγκρότησης, ώστε να ανταποκρίνεται σε διαρκώς μεταβαλλόμενα εργασιακά πλαίσια και να εξασφαλίζει απασχόληση.Σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται η κεντρική σημασία της καταρτισιμότητας. Μια « αγορά» που κατευθύνεται από τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις είναι εκείνη που καθορίζει ποιά γνώση και σε ποιές συνθήκες είναι αξιόλογη και αυτές οι ιεραρχήσεις μεταφέρονται και στην εκπαιδευτική «αγορά» και την αποικίζουν.

Η εκπαίδευση μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε κατάρτιση ενώ οι λεγόμενες ευέλικτες εργασιακές σχέσεις παίρνουν ποικίλες απειλητικές μορφές και τείνουν να κυριαρχήσουν στο χώρο της Δημ. Παιδείας διαρρηγνύοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς αλληλεγγύης που παραδοσιακά συνέχουν τους εργαζόμενους. Συνήθως η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και γενικά τα εργασιακά θέματα θεωρούνται στενά επαγγελματικά ζητήματα που αφορούν μόνο τους ίδιους τους εργαζόμενους.

 Η σημερινή όμως νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική από τη μια απαιτεί την μεγαλύτερη δυνατή εργασιακή απόδοση και από την άλλη προωθεί όλο και περισσότερο υποβαθμισμένες μορφές εργασίας στα σχολεία. Το είδος και η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων όμως έχουν καθοριστική επίδραση στο εκπαιδευτικό έργο.

Η διδασκαλία είναι ένα φαινόμενο με διπλή όψη : έχει ταυτόχρονα παιδαγωγική και εργασιακή διάσταση. Είναι και μεταβίβαση της γνώσης και η εργασία των εκπαιδευτικών. Βλέποντας τα πράγματα απ΄ αυτή την σκοπιά δε μπορεί να διαπιστώσουμε τη στενή αλληλεξάρτηση της μιας πλευράς με την άλλη και τη σημασία που έχει το είδος και η ποιότητα του εργασιακού καθεστώτος στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού έργου.

Σήμερα εμφανίζεται ένας νέος τύπος εργαζόμενου στην εκπαίδευση:ο απασχολήσιμος με καμιά σταθερότητα στην εργασία, υποαμειβόμενος και εργασιακά περιπλανώμενος, με υποτυπώδη κοινωνική ασφάλιση που ποτέ δεν μπορεί να του εξασφαλίσει συνταξιοδότηση. Προσωρινότητα και αβεβαιότητα σε κάθε στιγμή της ζωής στη διαμονή, στις σχέσεις, στη δουλειά. Πώς γίνεται ο εκπαιδευτικός σʼ αυτές τις συνθήκες εργασίας να αποδώσει στο εκπαιδευτικό του έργο; Και για να μιλήσουμε και με νούμερα- για το σχολικό έτος 2008/2009- 89.000 μόνιμοι καθηγητές στην Δευτεροβάθμια, 3.600 αναπληρωτές, 12.800 ωρομίσθιοι (4.800 + 8.000 στην Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη) δηλ το 15,5 % των καθηγητών είναι αναπληρωτές και ωρομίσθιοι.

Βασικός μοχλός προώθησης τέτοιων εργασιακών σχέσεων στο χώρο της εκπαίδευσης στάθηκε η ύπαρξη μιας μακροχρόνιας ανεργίας, που ανάγκασε πολλούς πτυχιούχους παιδαγωγικών και καθηγητικών σχολών νʼ αποδεχτούν τους χειρότερους εργασιακούς όρους προκειμένου ν΄ εξασφαλίσουν μερικά μόρια που θ΄ ανοίξουν το δρόμο για τη μονιμοποίηση τους. Για δεκαετίες η προσωρινή εργασία των εκπαιδευτικών αποτελούσε ένα μικρό διάστημα του εργασιακού τους βίου που αποτελούσε συνήθως τον προθάλαμο του μόνιμου διορισμού.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ʼ80 και τις αρχές της δεκαετίας του ʼ90 τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή. Στην περίοδο αυτή προσωρινή εργασία αποχτά πιο μόνιμα χαρακτηριστικά κυρίως με την μεγάλη αύξηση των χρόνων αναμονής για διορισμό που σε πολλές περιπτώσεις ισοδυναμούσε με αδυναμία μόνιμου διορισμού, εξαιτίας των χαμηλού αριθμού διορισμών. Η κατάργηση της ενιαίας επετηρίδας διορισμών με το νόμο 2525/97, οδήγησε στη δημιουργία έξι νέων κατηγοριών αδιορίστων (διαίρει και βασίλευε) με τη θεσμοθέτηση ισάριθμων επετηρίδων. Έτσι το σώμα αυτό έπαψε να έχει ενιαία συμφέροντα και άρα να μάχεται γύρω από ενιαίους στόχους. Ο αναπληρωτής εκπ/κός διδάσκει 21 ώρες την βδομάδα, έχει ασφάλεια ΙΚΑ, απολύεται κάθε καλοκαίρι, προσλαμβάνεται ίσως και αρχές Νοεμβρίου, και βέβαια κάθε σχολική χρονιά μπορεί να αλλάζει τόπο εργασίας και διαμονής.

Τα τελευταία χρόνια διογκώθηκε όμως ιδιαίτερα ένας νέος τύπος εργασιακής σχέσης στα σχολεία. Ο ωρομίσθιος. Αυτός εργάζεται για έναν μόνο συγκεκριμένο αριθμό ωρών μαξιμουμ 11 ώρες, περιφέρεται από σχολείο σε σχολείο για να συμπληρώσει ωράριο, δεν πληρώνεται για διακοπές και αργίες, έχει λειψή κοινωνική ασφάλιση από την οποία δεν μπορεί ποτέ να συνταξιοδοτηθεί πληρώνεται με μεγάλη χρονική καθυστέρηση ίσως και ενός χρόνου και με μια καθαρά εξευτελιστική αμοιβή. Κάτω από τέτοιες εργασιακές συνθήκες η επιστημονική και παιδαγωγική υπόσταση αυτού του εκπαιδευτικού κομματιού είναι υπονομευμένη. Μιλάμε για μια κατάσταση πλήρους εργασιακής ομηρίας τόσο στην εκάστοτε κυβέρνηση όσο και στην κομματική διοίκηση της εκπαίδευσης. Εργασιακή ομηρία που γίνεται πολύ χειρότερη από την έλλειψη συνδικαλιστικής κάλυψης των ωρομισθίων. Η ωρομισθία ξεκίνησε από την περιφέρεια της εκπαιδευτικής πράξης και επεκτείνεται σιγά -σιγά στο κανονικό πρόγραμμα. Έτσι παύει ν΄ αποτελεί μια απλή εξαίρεση του κανόνα των εργασιακών σχέσεων και γίνεται μία από τις τρεις εργασιακές ταχύτητες που διαμορφώνουν σήμερα το εργασιακό status στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πρίν το 2004 οι αναπληρωτές και οι ωρομίσθιοι ήταν 50%-50%, όμως τώρα τα πράγματα άλλαξαν υπερ των ωρομισθίων. Μέσω του ΕΠΕΑΕΚ προσλαμβάνουν ωρομίσθιους και αποφεύγουν την χρηματοδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η ένταξη της χρηματοδότησης των ωρομισθίων σ΄ αυτά τα προγράμματα εξασφαλίζει φθηνή εργασία για το κράτος – εργοδότη και εξευτελιστική πληρωμή για τους ίδιους. Τα 12 ή 9 ευρώ μεικτά που σημαίνουν 9 ή 7 καθαρά ευρώ την ώρα δείχνουν το μέγεθος της εκμετάλλευσης και το πραγματικό πρόσωπο της μαύρης εργασίας, πάνω στην οποία οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στηρίζουν την πραγματοποίηση του εκπαιδευτικού έργου.

 Η εισαγωγή τέτοιου είδους εργασιακών σχέσεων αποτελεί όχι μόνον εργασιακή οπισθοδρόμηση που αφορά μόνο ένα κομμάτι εκπαιδευτικών αλλά μια γενικότερη οπισθοδρόμηση που αφορά την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία. Αξίζει να υπογραμμίσουμε την κατάσταση που επικρατεί στις απομονωμένες και δυσπρόσιτες περιοχές της χώρας, όπως και στις υποβαθμισμένες περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων,όπου ο θεσμός των αναπληρωτών και ωρομισθίων κυριαρχεί και όπου συνήθως φοιτούν και τα παιδιά των περιθωριοποιημένων κοινονικών στρωμάτων και των μεταναστών.

Η πρόταση για αντισταθμιστικές εκπαιδευτικές πολιτικές όπως είναι πχ η καθιέρωση των Περιοχών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας συναντά είτε την αδιαφορία των κυβερνήσεων, είτε την μερική αποδοχή της στα λόγια και κυρίως αποσπασματικά. Επιβάλλεται αν θέλουμε να μιλάμε για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης να γίνουν αλλαγές όχι μόνο στη Δομή και στο Περιεχόμενο, στα αναλυτικά προγράμματα και στα βιβλία αλλά και στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και στις εργασιακές σχέσεις, Κάθε εργαζόμενος στην Αβάθμια, Ββάθμια ή την Γβάθμια εκπ/ση πρέπει να έχει μόνιμες σχέσεις εργασίας. Η μοναδική λύση για να μην υπάρχουν κάθε σχολική χρονιά κενά στα σχολεία μέχρι και το τέλος του πρώτου τριμήνου θα ήταν η κατάργηση κάθε μορφής μερικής απασχόλησης (δηλ κατάργηση της εργασιακής σχέσης του ωρομισθίου και αναπληρωτή με εξαίρεση την πραγματική αναπλήρωση), η κάλυψη όλων των κενών με μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, με σταθερή εργασιακή σχέση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.

Γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για αναβαθμισμένο Δημόσιο Σχολείο με υποβαθμισμένους καθηγητές.

 Γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για αναβάθμιση στην εκπαίδευση χωρίς γεναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης.

 

ΠΗΓΗ: Η ΑΥΓΗ, Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/11/2009,

http://www.avgi.gr/blog.avgi.gr/2009/06/ArticleActionshow.action?articleID=508194

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.