Γλυκιά επιστροφή*
Του Γιάννη Στρούμπα
Αν οι Μοίρες ορίζουν την ανθρώπινη ζωή, το ριζικό του ανθρώπου είναι προκαθορισμένο. Κι αν γίνει αποδεκτή η οπτική του Αντώνη Φωστιέρη στην ποιητική του συλλογή «Τοπία του τίποτα», το ριζικό, το «γραφτό» αυτό, είναι ένα «ατέλειωτο γραπτό». Σαν «ατέλειωτο» διατηρεί ανοιχτές όλες του τις εκκρεμότητες και προσκαλεί τον ποιητή σε μια νέα αναμέτρηση μαζί τους. Ο Φωστιέρης ξαναπιάνει τον ίδιο μίτο που ξετύλιγε ιδίως στις τρεις προηγούμενες συλλογές του, δηλαδή τις συλλογές «Το θα και το να του θανάτου», «Η σκέψη ανήκει στο πένθος» και «Πολύτιμη λήθη», και με την προσθήκη της νέας του συλλογής συγκροτεί πλέον ολοφάνερα μια τετραλογία. Η θεματολογία του ποιητή επιμένει στο αξεδιάλυτο ζεύγος ζωής-θανάτου απ’ τη μια, και στην ίδια την ποίηση απ’ την άλλη. Επανάληψη; Αναγκαστικά, εφόσον το κατασταλαγμένο πλέον ενδιαφέρον του Φωστιέρη τον οδηγεί εκ νέου πάντα στο «ίδιο ατέλειωτο γραπτό», με τη δήλωση πως «τίποτα δεν θέλουμε στ’ αλήθεια» και πως «Ένα γραπτό είν’ ένα σύμπαν από τίποτα».
Το «τίποτα» του Φωστιέρη είναι ένα ολόκληρο σύμπαν, και μάλιστα ποιητικό. Ποια να ’ναι η υπόσταση, λοιπόν, της άυλης ποίησης; Κρύβει κάποια ουσία ή είναι μονάχα ένα «τίποτα» από λόγια σκορπισμένα στον αέρα; Οι λέξεις «ένα κίβδηλο/ Χαρτοφυλάκιο/ Γεμάτο άυλες μετοχές/ Αντωνυμίες/ Και ρήματα», ισχυρίζεται ο ποιητής, χρησιμοποιώντας και πάλι το «τίποτα» για να μεταφράσει το «ασήκωτο της ύλης». Το «τίποτα» όμως τούτο, το μηδέν, που μεταμφιέζεται σε ολόκληρο κόσμο, αν δεν βασίζεται στην ύλη, γεννιέται από το πνεύμα και την ατιθάσευτή του φαντασία. Η «άβυσσος του νου», μ’ όλες τις ηλεκτρικές και χημικές αντιδράσεις στους εγκεφαλικούς νευρώνες, δομεί απέραντα σύμπαντα απ’ το τίποτα, δημιουργεί «Τοπία του τίποτα». Άρα και το γραπτό, συνολικά η ποίηση, δεν είναι εντέλει «τίποτα», δεν είναι ματαιότητα, αφού το ποιητικό γραπτό είναι τέχνη, και η τέχνη λυτρώνει.
Εφόσον η λυτρωτική τέχνη είναι κάθε άλλο παρά μάταιη, χρειάζεται να συγκεντρωθούν τα ποιητικά υλικά, οι λέξεις και τα αισθήματα, και να επιχειρηθεί μια νέα δημιουργία «μ’ ένα ορμαθό/ Από ρυθμούς και εικόνες». Η αέναη συζήτηση του Φωστιέρη περί ποιητικής δεν παραπέμπει μόνο, λόγω «ορμαθού», στον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο και στην «αρμαθιά αντικλείδια» που «ξεκλειδώνουν» την ποίηση («Τα αντικλείδια»), αλλά επιμένει να απευθύνεται στο φωστιερικό παρελθόν της, καθώς ο Φωστιέρης, άμεσα ή έμμεσα, πραγματεύεται με συνέπεια στις συλλογές του το ζήτημα του τρόπου συγγραφής και ποιητικής έκφρασης, όπως στο «Η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες», ενώ τα ποιήματά του είναι μεστά «ρυθμού και εικόνων». Άλλωστε, τι είναι το ποίημα, κατά τον ποιητή; Ένα «Ρυθμικά/ Σκεπτόμενο/ Αίσθημα», όπως επιβεβαιώνεται εκ νέου στο «Το ποίημα».
Η ανακύκλωση της συγκεκριμένης συζήτησης δεν επιχειρείται άσκοπα. Όσο κι αν μοιάζει στην επανάληψή της ανούσια, προκαλεί την «Περιδίνηση/ Του μηδενός» κι απ’ τη «σταγόνα» αποκαλύπτει ολόκληρο «ωκεανό». Οι συμβάσεις της προβλέψιμης, ανιαρής καθημερινότητας δημιουργούν, ίσως, ένα αίσθημα ματαιότητας κι εμπερικλείουν τον φόβο μιας διαφαινόμενης απειλής ότι, στο πλαίσιο της διαρκούς ανακύκλωσης, δεν υπάρχει ποτέ ξαπόσταμα. Η διαδικασία αυτή είναι και οδυνηρή, ως φθοροποιός, με τελική κατάληξη, ακόμη πιο τρομακτική, τον θάνατο. Η παραβολή της τουλίπας περί «Ισόβιας ανανέωσης» κι «αιώνιας ήβης» το επιβεβαιώνει, όταν στο τέλος μένουν μόνο τα πέταλά της «Ριγμένα ξέπνοα στο τραπέζι». Αν όμως η ανυπαρξία πετύχει την απαλλαγή από το άγχος για το μέλλον κι από τον φόβο για τον θάνατο, τότε η «σταγόνα» ήδη αποδίδει καρπούς.
Η εμπεδωμένη συνειδητοποίηση χάρη στην επανάληψη των φωστιερικών προβληματισμών είναι ένα αριστοτελικό «τέλος», που δικαιώνει την επίμονη σκέψη. Η συνειδητοποίηση αυτή υποβοηθείται από τη χρήση γνώριμων τεχνικών, οι οποίες αναδεικνύουν το πλάτος και την ποιότητα των προβληματισμών μέσα από τους ευφυείς συσχετισμούς και τη λάμψη που εκπέμπουν. Προς αυτή την κατεύθυνση, η βαθιά μελετημένη γλώσσα του ποιητή επιστεγάζει τη γοητευτική του ευφυΐα. Ο Φωστιέρης έχει επίγνωση των ενστάσεων: «Είναι μοιραίο αμάρτημα η γλωσσολατρία.» Μα η ίδια η επιμονή του ποιητή, παρά τη φαινομενική παραδοχή της «αδυναμίας» του, προλαμβάνει τις σχετικές άγονες κι ανυποψίαστες ενστάσεις, υποδεικνύοντας την πραγματική του πίστη για την ποιητική αξία. Όχι μόνο δεν είναι αμάρτημα η γλωσσολατρία, αλλά συνιστά εργαλείο παιγνιώδους έκφρασης κι εκρηκτικών συσχετισμών, που επιτρέπει στην ποίηση να αστραποβολεί.
Για άλλη μία φορά, λοιπόν, ο Φωστιέρης οπλίζει τα εκρηκτικά του παίγνια και πειραματίζεται με λέξεις ή φράσεις καρκινικές, που δικαιώνονται με την ένταξή τους στην εξυπηρέτηση του φιλοσοφικού στοχασμού. Γιατί ο Φωστιέρης δεν θα εκτινάξει τα λεκτικά του παιχνίδια σαν άσκοπα πυροτεχνήματα κρότου, παρά θα τα αξιοποιήσει σαν πανηγυρικά πυροτεχνήματα λάμψης προς εξυπηρέτηση των νοημάτων του με τον προαναφερθέντα λαμπερό τρόπο. Έτσι, το «νήμα» δεν είναι απλώς η αντιστροφή του «αμήν», ούτε η «αγάπη» η αντιστροφή του «η παγά», αλλά τούτη ακριβώς η δελφική πηγή έρχεται «ρητώς» να λειτουργήσει σαν «σωτήρ», προσφέροντας το λάλον ύδωρ της προς γαλήνεμα της ψυχής. Η τεχνική των ποιημάτων «Είδα το σκοτάδι», «Να ζει;» και «Στόμα στο μαστό» εκτείνεται τεχνηέντως ακόμη παραπέρα.
Στο ποίημα, πάλι, «Ε Α΄», «Η χελιδόνα/ Ο λέλεκας/ Ο πελεκάνος» ψάχνουν τα βρουν τα χαμένα σύμφωνα απ’ τα «φτερά», δηλαδή «Το φι/ Το ταυ/ Το ρω», που όσο αγνοούνται, δεν επιτρέπουν στα πουλιά να απογειωθούν! Άρα, κατά τον ποιητή, το πέταγμα είναι ζήτημα καί γλωσσικό, μάλιστα πρωτίστως ποιητικό! Εξάλλου, «κάθε αρχή/ Ακουμπάει απευθείας/ Το τέλος», οπότε και οι τεχνικές του Φωστιέρη δικαιούνται στη συμπαντική νομοτέλεια της ποιητικής του να μεταφέρονται από το ένα ποίημα στο άλλο, από τη μια συλλογή στην άλλη. Έτσι και το συγκεκριμένο ποίημα με τον τίτλο «Αρχητέλος» παραπέμπει σαφώς στα ποιήματα «Πρόλογος ή επίλογος» και «Το τέλος» από τη συλλογή «Το θα και το να του θανάτου».
Ο ποιητής δεν διαλέγεται, όμως, μονάχα με τον εαυτό του. Η ποίηση, κατ’ αναλογία με τον ορισμό της από τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο («Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου»), ορίζεται απ’ τον Φωστιέρη ως «Η σύμπτυξη/ Του στίλβοντος κόσμου σε αλφάβητο», γεγονός που ερμηνεύει και όλα τα ποιητικά παιχνίδια με το αλφάβητο. Κυρίως όμως ερμηνεύει πως το ποιητικό σύμπαν του Φωστιέρη είναι «στίλβον», όχι μουντό. Κάποτε, η διαδικασία της συγγραφής επιφέρει στον ποιητή το αίσθημα της απομόνωσης όχι μόνο στους τέσσερις τοίχους του γραφείου του μα και στους «τέσσερις στίχους» του ποιήματος· το ίδιο το ποίημά του, ωστόσο, επιλύει και το πρόβλημα, εφόσον «Κάθε λέξη στο ποίημα, κλειδούχος». Επομένως, η «κλειδούχος» λέξη προφανώς δύναται να ξεκλειδώσει και τον «έγκλειστο» ποιητή, ώστε να πάψει να αισθάνεται όπως οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι» του Βάρναλη ή, έστω, πρωτοβάθμια, όπως οι «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Σολωμού, που αντιμετωπίζουν τον πειρασμό της ανθισμένης φύσης σαν πρόγονοι του σύγχρονου ποιητή ή της ποιητικής του περσόνας, της κλεισμένης στο «κελί» του γραφείου της, την ώρα που «Έξω παφλάζουν τα χρώματα της μέρας».
Είναι λοιπόν οι συνομιλίες με τους ποιητικούς προγόνους μάταιες; Κατ’ επέκταση, είναι μάταιη η γενικότερη στροφή στο παρελθόν και η νοσταλγία με την οποία μπορεί αυτό να γεμίσει κάποιον; Ο Φωστιέρης απαντά θετικά όταν, αναφερόμενος στο νησί της καταγωγής του, την Αμοργό, και στις αναμνήσεις που του ξυπνά, μεταφέρει τον προσδιορισμό της «άγονης» ακτοπλοϊκής γραμμής προς το νησί του σε όλα τα ενθυμήματα του παρελθόντος, που συναπαρτίζουν «Τη θάλασσα της νοσταλγίας.// Την άγονη». Εφόσον, συνεπώς, η νοσταλγία χαρακτηρίζεται άγονη, οι επιστροφές στο παρελθόν θεωρούνται επίσης άσκοπες. Όσο ρητή όμως κι αν φαντάζει τούτη η δήλωση, διαψεύδεται από τη φωστιερική ποίηση, η οποία αποδεικνύει με τα διανοήματά της ακριβώς το αντίθετο. Άλλωστε, ήδη στο ποίημα «Σκέψη αισθήματος» της συλλογής «Η σκέψη ανήκει στο πένθος», στην Αμοργό επιφυλάσσεται ο ρόλος ενός εφαλτηρίου προς το μέλλον, μιας «σημαδούρας» που σηματοδοτεί «Πού πλέει πού πάει για πού τραβάει ολοταχώς/ Το απώτατο». Η στέρεα βάση για το μέλλον εντοπίζεται, επομένως, στο παρελθόν, άρα η λειτουργία του παρελθόντος κάθε άλλο παρά «άγονη» είναι.
Αφού η ψηλάφηση του παρελθόντος και των παρελθόντων ποιημάτων δεν είναι μάταιη κι έχει τη σκοπιμότητά της, ο Φωστιέρης, στο επιλογικό ποίημα της συλλογής του με τον τίτλο «Πρώιμος αποχαιρετισμός», δικαίως επιστρέφει στις ποιητικές του συνομιλίες. Η τελευταία τούτη συνομιλία, βέβαια, είναι και η πλέον παράδοξη, αφού ο διάλογος εδώ δεν προκαλείται άμεσα από τον ίδιο τον ποιητή, αλλά από άλλον ποιητή, τον Γιάννη Βαρβέρη. Καθώς ο «Πρώιμος αποχαιρετισμός» βλέπει το φως του κόσμου ήδη από τις 3/12/2006 (στην εφημερίδα «Η Αυγή της Κυριακής»), προτού δηλαδή ενταχτεί στην παρούσα συλλογή, ο Βαρβέρης αφορμάται απ’ αυτό για να καταθέσει μία διαφορετική προσέγγιση επί του κεντρικού προβληματισμού στο δικό του ποίημα «Αντίλογος σε πρώιμο αποχαιρετισμό» της συλλογής «Ο άνθρωπος μόνος» (2009). Όπου ο Φωστιέρης προτείνει να σπεύδει κανείς σε έγκαιρο αποχαιρετισμό των αγαπημένων του, προτού ο αιφνίδιος θάνατος αποστερήσει από αυτούς τον μεταξύ τους τελευταίο εναγκαλισμό, γεγονός που θα επιφέρει επιπλέον την επομένη «γέλωτες/ Γλυκείας επιστροφής», καθώς ο «αποχαιρετισμός» θα ’χει αποδειχτεί αβάσιμος, ο Βαρβέρης αντιπροτείνει την αποφυγή κάθε πρώιμου αποχαιρετισμού, στάση που θα επιφέρει άλλα «κέρδη»: «τον πάγιο τρόμο της απώλειας/ μα και τη δίκαιη οργή/ απέναντι σ’ Εκείνον/ που δε μας άφησε ούτε καν/ ν’ αποχαιρετιστούμε». Η τοποθέτηση των δύο ποιητών δεν διαφέρει μόνο ως προς την προτεινόμενη στάση αλλά και ως προς το κλίμα, με την αντίθεση που δημιουργείται από την αντιπαράθεση του σκωπτικού ύφους του Φωστιέρη και του πικρά μελαγχολικού του Βαρβέρη. Δεδομένου πως ο αδόκητος χαμός του Βαρβέρη πιθανώς δεν επέτρεψε στους δύο φίλους ποιητές να «αποχαιρετιστούν» μεταξύ τους, και πέρα από τις τραγικά ειρωνικές διαστάσεις που αποκτούν τα δύο ποιήματα, το ποίημα του Φωστιέρη, επανερχόμενο εδώ αλλά κι εμφανιζόμενο για πρώτη φορά σε συλλογή, μοιάζει σαν μια τραγική επιβεβαίωση της ανάγκης για τον «πρώιμο αποχαιρετισμό», σαν μια ανταπάντηση στην απάντηση του Βαρβέρη, που όμως δεν μεταβάλλει διόλου το περιεχόμενο και τη μορφή της, εφόσον έρχεται να επιμείνει εμφαντικά στην αναγκαιότητα της συγκεκριμένης πρότασης. Έτσι, ένας διάλογος που, για μία ακόμη φορά, βγαίνει μέσα από το παρελθόν, επιβεβαιώνει τη σημασία του παρελθόντος με τις λυτρωτικές του ικανότητες, αφού οι μνήμες τούτες, οι διόλου «άγονες», συντηρούν τους αγαπημένους και συνιστούν εντέλει την αφορμή της «Πιο γλυκείας επιστροφής». Μιας γλυκιάς επιστροφής που, στην περίπτωση του Φωστιέρη, είναι οπωσδήποτε καί ποιητική, έχοντας αργήσει μία ολόκληρη δεκαετία από την προηγούμενη ποιητική συλλογή, την «Πολύτιμη λήθη» του 2003. Η αναμονή δικαιώθηκε.
Αντώνης Φωστιέρης, «Τοπία του τίποτα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2013, σελ. 96.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 393, 16/6/2014.