Λαϊκή διεύρυνση ή εθνομηδενιστική περιχαράκωση;
Σαμπιχά Σουλεϊμάν versus Δημήτρης Χριστόπουλος
Του Γιώργου Καραμπελιά
Η σύγκρουση γύρω από τον προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ προσλαμβάνει έναν εξαιρετικά συμβολικό χαρακτήρα, αντιπαραθέτοντας δύο «πρωταγωνιστές», που εκφράζουν απόλυτα ανταγωνιστικές μεταξύ τους κατευθύνσεις: Τη Σαμπιχά Σουλεϊμάν, Ρομά ακτιβίστρια, μουσουλμάνα, γυναίκα, που προσπαθεί να εκφράσει την ιδιαίτερη ταυτότητά της τόσο απέναντι στον γενικό περιρρέοντα ρατσισμό όσο και στον κατ’ εξοχήν τουρκικό ρατσισμό, που επιθυμεί να εξαφανίσει την ιδιαίτερη ταυτότητά της, εντάσσοντάς την βίαια στην τουρκική ταυτότητα και στους σχεδιασμούς της Τουρκίας για τη Θράκη.
Από την άλλη, ο Δημήτρης Χριστόπουλος, υπεύθυνος του ΚΕΜΟ (Κέντρο Ερεύνης Μειονοτικών Ομάδων), χρηματοδοτούμενος από το υπουργείο Εξωτερικών, σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου, συνδεδεμένος με τις ΜΚΟ που συμμετείχαν στην κατεδάφιση της Γιουγκοσλαβίας, σημιτικός, μνημονιακός και, εσχάτως… αντιμνημονιακός.
Δροσερό Ξάνθης, στο γκέτο των Ρομά – Αθήνα, Κολωνάκι, Φίλιον, στο γκέτο των αρχουσών τάξεων και του εθνομηδενισμού. Δύο κόσμοι τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικώς προσπάθησε να συμπεριλάβει, ως δύο διαφορετικές όψεις και πτέρυγές του, στο ψηφοδέλτιό του και επομένως στην απεύθυνσή του. Από τη μια πλευρά, σε ό,τι πιο λαϊκό και περιθωριοποιημένο έχει η χώρα, και από την άλλη σε ό,τι πιο ψευδο-εκσυγχρονιστικό, παγκοσμιοποιητικό και εθνομηδενιστικό διαθέτει. Επρόκειτο για ένα εγχείρημα ακραίου ισορροπισμού, που προσπαθούσε να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά του αρχικού σκληρού εθνομηδενιστικού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ με την προσπάθεια διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ του 3% προς τα πλατειά λαϊκά στρώματα και τις ευαισθησίες του λαϊκού σώματος – προϋπόθεση για τη μετατροπή ενός μικρού κόμματος, εν μια νυκτί, στον κυριότερο μνηστήρα της εξουσίας, χάρη στη λαίλαπα του Μνημονίου.
Δροσερό Ξάνθης, στο γκέτο των Ρομά – Αθήνα, Κολωνάκι, Φίλιον, στο γκέτο των αρχουσών τάξεων και του εθνομηδενισμού. Δύο κόσμοι τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικώς προσπάθησε να συμπεριλάβει, ως δύο διαφορετικές όψεις και πτέρυγές του, στο ψηφοδέλτιό του και επομένως στην απεύθυνσή του.
Από τις εκλογές του 2012, και μετά την αποτυχία των Αγανακτισμένων –κυρίως με ευθύνη της Σπίθας του Μίκη Θεοδωράκη και του μονολιθικού δεινοσαυρισμού του ΚΚΕ– να εκφράσουν τη νέα λαϊκή πλειοψηφία που διαμορφωνόταν στις πλατείες, η «ιστορική μοίρα» πρόσφερε στον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως, αλλά και στη Χ.Α. από την άλλη, την ευκαιρία να αναδειχθούν σε πολιτικές δυνάμεις πρώτου μεγέθους και να εκφράσουν, με τον ένα ή άλλο τρόπο, αυτή τη νέα πολιτική πραγματικότητα που αναδυόταν. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό αποτελούσε η προσαρμογή και ο μετασχηματισμός αυτών των δύο σχετικά μικρών κομμάτων σε κόμματα με πλειοψηφικά χαρακτηριστικά.
Αυτό το παράδοξο, το γεγονός δηλαδή ότι στο πολιτικό προσκήνιο, μέσα από την πολιτική επιτάχυνση που έφερε η σαρωτική κρίση του μνημονίου, αναδείχθηκαν δυνάμεις που δεν διέθεταν τις ιδεολογικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, έχει αναλυθεί από εμάς πολλές φορές. Η πολιτική επιτάχυνση δεν επέτρεψε να γίνουν οι αναγκαίοι ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, οι οποίοι πραγματοποιούνται πολύ πιο αργά στο σώμα της κοινωνίας. Γι’ αυτό και μια χιτλερική ομάδα μερικών εκατοντάδων ανθρώπων ψηφίστηκε από πεντακόσιες χιλιάδες συμπολίτες μας, ένα μεγάλο μέρος των οποίων αδιαφορούσαν για την ιδεολογία του κόμματος που ψήφιζαν. Τους αρκούσε η βίαιη αντιμνημονιακή και «εθνική» πολιτική τους. Το ίδιο, σε μεγαλύτερη κλίμακα, συμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο δεκαπλασιασμός σχεδόν της εκλογικής του επιρροής αποτελεί το σύμπτωμα αυτής της πολιτικής επιτάχυνσης, το ότι δηλαδή οι πολίτες αναζήτησαν το προσφορότερο όχημα για να εκφράσουν την πολιτική τους αντίθεση στα μνημόνια.
Όμως, όσο περνάει ο χρόνος, η ιδεολογική ταυτότητα, αργά ή γρήγορα, αναδύεται και, σε βάθος χρόνου, η ιδεολογία τελικά επικαθορίζει την πολιτική κατεύθυνση.
Η μία περίπτωση, της Χ.Α., απέδειξε ήδη στην πράξη την αδυναμία της να μεταβληθεί, από μία συμμορίτικη νεοναζιστική ομάδα, σε ένα «σοβαρό» ακροδεξιό κόμμα. Η Χ.Α. δεν άντεξε ούτε ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές του Ιούνη του 2012 και, μεθυσμένη από την επιτυχία της, βυθίστηκε στο δολοφονικό παραλήρημά της, που με τον Παύλο Φύσσα την οδήγησε στην αναπόφευκτη περιθωριοποίησή της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, είχε μπροστά του μια σειρά από δοκιμασίες και «εξετάσεις» για να δείξει αν μπορεί να υπερβεί τον δομικό και μειοψηφικό εθνομηδενισμό του και να εκφράσει τις πλατειές λαϊκές δυνάμεις, συνδυάζοντας την κοινωνική ευαισθησία με τον πατριωτισμό. Μία από αυτές τις εξετάσεις, και πολύ σημαντική, υπήρξε η συγκρότηση του ευρωψηφοδελτίου του εν όψει ευρωεκλογών, που ήθελε να τις μετατρέψει σε ένα δημοψήφισμα-προάγγελο της ανόδου του στην πολιτική εξουσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όλη την περίοδο μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012, ταλαντευόταν ανάμεσα στην πατριωτική πλειοψηφική απεύθυνση, την οποία απαιτούσαν τα εκατομμύρια των νέων ψηφοφόρων, και την περιχαράκωση στα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα, τα οποία ενστερνίζεται η πλειοψηφία του κεντρικού στελεχιακού δυναμικού του κόμματος. Η ηγετική ομάδα και ο πρόεδρος του κόμματος, αντί να επιλέξουν ανοικτά τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, έπαιξαν ένα παιχνίδι ισορροπιών. Οι συχνές αναφορές στην «πατρίδα» έρχονταν να καλύψουν τις γενικόλογες τοποθετήσεις πάνω σε εθνικά θέματα, σε κρίσιμα γεωπολιτικά ζητήματα ή και στην ίδια την αντίληψη σχετικά την Ευρώπη. Έτσι, ακραίες τοποθετήσεις, όπως διαφόρων συνιστωσών για το μακεδονικό ή για τα ανοικτά σύνορα στους μετανάστες, καθώς και ένα γενικότερο «άρωμα» εκσυγχρονιστικών και παγκοσμιοποιητικών αντιλήψεων για εθνικά θέματα, ζητήματα ασφάλειας κ.λπ., καλύπτονταν μεν, αλλά εμπόδιζαν την αθρόα και απρόσκοπτη συμμετοχή των λαϊκών μαζών στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και δεν του επέτρεπαν να σπάσει το όριο του 25 με 30%.
Ο Τσίπρας και οι «προεδρικοί» προσπαθούσαν να υπερβούν το ζήτημα χωρίς να το λύνουν, μέσα από μια προσωπική στρατηγική επαφών με τμήματα του παλιού ΠΑΣΟΚ και μιας διεύρυνσης που δεν περνούσε μέσα από τα κομματικά όργανα αλλά επιβαλλόταν από τα πάνω, με μηντιακό και τηλεοπτικό τρόπο. Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε ανοίγματα προς τον Λαζόπουλο, ηθοποιούς και άλλες περσόνες της ζωής του τόπου και όχι, όπως θα έπρεπε, με μια ενσωμάτωση της παρουσίας των λαϊκών στρωμάτων στην ίδια την ιδεολογία του κόμματος. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τομές και ρήξεις με ένα κοινωνικά μεσοστρωματικό και ιδεολογικά παγκοσμιοποιητικό, πλειοψηφικό τμήμα της ηγεσίας. Ωστόσο, επειδή ο σκληρός πυρήνας του παλιού ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε με τρόμο αυτά τα ανοίγματα, και τα δεχόταν μόνο με μια εκλογικίστικη ψηφοθηρική λογική, το ζήτημα παρέμενε εκκρεμές μέχρις ότου, με την ευκαιρία των επερχόμενων εκλογών και της πιθανής προοπτικής της εξουσίας, οι αντιθέσεις εξερράγησαν.
Ο Τσίπρας και οι «προεδρικοί» προσπαθούσαν να υπερβούν το ζήτημα χωρίς να το λύνουν, μέσα από μια προσωπική στρατηγική επαφών με τμήματα του παλιού ΠΑΣΟΚ και μιας διεύρυνσης που δεν περνούσε μέσα από τα κομματικά όργανα αλλά επιβαλλόταν από τα πάνω, με μηντιακό και τηλεοπτικό τρόπο. Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε ανοίγματα προς τον Λαζόπουλο, ηθοποιούς και άλλες περσόνες της ζωής του τόπου και όχι, όπως θα έπρεπε, με μια ενσωμάτωση της παρουσίας των λαϊκών στρωμάτων στην ίδια την ιδεολογία του κόμματος.
Αρχικώς, στην περίπτωση του Καρυπίδη και του Βουδούρη, όπου στην μεν πρώτη απορρίφθηκε μια λαϊκιστική, πλειοψηφικού χαρακτήρα, πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ και στη δεύτερη επιλέχθηκε με επιμονή μια φιλοπαπανδρεϊκή μερίδα του ΠΑΣΟΚ! Και αυτή η επιλογή προς το εκσυγχρονιστικό, παπανδρεϊκό, σημιτικό ΠΑΣΟΚ, φάνηκε να θριαμβεύει και στην επιλογή του ευρωψηφοδελτίου, με περιπτώσεις όπως ο Κρίτων Αρσένης, ο Χριστόπουλος κ.ά., ενώ αντίθετα το λαϊκό ΠΑΣΟΚ υποαντιπροσωπεύεται.
Αλλά ο «πυρήνας Εξαρχείων-Κολωνακίου», που ελέγχει τα κομματικά όργανα, έκανε ένα βήμα παραπέρα. Ένα βήμα που ήρθε να αποκαλύψει τη ρήξη ανάμεσα στη μαζική πολιτική απεύθυνση και την κυρίαρχη ιδεολογία του κόμματος. Με βάρβαρο και ανοίκειο τρόπο εκπαραθύρωσε μια υποψήφια, η οποία είχε μάλιστα εκλεγεί τρίτη σε αριθμό ψήφων από την κεντρική επιτροπή (έλαβε 152 ψήφους στους 180). Παράλληλα, ανέδειξε και πρόβαλε ως κεντρική επιλογή του κόμματος ένα καθαρό δημιούργημα του πασοκικού εθνομηδενιστικού συστήματος, όπως τον Χριστόπουλο, που μετεβλήθη στο αντίπαλο δέος και στον κυρίαρχο ιδεολογικά πόλο του κόμματος.
Αλλά αυτή η αντιπαράθεση δεν διεξήχθη σε κλειστά γραφεία, όπως φαντάζονταν και ήλπιζαν, αλλά πήρε δημοσιότητα και αποκάλυψε τη θεμελιώδη αντίφαση πολιτικής και ιδεολογίας που χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και κινδυνεύει να αναδειχθεί στο αντίστοιχο της υπόθεσης Μπαλτάκου για τη Ν.Δ. και να αποτελέσει την αχίλλειο πτέρνα της λογικής του κουκουλώματος των αντιθέσεων που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Εξ ου και ο λυσσαλέος και αστείος τρόπος με τον οποίο διάφοροι Σκουρλέτηδες επικρίνουν τη δημοσιοποίηση του ζητήματος, αποφεύγοντας το ίδιο το ζήτημα! Και όμως, την ίδια στιγμή, έρχεται μια δεύτερη, ακόμα πιο φρικτή, αποκάλυψη, η παρουσία ενός ενεργούμενου του τουρκικού προξενείου και των γκρίζων λύκων, του Αχμέτ Κουρτ, στο περιφερειακό ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, στη Θράκη!
Κατά την άποψή μου, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκπαραθυρώσει τον Χριστόπουλο και το ενεργούμενο του τουρκικού προξενείου, πραγματοποιώντας μια ρήξη με την εθνομηδενιστική ομάδα, θα σφραγιστεί τελεσίδικα από μία ενέργεια που θα τον ξαναφέρνει οριστικά, από τις πλατείες και τα λαϊκά ακροατήρια, στο Φίλιον και τα μπαρ των Εξαρχείων. Η προσπάθεια συγκάλυψης των αντιθέσεων έχει εκραγεί και φορέας της υπήρξε μια απόκληρη των αποκλήρων, μια Ελληνίδα μουσουλμάνα Ρομά.
ΠΗΓΗ: Απριλίου 23, 2014, http://ardin-rixi.gr/archives/17336