Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της Αθηναϊκής και Ρωμαϊκής Δημοκρατίας
Του Φώτη Σχοινᾶ*
Στήν Ἀθήνα τοῦ 5ου π. Χ. αἰῶνα ὅσο ἡ δημοκρατία ριζοσπαστικοποιεῖται, διευρύνεται καί παγιώνεται τόσο ἡ Ἀθηναϊκή πολιτεία γίνεται πιό ἰμπεριαλιστική, ἐπιθετική καί ἐπεκτατική. Ἐγκαθιδρύει τήν ἡγεμονία της σέ ἄλλες Ἑλληνικές πόλεις, ἡ ὁποία ἡγεμονία εἶναι ἔργο οὐσιαστικά τῆς δημοκρατικῆς παρατάξεως (κυρίως τοῦ Θεμιστοκλῆ καί Περικλῆ), καί ἐντείνει σέ ἀκραῖα ὅρια τόν ἀνταγωνισμό μέ τήν Σπάρτη. Ὀπαδοί καί ὑποστηρικτές τῆς πολιτικῆς ρήξεως μέ τήν Σπάρτη ἦσαν οὐσιαστικά οἱ δημοκρατικοί. Οἱ ἀριστοκρατικοί (π.χ. ὁ Κίμων) ἦσαν πιό μετριοπαθεῖς καί ὑπέρ τῆς προσεγγίσεως καί συνεργασίας μέ τή Σπάρτη.
Ὅπως ἔχει γραφεῖ ἀπό τούς Ἄγγλους ἱστορικούς John Bury καί Russel Meiggs «οἱ δύο βασικές ἀρχές τῆς πολιτικῆς τοῦ Κίμωνα ἦταν ἡ συνέχιση τοῦ πολέμου ἐναντίον τῆς Περσίας καί ἡ διατήρηση καλῶν σχέσεων μέ τούς Λακεδαιμονίους. Ὑποστήριξε τό δόγμα τῆς διπλῆς ἡγεσίας: ἡ Ἀθήνα θά ἦταν κυρίαρχος τῶν θαλασσῶν, ἀλλά θά ἔπρεπε νά ἀναγνωρίσει τή Σπάρτη ὡς κυρίαρχο στήν ξηρά. Ἡ συμπάθεια τοῦ Κίμωνα πρός τήν Σπάρτη καί οἱ ἐκεῖ γνωριμίες του ἀποτέλεσαν ἕνα σημαντικό πολιτικό γεγονός καί χωρίς ἀμφιβολία βοήθησε νά ἀναβληθεῖ ἡ ρήξη μεταξύ Σπάρτης καί Ἀθήνας»[1]. Ὁμοίως μετά τό θάνατο τοῦ Κίμωνα οἱ ἀριστοκρατικοί ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Θουκυδίδη Μελησίου (δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τόν ἱστορικό τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου Θουκυδίδη τόν Ὀλόρου) ἀντιπολιτεύονταν τήν ἐπεκτατική πολιτική τοῦ Περικλῆ, ἐπειδή ἀκριβῶς συνειδητοποιοῦσαν πώς αὐτή ἡ ἐπεκτατική πολιτική «ἦταν ἡ βάση τῆς ἀκραίας δημοκρατίας»[2]. Πράγματι ὁ Περικλῆς ἐκμεταλλευόμενος πρός ὄφελος τῆς Ἀθήνας τό κοινό συμμαχικό ταμεῖο μπόρεσε νά πετύχει δύο σημαντικά πράγματα. Πρῶτον τή μισθοδοσία τῶν πτωχῶν πολιτῶν πού συμμετεῖχαν στή Βουλή τῶν Πεντακοσίων καί στά Δικαστήρια, πού ἦσαν βασικοί δημοκρατικοί θεσμοί. Δεύτερον τήν ἀνέγερση τοῦ Παρθενῶνα καί τῶν λοιπῶν ἱερῶν μνημείων τῆς Ἀκροπόλεως. Ἡ μισθοδοσία τῶν ἀξιωματούχων τοῦ Ἀθηναϊκοῦ κράτους ἀποτέλεσε «τό κορυφαῖο στοιχεῖο τῶν δημοκρατικῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Περικλῆ» κατά τούς John Bury καί Russel Meiggs[3] γιά τόν προφανέστατο λόγο ὅτι ἐπέτρεπε καί στόν πλέον ἄπορο Ἀθηναῖο πολίτη, ἀπαλλαγμένο ἀπό τή μέριμνα τοῦ βιοπορισμοῦ, νά συμμετέχει πλήρως στά ἀξιώματα τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας. Οἱ ἀντιπολιτευόμενοι τόν Περικλῆ ἀριστοκρατικοί διετείνοντο – καί ὄχι ἀβάσιμα − ὅτι ἀποτελοῦσε βαρύτατη προσβολή γιά τήν Ἑλλάδα τά χρήματα πού συγκεντρώθηκαν ἀναγκαστικά γιά τόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Μήδων νά διατίθενται γιά τόν καλλωπισμό καί διακόσμηση τῆς Ἀθήνας.[4]
Ἡ δημοκρατική παράταξη ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Περικλῆ ἀπομυζοῦσε τούς «συμμάχους» − στήν πραγματικότητα ὑπηκόους – τῆς Ἀθήνας πρός ὄφελος τοῦ κλεινοῦ ἄστεως. Οἱ δημοκρατικοί ἦσαν ὑπέρ τῆς ἡγεμονικῆς καί ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς τῆς Ἀθήνας, ἀκριβῶς διότι ὁ ἰμπεριαλισμός τῆς Ἀθήνας ἦταν ἡ βάση, τό ἔρεισμα ἡ sine qua non προϋπόθεση τῆς ριζοσπαστικῆς – «ἄκρατης» δημοκρατίας της. Κυριολεκτικά ὁ Ἀθηναϊκός ἰμπεριαλισμός ἦταν ὁ θεμελιακός λίθος, τό ἀγκωνάρι, τῆς Ἀθηναϊκῆς ριζοσπαστικῆς δημοκρατίας, γιατί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἦσαν διαθέσιμοι οἱ ἀπαραίτητοι οἰκονομικοί πόροι γιά τήν μισθοδοσία καί τῶν πλέον πτωχῶν Ἀθηναίων πολιτῶν, ὥστε νά ἔχουν αὐτοί τή δυνατότητα νά συμμετέχουν ἀπαλλαγμένοι ἀπό βιοτικές μέριμνες στά διάφορα ἀξιώματα τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας. Χωρίς αὐτόν, τόν ἰμπεριαλισμό, ἦταν ἀμφίβολο ἕως ἀδύνατον νά λειτουργήσει ὁμαλά ἡ ἀκραία, ριζοσπαστική δημοκρατία. Ὁ Περικλῆς μάλιστα ἐξώθησε στά ἄκρα τή ρήξη μέ τή Σπάρτη, ὑπερασπιζόμενος τήν Ἀθηναϊκή ἡγεμονία, ὁδηγώντας τούς Ἀθηναίους στόν καταστροφικό Πελοποννησιακό πόλεμο. «Τῆς μέν γνώμης, ὦ Ἀθηναῖοι, αἰεί τῆς αὐτῆς ἔχομαι, μή εἴκειν (=νά μή ὑποχωρήσουμε) Πελοποννησίοις…»[5] ἦταν τό σταθερό δόγμα τῆς πολιτικῆς τοῦ Περικλῆ στή διένεξη Ἀθήνας Σπάρτης. Ἡ ἡγεμονία τῆς Ἀθήνας ἐπέσυρε τό μῖσος καί τήν ὀργή τῶν λοιπῶν Ἑλλήνων ἐναντίον της. Κατά τόν Θουκυδίδη, «οὕτως ἐν ὀργῇ εἶχον οἱ πλείους τούς Ἀθηναίους, οἱ μέν τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι, οἱ δε μή ἀρχθῶσι φοβούμενοι».[6] Μετάφραση (Ἰωάννου Σταματάκου): «Τόσον πολύ οἱ περισσότεροι ὠργίζοντο κατά τῶν Ἀθηναίων, ἄλλοι μέν διότι ἤθελον νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν κυριαρχίαν, ἄλλοι δέ διότι ἐφοβοῦντο μήπως περιέλθουν εἰς τήν ἐξουσίαν των».[7]
Τελικά ὁ ἰμπεριαλισμός ὑπέσκαψε τά πολιτικά καί ἠθικά θεμέλια τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Καί ὅσο ζοῦσε ὁ Περικλῆς τηροῦνταν τά προσχήματα. Μετά τό θάνατό του τό πολίτευμα ἀπορρυθμίστηκε καί ὁ Ἀθηναϊκός ἰμπεριαλισμός ἦταν ἀπροσχημάτιστος. Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Κυριάκος Κατσιμάνης: «Ὁ ἀπροκάλυπτος ἀθηναϊκός ἐπεκτατισμός εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά συμπτώματα τῆς ἠθικῆς καί πολιτικῆς κρίσης τῆς ἐποχῆς. Ἀπό αὐτόν οἱ σοφιστές θά ἀντλήσουν πλούσιο ὑλικό γιά τήν ἄσκηση ὀξείας κριτικῆς ἐναντίον τῶν νόμων. Καί μέ μιά παλίνδρομη κίνηση, ὅπως συμβαίνει σέ παρόμοιες περιπτώσεις, ἡ κριτική αὐτή θά προσφέρει στόν ἐπεκτατισμό καινούρια ἐπιχειρήματα γιά νά συγκαλύψει καί νά ἐξωραḯσει τίς αὐθαιρεσίες του. Ὅσο ζοῦσε ὁ Περικλῆς, ἕνας κάποιος ἰδεαλισμός σέ συνδυασμό μέ τήν ὀρθή λειτουργία τοῦ πολιτεύματος καί τήν ἀξιοποίηση τοῦ συμμαχικοῦ χρήματος γιά τήν ἀνέγερση ἐντυπωσιακῶν καλλιτεχνικῶν μνημείων συντελοῦσε στό νά μή γίνονται πολύ αἰσθητές οἱ ἄσχημες πλευρές τοῦ ἀθηναϊκοῦ imperium. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἔλλειψε ὁ μεγάλος πολιτικός, ἡ κακή τροπή τοῦ πολέμου καί ἡ ἀφροσύνη τῶν διαδόχων του ἔκαναν τήν ἁρπακτική διάθεση τῆς Ἀθήνας ἀπροκάλυπτη».[8]
Ὁμοίως καί τόν 4ο αἰῶνα οἱ πτωχοί ἦσαν οἱ πιό φιλοπόλεμοι, ἐνῶ οἱ εὔποροι πιό φιλειρηνικοί: «Ὅλα τά κράτη ὑπέστησαν σέ μέγιστο βαθμό ζημίες, ἀλλ ̓οἱ διάφορες κοινωνικές τάξεις σέ διαφορετικό βαθμό ἡ καθεμιά ζημιώθηκαν. Π.χ. ὁ εὔπορος, πού οὐσιαστικά πλήρωνε ὅλα τά ἔξοδα τοῦ κράτους, κι ἰδιαίτερα οἱ γαιοκτήμονες τῆς Ἀττικῆς – πού ἔβλεπαν τίς περιουσίες νά τίς ἐρημώνουν οἱ ἐτήσιες σπαρτιατικές εἰσβολές − ἔνοιωθαν πολύ διαφορετικά ἀπό ὅ,τι οἱ φτωχότεροι ἀστοί. Γι ̓αὐτό καί, ὅσο διαρκεῖ ὁ πόλεμος, στήν Ἀθήνα οἱ ἄκροι δημοκρατικοί εἶναι καί οἱ πιο φιλοπόλεμοι, ἐνῶ οἱ πλουσιώτεροι πολῖτες γενικά ἀποτελοῦν τό φιλειρηνικό κόμμα». [9]
Ὁμοίως καί ἡ δημοκρατική Ρωμαϊκή πολιτεία εἶναι ἄκρως ἐπιθετική, ἐπεκτατική καί ἰμπεριαλιστική. Οἱ μεγάλες κατακτήσεις ἔγιναν οὐσιαστικά ἐπί Δημοκρατίας. Ἐπί Ἡγεμονίας (μοναρχίας) οἱ μόνες μεγάλες κατακτήσεις ἦσαν τῆς Βρετανίας καί τῆς Δακίας. Ὁ Τάκιτος ἀναφέρει τή γραμμή πού χάραξε ὁ Αὔγουστος περί μή περαιτέρω ἐπεκτάσεως τῆς Αὐτοκρατορίας.[10] Κατά τόν Τάκιτο ὁ Αὔγουστος υἱοθέτησε τήν πολιτική ἀποφυγῆς ἐπεκτατικῶν πολέμων καί οἱ διάδοχοί του συνέχισαν νά ἐφαρμόζουν τή σύστασή του αὐτή. ὁ Γάλλος ἱστορικός Pierre Grimal γράφει ἐπ ̓ αὐτού: «Ὁ Αὔγουστος κληροδότησε τήν ἀκόλουθη ἀρχή στούς διαδόχους του: κάθε προσπάθεια ἐπέκτασης τῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ἀπερισκεψία. Καί, πράγματι, οἱ ἐπεκτατικές ἐπιχειρήσεις, μετά τόν Αὔγουστο, περιορίστηκαν κατά πολύ. Μόνο δύο εἶχαν ἐπιτυχή ἔκβαση: ἡ κατάκτηση τῆς Βρετανίας…καί ἡ κατάκτηση τῆς Δακίας ἀπό τόν Τραϊανό. Γιατί, ἆραγε, ἡ Ρώμη, ἐνῶ γιά μεγάλο διάστημα, κατά τήν περίοδο τῆς Δημοκρατίας, ὑπῆρξε τόσο κατακτητική, ἔγινε τόσο εἰρηνόφιλη ὅταν ὑποτάχτηκε σ ̓ἕναν αὐτοκράτορα;»[11] Στό ἐρώτημα αὐτό τοῦ Pierre Grimal ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι πάγια τακτική τῆς Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στόν ἐξωτερικό τομέα, ἤδη ἀπό τά πρώϊμα χρόνια της, ἦταν ἡ ἐπέκταση τῆς πολιτείας, ὥστε ἡ κακή οἰκονομική κατάσταση τῶν φτωχῶν νά λυθεῖ σέ βάρος τρίτων καί παράλληλα οἱ εὔποροι νά ἐξασφαλίσουν αὔξηση τοῦ πλούτου τους.[12] Ἑπομένως ὁ ἰμπεριαλισμός σέ βάρος ἐξωτερικῶν λαῶν ἔλυνε ἐσωτερικά προβλήματα τῆς Ρωμαϊκῆς Δημοκρατίας, γι ̓αὐτό καί ἦταν σταθερή καί συνεχῶς αὐξανόμενη ἡ ἄσκησή του.Ὁ Βρεταννός συγγραφέας Boris Johnson γράφει σχετικά: «Μεταξύ 225 καί 25 π.Χ. ὁ πληθυσμός πού βρισκόταν ὑπό ρωμαϊκή διακυβέρνηση αὐξήθηκε ἀπό 4 ἑκατομμύρια σέ 60 ἑκατομμύρια. Ὅμως ἡ αὔξηση τῶν ἐσόδων ἦταν ἀναλογικά πολύ μεγαλύτερη – περίπου τό ἑκατονταπλάσιο – κυρίως διότι ἡ Ρώμη ἀπορρόφησε τίς πλόυσιες μίνι αὐτοκρατορίες τῆς Μακεδονίας, τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας».[13]
Ἡ Δημοκρατία ὡς πολίτευμα χρειάζεται ἐσωτερικές παροχές, τίς ὁποῖες ἐξασφαλίζει ὁ ἐξωτερικός ἐπεκτατισμός. Τό ἴδιο, σέ γενικές γραμμές, ἴσχυε καί στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία, ὅπως ἀνελύσαμε ἀνωτέρω. Γιά παράδειγμα ο Θουκυδίδης σημειώνει γιά τόν ἀπώτερο σκοπό τῆς Σικελικῆς ἐκστρατείας (μετάφραση Ἐλευθερίου Βενιζέλου): «Καί πάντες ἀνεξαιρέτως κατελήφθησαν ἀπό ζωηροτάτην ἐπιθυμίαν νά μετάσχουν τῆς ἐκστρατείας, οἱ μέν πρεσβύτεροι διότι ἦσαν πεπεισμένοι, ὅτι ἤ θά ὑποτάξουν τήν Σικελία, ἤ ἐν πάσῃ περιπτώσει τοιαύτη στρατιωτική δύναμις ἦτο ἀδύνατον νά ὑποστῇ καταστροφήν, οἱ νεώτεροι δ ̓ ὡς ἐκ τῆς ἐπιθυμίας νά ἴδουν καί θαυμάσουν μακρυνήν χώραν, ἡνωμένης μέ τήν ἐλπίδα αἰσίας ἐπιστροφῆς, ἐνῷ τό πολύ πλῆθος, δηλαδή οἱ στρατιῶται, ἀπέβλεπαν, ὄχι μόνον εἰς τήν μισθοδοσίαν τοῦ παρόντος, ἀλλά καί εἰς τήν ἐπέκτασιν τῆς Ἀθηναϊκῆς κυριαρχίας, ὡς ἐκ τῆς ὁποίας ἤλπιζον νά ἐξασφαλίσουν μονίμως ἔμμισθον ὑπηρεσίαν εἰς τό μέλλον»[14]
Τώρα τό ἐρώτημα γιατί ἡ Ἀθηναϊκή Δημοκρατία δέν κατέστη κοσμοκράτειρα ὅπως συνέβη μέ τήν Ρωμαϊκή Δημοκρατία, εἶναι θέμα ἄλλης συζητήσεως. Ἐδῶ ἐπιγραμματικά μόνο ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ρώμη παρεῖχε ἀφειδῶς τό δικαίωμα τοῦ Ρωμαίου πολίτη ἐν ἀντιθέσει πρός τούς Ἀθηναίους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἄκρως φειδωλοί στή χορήγηση τοῦ δικαιώματος τοῦ Ἀθηναίου πολίτη. Ὡς ἐκ τούτου ἡ Ρώμη εἶχε μηχανισμούς ἐνσωμάτωσης καί τεράστιο ἀπόθεμα ἔμψυχου ὑλικοῦ πού στερεῖτο ἡ Ἀθήνα.
Σημειώσεις
1 John Bury καί Russel Meiggs, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τόμος ΙΙ, ἐκδ. Μ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1986, σελ. 327
2 John Bury καί Russel Meiggs, ὅ.π.,σελ. 345
3 John Bury καί Russel Meiggs, ὅ.π., σελ. 332
4 John Bury καί Russel Meiggs, ὅ.π., σελ. 345
5 Θουκυδίδη, Ἱστορίαι, 1, 140
6 Θουκιδίδου, Ἱστορίαι, ΙΙ, 8
7 Θουκυδίδου Ξυγγραφῆς, τόμος πρῶτος, βιβλίον I καί II, μετάφρασις ὑπό Ἰωάννου Σταματάκου, ἔκδοσις τρίτη, ἐκδ. οἶκος Δημ Δημητράκου ΑΕ, Ἀθῆναι 1939, σελ. 249
8 Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη, ἐκδ. ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1981, σσ. 48-49
9 G.C.Field, Ὁ Πλάτων καί ἡ ἐποχή του, μετάφραση Α. Η. Σακελλαρίου, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθῆναι 1972, σσ. 118-119
10 C. Tacitus, Historiae, I, 11
11 Pierre Grimal, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ρώμης, μετάφραση Μαρία Κουμπούρα, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2005, σ. 126
12 Géza Alföldy, Ἱστορία τῆς Ρωμαϊκῆς κοινωνίας, μετάφραση Ἄγγελος Χανιώτης, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2006, σσ. 50 κ. ἑξ.
13 Boris Johnson, Τό ὄνειρο τῆς Ρώμης, μετάφραση Μάκης Κολλητίδης, ἐκδ. Θύραθεν, Ἀθήνα 2008, σελ. 142
14 Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ. Βενιζέλου, ἐκδ. Ἐστίας, Ἀθῆναι χ.χ. σ.313
ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 10 Μάρτιος 2014, http://antifono.gr/portal/…82.html