Άψινθος-αψέντι*
Του Γιάννη Στρούμπα
Σ’ έναν κόσμο οδυνηρής κατάπτωσης και παρακμής, ο Μιχάλης Γκανάς σκηνοθετεί τη συντέλεια αυτού στην ποιητική του συλλογή «Άψινθος». Άψινθος είναι ο μετεωρίτης που, σύμφωνα με την εσχατολογική «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, πέφτει επί των υδάτων του πλανήτη και τα πυρπολεί. Η γη, αν και «άπτερη πέτρα», «πετάει», ωστόσο, «στο χάος». Το χάος τούτο δεν υποδηλώνει απλώς το άπειρο, άναρχο σύμπαν, μα και τη χαώδη, καθοδική πορεία των ανθρώπων: «οχληροί/ φωνασκούντες/ ασχημονούντες/ αναλώσιμοι/ ανακυκλώσιμοι». Μήπως η ηθική διολίσθηση προαναγγέλλει το τέλος, το οποίο προφητεύει ο Ιωάννης; Ο Γκανάς αντιπαραβάλλει στα ποιητικά του σχόλια πλήθος μότο από την «Αποκάλυψη», δομώντας την προσωπική του ποιητική αποκάλυψη και προφητεία σαν προϊόν της βαθιάς εκ μέρους του μελέτης των ανθρωπίνων.
Ενώπιον της κοσμικής και ηθικής αποσάθρωσης, ο Γκανάς απευθύνεται σ’ έναν παράδοξο «αγέννητο γέροντα», που ’ναι συνάμα κι «αιώνιο βρέφος». Μια μεταφυσική φιγούρα, σχεδόν περσόνα του θεϊκού ύψιστου, καλείται απ’ τον ποιητή να αναλάβει ρόλο φυλάρχου και φύλακα: «Φύλαξέ με/ πάρε το φόβο/ να περάσει η νύχτα». Το σωτήριο εγχείρημα είναι απαιτητικό. Η βροχή των μετεωριτών που επιφέρει το τέλος, επέρχεται σαν φυσική συνέχεια της γενικότερης «διάβρωσης» του βρόχινου φαινομένου. Οι ανθρώπινες επεμβάσεις, έχοντας αλλοιώσει την ευεργετική βροχή κι έχοντάς την παραλλάξει στην καταστροφική όξινη βροχή, συνιστούν τον καθρέφτη της τυφλής, αγελαίας πορείας του ανθρώπου προς τον γκρεμό, αφού βαδίζουν «κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν».
Η αλγεινή εξέλιξη εξαναγκάζει σε θρήνο τον ποιητή, όχι μόνο για την απώλεια της βροχής ως ευεργετικού φυσικού φαινομένου, μα κι ως πηγαίας συναισθηματικής έκφρασης. Στη θέση της, λοιπόν, θρονιάζονται τα θρηνητικά «δάκρυα βροχή» της απώλειας. Η ποικιλία βροχών του Γκανά έχει ήδη αντικαταστήσει νωρίτερα την ποικιλία της πανίδας, αφού τα πλούσια είδη των πουλιών έχουν εξαφανιστεί πια. Ο Γκανάς, επικαλούμενος τον Γιώργη Παυλόπουλο και την αγωνία εκείνου ως προς το «πού είναι τα πουλιά;», προβαίνει σ’ έναν ενισχυτικό προβληματισμό σχετικά με τον δραστικό περιορισμό της βιοποικιλότητας. Να που η φύση, συνεπώς, δεν χρειάζεται την υπερφυσική, εσχατολογική επέμβαση για να θανατωθεί· ο άνθρωπος είναι υπεραρκετός για να την οδηγήσει στον χαμό.
Τι να πετύχουν, λοιπόν, τα «κλαργιά», αν στέκουν έρημα, δίχως πουλιά; Ο Γκανάς, προσθέτοντας τον ουρανικό φθόγγο «γ» στα «κλαριά», επιχειρεί, καθώς αυξάνει την ηχητική ένταση, να ενισχύσει το φύλλωμα στα κλαριά, να το πυκνώσει, να αναζωογονήσει τη φύση, να μετατρέψει τα απειλούμενα δέντρα σε πυκνό, παρθένο δάσος. Απόντων όμως των πουλιών, οι ανθρώπινες αγέλες εγκαταλείπονται ολομόναχες και χάνουν εντελώς την όποια αξία τους, εφόσον καταντούν απρόσωπες. Η αγελαία συνύπαρξη των ανθρώπων, αποκομμένη από τη φύση, από τη συντροφικότητα, από τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, καταντά μάζα. Μέσα στη μαζικοποιημένη αγέλη τα άκαμπτα προσωπεία βιώνουν την απόλυτη μοναξιά. Ακόμη κι ο έρωτας αδυνατεί να κινητοποιήσει συναισθήματα, καταλήγοντας φτηνή «αναπαραγωγή».
Η προβληματική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον αποτυπώνεται στο δίστιχο «η φύση είναι θεία μας κατά Καρούζον/ μια θεία τριχωτή και ψηλομύτα θα έλεγα», όπου ο συγγενικός δεσμός καταλύεται από την απόρριψη της φύσης μέσω μιας καρικατουρίστικης, απαξιωτικής αποτύπωσής της με τα πιο αποκρουστικά χαρακτηριστικά, που κατατίθεται μάλιστα σε μορφή επίτασης με αρνητικό περιεχόμενο. Οι άνθρωποι, επομένως, «δεν ξέρουν δεν αγαπούν/ ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν». Η κλιμάκωση των απαιτήσεων αποδίδεται από τον Γκανά μέσω της τριπλής επανάληψης της λέξης «περισσότερα», απ’ όπου, μάλιστα, απουσιάζει το διάστημα μεταξύ των επαναλαμβανόμενων λέξεων, ώστε να μεταδοθεί η σφοδρότητα της απαίτησης, μιας απαίτησης εκφερόμενης απνευστί, επιτακτικά, χωρίς παύση για ανάσα. Οι δύο πρώτες συλλαβές από τα «περισσότερα» χρησιμοποιούνται σαν ομαλή μετάβαση προς τη λέξη «περίπου», που εκκινεί με τις ίδιες συλλαβές, αλλά «περι-γράφει» – για να συναγωνιστούμε, όσο θα ’ταν δυνατό τον Γκανά – τη διολίσθηση του ανθρώπινου μέλλοντος: «[…]περί-/ που έτσι γράφεται το μέλλον μας.»
Την ίδια δραστική τεχνική μεταχειρίζεται ο ποιητής για να αποδώσει την απληστία και τον αρνητισμό των ανθρώπων, που «όλο δεν και δεν και δέν–/ τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους», υποδηλώνοντας πως οι ανθρώπινες ρηματικές διατυπώσεις μετέρχονται τη συλλαβή «δεν» μόνο για να εκφράσουν τη στείρα, εγωπαθή άρνηση, κι όχι για να δομήσουν λέξεις-σύμβολα της ζωής. Ο Γκανάς εκτείνει τις λέξεις στις πολλαπλές τους σημασίες, εκμεταλλευόμενος τον κοινό ηχητικό τους φορέα ως συνδετικό κρίκο που καθιστά ομαλή τη μετάβαση από τον ένα στίχο στον άλλο κι από το ένα νόημα στο άλλο. Κάπως έτσι «Κι ο οδηγός παιδί που πάτησε διπλή γραμμή/ […] πάει γραμμή για του Αχέροντα τα μέρη», αφού, πατώντας τη «διπλή γραμμή» στο οδόστρωμα, εισέρχεται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, κι απειλείται από πιθανή μετωπική σύγκρουση, που θα τον οδηγήσει «γραμμή» στον άλλο κόσμο.
Το παράδοξο, ωστόσο, είναι πως ο αποσυντονισμός του οδηγού δεν οφείλεται, όπως θα ’ταν το φυσιολογικό, στην ομορφιά της φύσης. Με τη διαπίστωση αυτή ο λόγος επιστρέφει στην περί φύσεως συζήτηση. Κι αν στην προηγούμενη περίπτωση η παραγνώριση της φύσης είναι προϊόν αδιαφορίας ή αμέλειας, η διατάραξη της φυσικής ισορροπίας δεν συντελέστηκε εξίσου τυχαία. Με τη λεηλάτηση των φυσικών πόρων και τη ρύπανση της ατμόσφαιρας ο άνθρωπος συρρίκνωσε τον χειμώνα, αποτρέλανε όμως παράλληλα τη χλωρίδα και την πανίδα. Η αρκούδα, αντί να πεθάνει «στα γουναράδικα γδαρμένη», λιώνει απ’ την αφύσικη ζέστη στα βουνά, υποταγμένη στο νέο της ριζικό, καθώς «γραμμένο της στο Γράμμο να καεί».
Η ασυμβατότητα με το φυσικό τοπίο τής τεχνολογικής παρέμβασης σ’ αυτό αποτυπώνεται σε τρεις παραλλαγές. Το άλογο, που σκύβει να πιει νερό, πανικοβάλλεται από μια φευγαλέα, άγνωστή του και τρομακτική σκιά. Στην πρώτη παραλλαγή υπονοείται πως θα μπορούσε τη σκιά, το στίγμα τούτο, να το ’χει προκαλέσει μια αλογόμυγα. Στη δεύτερη παραλλαγή η σκιά αποδίδεται σε μαύρο, απειλητικό πουλί. Στην τρίτη παραλλαγή ξεκαθαρίζεται πως η σκιά οφείλεται σε ελικόπτερο που ίπταται πάνω από το άλογο, ενώ, καθώς αυτό αλαφιάζεται και τρέχει, παράλληλά του κινείται αυτοκίνητο με εκατόν πενήντα δικά του άλογα στη μηχανή του! Η παράκρουση του αλόγου είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αποτρέλανε τη φύση και τα πλάσματά της.
Υπάρχει αντίδοτο απέναντι στην καταστροφική πορεία; Ο Γκανάς προτείνει στο δεύτερο μέρος της συλλογής του την αγάπη. Προκρίνει λοιπόν τον λόγο για αγαπημένα πρόσωπα. Ο αποχαιρετισμός στον ταξιδευτή του άλλου κόσμου Νάσο Θεοφίλου, με τις «θάλασσες των ματιών» του και τις «πράσινες λιμνούλες της μνήμης», είναι ευαίσθητος και τρυφερός. Το καλό κατευόδιο στη μάνα, την υπερκινητική και δραστήρια, που πάντα εκπληρώνει υποχρεώσεις μα ποτέ δεν χάνει το κέφι της, βρίσκει την ψυχή να τρέμει συγκινημένη, ίσως κι από τον ανεπαίσθητο φόβο της οριστικής απώλειας, πλάι στου κήπου τα καλαμπόκια. Πώς να μην τρέμει, άλλωστε, όταν η αναζήτηση της αγάπης αποδεικνύεται τόσο επικίνδυνη, ώστε να παγιδεύει το πόδι στο δόκανο; Ο κύκλος της αγάπης ολοκληρώνεται με μια αφιέρωση στην Κ[ική] Δ[ημουλά] και τους ποιητικούς της τρόπους, αφού «πίνοντας έρχεται η δίψα» για ποίηση, καθώς και για ενεργοποίηση της φαντασίας και του στοχασμού.
Αφορμώμενος από τον χαλασμό της βιβλικής «Αποκαλύψεως» του Ιωάννη, ο Γκανάς συνθέτει τον «Άψινθό» του αναζητώντας, σε αντικατάσταση της καταστροφής, την αγνότητα, την αθωότητα, την αγάπη στους ανθρώπους, όπως αυτές πηγάζουν πρωτίστως από το παρθένο και υγιές φυσικό περιβάλλον. Έτσι, και καθώς ο «Άψινθος» μεταστοιχειώνεται σε ποίηση, καταλήγει ένας αστέρας που, αντί να σπέρνει την καταστροφή πυρπολώντας, πυρπολεί ψυχές διψασμένες για ειλικρινή συναισθήματα και σχέσεις, τις συνεπαίρνει σαν αρωματικό αψέντι, κι εκπέμπει το φως του για να διαλύει τα σκοτάδια.
Μιχάλης Γκανάς, «Άψινθος», εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2012, σελ. 48.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 387, 16/3/2014.