Η συζήτηση για τα φροντιστήρια και η ιδεολογική ρύπανση
Μήπως, τελικά, επενδύουμε υπέρογκα ποσά στα φροντιστήρια σε λάθος χρονική στιγμή για πρόσθετη διδακτική στήριξη και για λάθος σκοπό;
Του Γιώργου Μαυρογιώργου*
Τον τελευταίο καιρό έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση για τα φροντιστήρια στην Κύπρο. Οι συζητήσεις για τα αναλυτικά προγράμματα ή την αλλαγή των εξετάσεων πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το αναδεικνύουν σε κομβικό ζήτημα. Αυτές τις ημέρες έχει, για μια ακόμη φορά, τεθεί και το ζήτημα της δίωξης εκπαιδευτικών που κάνουν παρανόμως φροντιστήρια. Η όλη συζήτηση είναι, προδήλως, αποπροσανατολιστική και αποσπασματική.
Είναι βέβαιο ότι το ζήτημα αντιμετώπισης της παραπαιδείας δεν είναι υπόθεση επιτήρησης, αστυνόμευσης και δίωξης. Μια «ένωση φροντιστών» που διεκδικεί την περιφρούρηση και προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων ή που ενδιαφέρεται για τη φοροδιαφυγή, είναι σαν να επιδιώκει να νομιμοποιεί την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης από όπου κι αν αυτή προσφέρεται και να μετατρέπει το εκπαιδευτικό ζήτημα σε οικονομικό/εργασιακό.
Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι στη συζήτηση που γίνεται, γενικώς, για την εκπαίδευση τα ζητήματα απλοποιούνται, υπεραπλουστεύονται και αποστεώνονται από τις κοινωνικοπολιτικές και τις εκπαιδευτικές τους παραμέτρους, με αφοριστικές γενικεύσεις και λύσεις που συνδέονται με έναν ιδιότυπο παιδαγωγικό «μυστικισμό» (Οι εξετάσεις μπορούν και κάνουν θαύματα? Προσοχή: μην τις μειώνετε!). Πολλοί είναι οι μύθοι που χρειάζεται να αποκαθηλωθούν, όπως:«η ελεύθερη πρόσβαση», «η προώθηση της γενικής παιδείας είναι υπόθεση εξετάσεων», «η επιτυχία είναι υπόθεση φροντιστηρίων», «οι εξετάσεις είναι μοχλός για την άνοδο των σχολικών επιδόσεων», κ.ά. Όλοι αυτοί οι μύθοι συμβάλλουν στην ομηρία της εκπαίδευσης σε αυτό που προβάλλεται ως «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση».
Απαιτείται η διαμόρφωση και η άσκηση μιας συνολικής εκπαιδευτικής πολιτικής που να δίνει πειστικές ενιαίες απαντήσεις και λύσεις σε όλα τα πεδία και σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο, σε συνδυασμό με την άσκηση της ευρύτερης κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής. Όσο τα σχετικά ζητήματα αντιμετωπίζονται αποσπασματικά, ευνοούνται όροι και συνθήκες αναίρεσης και αναστολής.
Όσο π.χ. οι εισαγωγικές εξετάσεις αντιμετωπίζονται αποσπασματικά, χωρίς να εντάσσονται σε μια συνολική πολιτική, συνήθως αναγορεύονται σε μοχλό «παρακυβέρνησης» της εκπαίδευσης, με στρεβλώσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία: π. χ., έξαρση της μηχανιστικής απομνημόνευσης, ομηρία εκπαιδευτικών/μαθητών/βαθμολογητών (αντικειμενικότητα βαθμών) στη σελίδα του σχολικού εγχειριδίου, την έξαρση των φροντιστηρίων, την ιδιωτικοποίηση του κόστους προετοιμασίας για τις εξετάσεις, την αναίρεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας του Λυκείου, την αποθέωση της ιδεολογίας του ανταγωνισμού και του ατομικισμού, κ.ά. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει εξεταστικό σύστημα που από μόνο του να είναι δυνατόν να αμβλύνει ή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτά τα προβλήματα.
Αλλά ας εστιάσουμε σε κάποιους μύθους για τα φροντιστήρια. Μια αρκετά διαδεδομένη άποψη είναι ότι η σχολική επιτυχία και η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι υπόθεση φροντιστηρίου ή, αλλιώς, πως χωρίς φροντιστήρια είναι αδύνατη η επιτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις ή στις εξετάσεις ανεξεταστέων. Συνήθως, προβάλλεται η ανάδειξη των φροντιστηρίων σε ρυθμιστή και συντελεστή μάθησης και επιτυχίας, λες και χωρίς φροντιστήρια θα έμενε η τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς φοιτητές/τριες. Ας το ξανασκεφθούμε.
Όπως γνωρίζουμε, η ιδιωτική δαπάνη για τα φροντιστήρια είναι πολύ υψηλή, όπως και ο χρόνος που διατίθεται είναι αρκετά υπολογίσιμο μέγεθος. Ωστόσο, κάποιες παραδοχές φαίνεται ότι συμβάλλουν με ιδιαίτερο τρόπο στη διαπαιδαγώγηση της κοινής γνώμης για το έργο των φροντιστηρίων. Είναι σαφές, πως όσο επιτείνεται ο ανταγωνισμός στις εισαγωγικές δεν υπάρχει εξεταστικό σύστημα που να συμβάλλει στην κατάργηση των φροντιστηρίων.
Μόνο η ελεύθερη πρόσβαση θα μείωνε δραστικά τη λειτουργία των φροντιστηρίων. Η ελεύθερη πρόσβαση δε θα είναι, άραγε, ευκολότερο εφικτή, όταν οι τίτλοι σπουδών δε θα έχουν ανταλλακτική αξία για απασχόληση; Πότε έγινε εφικτή στο παρελθόν η κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και από το Γυμνάσιο στο Λύκειο;
Πώς αντιμετωπίστηκαν τα ζητήματα που αναδείχτηκαν με τις πρακτικές ακώλυτης προαγωγής και της ελεύθερης πρόσβασης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Η κατάργησή των εισαγωγικών αυτών εξετάσεων ήταν επαρκής και ικανή συνθήκη για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης;
Αλλά ας δούμε πως λειτουργεί ο μύθος: Συνήθως, τα φροντιστήρια συγχαίρουν τους μαθητές τους για την επιτυχία τους. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι το φροντιστήριο οικειοποιείται και ιδιοποιείται τη σχολική εργασία που έχει προηγηθεί στο νηπιαγωγείο και στο υποχρεωτικό σχολείο (για 9 χρόνια)! Ποιο φροντιστήριο θα μπορούσε να εξασφαλίσει την επιτυχία, αν οι μαθητές/τριες δεν είχαν ουσιαστική σχέση με τη γνώση έγκαιρα και από νωρίς στο σχολείο; Πέρα από αυτό, ο παροξυσμός των φροντιστηρίων αναστέλλει τη μορφωτική λειτουργία του Λυκείου για την «εκγύμναση» των υποψηφίων σε διαδικασίες μηχανιστικής μάθησης και για νόμιμη «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας» (απομνημόνευση).
Το φροντιστηριακό μάθημα προβάλλεται ως «υπόδειγμα» καλής πρακτικής για το δημόσιο σχολείο! Ευτυχώς που τα σχολεία δεν κάνουν φροντιστηριακά μαθήματα! Το μόνο που θα μπορούσε να μιμηθεί το δημόσιο σχολείο από τις πρακτικές των φροντιστηρίων είναι η αναλογία διδασκόντων- διδασκομένων. Είναι βέβαιο ότι χρειαζόμαστε ριζική επανεξέταση των απλοϊκών και αυθαίρετων αυτών παραδοχών που ενισχύουν σε ιδεολογικό επίπεδο την υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου και την αποθέωση του φροντιστηρίου.
Θα ήταν ενδιαφέρον να κάνουμε μια διερεύνηση: να συγκεντρώσουμε δεδομένα από τα μαθητολόγια Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού (Κοινωνική προέλευση, μορφωτικό επίπεδο και επάγγελμα γονέων, σχολική επίδοση, κ.α.) και με βάση αυτά να αναζητήσουμε τους μαθητές/τριες, έξι χρόνια μετά, στους καταλόγους των επιτυχόντων και αποτυχόντων, με την υπόθεση ότι η μελλοντική επιτυχία διακυβεύεται στο δημοτικό σχολείο. Πώς να εξηγήσουμε, άραγε ,τον υψηλό βαθμό κοινωνικής κινητικότητας που παρουσιάζουν τα παιδιά των δασκάλων σε σύγκριση με τα παιδιά των εκπαιδευτικών των άλλων βαθμίδων!
Μήπως, τελικά, επενδύουμε υπέρογκα ποσά στα φροντιστήρια σε λάθος χρονική στιγμή για πρόσθετη διδακτική στήριξη και για λάθος σκοπό; Δεν προτείνουμε φροντιστήρια στο νηπιαγωγείο. Αλλά εκεί και στο εννιάχρονο σχολείο είναι αποτελεσματικότερη η όποια παιδαγωγική παρέμβαση. Πρόκειται για μια επιλογή συστηματικής, ολοκληρωμένης και έγκαιρης προληπτικής και αντισταθμιστικής παιδαγωγικής παρέμβασης.
* Ο Γιώργος Μαυρογιώργος είναι Καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΠ.
ΠΗΓΗ: Η κυπριακή εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ, 8/11/2009