Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως στρατηγικό πρόβλημα της αριστεράς

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως στρατηγικό πρόβλημα της αριστεράς

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου*

Η αποσταθεροποίηση της ευρωζώνης, η κάθοδος της Ελλάδας στη Μνημονιακή κόλαση και η προοπτική μιας κυβέρνησης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, ανέδειξαν το πρόβλημα της Ε.Ε. σε Γόρδιο Δεσμό για την πολιτική τακτική της Αριστεράς. Τελευταία “Μεγάλη Ιδέα” της ελληνικής αστικής τάξης, η θέση της χώρας στην ευρωζώνη αναδεικνύεται σε “γραμμή Μαζινό” της ολιγαρχίας, όπως έδειξε καθαρά ο ψυχολογικός εκβιασμός του εκλογικού σώματος στις εκλογές του 2012 με το φόβητρο των “καταστροφικών” επιπτώσεων μιας ενδεχόμενης εξόδου.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούσε πάντα κομβικής σημασίας στρατηγικό πρόβλημα, το οποίο όριζε σαφείς διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό της Αριστεράς και του ευρύτερου προοδευτικού χώρου τα τελευταία εξήντα χρόνια: ΚΚΕ/ΕΔΑ απένατι στο Σοσιαλιστικό Κόμμα/Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας των Τσιριμώκου-Σβώλου τη δεκαετία του ’50, ΚΚΕ/ΠΑΣΟΚ απέναντι στο ΚΚΕ εσωτερικού και μικρότερες, κεντροαριστερές δυνάμεις τη δεκαετία του ’70, αντιθέσεις που διαθλώνται και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.

Σε κάθε καμπή των ταξικών αγώνων, η στροφή επί το πραγματιστικότερον του άλφα ή βήτα κόμματος απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούσε ασφαλή δείκτη προσαρμογής του στις στρατηγικές επιλογές του αστισμού. Η εγκατάλειψη, από την ηγεσία του ΚΚΕ εσωτερικού, της γραμμής της προδικτατορικής ΕΔΑ που θεωρούσε την ΕΟΚ “λάκκο των λεόντων” και την ένταξη “καταστροφή”, συνοδευόταν από τη γραμμή της “Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας”, την πολιτική ουράς στον Καραμανλισμό και τη συμμαχία με το αλήστου μνήμης ΚΟΔΗΣΟ του Γιάγκου Πεσμαζόγλου. Η αποδοχή του “τετελεσμένου” της ένταξης από τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η πρώτη πράξη παραίτησης από κάθε αντιιμπεριαλιστική αιχμή του “Συμβόλαιου με το Λαό” άπαξ και ανέβηκε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ.

Αλλά και το ΚΚΕ, ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 θεωρούσε το ζήτημα της ΕΟΚ κόκκινη γραμμή και “πρόβλημα των προβλημάτων” της ελληνικής κοινωνίας1, στο 12ο συνέδριό του (Μάιος 1987) γυρίζει σελίδα: «Οι διαφορές στο ζήτημα της αποδέσμευσης, όταν υπάρχει κοινή θέληση για αγώνα για την αλλαγή, για μια ανάπτυξη νέου τύπου, δεν πρέπει να αποτελέσουν σήμερα εμπόδιο στη συμπαράταξη των δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου»2. Και πραγματικά, δεν αποτέλεσαν εμπόδιο ούτε για το κοινό πόρισμα ΚΚΕ- ΕΑΡ, ούτε για τη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού, ούτε ακόμη για τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα.

Η συνήθης γραμμή ανάλυσης του αριστερού ευρωπαϊσμού στηρίζεται σε δύο θεμελιώδεις παραδοχές: Πρώτον, ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση ως μορφή διεθνοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων και των οικονομικών σχέσεων αποτελεί νομοτέλεια, την οποία είναι μάταιο να προσπαθούμε να αποτρέψουμε- κάτι σαν τις πλημμύρες του ποταμού, όπως θα έλεγε ο Μάο, τις οποίες, αντί να προσπαθούμε να αναχαιτίσουμε με φράγματα, καλύτερα είναι να αξιοποιήσουμε με αρδευτικά έργα. Ακόμη περισσότερο, η διαδικασία αυτή είναι «αντικειμενικά προοδευτική», ανεξάρτητα αν προσωρινά ηγεμονεύεται από τις συντηρητικές δυνάμεις, γεγονός που μπορεί να αλλάξει στο πλαίσιο ενός αυριανού, ευνοϊκότερου πολιτικού συσχετισμού.

Δεύτερον, ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο αποτελεί το ευνοϊκότερο πεδίο ταξικής πάλης για τους εργαζόμενους, σε αντίθεση με τα ασφυκτικά στενά – ιδίως για μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα- όρια του εθνικού κράτους. Ας αφήσουμε που λογικές ρήξης και αποδέσμευης από τον Ευρωπαϊκή Ένωση προτάσσουν την αντιπαράθεση ενός ιδεατά ενοποιημένου ελληνικού έθνους απέναντι στις ηγεμονικές δυνάμεις της Ευρώπης, συσκοτίζοντας την ταξική, διαχωριστική γραμμή και διευκολύνοντας την ηγεμονία των δεξιών, εθνικιστικών ρευμάτων στον «αντισυστημικό» χώρο.

Η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων και η αποικιοκρατική διαχείρισή της από την Ε.Ε. και τους εγχώριους απολογητές της έχουν προκαλέσει βαθύτατα ρήγματα στο ιδεολόγημα του αριστερού ευρωπαϊσμού, χωρίς ωστόσο να το έχουν εξουδετερώσει. Η αντιμετώπισή του απαιτεί «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» (Λένιν), στο έδαφος των πραγματικών εξελίξεων της ευρωπαϊκής ενοποίησης και όχι αφηρημένων θεωρητικών σχημάτων παντός καιρού. Μόνο σ’ αυτό το έδαφος είναι δυνατή η αποδόμηση του κυρίαρχου  λόγου, αλλά και των επικίνδυνων εθνικιστικών αμφισβητήσεών του από την πλευρά της απειλητικής Ακροδεξιάς.

Το τελευταίο θετικό σχέδιο του αστισμού

Στις 22 Δεκεμβρίου 1978, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής περιέγραφε ως εξής τις προσδοκίες του από την επιδιωκόμενη, τότε, ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ:

1. «Η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα… θα υποβοηθήσει και θα επιταχύνει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας μας, γιατί θα επιτρέψει στο λαό μας να αναπτύξει ελεύθερα τη δραστηριότητά του μέσα σε μια αγορά από 260 εκατομμύρια κατοίκους. Θα ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο του λαού μας και ειδικότερα των αγροτών και των εργαζομένων, που θα τους φέρει σταδιακά στο επίπεδο των Ευρωπαίων συναδέλφων τους».

2. «Με την ισότιμη συμμετοχή μας σε μια ισχυρή οικογένεια ελεύθερων, ανεξάρτητων και δημοκρατικών λαών, όπως θα είναι η Ενωμένη Ευρώπη, θα κατοχυρώσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Γιατί η ένταξη της χώρας μας στην οικογένεια αυτή θα την απαλλάξει από οποιεσδήποτε εξαρτήσεις, αφoύ θα την καταστήσει ισότιμη με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες θα έχει ψήφο ισοδύναμη».

3. «Με τη συμμετοχή μας στην Ενωμένη Ευρώπη θα ενισχύσουμε και τους δημοκρατικούς μας θεσμούς (3)».

Σ’ αυτή τη δήλωση ο αρχιτέκτονας της ελληνικής ένταξης συμπυκνώνει με περιεκτικό τρόπο τις θεμελιώδεις προσδοκίες του αστισμού από τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: άνοδος του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα – απαλλαγή της από το ρόλο της μεταμφυλιακής, ασφυκτικά εξαρτημένης από τους Αμερικανούς «Ψωροκώσταινας»- σταθεροποίηση της αστικής Δημοκρατίας μέσω της οργανικής ενσωμάτωσης εργατικών και αγροτικών στρωμάτων με τη βοήθεια των κοινοτικών κονδυλίων. Επανειλημμένα ο Κ. Καραμανλής υπογράμμιζε ότι «επιδιώκει την ένταξη προπάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται στη σταθεροποίηση της Δημοκρατίας και στο μέλλον του έθνους (4)».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν ο Βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών Άντονι Κρόσλαντ, όταν επιχειρηματολογούσε υπέρ της διεύρυνσης της ΕΟΚ προς Νότον (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), σε τρεις χώρες που μόλις είχαν βγει από φασιστικές δικτατορίες και όπου η επιρροή της κομμουνιστικής Αριστεράς ήταν απειλητικά ισχυρή: «Υποστηρίζοντας τις νεοπαγείς δημοκρατίες (Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας) στην πιο κρίσιμη φάση της εξέλιξής τους, θα τις προστατεύσουμε από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς τους… Θα υπάρξει ένα τουλάχιστον τμήμα του κόσμου όπου ο ολοκληρωτισμός, είτε της Δεξιάς, είτε της Αριστεράς, θα έχει υποστεί μιαν αποφασιστική ήττα (5)».

Ήδη τη δεκαετία του 1960, η συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, που άρχισε να εφαρόζεται το Νοέμβριο του 1962, αντιμετωπίστηκε από τις αστικές δυνάμεις ως στρατηγική νίκη του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου. Όπως έγραφε το Μάρτιο του 1963 η «Καθημερινή», η ελληνική κυβέρνηση «θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης αποτελεί στήριγμα της Ατλαντικής Συμμαχίας και ευνοεί την ταχείαν περαιτέρω ανάπτυξίν της (6)».

Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του κυβερνητικού συνδικαλισμού Φώτης Μακρής, γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ εκείνη την εποχή που το ΚΚΕ βρισκόταν στην παρανομία, απαντούσε στην ΕΔΑ ως εξής: «Πράγματι, η σύνδεσις της Ελλάδος με την ΕΟΚ αποτελεί συμφοράν άνευ προηγουμένου. Συμφοράν όμως διά τον κομμουνισμόν. Συμφοράν δι’ όσους ανέμενον να σκυλεύσουν το οικονομικόν πτώμα της Ελλάδος και δι’ αυτού του τρόπου να επιτύχουν ό,τι δεν κατόρθωσαν διά των δύο συμμοριτοπολέμων (7)».

Η εναντίωση στην ΕΟΚ από αντιιμπεριαλιστικές- αντικαπιταλιστικές θέσεις αποτέλεσε και ένα από τα ρήγματα που οδήγησαν στην εξ αριστερών διάσπαση στο χώρο του ΚΚΕεσωτερικού και τη δημιουργία της «Β’ Πανελλαδικής», στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εκ των ηγετικών στελεχών της οργάνωσης, ο Γιάννης Μηλιός, υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, χαρακτήριζε την ένταξη στην ΕΟΚ «μεγάλη πολιτική του αστισμού» (8) και σημείωνε:

«Η κύρια πολιτική λοιπόν στην οποία συσπειρώνεται ο συνασπισμός της εξουσίας είναι η πολιτική για την ένταξη στην ΕΟΚ, η πολιτική για να εξασφαλιστεί ο νέος ρόλος των κυρίαρχων τάξεων στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα και απέναντι σ’αυτή την πολιτική πολώνονται οι λαϊκές τάξεις. Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν, η αντίφαση ιμπεριαλισμός- λαός αναδεικνύεται στη σημερινή μεταβατική φάση σαν η κύρια αντίφαση της ελληνικής κοινωνίας» (9).

Η ανεπάρκεια των παραδοσιακών αριστερών απαντήσεων

Παρά το ριζοσπαστικό, αντιιμπεριαλιστικό φορτίο της, η αντίθεση της ΕΑΜογενούς Αριστεράς στην ευρωπαϊκή ενοποίηση τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 έπασχε ως προς το στρατηγικό πλαίσιο στο οποίο ήταν ενταγμένη. Ένα στρατηγικό πλαίσιο, που οριζόταν από τις θεωρίες της «εξάρτησης» και της «υπανάπτυξης», οι οποίες αντιμετώπισαν τον ελληνικό καπιταλισμό με τα κριτήρια μιας μισοαποικιακής χώρας και υιοθετούσαν μια «πατριωτική» φρασεολογία, αναζητώντας συμμαχίες και με τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης10.

Αίφνης, το 8ο συνέδριο του ΚΚΕ (1961) καθορίζει ως άμεση επιδίωξη την «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή», η οποία θα είναι έργο ενός «πατριωτικού μετώπου όλων των αντιιμπεριαλιστικών- δημοκρατικών δυνάμεων», συμπεριλαμβανομένης της «εθνικής αστικής τάξης». Η τελευταία απαρτίζεται, σύμφωνα με το Πρόγραμμα που ενέκρινε το συνέδριο, «κυρίως από τους μικρούς και μεσαίους βιομήχανους και εμπόρους», που αισθάνονται «βαρειές τις συνέπειες της ασυδοσίας των ξένων και ντόπιων μονοπωλίων» και «ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής»11. Αλλά και το 9ο συνέδριο του 1974, το οποίο συνήλθε μετά τη διάσπαση του 1968 και την εξέγερση του Πολυτεχνείου και αναθεώρησε εξ αριστερών τις προηγούμενες επεξεργασίες, αποφαίνεται ότι η άμεση στρατηγική επιδίωξη του κόμματος, η Νέα Δημοκρατία, θα είναι έργο «ως ένα βαθμό και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που συμπιέζονται από τα αδηφάγα μονοπώλια12».

Την ίδια οπτική υιοθετούσαν και εξ αριστερών διασπάσεις του ΚΚΕ, όπως η μαοϊκών προσανατολισμών «Αναγέννηση». Στη διακήρυξη αρχών του πρώτου φύλλου του περιοδικού (Οκτώβριος 1964), ως πρωταρχικός στόχος τίθεται η «απαλλαγή της Ελλάδας από το καθεστώς της ξενοκρατίας και της υποτέλειας» μέσω ενός «πλατιού αντιιμπεριαλιστικού μετώπου πάλης», για το οποίο, μεταξύ άλλων, σημειώνεται: «Η προσέλκυση στο μέτωπο αυτό της μεσαίας αστικής τάξης είναι επίσης δυνατή και χρήσιμη και πρέπει να καταβληθούν όλες οι αναγκαίες προσπάθειες στην κατεύθυνση αυτή»13.

Αυτή η «πατριωτική» στρατηγική, που αναζητούσε στηρίγματα σε κάποια φαντασιακή «εθνική αστική τάξη», μπορεί εν μέρει να ερμηνευθεί από την εναγώνια προσπάθεια του παράνομου κομμουνιστικού χώρου να σπάσει τα περιοριστικά πλαίσια της μετεμφυλιακής παρανομίας και να αποδομήσει τα ιδεολογήματα της «εθνικοφροσύνης». Το αποτέλεσμα ήταν, ωστόσο, να διευκολύνει την κατάχτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας, στο εσωτερικό του ευρύτερου αριστερού χώρου, από τα μικροαστικά ρεύματα που επηρεάζονταν από τις θεωρίες «μητρόπολης-περιφέρειας» (Σαμίρ Αμίν, Αντρέ Γκίντερ – Φρανκ, Ανδρέας Παπανδρέου κ.α.). Ρεύματα που εξέφραζαν απαισιοδοξία για τις επαναστατικές προοπτικές της εργατικής τάξης στη Δύση και εναπέθεταν τις ελπίδες τους στις αποικίες και μισοαποικίες της ιμπεριαλιστικής περιφέρειας, στην οποία έσπευδαν να κατατάξουν και την Ελλάδα.

Ενδεικτικά, στο άρθρο του «Οι εθνικαπελευθερωτικοί αγώνες οδηγούν στο σοσιαλισμό» (1976), ο Ανδρέας Παπανδρέου σημειώνει: «Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία – και ιδιαίτερα η γερμανική – είναι φορέας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην ήπειρό μας. Το είπε ξεκάθαρα ο Βίλι Μπραντ πριν από λίγες μέρες όταν κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στη συμμαχία των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη… Στην εποχή μας – στη μεταπολεμική περίοδο που αναπτύχθηκε η νέα μορφή του ιμπεριαλισμού – η μεγάλη σύγκρουση είναι ανάμεσα στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και στις χώρες που ανήκουν στο περιθώριό του. Είναι αυτή η συγκεκριμένη ιστορική μορφή που παίρνει η ταξική πάλη σε παγκόσμια κλίμακα στην εποχή μας.  Οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες είναι πρωτοποριακοί αγώνες της εποχής μας14».

Παρά την αντιιμπεριαλιστική ρητορεία, η οπτική του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν, ακόμη και στην πιο ριζοσπαστική εποχή του, ενταγμένη σε μια λογική αποτελεσματικότερης συμμετοχής της Ελλάδας στον διεθνή, ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας. Ας μη λησμονούμε ότι τη δεκαετία του ’60 ο Ανδρέας Παπανδρέου υποστήριζε την ένταξη στην ΕΟΚ και άλλαξε στάση μόνο υπό την επίδραση του αντιδικτατορικού και μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού. Περισσότερο κριτικές, από τον Α. Παπανδρέου, απόψεις εξέφραζαν για μια ορισμένη εποχή εξέχοντες παράγοντες του αστικού κόσμου, όπως ο καθηγητής και μετέπειτα διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Δ. Αγγελόπουλος, ο οποίος, το 1959, θεωρούσε ότι η ταχεία ανάπτυξη της Ελλάδας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν η χώρα προχωρήσει «οικονομικώς αδέσμευτος»15.

Την επαύριο της μεταπολίτευσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιτάσσει στην ευρωπαϊκή πολιτική του Καραμανλή μια άλλη στρατηγική πρόταση προς τον αστικό κόσμο: «Ο οραματισμός μας πρέπει να στραφεί προς το χώρο της Μεσογείου και σε συνεργασία με τις προοδευτικές δυνάμεις της περιοχής να θέσουμε τα θεμέλια της Μεσογειακής Κοινής Αγοράς». Στροφή λοιπόν στη Μεσόγειο, την οποία ο δυναμικά αναπτυσσόμενος ελληνικός καπιταλισμός θεωρούσε περίπου ως περιφέρειά του.

Από την πλευρά του, το ΚΚΕ ενέτασσε ήδη από τη δεκαετία του ’60 την εναντιωσή του απέναντι στην ΕΟΚ στην προοπτική της ισότιμης συνεργασίας τόσο με το δυτικοευρωπαϊκό κέντρο, όσο και με την αντίπαλη, «σοσιαλιστική» ολοκλήρωση της ΚΟΜΕΚΟΝ. Για παράδειγμα, σε απόφαση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ, τον Απρίλιο του 1962, για την ΕΟΚ τονίζεται ότι η ένταξη σε αυτήν θα είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει τις εμπορικές ανταλλαγές με τις σοσιαλιστικές χώρες «που μας προσφέρουν σε αντάλλαγμα των αγροτικών μας προϊόντων τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό για την ανάπτυξη της βιομηχανίας μας»16.

Η φενάκη του αριστερού ευρωπαϊσμού

Αν το ΚΚΕ και (μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70) το ΠΑΣΟΚ εγκλωβίζονταν σε έναν ευνουχισμένο αντιιμπεριαλισμό, διαλύοντας την αντικαπιταλιστική προοπτική μέσα στο ευρύτερο «πατριωτικό- αναπτυξιακό» μέτωπο, το ΚΚΕεσωτερικού ενσωματώθηκε οργανικά στη στρατηγική του αστισμού, πασχίζοντας μάταια να δώσει αριστερό πρόσημο στον ευρωπαϊσμό του. Σε κείμενό του υπό τον τίτλο «Από την Ευρώπη των μονοπωλίων, στην Ευρώπη των εργαζομένων», ο Λεωνίδας Κύρκος γράφει: «Η ΕΟΚ δεν γεννήθηκε σαν την Αθηνά από το κρανίο του Δία. Είναι καρπός της νομοτελειακής τάσης της εποχής μας προς ευρύτερες ολοκληρώσεις προς την οργάνωση της αγοράς σε διεθνή κλίμακα, προς ένα όλο και πιο προχωρημένο καταμερισμό της εργασίας»17.

Αυτός ο «προχωρημένος» καταμερισμός εργασίας είναι καρπός της «σύγχρονης επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης», η οποία οδηγεί αναπόδραστα στις «ολοκληρώσεις-ενοποιήσεις», όπως η ΕΟΚ και η ΚΟΜΕΚΟΝ. Μια γραμμή ανάλυσης, η οποία απομονώνει τεχνητά τις παραγωγικές δυνάμεις από τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, αναγορεύοντας σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας τις «ουδέτερες» επιστημονικο-τεχνικές επαναστάσεις αντί για την πάλη των τάξεων, ενώ αποσιωπά τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας.

Ο «αριστερός ευρωπαϊσμός» έχει τις ρίζες του στην περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου για πρώτη φορά απασχολεί σοβαρά τη διχασμένη σοσιαλδημοκρατία το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Το σύνθημα αυτό έρχεται να περιγράψει μια ειρηνική- δημοκρατική εξέλιξη, που θα αποτρέψει την επανάληψη της πολεμικής φρίκης και θα αποτελέσει βήμα προσέγγισης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε πανηπειρωτική κλίμακα. Σ’ αυτή τη γραμμή απάντησε ο Λένιν με το γνωστό άρθρο του «Για το Σύνθημα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», τον Αύγουστο του 1915.

Ο Λένιν δεν απορρίπτει από θέση αρχής μια δημοκρατική, πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, έστω και χωρίς να έχει προηγηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση. «Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση κι ακόμη περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις δεν μπορούν σε καμία περίπτωση ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ούτε να επισκιάσουν, ούτε ν’ αδυνατίσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα, το φέρνουν πάντα πιο κοντά, πλαταίνουν τη βάση της, εντάσσουν στο σοσιαλιστικό αγώνα νέα στρώματα μικροαστών και μισοπρολεταριακών μαζών»18. Ωστόσο, σπεύδει να προσθέσει:

«Αν όμως το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την επαναστατική ανατροπή των τριών αντιδραστικότατων μοναρχιών της Ευρώπης (σ.σ. Ρωσίας, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας) μ’ επικεφαλής τη ρωσική μοναρχία, είναι τελείως άψογο σαν πολιτικό σύνθημα, ωστόσο μένει ακόμη ένα σπουδαιότατο ζήτημα, το ζήτημα του οικονομικού περιεχομένου και της οικονομικής σημασίας αυτού του συνθήματος. Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις «προηγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες, είτε είναι αντιδραστικές»19.

Πλάι στο οικονομικό περιεχόμενο της δυνητικής, εκείνη την εποχή, ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο Λένιν έθεσε μια δεύτερη, θεμελιώδη ένσταση, που αφορά στο στρατηγικό ορίζοντα της Αριστεράς: «Οι Ενωμένες Πολιτείες του Κόσμου (και όχι της Ευρώπης) είναι η κρατική εκείνη μορφή ένωσης και ελευθερίας των εθνών που εμείς τη συνδέουμε με το σοσιαλισμό- ως τότε που η πλήρης νίκη του κομμουνισμού θα οδηγήσει στην οριστική εξαφάνιση κάθε κράτους, μαζί και του δημοκρατικού. Ωστόσο το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών του Κόσμου, σαν αυτοτελές σύνθημα, είναι αμφίβολο αν θα ήταν σωστό, πρώτο γιατί συγχωνεύεται με το σοσιαλισμό και δεύτερο, γιατί θα μπορούσε να προκαλέσει τη λαθεμένη ερμηνεία ότι είναι αδύνατη η νίκη του σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα…»20.

Η ιστορική εξέλιξη δικαίωσε τον επαναστατικό ρεαλισμό του Λένιν. Ωστόσο, η ρεφορμιστική ουτοπία του «αριστερού ευρωπαϊσμού» επανέρχεται την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από εκπροσώπους της αριστερής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας, που αναζητούν έναν «Τρίτο Δρόμο» ανάμεσα στο αμερικανικό και το σοβιετικό μπλοκ. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτού του βραχύβιου ρεύματος ήταν το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα του Τζέιμς Μάξτον στη Βρετανία και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Εργατών-Αγροτών του Μαρσό Πιβέρ στη Γαλλία.

Τον Ιούνιο του 1947 πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι συνδιάσκεψη της πρωτοβουλίας για την «Ομοσπονδία των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης» και για το «σοσιαλιστικό σχεδιασμό των στρατηγικής σημασίας βιομηχανικών κλάδων». Στις θεμελιώδεις αρχές της πρωτοβουλίας περιλαμβάνονταν η εναντίωση «στο μοίρασμα της Ευρώπης και του κόσμου ανάμεσα σε δύο μπλοκ» και η δράση εναντίον του κινδύνου ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου21.

Στην Ελλάδα, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας βρίσκει απήχηση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας των Τσιριμώκου – Σβώλου, που είχε συνταχθεί με το ΕΑΜ την περίοδο της γερμανικής κατοχής, για να αποστασιοποιηθεί από το ΚΚΕ μετά τα Δεκεμβριανά. Εκ των ηγετικών στελεχών του κόμματος, ο Κώστας Σκλάβος αποδέχεται, στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, τη γραμμή Πιβέρ, θεωρώντας ότι για τον Ευρωπαίο σοσιαλιστή ο κομμουνισμός αποτελεί «βαρβαρική επιδρομή» του 20ού αιώνα, η οποία απειλεί να εξαφανίσει τον «πολιτισμό της Δύσης» και «να ματαιώσει για πάντα την πιο ευγενική του εκδήλωση, τον Σοσιαλισμό»22.

Από την πλευρά του, ο Ηλίας Τσιριμώκος, μετέπειτα πρωθυπουργός σε δοτή από το Παλάτι κυβέρνηση Αποστατών (1965), θεωρεί ότι το σύνθημα για Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης ανταποκρίνεται στη διεργασία διαμόρφωσης «ενιαίας σοσιαλιστικής συνείδησης» στη γηραιά ήπειρο και τρέφει ελπίδες για μια αυτόνομη ανάδυση της Ευρώπης, έναντι της Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης, επικαλούμενος την εκλογική νίκη των Εργατικών στη Βρετανία23. Ωστόσο, την ίδια εποχή, η «υπαρκτή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» κυοφορούνταν σε διαφορετική μήτρα, με εντελώς διαφορετικό γενετικό υλικό.

Ο ταξικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

Πραγματικός πρόδρομος της ευρωπαϊκής ενοποίησης δικαιούται να θεωρηθεί ο Γάλλος, αστός πολιτικός Αριστίντ Μπριάν. Έχοντας διατελέσει πρωθυπουργός της ιμπεριαλιστικής Γαλλίας στον πριν και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπριάν, ως υπουργός Εξωτερικών πλέον της χώρας του, πρότεινε στη Λίγκα των Εθνών, το 1930, ένα σχέδιο για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Η ταχεία οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας προοιωνιζόταν την επιθετική επιστροφή της στους ευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς, μια δυναμική, την οποία ο Μπριάν – με την υποστήριξη του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών, Γκούσταβ Στρέσμαν – πάσχιζε να θέσει υπό έλεγχο, οικοδομώντας παράλληλα ένα σύστημα συλλογικής, ευρωπαϊκής ασφάλειας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.

Τη στρατηγική στόχευση του σχεδίου περιέγραφε με ιμπεριαλιστική ωμότητα ο εκ των πρωτεργατών του, Αυστριακός κόμης Ρίτσαρντ Κουντενχόβε- Καλέργκι: «Διά μέσω της ρωσικής στρατοκρατικής Σκύλλας και της αμερικανικής οικονομικής Χαρύβδεως, μικρός μόνον πορθμός φέρει εις καλύτερους ορίζοντας. Και ο πορθμός αυτός ονομάζεται Πανευρώπη… Εάν η Ευρώπη δεν διδαχθεί τα μαθήματα της Ιστορίας… θα γίνει παιγνιόχαρτον της υδρογείου πολιτικής. Αντικείμενον πλέον, αντί υποκείμενον του παγκοσμίου προβλήματος. Κατά την διανομήν των μεγάλων αγορών και των παγκοσμίων εδαφών, ειδών πρώτης ανάγκης, η Ευρώπη θα μείνει κατά μέρος»24. Ωστόσο, η μεγάλη κρίση του 1930 στη Γερμανία και η άνοδος του εθνικοσιαλισμού κατέστησαν απραγματοποίητη την ιδέα του Μπριάν και των ομοδόξων του, αν και οι σχεδιασμοί τους αποτέλεσαν το βασικό πυρήνα για τη δημιουργία της Κοινής Αγοράς, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η διαδικασία γέννησης και εξέλιξης της ΕΟΚ διαψεύδει με τον πιο χτυπητό τρόπο τα ιδεολογήματα που την θέλουν «νομοτελειακή» διαδικασία, απλή αντανάκλαση της διεθνοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, που «ξεχειλίζουν» από τα ασφυκτικά όρια του εθνικού κράτους. Συγκρούεται, γενικότερα, με τον μηχανιστικό, οικονομίστικο ντετερμινισμό μιας μαρξίζουσας ανάλυσης, που παραπέμπει λιγότερο μαρξιστική διαλεκτική και περισσότερο στον εξελικτικό «δαρβινομαρξισμό» της Β’ Διεθνούς, υποτιμώντας καίρια το ρόλο του πολιτικού στοιχείου και την αλληλεπίδρασή του με το οικονομικό.

Από το 1950 έως το 1955, το σενάριο που βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη ήταν η δημιουργία όχι της ΕΟΚ, αλλά της.. ΕΑΚ, δηλαδή μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας, η οποία μόνο σε δεύτερο χρόνο θα εξελισσόταν και σε οικονομική. Η ΕΑΚ ήταν η απάντηση κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης και κυρίως της Γαλλίας στο σχέδιο επανεξοπλισμού της Γερμανίας που παρουσίασε τον Σεπτέμβριο του 1950 ο Αμερικανός υπουργός Ντιν Άτσεσον, σε που οι νωπές αντιφασιστικές μνήμες των λαών ήταν ακόμη πολύ ισχυρές. Τελικά, αυτό το σχέδιο απορρίφθηκε από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, ύστερα από τη συνδυασμένη αντίδραση Γκωλικών και κομμουνιστών, που αντιδρούσαν, από διαφορετική σκοπιά, σε μια στενή συνεργασία των δύο ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων25. Μόνο ύστερα από αυτή την εξέλιξη ο άξονας της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετατοπίστηκε στον οικονομικό τομέα, με πρώτο σταθμό τη δημιουργία της Κοινότητας Άνθρακα – Χάλυβα, που προετοίμασε τη δημιουργία της ΕΟΚ.

Καταλυτικός στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε ο ρόλος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Η συνδυασμένη πίεση της Σοβιετικής Ένωσης, που έχει ισχυροποιηθεί, πολιτικοστρατιωτικά και ηθικά, μέσα από το καμίνι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και του αναζωογονημένου εργατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη οδηγεί τις ΗΠΑ να παίξουν το ρόλο της μαμμής στην ευρωπαϊκή ενοποίηση με διπλό στόχο: να προσδέσουν σταθερά την Ομοσπονδιακή Γερμανία στο δυτικό στρατόπεδο και να ανασυγκροτήσουν τις αστικές τάξεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, που είχαν απαξιωθεί λόγω της συνθηκολόγησής τους με τους Ναζί.

Ήδη το 1949, ο Αμερικανός διευθνυτής της Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας (ECA) Πολ Χόφμαν, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη διανομή των κονδυλίων του περίφημου Σχεδίου Μάρσαλ, παρακινούσε τους Ευρωπαίους να ασχοληθούν άμεσα με την οικονομική τους ολοκλήρωση, σημειώνοντας: «Η ουσία μιας τέτοιας ολοκλήρωσης πρέπει να είναι η δημιουργία μιας κοινής αγοράς, στην οποία θα εξαλειφθούν κατά μόνιμο τρόπο οι περιορισμοί στην κίνηση των αγαθών και των κεφαλαίων»26. Η πρόταση αυτή ανταποκρινόταν στις ανάγκες των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων για δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς 270 ανθρώπων για τα προϊόντα τους και για οικονομίες κλίμακας, προς αύξηση της κεφαλαιακής κερδοφορίας. Ταυτόχρονα, δημιουργούσε καλύτερες προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση των λαϊκών τάξεων με την ενίσχυση των κοινωνικών λειτουργιών των συνασπισμένων αστικών κρατών και την ενίσχυση, μέσω των κοινοτικών κονδυλίων, των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών.

Η προοπτική αυτή προκάλεσε αντανακλαστικές αντιδράσεις από μερίδα των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, ειδικά στη Βρετανία, εξ αιτίας του φόβου για ένα ευρωπαϊκό «υπερκράτος», το οποίο όχι μόνο θα απομακρυνόταν σταδιακά από τις ΗΠΑ, αλλά και θα επέβαλε σοβαρούς περιορισμούς και ελέγχους στην ελεύθερη αγορά, με παρεμβάσεις σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα. Ωστόσο, ο ιδεολογικός γκουρού του νεοφιλελευθερισμού, Φρίντριχ Χάγεκ, έβλεπε πιο μακριά, διακρίνοντας στην προοπτική μιας ευρωπαϊκής ενοποίησης όχι περισσότερο, αλλά λιγότερο κράτος στην οικονομία. Ήδη το 1939, στο δοκίμιό του «Οι οικονομικές προϋποθέσεις της διακρατικής ομοσπονδίας», ο Χάγεκ διατύπωνε με εξαιρετική διαύγεια θέσεις, οι οποίες διαβάζονται ως προφητικές, με την εκ των υστέρων γνώση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης:

«Στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, η υποταγή (σ.σ. των επιχειρήσεων) στη θέληση της πλειοψηφίας διευκολύνεται από το μύθο της εθνικότητας. Ωστόσο οι άνθρωποι θα είναι απρόθυμοι να αποδεχθούν παρεμβάσεις στην καθημερινή τους ζωή εφόσον προέρχονται από μια κεντρική κυβέρνηση, η οποία θα αντιπροσωπεύει λαούς διαφόρων εθνικοτήτων και παραδόσεων… Δεν πρέπει λοιπόν να υπάρχει αμφιβολία ότι η κεντρική διοίκηση μιας ομοσπονδίας κρατών θα έχει πολύ λιγότερες δυνατότητες παρέμβασης στην οικονομική δραστηριότητα από μια εθνική κυβέρνηση. Και από τη στιγμή που η ισχύς των εθνικών κρατών θα αποδυναμωθεί μέσω της ομοσπονδίας, μεγάλο μέρος των παρεμβάσεων στην οικονομική ζωή, σαν κι αυτές που έχουμε βιώσει, θα καταστούν απραγματοποίητες με μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση»27.

Όχι λιγότερο υποψιασμένα για την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν, στα πρώτα της στάδια, ορισμένα από τα δυναμικότερα τμήματα της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς στην Ευρώπη. Μέχρι και τη δεκαετία του ’60, το Γαλλικό ΚΚ απορρίπτει την «κοινή αγορά των μονοπωλίων» και θεωρεί την ευρωπαϊκή ενοποίηση «κίνδυνο για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Ευρώπη»28.

Αντίστοιχα, το Εργατικό Κόμμα ήταν αντίθετο στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ που επέβαλαν οι Συντηρητικοί το 1973. Ακόμη και στο δημοψήφισμα του 1975, όταν ο Εργατικός πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον είχε ήδη αλλάξει θέση, όπως θα έκανε αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου, περιοριζόμενος στην «επαναδιαπραγμάτευση», η ισχυρή αριστερή πτέρυγα του κόμματος και τα μεγαλύτερα συνδικάτα έκαναν καμπάνια υπέρ του «όχι». Το γεγονός ότι τα ίδια κόμματα αποδέχονται σήμερα άνευ όρων μια Ευρωπαϊκή Ένωση απείρως αντιδραστικότερη από την «κοινωνική Ευρώπη» που κάποτε απέρριπταν αποτελεί κραυγαλέο δείγμα του ιδεολογικού εκφυλισμού τους.

Διεύρυνση, εμβάθυνση, αντιδραστικοποίηση

Η γέννηση, διεύρυνση και εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μιας ιστορικά ανέκδοτης ιμπεριαλιστικής δομής, αποτέλεσε μείζονα θεωρητική πρόκληση για τη μαρξιστική Αριστερά. Οι δύο κυριότερες και, σε μεγάλο βαθμό, αντίπαλες ερμηνείες που προτάθηκαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ήταν εκείνες του Ερνέστ Μαντέλ και του Νίκου Πουλαντζά.

Σύμφωνα με τον Μαντέλ, ο ανταγωνισμός με το προσωρινά πανίσχυρο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αμερικανικό κεφάλαιο και το «ξεχείλισμα» των παραγωγικών δυνάμεων από τα περιορισμένα εθνικά όρια ακόμη και των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών κρατών υποχρεώνει τις εθνικές αστικές τάξεις της ηπείρου να συνασπιστούν επί ποινή δραματικής υποβάθμισης στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για προσωρινές συμφωνίες μεταξύ κυρίαρχων εθνικών κρατών, εν είδει «καρτέλ», αλλά για τη σταδιακή διαμόρφωση ενός διεθνικού αμαλγάματος, μιας ευρωπαϊκής μονοπωλιακής τάξης, τόσο στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Σ’ αυτή τη βάση, ο Μαντέλ προβλέπει μια πορεία απόκλισης και οξυνόμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στο αμερικανικό ιμπεριαλιστικό κέντρο και στο υπό διαμόρφωση υπερεθνικό, ευρωπαϊκό29.

Ο Νίκος Πουλαντζάς ασκεί βιτριολική κριτική στην ανάλυση του Μαντέλ30 ο οποίος, παρότι απορρίπτει την Καουτσκική πρόβλεψη περί «υπεριμπεριαλισμού» σε παγκόσμιο επίπεδο, κατά κάποιο τρόπο την αναπαράγει στο ευρωπαϊκό. Φτάνει μάλιστα να κατηγορήσει τον Βέλγο μαρξιστή  ότι «συνάδει με την τρέχουσα αστική προπαγάνδα περί «ενωμένης» Ευρώπης». Μια άδικη, οφείλουμε να τονίσουμε, κατηγορία, καθώς ο τροτσκιστής θεωρητικός δεν απέκλειε την αντικαπιταλιστική ανατροπή σε εθνική κλίμακα και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, σε αντίθεση με τον Πουλαντζά, οπαδός του επαναστατικού δρόμου.

Κατά τον Πουλαντζά, η ιμπεριαλιστική αλυσίδα οργανώνει άνισες σχέσεις όχι μόνο μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, αλλά και στο εσωτερικό των κέντρων, κάτι που σημαίνει ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μέσα στην Κοινή Αγορά δεν πρόκειται να εξαλειφθούν. Από την άλλη πλευρά, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δεν βρίσκεται σε θέση a priori αντίθεσης με το αμερικανικό, αντίθετα έχει διαμορφώσει σχέσεις οργανικής εξάρτησης από τον ηγεμονικό, αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Οι επί μέρους αστικές τάξεις των αστικών κρατών δεν συμπεριφέρονται ούτε ως «εθνικές», ούτε ως «κομπραδόρικες», σύμφωνα με τα τριτοκοσμικά πρότυπα, αλλά ως «εσωτερικές αστικές τάξεις», που στηρίζονται στην εξάρτησή τους από τον αμερικανικό παράγοντα για να εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή τους, απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις. Σε κάθε περίπτωση είναι καθαρός οικονομισμός να συνάγει κανείς αυτόματα από τη διεθνοποίηση των οικονομικών σχέσεων την τάση προς το υποτιθέμενο ευρωπαϊκό υπερκράτος. Ο εθνικός κοινωνικός σχηματισμός παραμένει έτσι το καθοριστικό πεδίο των ταξικών συγκρούσεων.

Το πλούσιο εμπειρικό υλικό που συσσωρεύθηκε από τους μετασχηματισμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο μισό αιώνα που μας χωρίζει από τη σημαντική διαμάχη Μαντέλ- Πουλαντζά επιβάλλει την επανεξέταση του προβλήματος με πιο ώριμους όρους. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση απέκτησε σταδιακά ορισμένα βαθύτερα χαρακτηριστικά «αλα Μαντέλ»: στο οικονομικό επίπεδο, με την ενεργότερη διαπλοκή εθνικών κεφαλαίων στο επίπεδο της ιδιοκτησίας μεγάλων μετοχικών επιχειρήσεων, κυρίως μέσω των μεγάλων funds που συμμετέχουν στα μετοχικά τους κεφάλαια, αλλά και στο πολιτικό, με την ανάδυση πρωτεϊκών μορφών ευρωπαϊκού υπερκράτους, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση του κοινού νομίσματος.

Ωστόσο, οι κεντρομόλες και οι φυγόκεντρες τάσεις βρίσκονται πάντα σε διαπλοκή και ανταγωνισμό, χωρίς τίποτα να προδικάζει την περαιτέρω εξέλιξη- για παράδειγμα, τόσο η διάλυση της ευρωζώνης με τη σημερινή της μορφή, όσο και η αποχώρηση χωρών, όπως η Βρετανία, αποτελούν κάθε άλλο παρά απίθανα ενδεχόμενα. Εξ άλλου, παρά τη διεθνική διάχυση της ιδιοκτησίας, τα μεγάλα ευρωπαϊκά μονοπώλια παραμένουν, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, κατά βάσιν «εθνικά»- γερμανικά, βρετανικά, γαλλικά κλπ: έχουν την έδρα τους σε ένα συγκεκριμένο κράτος, στο οποίο στηρίζονται και για τη διεθνή τους δραστηριότητα, ο έλεγχος και η διοίκηση βρίσκεται στα χέρια μελών της ίδιας εθνότητας, ενώ η υπεραξία που αποσπούν αξιοποιείται στον κύκλο της κεφαλαιακής συσσώρευσης στο πλαίσιο του συγκεκριμένου, εθνικού κοινωνικού σχηματισμού31.

Παράλληλα, η εμφάνιση ασταθών, πρωτεϊκών μορφών ευρωπαϊκού υπερκράτους δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Ε.Ε.αποτελεί κατά βάση διακρατικό συνασπισμό, στον οποίο τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη έχουν τον αποφασιστικό λόγο. Στην εξωτερική και αμυντική πολιτική η ευρωπαϊκή ενοποίηση βρίσκεται σε εμβρυακό επίπεδο και η αμερικανική ηγεμονία υπό τη στέγη του ΝΑΤΟ, παρά τις κατά καιρούς αναταράξεις (π.χ. πόλεμος στο Ιράκ) παραμένει κατά βάση αδιατάρακτη. Με άλλα λόγια, παρά τις υπαρκτές ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ ευρωπαϊκού και αμερικανικού κέντρου- οι οποίες τείνουν να πάρουν βαθύτερο χαρακτήρα μετά τη δημιουργία του ευρώ- η εξάρτηση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων από τον παγκόσμιο ηγεμόνα συνεχίζει να αναπαράγεται. Σύμπτωμα αυτής της πραγματικότητας αποτελεί και η δρομολογημένη συμφωνία για τη δημιουργία μιας διατλαντικής ζώνης ελευθέρου εμπορίου (TTIP), κάτι που διακαώς επιθυμούσαν χρόνια τώρα Ουάσιγκτον και Λονδίνο32.

Το κυριότερο, οι αλλεπάλληλοι μετασχηματισμοί της διαδικασίας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση από την ίδρυση της Κοινής Αγοράς μέχρι την κρίση του ευρώ συνοδεύτηκαν από τη βαθύτερη αντιδραστικοποίησή της. Αν η αρχική ΕΟΚ αποσκοπούσε να εξορκίσει το φάντασμα του Μαρξ, η σημερινή έχει βγάλει πλέον στην παρανομία και αυτόν τον… Κέινς! Από την ομογενή Ευρώπη των έξι, που υποσχόταν ένα σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας σε ηπειρωτική κλίμακα, καταλήξαμε στην εκρηκτικά άνιση Ευρώπη των 28 της γερμανικής ηγεμονίας, του εσωτερικού κοινωνικού πολέμου και του δομικού νεοφιλελευθερισμού.

Με βασικούς σταθμούς την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, τη συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992, το Σύμφωνο Σταθερότητας του 1999, την προς ανατολάς διεύρυνση του 2004 και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο του 2012, η πορεία αυτή έχει γίνει προ πολλού μη αναστρέψιμη. Πέρα από τα ονειροπολήματα του αριστερού ευρωπαϊσμού, η «υπαρκτή Ε.Ε.» έχει καταντήσει ένα απέραντο κοινωνικό κολαστήριο, που καθιστά αδύνατη στο εσωτερικό της κάθε απόπειρα όχι για το σοσιαλισμό, αλλά ακόμη και τις πιο επείγουσες, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και κοινωνικής καταστροφής, μεταρρυθμίσεις.

Ο ύστερος, ολοκληρωτικός καπιταλισμός του 21ου αιώνα αναπαράγει σε άλλο επίπεδο τα παθολογικά στοιχεία του ανώριμου καπιταλισμού του 19ου αιώνα – μόνο που η νεανική ορμή έχει δώσει τη θέση της στη γεροντική παρακμή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια νεκρανάσταση, σε νέα μορφή, των παλιών Αυτοκρατοριών, τις οποίες κλόνισαν οι εθνικές και δημοκρατικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα και αποτέλειωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (Γερμανική, Αυστροουγγρική, Ρωσική). Τότε οι ευρωπαϊκοί λαοί υπέφεραν από τα φεουδαρχικά και τοπικιστικά φράγματα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και των παραγωγικών δυνάμεων. Σήμερα υποφέρουν από την αχαλίνωτη ανάπτυξη ενός αρπακτικού καπιταλισμού, που γκρεμίζει στο διάβα της κάθε κοινωνικό και ηθικό φραγμό, καταστρέφοντας σε μαζική κλίμακα τις κυριότερες παραγωγικές δυνάμεις, την εργασία και τη Φύση, και μετατρέποντας σε μεγάλο έκταση παραγωγικές δυνάμεις σε δυνάμεις καταστροφής (πολεμική βιομηχανία, μεταλλαγμένα κ.α.).

Στην εποχή των προκαπιταλιστικών Αυτοκατοριών, το νεαρό προλεταριάτο ωθούνταν από την ανερχόμενη αστική τάξη στον επαναστατικό, πολιτικό αγώνα για την κατάκτηση του εθνικού, δημοκρατικού χώρου, που θα αποτελούσε αμέσως μετά την του εργατικού αγώνα για την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, με τη μετατροπή της πολιτικής επανάστασης σε κοινωνική. Σήμερα, η υστεροκαπιταλιστική ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία υποχρεώνει τις εργατικές τάξεις της ηπείρου να αγωνιστούν ενάντια στις αστικές «τους» τάξεις για την ανάκτηση της απαλλοτριωμένης εθνικής- λαϊκής κυριαρχίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων που καταπατούνται από τον απολυταρχικό «Καισαρισμό» των Βρυξελλών, ως sine qua non προϋπόθεση για την κοινωνική τους απελευθέρωση. Σ’ αυτό το φόντο, αποκτούν απροσδόκητη επικαιρότητα για την Ελλάδα του 21ου αιώνα αυτά που έγραφε ο Φρίντριχ Ένγκελς, σε επιστολή του στον Καρλ Κάουτσκι, για την Πολωνία του 1882:

«Διεθνές προλεταριακό κίνημα είναι δυνατό μόνο μεταξύ απελευθερωμένων εθνών… Οι Πολωνοί σοσιαλιστές που δε θα βάλουν την απελευθέρωση της χώρας τους στην κορυφή του προγράμματός τους, μου φαίνονται σαν τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες που δεν θα αξίωναν πρώτα απ’ όλα την ακύρωση του νόμου εναντίον των σοσιαλιστών, την ελευθερία του Τύπου, του συνεταιρισμού και της συνάθροισης. Για να μπορεί να παλέψει κανείς, χρειάζεται πρώτα ένα σταθερό έδαφος να σταθεί, αέρα, φως και χώρα. Αλλοιώς, όλα είναι σκέτη φλυαρία33».

Ελλάδα και Ε.Ε.: Η αναπόδραστη ρήξη

Οι θιασώτες του αριστερού ευρωπαϊσμού απορρίπτουν τη γραμμή της ρήξης με το ευρώ και συνολικά την Ε.Ε., που απορρέει αναγκαστικά από αυτή την ανάλυση, υποστηρίζοντας ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση οδηγεί στην ένταξη, έστω και από με άνισους όρους, των λιγότερο αναπτυγμένων εθνικών σχηματισμών στο μητροπολιτικό κέντρο, έτσι που η κυρίαρχη αντίθεση ιμπεριαλισμός- λαός να τείνει να ταυτιστεί με τη βασική αντίθεση κεφάλαιο- εργασία.

Το 2011, με τη Μνημονιακή κατολίσθηση σε πλήρη εξέλιξη, ο Γιάννης Μηλιός εκτιμούσε ότι «ο ελληνικός καπιταλισμούς προσέγγισε σε πραγματικούς όρους τους πιο αναπτυγμένους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς, τόσο πριν όσο και μετά την υιοθέτηση του ευρώ»34. Στην περίπτωση μάλιστα της Κύπρου, ξιφουλκούσε λαύρος εναντίον της απόφασης της ΚΕ του ΑΚΕΛ για έξοδο από το ευρώ, μη διστάζοντας να αναπαράξει, υποτίθεται από ταξική, διεθνιστική σκοπιά, όλη την κινδυνολογία της χρηματιστικής ολιγαρχίας για τους λιμούς και καταποντισμούς που θα επιφέρει ενδεχόμενη ρήξη με την Ε.Ε.35.

Οι πιο επικίνδυνες πλάνες προκύπτουν από μερικές, τραβηγμένες μέχρι τα άκρα, αλήθειες. Ο Γιάννης Μηλιός έχει όλο το δίκιο με το μέρος του όταν καταπολεμά τις «πατριωτικές» αναλύσεις που θέλουν την Ελλάδα γενικά να υποβαθμίζεται διαρκώς στο διεθνή καταμερισμό εργασίας από τη στιγμή που άρχισε να εφαρμόζεται η συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ μέχρι τις μέρες μας. Τόσο οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 όσο και η δεκαετία που προηγήθηκε της κρίσης της ευρωζώνης είδαν τον ελληνικό καπιταλισμό να ανεβαίνει στην κλίμακα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, κλείνοντας ως ένα βαθμό την ψαλίδα με τις χώρες του κέντρου.

Ωστόσο, από το σημείο αυτό μέχρι του να θεωρείται η Ελλάδα καθ’εαυτό μητροπολιτική χώρα, εν είδει έστω και ελάσσονος εταίρου μιας ιμπεριαλιστικής μετοχικής εταιρείας, η απόσταση είναι τεράστια. Πρώτα απ’ όλα γιατί η ταύτιση του αναπτυγμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού με τον ιμπεριαλισμό αποτελεί οικονομίστικο ολίσθημα. Βεβαίως, τα δύο φαινόμενα αναπτύσσονται πάνω στην ίδια οικονομική βάση, ως δίδυμες αντιδράσεις στη χρόνια τάση προς την πτώση του ποσοστού κέρδους και την υπερσυσσώρευση κεφαλαίων, ενώ η κυριαρχία των μονοπωλίων αναπόφευκτα γεννάει μια ροπή προς τον ιμπεριαλισμό. Το αν καταφέρει ωστόσο να εκφραστεί και να γίνει κυρίαρχη αυτή η ροπή στο πλαίσιο ενός εθνικού, κοινωνικού σχηματισμού, εξαρτάται και από πολιτικούς, γεωστρατηγικούς, και ιστορικούς- διαφορετικά, θα φτάναμε στον παραλογισμό να θεωρούμε εξίσου ιμπεριαλιστική την Κύπρο με την Αμερική, τη Μάλτα με τη Γερμανία36.

Το κυριότερο, η ανάλυση του Μηλιού αναγορεύει αυθαίρετα τη σύγκλιση Ελλάδας- οικονομιών του κέντρου από συγκυριακή τάση σε σιδερένια αναγκαιότητα. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω σύγκλιση βασιζόταν σε πήλινα πόδια (αποβιομηχάνιση, ανάπτυξη στηριγμένη κυρίως στην κατανάλωση, εκτόξευση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών κ.α.), κάτι που προοιωνιζόταν την επικείμενη έκρηξη. Η κρίση χρέους και η υπαγωγή της Ελλάδας στο μηχανισμό των Μνημονίων σήμαναν τη στιγμή της αλήθειας για τις ονειροφαντασίες του αριστερού ευρωπαϊσμού, πυροδοτώντας την ελεύθερη πτώση του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και τη μετατροπή της Ελλάδας σε οιωνεί «αποικία χρέους»37 της υπό γερμανική ηγεμονία Ε.Ε. Μιας νέου τύπου «Αυτοκρατορίας», που αναπαράγει αυστηρά ιεραρχικές σχέσεις στο εσωτερικό της, στηριγμένη όχι στον άμεσο έλεγχο εδαφών, όπως στην εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού, αλλά στον έλεγχο των στρατηγικής σημασίας ροών- κεφαλαίων, ενέργειας, πρώτων υλών, τεχνολογιών αιχμής και νεανικής εργατικής δύναμης υψηλής μόρφωσης.

Αποτελεί ειρωνεία της Ιστορίας ότι παρόμοια οπτική με εκείνη του υπεύθυνου οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ (όπως και με την οπτική τμημάτων του διεθνούς τροτσκισμού) υιοθετεί τελευταία, φυσικά από άλλη σκοπιά, το ΚΚΕ. Στο τελευταίο συνέδριό του (Απρίλιος 2013) διαπιστώνει ότι η Ελλάδα έχει ενσωματωθεί «οργανικά στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα»38, θεωρεί «αποπροσανατολιστικό, αστικό επιχείρημα» τα περί απώλειας της εθνικής- λαϊκής κυριαρχίας στο πλαίσιο της Ε.Ε.39, όπως και το στόχο για ρήξη με την Ε.Ε. εφ’ όσον δεν συνδέεται άμεσα με την «πάλη για την εξουσία»40. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο αγώνας εναντίον της Ε.Ε. χάνει οποιαδήποτε πολιτική αιχμή και εκφυλίζεται σε απλή υποπαράγραφο μιας άσφαιρης και φλύαρης αντικαπιταλιστικής ρητορείας.

Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στη γραμμή της δημοκρατικής μεταρρύθμισης εντός της Ε.Ε. θέτοντας ως στρατηγικό στόχο «μια χειραφετημένη Ελλάδα της εργασίας, της δικαιοσύνης και της δημιουργικότητας μέσα σε μια ριζικά διαφορετική Ευρώπη»41. Υπό αυτή την οπτική δεσμεύεται, αν σχηματίσει κυβέρνηση, να καταργήσει τις δανειακές συμβάσεις και να επαναδιαπραγματευθεί το δημόσιο χρέος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αναγνωρίζοντας ότι «ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ», υπόσχεται ότι «απόλυτη προτεραιτότητα για μας θα είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών» και ότι «είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ακόμη και τη χειρότερη έκβαση».

Οι πρόσφατες τοποθετήσεις του Γιάννη Δραγασάκη περί «διασφάλισης της δημοσιονομικής σταθερότητας και του αξιόχρεου του κράτους», όπως και του Γιώργου Σταθάκη, που αποτίμησε το επαχθές χρέος σε μόλις 5%, ενισχύουν τις εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποφασισμένη να σταθεί συνεπείς έστω στο ελάχιστο των δεσμεύσεών της. Αλλά ακόμη κι αν παρακάμψουμε, για οικονομία της συζήτησης, το πολιτικό ζήτημα, παραμένει το ευρύτερο στρατηγικό πρόβλημα: κατά πόσο είναι νοητή στις σημερινές συνθήκες όχι μια σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά έστω μια δημοκρατική, φιλολαϊκή ανατροπή των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού εντός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Γιατί το πρόβλημα δεν αφορά μόνο στο ευρώ και τους μηχανισμούς του, αλλά στο οικονομικό, πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο της ίδιας της Ε.Ε.

Οι αναθεωρημένες από τη Λισσαβώνα συνθήκες της Ρώμης και του Μάαστριχτ θωρακίζουν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, δένοντας τα χέρια σε μια αριστερή κυβέρνηση που θα αναγκαζόταν να επιβάλει περιορισμούς για να περιορίσει τη φυγή κεφαλαίων. Απαγορεύουν την επιβολή δασμών σε προϊόντα όχι μόνο ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και τρίτων κρατών, με τις οποίες έχει συνάψει συμφωνίες η Ε.Ε., θέτοντας σοβαρούς περιορισμούς σε επιλεκτικά, προστατευτικά μέτρα για την ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής- π.χ. στα αγροτικά προϊόντα. Ενδεχόμενες προθέσεις για εθνικοποίηση των τραπεζών και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, ή για στήριξη προβληματικών επιχειρήσεων που θα λειτουργούν αύριο με εργατικό έλεγχο, προσκρούουν στις αρχές της ενιαίας ευρωπαϊκής πράξης περί ανόθευτου ανταγωνισμού.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που ισχύουν για όλα τα κράτη- μέλη και όχι μόνο για τις χώρες της ευρωζώνης, επιβάλλουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και αναγκάζουν όλα τα κράτη με δημόσιο χρέος άνω του 60% να μειώνουν κάθε χρόνο το υπερβάλλον χρέος κατά το ένα εικοστό του. Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου το χρέος βρισκόταν, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στο…172%, η εφαρμογή αυτού του «χρυσού κανόνα» σημαίνει ότι πρέπει να δίνουμε για το χρέος κάθε χρόνο το 5 έως 6% του ΑΕΠ- χοντρικά, διπλάσιο των συνολικών δαπανών για την παιδεία και ανάλογο με τις συνολικές δαπάνες για την υγεία.

Σημειωτέον, ότι για τους παραβάτες αυτών, όπως και πολλών άλλων Δρακόντειων ρυθμίσεων, προβλέπονται αυτόματες κυρώσεις, που αρχίζουν από την επιβολή προστίμων και τη διακοπή κοινοτικών επιχορηγήσεων και φτάνουν μέχρι την αναστολή του δικαιώματος ψήφου στα όργανα της Ε.Ε. Τέλος, ο ίδιος ο κρατικός προϋπολογισμός, το κορυφαίο εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής και οικοδόμησης κοινωνικών σχηματισμών, φεύγει από τον έλεγχο της εθνικής κυβέρνησης, καθώς πρέπει να προεγκριθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο42.

Με αυτά τα δεδομένα, μια αριστερή κυβέρνηση η οποία δεν θα είναι έτοιμη να παραδοθεί άνευ όρων από την πρώτη στιγμή και θα επιχειρήσει τα πιο στοιχειώδη μέτρα για την αντιμετώπιση της μαινόμενης κοινωνικής λαίλαπας, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι θα έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την Ε.Ε. Σε διαφορετική περίπτωση, θα απαξιωθεί ταχύτατα, προκαλώντας απογοήτευση και οργή στις λαϊκές δυνάμεις, για να αποδειχθεί σύντομη αριστερή παρένθεση, η οποία ενδέχεται να στρέψει το λαϊκό ριζοσπαστισμό προς αντιδραστικές, ακόμη και φασιστικές κατευθύνσεις. Την αλήθεια αυτή αρχίζουν να συνειδητοποιούν και δυνάμεις του ευρωπαϊκού, αριστερού ρεφορμισμού. Την άνοιξη του 2013, ο επικεφαλής του γαλλικού Αριστερού Μετώπου Ζαν- Λικ Μελανσόν και ο συνιδρυτής του γερμανικού κόμματος «Αριστερά» (Die Linke) Όσκαρ Λαφοντέν έθεσαν επί τάπητος το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ και ανυπακοής στην Ε.Ε., σπάζοντας ένα σημαντικό «ταμπού»43 της ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Για να ενωθούμε, πρέπει πρώτα να χωρίσουμε!

Ασφαλώς, μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, με έντονη ενεργειακή και τεχνολογική εξάρτηση από το εξωτερικό, δεν μπορεί να επιβιώσει σε κάποιο «ιγκλού» εθνικής αυτάρκειας, στο περιθώριο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Επομένως η μονομερής αποδέσμευση από την Ε.Ε. δεν πρέπει να προβάλλεται ως επιθυμητή λύση, στην προοπτική της «εθνικής αυτοδυναμίας» και του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», αλλά ως αναγκαστική επιλογή για τη λαϊκή επιβίωση. Μια λαϊκή, δημοκρατική ανατροπή στην Ελλάδα, που θα σπάσει τον πιο αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας με αντίτιμο μια δύσκολη, μεταβατική, μοναχική πορεία, θα επιβιώσει τελικά μόνο αν γίνει καταλύτης ανάλογων ανατροπών σε άλλες, ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης. Θα χωρίσουμε από την Ευρώπη των πολυεθνικών για να ξαναενωθούμε με τους λαούς της Ευρώπης, σε μια νέα, δημοκρατική, σοσιαλιστική ομοσπονδία κυρίαρχων εθνών!

Στο μεσοδιάστημα θα προκύψουν κίνδυνοι και δυσκολίες που μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να υποτιμήσει. Ο έλεγχος του πληθωρισμού σε ανεκτά όρια, η αντιμετώπιση του αναπόφευκτου, το πρώτο διάστημα, τραπεζικού πανικού, ο ομαλός εφοδιασμός της χώρας σε καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα, η εξασφάλιση των άμεσων χρηματοδοτικών αναγκών τόσο του.

Παραπομπές

1. Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, «Η ένταξη στην ΕΟΚ και η θέση της Ελλάδας», Σύγχρονη Εποχή, 1977, σελ. 337.

2. «Δωδέκατο Συνέδριο ΚΚΕ- Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1987, σελ. 36.

3. Το Βήμα, 23/12/1978.

4. Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, ό.π., σελ. 10.

5. Ό.π., σελ. 256.

6. Καθημερινή, 1/3/1963.

7. Ακρόπολις, 27/7/1961.

8 Γιάννης Μηλιός, «ΕΟΚ: Η «μεγάλη πολιτική» του ελληνικού αστισμού», Αγώνας Νο 5, Φεβρουάριος 1979.

9. Γιάννης Μηλιός, «Ελληνική Κοινωνία: Όψεις Ανάπτυξης», Αγώνας Νο 6, Μάιος 1979.

10. Τεκμηριωμένη ανασκευή αυτών των ιδεολογημάτων προσφέρει το έργο του Γιάννη Μηλιού «Ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός», Εξάντας, 1988.

11. «Το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1961, σελ. 193-4 και 202-4.

12. «Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ», Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1974, σελ. 173.

13. Αναγέννηση, Νο 1, Οκτώβριος 1964, σελ. 41-2.

14. Ανδρέα Γ. Παπανδρέου, «Η Ελλάδα στους Έλληνες», Καρανάσης, 1976, σελ. 607.

15. Νίκου Ψυρούκη, «Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και ο άλλος δρόμος», Επικαιρότητα, 1986, σελ. 131-2.

16. Αυγή, 1/4/1962.

17. Στο βιβλίο των Λ. Κύρκου, Γρ. Γιάνναρου & Μ. Συριανού, «Η ένταξή μας στην ΕΟΚ», Θεμέλιο, 1978, σελ. 18.

18. Β.Ι. Λένιν, «Άπαντα», τ. 26, 1980, σε. 359-360.

19. Ό.π., σελ. 360.

20. Ό.π.

21. Marceau Pivert, “S’unir ou perir”, www.marxists.org/archive/pivert/1947/socialist-europe.htm

22. Παναγιώτη Νούτσου, «Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα», Γνώση, 1993, τ. Γ’, σελ. 213-214.

23. Ό.π., σελ. 158.

24. Νίκου Ψυρούκη, ό.π., σελ. 17-18.

25. Νίκου Πουλαντζά et al. «Η κρίση του κράτους», Παπαζήσης, σελ. 205-207.

26. Cedric Durand, “En finir avec l’ Europe”, La fabrique, 2013, σελ. 10-11.

27. Perry Anderson, “The New Old World”, Verso, 2009, σελ. 30-31.

28. Aurelien Bernier, “La gauche radicale et ses tambous”, Seuil, 2014, σελ. 100.

29. Ernest Mandel, “International Capitalism and Supra- Nationality”, Socialist Register 4, 1967.

30. Nicos Poulantzas, “Internationalization of capitalist relations and the national state”, The Poulantzas Reader, Verso, 2008, σελ. 220-257 .

31. Samir Amin, “L’implosion du capitalism contemporain”, Delga, 2012, σελ. 72.

32. Lori Wallach, “Le traite transatlantique, un typhon qui menace les Europeens”, Le monde diplomatique No 716, Novembre 2013.

33. Engels to Kautsky, 7/2/1882, στο K. Marx- F. Engels, “Collected Works”, vol.46, Lawrence & Wishart, 2001.

34. Γιάννη Μηλιού & Δημήτρη Τζανακόπουλου, «Κοινωνικός μετασχηματισμός και  έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση», Θέσεις Νο 114, 2011.

35. Γιάννη Μηλιού, «Το ΑΚΕΛ ζητάει…θυσίες», Αυγή, 5/5/2013.

36. Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Το χρυσό παραπέτασμα», Λιβάνης, 2008, σελ. 208-255.

37. Νίκου Κοτζιά, «Ελλάδα, αποικία χρέους», Πατάκης, 2013.

38. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο συνέδριο, 2012, σελ. 56.

39. Ό.π., σελ. 22.

40. Ό.π., σελ. 21.

41. Σχέδιο Διακήρυξης, «Ποιος είναι και τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ- ΕΚΜ», 2012.

42. Λεωνίδα Βατικιώτη, «Ασφυκτικό πλαίσιο λιτότητας επιβάλλει η Ε.Ε.», ΠΡΙΝ, 26/1/2014.

43. Aurelien Bernier, ό.π., σελ. 137.

44. Κώστας Λαπαβίτσας- Στάθης Κουβελάκης, «Κρίση και Αριστερή Διέξοδος», Λιβάνης, 2012.

45. Cedric Durand, ό.π., σελ. 133-149.

46. Ό.π., σελ. 149.

* Ο ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ  είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α..

ΠΗΓΗ: «ΟΥΤΟΠΙΑ», Μάιος 2014. Το είδα: Σάββ. 10/05/14 – 12:15, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=16274:2014-05-10-09-25-37&catid=54:anpolitiki&Itemid=284

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.