Ο Εθνικισμός του αντιπάλου
Του Δημήτρη Μπελαντή*
Τι είναι, άραγε, σήμερα, μια εθνικιστική ή μια διεθνιστική τοποθέτηση; Ποιός υπερασπίζεται το ελληνικό έθνος-κράτος και είναι αυτό πάντοτε μια αντιδραστική στάση; Τι σημαίνει συγκεκριμένα η πολιτική προστασία των μειονοτήτων απέναντι σε ένα καταπιεστικό ή και μη καταπιεστικό συμπεριληπτικό έθνος-κράτος; Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν αφηρημένα και έξω από ένα πλαίσιο συγκεκριμένης κατανόησης της ταξικής πάλης σε έναν κοινωνικό σχηματισμό όπως ο ελληνικός και έξω από ένα πλαίσιο ταξικής κατανόησης των διεθνών σχέσεων και των διεθνών ενδοκαπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Ούτε έξω από μια βαθειά ιστορική κατανόηση των εθνικών και των διεθνών αντιθέσεων. Όπως και σε άλλα ζητήματα, ο δογματικός και φορμαλιστικός τρόπος προσέγγισης δεν απαντά ικανοποιητικά, καθώς οχυρώνεται πίσω από γενικότητες, αποφεύγει την σκέψη μέσα από αντιφάσεις – όπως αρμόζει στη μαρξιστική διαλεκτική σκέψη – και διαπράττει συνεχώς το σφάλμα της «λήψης του ζητουμένου». Οι «κακοί» δεν μπορεί παρά να αποδεικνύουν την «κακότητά» τους ή όπερ έδει δείξαι. Βεβαίως, η αντίθετη κριτική στάση σημαίνει και την υποχρέωση του κάθε αναλυτή και συγγραφέα να λαμβάνει υπ’όψιν του τον πλούτο αλλά και την αντιφατικότητα της μαρξιστικής και γενικότερα της χειραφετητικής συζήτησης για το έθνος-κράτος και τον εθνικισμό, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα, και τις πολλές «γωνίες» της (βλ. απολύτως ενδεικτικά και σε Μ. Λεβί «Το εθνικό ζήτημα από τον Μαρξ μέχρι σήμερα», Αθήνα, 1993, Στάχυ, Π. Κονδύλη «Θεωρία του Πολέμου», Αθήνα 1998, Θεμέλιο, Α. Λιάκου «Πώς σκέφτηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο», Πόλις κ.α.).
Κατά τα τελευταία χρόνια και σε συνδυασμό με την αντικατάσταση των αρχών της πρώιμης νεοτερικότητας από τις αντιλήψεις της μετανεοτερικότητας, αναπτύσσεται στην Κεντροαριστερά, στην Αριστερά και πολύ περισσότερο ακόμη στον αυτόνομο και αντιεξουσιαστικό χώρο ένας ορισμένος «αντιεθνικισμός», ο οποίος όχι μόνο διαγράφει κάθε δυνατή θετική δυναμική, η οποία μπορεί να προκύψει από την οντότητα και την λειτουργία του έθνους-κράτους, αλλά και θέτει ως ξεκάθαρο σκοπό την μεσοπρόθεσμη διάλυση/εξάλειψη των εθνών-κρατών υπέρ της «κοσμοπόλεως» είτε με την μορφή της περιφερειακής ή και παγκόσμιας διακυβέρνησης είτε με την μορφή της παγκόσμιας επικοινωνιακής αναρχίας (χωρίς, βεβαίως, να θεωρείται αναγκαία μια μεταβατική σοσιαλιστική εξουσία σε εθνική ακόμη κλίμακα). Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πεδίο όπου οι φιλελεύθεροι «υπέρ της παγκοσμιοποίησης», οι «αντιεθνικιστές» αριστεροί και οι αντιεξουσιαστές συγκλίνουν και δίνουν τα χέρια. Το έθνος-κράτος γίνεται ένα βαρίδι για κάθε ριζοσπαστική αναζήτηση και μια «φυλακή των διαφορετικών» με αποτέλεσμα να αντιστρέφεται κατά 180 μοίρες (αλλά και να αντιγράφεται, όπως θα φανεί, σε πολλά σημεία) η παραδοσιακή εθνικιστική τοποθέτηση. Εκεί όπου ο παραδοσιακός αστικός εθνικισμός ορίζει το κοινωνικό και το δημόσιο συμφέρον πάντοτε από την σκοπιά του εθνικού συμφέροντος, το οποίο και αντιπαραθέτει σταθερά στα άλλα εθνικά συμφέροντα, ο μετανεοτερικός «αντιεθνικισμός» (μ.α.) ξεκινά πάντοτε να ορίζει το δημόσιο συμφέρον από την σκοπιά του «αντι-έθνους», της αναγκαίας αποδόμησης δηλαδή και αποδιάρθρωσης των εθνικών κρατικών και πολιτιστικών δομών και την διαμόρφωση μιας διεθνούς ομοιογένειας και ισομετρίας. Η πορεία των καπιταλιστικών περιφερειακών και διεθνών ολοκληρώσεων, η οποία σχετικοποιεί την αξία αλλά δεν διαγράφει σε καμία περίπτωση τον ρόλο των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών καθώς και των εθνών-κρατών (αντιθέτως, ενισχύει τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά έθνη-κράτη και τις οικονομικές και πολιτικοστρατιωτικές τους μηχανές), βρίσκει έναν ισχυρό ιδεολογικό σύμμαχο στην «αντιεθνικιστική» Κεντροαριστερά και Αριστερά. Καθώς η ολοκλήρωση ενισχύει τις ανισόμετρες διακυβερνητικές, τις διοικονομικές αλλά και τις (επίσης «κατασκευασμένες» όπως ακριβώς και το νεότερο αστικό έθνος ) κοινές πολιτιστικές δομές, ο «αντιεθνικισμός» της μετανεοτερικότητας θεωρεί ως ταμπού και ως αδιανόητο το ενδεχόμενο μιας ρήξης σε εθνική κλίμακα (και όχι μιας «εθνικιστικής ρήξης») με την ολοκλήρωση και με βασικές όψεις του διεθνούς καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού καταμερισμού εργασίας. Ακολουθώντας μια συλλογιστική, η οποία ταυτίζει ουσιαστικά το διεθνές εμπόριο και τις διεθνοποιημένες διαδικασίες κίνησης και λειτουργίας του κεφαλαίου με την διεθνή συνεργασία, τον αντιεθνικισμό και τον αντιρατσισμό, αυτά τα ρεύματα σκέψης (του μ.α.), με έναν τρόπο που θυμίζει την παλιά φιλελεύθερη «σχολή του Μάντσεστερ, θεωρούν ως προϋπόθεση για την κοινωνική χειραφέτηση την διαιώνιση των δομών των καπιταλιστικών συνεργασιών και ολοκληρώσεων. Το διεθνές εμπόριο, οι ισχυρές πια περιφερειακές δομές και η απολύτως ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και των εργατών είναι ιστορικά προοδευτικές, ενισχύουν την ειρήνη, την αδελφοσύνη και τον οικουμενισμό (πράγμα που για μια περίοδο φαίνεται να το πίστευε και ο Μαρξ). Αν το κύριο εμπόδιο στην χειραφέτηση είναι ο παραδοσιακός αστικός εθνικισμός ή και απλώς το έθνος-κράτος, η σταδιακή «άρση» του μέσα από τις ολοκληρώσεις (η οποία, όμως, είναι περισσότερο φαντασιακή παρά πραγματική διαδικασία και αποδυναμώνει μόνο τα λιγότερο ισχυρά αστικά έθνη-κράτη) δεν μπορεί παρά να υποβοηθά τις διαδικασίες χειραφέτησης. Ανεξάρτητα από το αν όντως η τάση κατάργησης ή έστω αποδυνάμωσης των εθνών-κρατών είναι πράγματι επαναστατική στην παρούσα φάση (και φαίνεται ότι αντιστοιχεί απλώς στην «παριοποίηση» ορισμένων εθνών-κρατών και στην αύξηση της ανισομετρίας), ακόμη και το τελικό μας όραμα, ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός δεν θα οικοδομηθεί σε εθνική κλίμακα μεν αλλά και δεν θα εγκαταλείψει τις θετικές όψεις της «τοπικής διαφοράς» και της τοπικότητας δε. Η συνεργασία των μη κρατικών πια κοινοτήτων δεν σημαίνει ότι όλοι μας θα ενοποιηθούμε σε μια ομοιογενή και ομοιόμορφη εθνοτικά και πολιτιστικά κοινότητα. Όποιος πιστεύει ότι η διεθνής κομμουνιστική κοινότητα θα είναι τόσο ομοιογενής πολιτισμικά / τοπικά / εθνοτικά όσο και η Καμπότζη του Πολ Ποτ (παρά το ότι ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να ομνύει στην «ταυτότητα» και την διαφορετικότητα των ατόμων και των μειονοτικών ομάδων και στην προστασία των δικαιωμάτων τους), πιστεύει λιγότερο στην συνεργασία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών και περισσότερο στον γκρίζο «κομμουνισμό των ομογενοποιητικών πολιτιστικών στρατοπέδων». Αλλά και πριν από το νεότερο αστικό έθνος είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί ότι υπήρξαν σχετικά συνεκτικές (αν και αλληλομειγνυόμενες) προαστικές εθνότητες, οι οποίες στηρίζονταν σε κοινά πολιτιστικά, γλωσσικά, θρησκευτικά ή άλλα χαρακτηριστικά (και, βεβαίως, όχι στην βάση του κοινού αίματος ή της κοινής φυλετικής καταγωγής).
«Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ ΜΟΥ», «ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ» ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Η τελευταία συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ για τις υποψηφιότητες στην Θράκη και για την περίπτωση της κ. Σαμπιχά Σουλειμάν παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την σκοπιά των ρευμάτων του μ.α. και την εκφορά του πολιτικού τους λόγου. Προσωπικά, δεν γνωρίζω το συγκεκριμένο πρόσωπο ούτε και μπορώ να το αξιολογήσω θετικά ή αρνητικά ούτε και να το υπερασπιστώ – αν και, βεβαίως, αν ισχύουν όσα της καταμαρτυρούν, πρέπει να διερωτηθούμε με ποια ενημέρωση και αξιόπιστη διαβούλευση λαμβάνονται οι αποφάσεις στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μου είναι, όμως, καθόλου αυτονόητα και συμπαθή πολλά από τα «αντιεθνικιστικά» επιχειρήματα όσων δημόσια αντιτάχθηκαν σε αυτήν την υποψηφιότητα και ισχυρίζονται μάλιστα ότι πέτυχαν την ακύρωσή της.
Είναι απολύτως βέβαιο το ότι το ελληνικό κράτος άσκησε μια καταθλιπτική πολιτική διακρίσεων και παραβίασης της ισονομίας κατά της μουσουλμανικής κοινότητας από το 1923 μέχρι περίπου τις αρχές του 1990. Ότι πόνταρε στην αναλογική μείωσή της όσο και στην πολιτισμική της μείωση, διάβρωση και εξαφάνιση. Από αυτήν την οπτική γωνία, οι αντιδράσεις της μουσουλμανικής μειονοτικής κοινότητας υπήρξαν φυσικές και αναμενόμενες τόσο υπέρ της κατάργησης των αρνητικών διακρίσεων και της μη επαναφοράς τους. Είναι, επίσης, δεδομένο ότι η πολιτική διακρίσεων της Αθήνας απέναντι στην μουσουλμανική συνιστώσα της Θράκης ενοποίησε τους μουσουλμάνους συχνά υπό την τουρκογενή πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία και τις πολιτικές της Άγκυρας και του τουρκικού προξενείου. Όμως, το συγκυριακό πολιτικό αποτέλεσμα μιας αρνητικής κρατικής πολιτικής για τα εθνικά και μειονοτικά ζητήματα δεν μπορεί να οδηγεί σε οντολογικές τοποθετήσεις για τον χαρακτήρα της μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη ως «ενός συνεκτικού τουρκικού πράγματος». Αυτή η τοποθέτηση (όπως διατυπώθηκε από τον σ. Δ. Χριστόπουλο) είναι απολύτως προβληματική. Πρώτα απ’όλα, δεν είναι δυνατόν στα πλαίσια μιας «πολιτικής δικαιωμάτων» και στήριξης των μειονοτικών ομάδων εκ μέρους ενός «δικαιωματικού κόμματος» να χαρακτηρίζεις μια μειονότητα ως «πράγμα», εργαλειοποιώντας και υποβαθμίζοντας την υποκειμενικότητα όσων την συναποτελούν και τον πλούτο των πολιτιστικών και κοινωνικών της συλλογικών πρακτικών. Ακόμη και σε μια περίοδο και μια χώρα όπου τα πάντα «πραγματοποιούνται» και «φετιχοποιούνται» και όπου κάθε μορφή ανθρώπινης υποκειμενικότητας καταλήγει στο κέρδος, την υπεραξία, την ανεργία και την περιφρόνηση, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί στις εκφράσεις μας και να μην προσβάλλουμε ανθρώπους, συλλογικότητες και ομάδες. Αυτό δεν εντάσσεται ως παρατήρηση στο ρεύμα του «πολιτικώς ορθού», με το οποίο, όπως είναι γνωστό, δεν έχω και τόσο καλή πολιτική και θεωρητική σχέση. Εντάσσεται σε μια λογική σεβασμού της αξίας των ανθρώπων ατομικά και συλλογικά, πράγμα που επιτάσσει ακόμη και αυτό το αστικό Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 2 παρ.1 Σ), και που η Αριστερά οφείλει να ενισχύσει και όχι να άρει ως αξιακό προσανατολισμό ακόμη και στην πορεία προς τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό.
Ακόμη περισσότερο, στα πλαίσια της αρχής του αυτοπροσδιορισμού των μειονοτήτων αλλά και όσων ατόμων ανήκουν και εντάσσονται σε αυτές (όπως αυτό προβλέπεται και από τις διεθνείς συμβάσεις), δεν είναι νοητό και παραδεκτό να εντάσσονται ισοπεδωτικά όλοι όσοι/ες ανήκουν στην μουσουλμανική μειονότητα στο «τουρκικό πράγμα» συλλήβδην, παρά το γεγονός ότι μια σημαντική πλειοψηφία της μειονότητας είναι τουρκογενής, έχει τουρκική εθνική καταγωγή και πιθανότατα έχει διπλή εθνική συνείδηση (ελληνική και τουρκική συνάμα), πράγμα που συμβαίνει συχνά στις σύγχρονες κοινωνίες και είναι στοιχείο δύναμης της κοινωνίας και όχι αδυναμίας της. Για ποιόν λόγο, λοιπόν, η Αριστερά θα έπρεπε να ταυτίσει το σύνολο της μειονότητας με το τουρκικό έθνος και να την υπαγάγει έμμεσα στον πολιτικό έλεγχο του γειτονικού μας κράτους; Εκτός, αν υπάρχει η τοποθέτηση ότι η τουρκική εθνική ταυτότητα της μειονότητας στην Θράκη μπορεί παράλληλα προς την ελληνική και συνδεόμενη και με αυτήν σε αντίθεση προς τους παράλληλους εθνικισμούς να αποτελέσει ένα πεδίο φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στους λαούς. Όμως, αυτό δεν ειπώθηκε και είναι πιθανό να μην οφείλεται σε παραδρομή.
Επίσης, στα πλαίσια της πολιτικής του αυτοπροσδιορισμού, είναι απολύτως θεμιτό και πιθανότατα ισχύον το αίτημα τμημάτων της μουσουλμανικής μειονότητας (όπως οι Πομάκοι, οι Ρομά κ.α. ή πάντως τμήματα αυτών των υπομειονοτήτων) να μην θέλουν να αυτοπροδιορίζονται ως Τούρκοι κατά την εθνική καταγωγή, να ζητούν την προστασία των ιδιαίτερων δικαιωμάτων τους και την μη διάκριση αλλά και κοινωνική προστασία και υποστήριξη από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Δεδομένου ότι είναι επιπλέον και έλληνες πολίτες, αυτό αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά τους και υποχρέωση του ελληνικού κράτους. Ακόμη, δεν μπορεί να αγνοηθεί το ζήτημα της πιθανής νομικής σύγκρουσης ανάμεσα στα προστατευόμενα μειονοτικά πολιτισμικά και εθνοτικά δικαιώματα και σε ενδεχόμενες προσβολές οικουμενικής αξίας δικαιωμάτων όπως συμβαίνει ορισμένες φορές ανάμεσα στο ισλαμικό δίκαιο και πολιτισμό ή ορισμένες ακραιες εκφάνσεις του και στα δικαιώματα των γυναικών. Στις περιπτώσεις αυτές, καλώς ή κακώς, το ελληνικό κράτος οφείλει να διαιτητεύσει, να σταθμίσει και να επιλύσει αυτές τις συγκρούσεις όπως και κάθε άλλο κράτος που στηρίζεται στην ανεξιθρησκεία και στην «λαϊκότητα». Ποιός άλλος θα το κάνει; Το αν θα το κάνει καλόπιστα ή δόλια, αυτό αφορά τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα το διαχειρισθούν και όχι την αναγκαία «κακή φύση του» ως έθνους-κράτους. Δεν είμαστε με την αφομοίωση-ισοπέδωση-απώλεια της «διαφορετικότητας» όμως δεν υπάρχει κανείς λόγος να επιζητούμε την ριζική αποσύνδεση των μειονοτήτων από τον πολιτικό και πολιτιστικό κορμό του ελληνικού κράτους.
Το γεγονός ότι το εθνικό μας κράτος έχει ασκήσει συχνά-όπως και όλα τα εθνικά κράτη- καταπιεστικές πολιτικές ή πολιτικές διακρίσεων ή ακόμη και φονικές πολιτικές κατά των μειονοτήτων δεν μπορεί να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το «αντίπαλο» αστικό κράτος ή όποιο άλλο κράτος, όταν και όποτε αξιοποιεί στρατηγικά τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Ελλάδα, έχει δίκιο και είναι αξιόπιστο. Το ότι το ελληνικό κράτος προκάλεσε με την στάση του και έδωσε άλλοθι στην εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο δεν νομιμοποιεί ούτε την απόβαση ούτε την κατοχή της βόρειας Κύπρου επί 40 χρόνια εκ μέρους της Τουρκίας. Το ότι ο Κεμάλ υπερασπίσθηκε στα 1920-1922 τον εθνικό χώρο του απέναντι σε μια ιμπεριαλιστική επέμβαση, δεν δικαιολογεί τις γενοκτονίες των Αρμενίων και άλλων εθνικών ομάδων από τον στρατό του. Το ότι ο Κάιζερ συνέβαλε σημαντικά στην έναρξη του Α’Παγκοσμίου Πολέμου δεν δικαιολογεί την αθλιότητα που επέφεραν οι Σύμμαχοι στην γερμανική κοινωνία με την Συνθήκη των Βερσαλιών. Δεν είναι δυνατόν να ζητωκραυγάζουμε υπέρ των διαδηλώσεων κατά του Ερντογάν στην Τουρκία, όταν τίθενται ζητήματα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, αλλά να αναγνωρίζουμε έστω και έμμεσα έναν οιονεί διαιτητικό ρόλο στο «αντίπαλο» αστικό κράτος σχετικά με τα (πληττόμενα) δικαιώματα εντός της ελληνικής επικράτειας. Αν υπάρξει «τέτοιος» ρόλος, από ποιόν θα ασκηθεί; Από τα συμβούλια των τούρκων εργατών; Ακόμη λιγότερο θα έπρεπε να δεχθούμε – αν συνέβαινε, σήμερα πάντως δεν συμβαίνει- επιχειρήματα που νομιμοποιούν την στρατηγική χρήση των μειονοτήτων σε μια κατεύθυνση αλλαγής των συνόρων. Βεβαίως, υπάρχει και το παλαιό επιχείρημα ότι κάθε Αριστερά οφείλει, όντας μονοσήμαντα ντεφαιτιστική, να χτυπά τον δικό της εθνικισμό και μόνο. «Ο κύριος εχθρός είναι στην χώρα μας». Αυτό το επιχείρημα έχει αξία αν όντως ξεχνάς να βάλλεις κατά του δικού σου εθνικισμού και δικαιολογείς τις άδικες και άθλιες πρακτικές του δικού σου έθνους-όποιος το κάνει αυτό σε βάρος άλλων εθνών δεν αξίζει να είναι ο ίδιος ελεύθερος. Χάνει, όμως, κάθε αξία αν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι «εθνικισμοί των άλλων» αντλούν πάντοτε από μια ορθολογική και δίκαιη πηγή ή ακόμη περισσότερο όταν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο αντιιμπεριαλισμός ή γενικότερα η πάλη κατά των σχέσεων ασυμμετρίας και πολιτικής εξάρτησης εντός του διεθνούς καπιταλιστικού πλαισίου είναι – πάντοτε – ένας «εθνικισμός των μικρών» ή ένας «λόγος υπέρ του δικού μας ιμπεριαλισμού» που είναι πάνω κάτω κάτι σαν τον γερμανικό ή τον αμερικάνικο. Οδηγώντας το επιχείρημα ότι ο «εχθρός του εθνικισμού μας» είναι πάντοτε ένας σύμμαχος μπορούμε να αποδεχθούμε και τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα – και όχι απλώς την Τουρκία του Ερντογάν – ως αντικειμενικούς παίκτες του «αντιεθνικισμού» ή και του «αντιφασισμού» ακόμη. Μήπως έχουμε τρελλαθεί τελείως ή πρόκειται απλώς για την «διακριτική γοητεία του μεταμοντέρνου» πάνω μας;
* O Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ
ΠΗΓΗ: Παρασκευή 25 Απριλίου 2014, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=16128%3Aethnikismos-antipalou-mpelanths&catid=83%3Aaristera&Itemid=200