Πάνω από τη ματαιότητα – ΕΚΣΚΑΦΕΑΣ ΑΟΡΑΤΩΝ

Πάνω από τη ματαιότητα*

Του Γιάννη Στρούμπα

Πού φωλιάζει η έμπνευση; Στο κομμάτι εκείνο τ’ ουρανού που ξανοίγει μετά από πολύωρη, ασταμάτητη βροχή, στο κομμάτι τ’ ουρανού «πάνω απ’ τις βουνοκορφές, στων ορατών/ το όριο». Στο όριο του ορατού, κάπου εκεί στ’ αόρατο, πίσω απ’ το γαλάζιο, καραδοκεί η έμπνευση, μακριά από την «καθημερινή ανοησία» της «στείρας πόλεως», διαλογίζεται ο Γιώργος Κασαπίδης στην ποιητική του συλλογή «Εκσκαφέας αοράτων». Ο ποιητής αδράχνει την ποιητική του σκαπάνη κι ανασκαλεύει νοήματα, μνήμες, αιθέρες, στεριές, ωκεανούς, ορμώμενος από τον «Ωκεανό» του Κάλβου, μα κι από άλλους αθάνατους ποιητές. Δίνει έτσι το στίγμα του, προσδιορίζοντας σαν πηγή της έμπνευσής του το φυσικό περιβάλλον, σε αντίθεση με το άγονο αστικό κέντρο. Πηγή έμπνευσης αποτελεί για τον Κασαπίδη και η ίδια η ποίηση, εφόσον οι συνθέσεις του είναι καί ποιήματα ποιητικής. Παράλληλα συνομιλεί με τις φωνές των ποιητικών του προγόνων, σε μία σχέση σεβασμού και ταυτόχρονης αμφισβήτησης.

Το φυσικό τοπίο ελκύει σαν πηγή έμπνευσης τον Κασαπίδη. Ενώ όμως η αφόρμηση της ποιητικής εκδήλωσης από το φυσικό περιβάλλον αναδίδει φυσιολατρία, πίσω από την πρωτοεπίπεδη φυσιολατρική κατάθεση κρύβεται ένα σχόλιο εντελώς διάφορο των αρχικών φαινομενικών προθέσεων. Η μουντή και σκοτεινή θάλασσα σ’ ένα σκηνικό χιονόπτωσης θα μπορούσε να αποτελεί «μιαν ακόμη εξαίσια ουτοπία», ιδίως αν ένα δέντρο ορθωνόταν «ωσάν παρατυπία» μεσοπέλαγα, προκαλώντας τη λογική και κινητοποιώντας τη φαντασία. Τίποτε απ’ αυτά δεν συμβαίνει ωστόσο, με αποτέλεσμα να απομένει μόνο η πάλη της καθημερινότητας με μια «πεζή ζωή». Η συντριβή της ουτοπίας εμπεριέχει μια πικρή δόση αυτοϋπονόμευσης για τον ποιητή, ο οποίος διαπιστώνει την αδυναμία του να επιφέρει στη σκληρή πραγματική ζωή την ευεργετική αχλή του ονείρου.

Από το φυσικό τοπίο ξεπηδά κι ο γάιδαρος στην εγκαταλειμμένη Ηλιοκώμη, το χωριό στους πρόποδες του Παγγαίου, σαν το απομεινάρι στη σύγχρονη εποχή ενός αρχαίου ηρωισμού και μιας αλαζονείας εκδηλωνόμενης από κάθε «Ίππο», που αρνείται να καταδεχτεί στις πολεμικές του εκστρατείες τον ταπεινό γάιδαρο. Με αφόρμηση ξανά τον περιβάλλοντα φυσικό χώρο, ο Κασαπίδης συγκερνά το παρελθόν με το παρόν εισάγοντας στο ποιητικό του σκηνικό μια φανταστική διαμάχη ή, για την ακρίβεια, μεταφέροντας τις ανθρώπινες μεγαλομανίες στον κόσμο των ζώων. Έτσι, το σχόλιο διαχέεται μέσα από την αλληγορία κι ενισχύει τη διεισδυτικότητά του. Ο ποιητής δεν περιορίζεται μόνο στον προηγούμενο συγκερασμό. Συμπλέκει, επίσης, αξεδιάλυτα τη ζωή  με τη συγγραφή, όταν τα υπερρεαλιστικά παράλογα του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, αλλά και «του κάθε Εμπειρίκου», χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του διαχωρισμού των «παρ’ αλόγων», των παρακατιανών αλόγων, δηλαδή των γάιδαρων, από τους αλαζόνες, κομπορρήμονες Ίππους – με κεφαλαίο γιώτα! – που απορρίπτουν μετά βδελυγμίας κάθε ανίερη σύγκριση των ταπεινών γαϊδουριών μαζί τους!

Ekskafeas-aoratwn_GiorgKasapidis

Πέρα, βέβαια, από κάθε αλαζονεία, που παρέρχεται με την ίδια ευκολία με την οποία εμφανίστηκε, ό,τι μοιάζει να απομένει πίσω είναι μονάχα η ματαιότητα. Πρόκειται για την ίδια ματαιότητα που σχολιάζεται από τον Κασαπίδη και στο ποίημα «Ντεκόρ», εφόσον οι στοχασμοί ακόμη και κλασικών συγγραφέων, όπως ο Πόε, δεν συγκινούν πλέον κανέναν, κι όλο το ενδιαφέρον εστιάζεται στη διακόσμηση των χώρων νυχτερινής κραιπάλης, καθώς «τα πάντα περιστρέφονται ευστόχως, πλην/ ματαίως, στα μπαρ με το καλύτερο ντεκόρ». Μπροστά, συνεπώς, στη ματαιότητα και την πλήξη, ο Κασαπίδης προτείνει τη συγκίνηση: «– Αφήστε, λοιπόν, την καρδιά να συγκινηθεί», παραινεί ο ποιητής στο ποίημά του «Καρδιο-γράφημα». Η ωρίμανση των συνθηκών για την αποκατάσταση του συναισθήματος συναντά την αποκατάσταση ποιητών απαξιωμένων μέχρι πρότινος από το ποιητικό υποκείμενο. «Μαβίληδες, Πορφύρες, Μαλακάσηδες, Φιλύρες…/ […] θάλλουν […] κι ευωδούν ακόμα στις ανθολογίες.»

Οι αναφορές του Κασαπίδη στους ποιητικούς προγόνους και η συνομιλία του μαζί τους είναι μια απόδειξη για την ύπαρξη ενός τρόπου υπέρβασης της ματαιότητας, αφού «το ποίημα είναι πάνω από όλα». Γι’ αυτό ακόμη και στο «λαϊκότερο των αθλημάτων», το ποδόσφαιρο, το χάρμα ιδέσθαι γκολ χαρακτηρίζεται «ποίημα». Η αλληλοδιείσδυση ποίησης-ποδοσφαίρου, όσο κι αν επιβεβαιώνει τη σπουδαιότητα αμφοτέρων μέσω της επίκλησης του ενός παράγοντα στον άλλο, συνιστά συνάμα κι ένα λεπτό ειρωνικό σχόλιο εκ μέρους του ποιητή, ο οποίος δεν παύει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο «υψηλό» στοιχείο της ποίησης και την υπονόμευση της αξίας της. Η υπονόμευση μάλλον καταλήγει εντέλει στην αυτοϋπονόμευση του ποιητή, σε μια έμμεση δήλωση που περιλαμβάνει από τη μια το πάθος του Κασαπίδη για την ποίηση και την ασκούμενη εκ μέρους της έλξη επάνω του, κι από την άλλη την ανάγκη προς διατράνωση της μετριοφροσύνης του, δεδομένης της προσωπικής του επίγνωσης ότι την ποιητική τέχνη την έχουν υπηρετήσει ανά τους αιώνες «ιερά τέρατα» της λογοτεχνίας.

Πράγματι, οι συνομιλίες του Κασαπίδη με τους ποιητικούς προγόνους διαποτίζονται, όπως σημειώθηκε εξαρχής, από την αμφιταλάντευση μεταξύ της απότισης τιμής στους προγενέστερους ποιητές και της συγκαλυμμένης αποκαθήλωσής τους μέσω παιγνιωδών σχολίων, πάντα στο πλαίσιο της ματαιότητας. Φόρο τιμής στον Κ. Π. Καβάφη («Όσο μπορείς») αποτίει ο Κασαπίδης όταν ήδη απ’ το ξεκίνημα της συλλογής του επισημαίνει «της στείρας πόλεως» την «καθημερινή ανοησία». Κρυμμένος στον ουρανό του Κασαπίδη είναι ο Μίλτος Σαχτούρης («Ο ουρανός», «Το ψωμί» ή η «Ουράνια απάντηση»). Από την άλλη πλευρά, στο ποίημα «Το όνειρο του 1983 σε παραλία του 2003» επιχειρείται μία ειρωνική ισοπέδωση των ποιητικών τρόπων δόκιμων παλαιότερων μα και σύγχρονων ποιητών, τρόπων που επαναλαμβανόμενων μοιάζουν στο πέρασμα του χρόνου να μην αποτελούν πια ίδιον ύφους, παρά να καταντούν προβλέψιμες συμβάσεις: στοχαστικές παραδοχές σεφερικής υφής, επαναλαμβανόμενες μάλιστα στο ποίημα ακριβώς με την τακτική του Σεφέρη, όπως «Ήταν παράξενο απόψε το φεγγάρι» («Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν», διαλογίζεται ο Γιώργος Σεφέρης στον «Τελευταίο σταθμό» του), λεκτικά περιβάλλοντα δομημένα κατά το πνεύμα του Οδυσσέα Ελύτη, όπως στο «πλήθος ασημένιες λέξεις» (παράβαλε το ελυτικό «Δώρο ασημένιο ποίημα»), αρχαία ερείπια προσφερόμενα για περιήγηση, όπως «αγάλματα ιδανικώς ακρωτηριασμένα/ μαρμάρινες επιγραφές μισοσπασμένες», που ξεπηδούν θαρρείς από αρχαιολογική περιπλάνηση της Κικής Δημουλά («Γας ομφαλός»), φιλοσοφικές συνομιλίες με τους προσωκρατικούς, και δη τον εκλεκτό τού Αντώνη Φωστιέρη, Ηράκλειτο, στον στίχο «αρχαίες φράσεις απ’ τα λόγια του Ηράκλειτου: “Ποταμι γάρ ουκ έστιν εμβήναι δις το αυτό» (όπως στο φωστιερικό «Ποτάμι ποίημα»)· όλες οι παραπομπές του Κασαπίδη σ’ άλλους ποιητές μοιάζουν με θεατρικό σκηνικό που καταρρέει, όταν πραγματοποιείται η έξοδος απ’ τη ρομαντική νύχτα των ποιητικών συνομιλιών στη ρεαλιστική μέρα, η οποία φέρνει το ξημέρωμα μαζί με τη διαπίστωση ότι τα σανδάλια του ποιητικού ήρωα, κατασκηνωτή στην παραλία, έχουν κλαπεί! Η κατάρρευση αποδεικνύεται ακόμη εκκωφαντικότερη στην πρόσθετη διαπίστωση πως δεν είναι μόνο τα σανδάλια κλεμμένα, μα και η γκόμενα από άλλον εραστή! Η περιπαικτική κι αυτοϋπονομευτική ανώμαλη προσγείωση κορυφώνεται στον αναφυόμενο κυνισμό του ποιητικού υποκειμένου με το σχόλιο «Μέχρι να ξελογιάσω άλλη γκόμενα, είδα κι έπαθα»!

Kardio-grafhma_GiorgKasapidis

Όσο, συνεπώς, ο Κασαπίδης αυτοϋπονομεύεται, τόσο επιφυλάσσει στον εαυτό του τον ρόλο του ταπεινού, του κατατρεγμένου, του «ινδιάνου». Το ινδιάνικο τόξο του βρίσκεται πλέον κρεμασμένο σαν λάφυρο «πάνω απ’ το τζάκι», για να στολίζει το σπίτι «στα μάτια των ανίδεων επιγόνων». Και οι επίγονοι τούτοι είναι σαφώς ποιητικοί. Επίγονος του «κατατρεγμένου» Καρυωτάκη ο Κασαπίδης, τον υποδεικνύει ευσχήμως στο ποίημα «Με κατακόρυφο», το οποίο δεν παραπέμπει μόνο στο καρυωτακικό «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» («Όνειρο ανάγλυφο, θα ’ρθω κοντά σου/ κατακορύφως»), ούτε μόνο στο «[Είμαστε κάτι…]» όταν αναφέρεται στις «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» τις αντίστοιχες στη «σπασμένη κιθάρα» του Κασαπίδη, αλλά και στο καρυωτακικό ύφος των στίχων «α… και η γλάστρα/ στο μπαλκόνι μόνη», όπως αυτό σχηματοποιείται στην προσφώνηση «Α! κύριε, κύριε Μαλακάση» του ποιήματος «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον».

Είναι, άραγε, η επιδιωκόμενη από τον ποιητή ταύτιση με την ταπεινότητα μόνο ένα στοιχείο μετριοφροσύνης; Η αυτοαναφορικότητα του Κασαπίδη, έστω κι όταν υποβόσκει στις οφειλές στους ποιητικούς προγόνους, δεν είναι αυτισμός. Το ποιητικό σχόλιο κοινωνικών προεκτάσεων διαρκώς καραδοκεί. Και σ’ όλους τους κατατρεγμούς και τις διαψεύσεις ο Κασαπίδης δεν παύει να διακρίνει ανθρώπους ελάχιστους, αναποφάσιστους, ανεπαρκείς, «με τις αρβύλες ένα νούμερο στενότερες/ στα πόδια, στις μεγάλες αποφάσεις», στην κάθε πρόκληση του καιρού, στην οποία αδυνατούν να ανταποκριθούν, με συνέπεια να χάνονται τα χρόνια από μπρος τους, έτσι όπως περνούν άσκοπα και «χαμένα». Γι’ αυτό ο ποιητής επιζητεί μια πιο γεμάτη ζωή, με ανέμους και θύελλες, παρά με της πλήξης την άπνοια, εξού και ο ηχητικός εμπλουτισμός του στίχου του με την παρήχηση του «χ» και κυρίως του «ρ»: «Καλύτερα από την αρχή να σπέρναμε ανέμους/ κι ας θερίζαμε θύελλες αργότερα/ παρά, δίχως χαρά, χείριστοι όλων να χρωστάμε/ χίλιες χαρές σ’ άχαρες χίμαιρες […]»

Να λοιπόν η ποιητική διαδρομή που ακολουθεί ο λογισμός του Κασαπίδη: με συχνή αφόρμηση το φυσικό περιβάλλον, η «φωτογράφηση» του φυσικού κάλλους – επόμενο, άλλωστε, τη στιγμή που ο ποιητής καλλιεργεί και την τέχνη της φωτογραφίας – γεννά συνειρμούς, που οδηγούν ακόμη και σε σκέψεις εντελώς απόμακρες από εκείνες της αρχικής αφορμής. Εκεί, πλάι στα κοινωνικά σχόλια, εισάγονται οι συνομιλίες με τους ποιητικούς προγόνους, που καταλήγουν συνήθως στην αυτοϋπονόμευση του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου σε πείσμα της όποιας ματαιοδοξίας. Γιατί μπροστά στη ματαιοδοξία, η ματαιότητα μιας ποιητικής ταπεινότητας είναι για τον Κασαπίδη σαφώς προτιμητέα: «θα προτιμούσα αντί για καθετί στον κόσμο ματαιόδοξο/ ν’ απολαμβάνω από τώρα τ’ ανύπαρκτο του μέλλοντός μου το άδοξο!» Αν, όμως, το «άδοξο» μέλλον του ποιητή πρόκειται να ταυτιστεί με το μέλλον των άδοξων ποιητών που υμνούνται στην καρυωτακική «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», ίσως και να μην αποδειχτεί εντέλει τόσο «άδοξο», ούτε και τόσο μάταιο. Όπως και να ’χει, η διαδρομή, πέρα απ’ τις αμφιβολίες που γεννά, δεν παύει να διατηρεί την αξία της, έστω και σαν αποκλειστικό ποιητικό αυτοσχόλιο. Άλλωστε, όπως ήδη επισημάνθηκε, «το ποίημα είναι το θέμα του ποιήματος». Κι όταν παρουσιάζεται μεστό δηλώσεων, υποδηλώσεων και συνδηλώσεων, αίρεται εντέλει πάνω από τη ματαιότητα.

Γιώργος Χ. Κασαπίδης, «Εκσκαφέας αοράτων», εκδ. Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2013, σελ. 48.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 392, 1/6/2014.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.