Η κατά Χριστόν αγαμία στην ιερωσύνη
Του Δημητρίου Π. Λυκούδη*
Προλαβαίνω και προλαμβάνω εξ αρχής κάθε αντίλογο και αντίρροπη κατάθεση επί όσα θα ακολουθήσουν κατωτέρω, καθώς, ως γνωστόν τοις πάσι, το ως άνω θέμα εμπεριέχει δυσκολίες αναρίθμητες μη δυνάμενες να αρθούν επί της παρούσης, τόσο εξαιτίας της περιορισμένης και μικρής έκτασης του άρθρου όσο και ένεκα εμαυτού και της εμού ανικανότητας να θεο-λογήσω επ’ αυτού.
Η κατά Χριστόν αγαμία αποτελεί απόφαση ζωής. Δεν αντιστρατεύεται, δεν προσκρούει στα θεμέλια της «μυστηριακής» συζυγίας και του ιερού θεσμού του γάμου, παρά μόνον αν ο τελευταίος περιορίζεται στην άχαρη και κολάσιμη, πλην όμως συνηθισμένη επί των ημερών μας συνύπαρξη, στη συγκατοίκηση και συμβίωση αμφοτέρων των μελών των «εν δυνάμει νεονύμφων»! Η κατά Χριστόν αγαμία δεν αποτελεί χαρισματική δωρεά του Θεού σε όσους επεθύμησαν να νυμφευθούν χωρίς αποτέλεσμα και συνεχίζουν να πολιτεύονται επί της γης ως άγαμοι. Η κατά Χριστόν αγαμία αποτελεί συνειδητή, δομημένη, χαριτωμένη και διανθισμένη με την αγιαστική χάρη του Παναγίου Πνεύματος απόφαση του πιστού να κυριαρχήσει επί των λογισμών και των παθών και να διατηρήσει χάρητι Θεού τη σωματική ακεραιότητά του ένεκα της σθεναράς και αδέκαστης απόφασης του να σεβασθεί το σώμα του ως «ναό και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος».
Ιδιαιτέρως δε, θα περιοριστώ δια της παρούσης στο ζήτημα της αγαμίας των κληρικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Εκκλησιαστική Ιστορία μας πληροφορεί ότι στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, έως να εδραιωθεί ο Χριστιανισμός και σταδιακά να εξελιχθεί και να καταλάβει δια του Ευαγγελικού κηρύγματος τα πέρατα της Οικουμένης, οι κληρικοί είχαν τη δυνατότητα να συνάπτουν γάμο, και μάλιστα οι κληρικοί όλων των βαθμίδων, ακόμη και οι επίσκοποι [1]. Με το πέρασμα των χρόνων, η εκκλησιαστική εμπειρία ως μέρος αναπόσπαστο της Ιεράς Παραδόσεως, έκρινε και θεώρησε συνετό και φρόνιμο η αγαμία ως κατάσταση και θεσμός – εννοείται και η συνημμένη με αυτήν παρθενία – να υπεισέλθει στη χορεία του ιερού κλήρου και να περιοριστεί στη βαθμίδα των επισκόπων. Επρόκειτο ασφαλώς για απόφαση ποιμαντικής μέριμνας και φροντίδας, καθώς ως άλλοτε αλλά και σήμερα, ο άγαμος ιερωμένος, ανεξαρτήτου ποίου βαθμού ιερωσύνης τον τίμησε ο Πανάγιος Θεός, θεωρείται, και ορθώς ως δίδαξε η Εκκλησιαστική Ιστορία, ότι δύναται να προσφέρει «όλον εαυτόν» στο ποιμαντικό έργο της διακονίας του ποιμνίου του, απερίσπαστος από όσα άλλα συντρέχουν εντός μιας έγγαμης ζωής και μιας οικογενειακής και ¨εκ των πραγμάτων¨ περιορισμένης συζυγίας. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του μοναχού Παφνουτίου κατά την εξέλιξη των διεργασιών της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου του 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο ιερός πατήρ, αν και ασκητής, αγωνίστηκε με ένθερμο και φιλόθεο ζήλο να υπερασπιστεί τον περιορισμό του ζητήματος της αγαμίας μόνο στο βαθμό του επισκόπου, γεγονός που τελικώς αποδέχθηκε και υϊοθέτησε η αγία Σύνοδος [2].
Ακολούθως, το ζήτημα της αγαμίας των επισκόπων αποσαφηνίστηκε κατά τη διάρκεια των διεργασιών της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στα 680-681 στην Κωνσταντινούπολη [3], διότι αποδείχθηκε βιωματικά ότι έπρεπε να δοκιμαστεί στο πέρασμα των χρόνων από εκείνη την αρχική απόφαση της Α΄ Οικ. Συνόδου. Απόρροια των προαναφερθέντων, κατά την εξέλιξη της θείας λατρείας και ένεκα της συνεχιζόμενης «γεωμετρικώς» αυξήσεως του Χριστεπωνύμου πληρώματος, η αγία μας Εκκλησία επεξέτεινε την προαιρετική βούληση και ασπασμό της αγαμίας και στο βαθμό του πρεσβυτέρου, αρχικά για να επανδρώσει και να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες των μοναχών και των μοναζουσών στις μετάνοιές τους και στα μοναχικά καθιδρύματα. Ακολούθως, ο αυτός προαιρετικός ασπασμός της αγαμίας των πρεσβυτέρων κυριάρχησε και εντός των μεγάλων πόλεων και δη των αστικών κέντρων, με απώτερο και μοναδικό στόχο να διακονήσουν την Εκκλησία του Χριστού ανεμποδίστως και απροκλήτως.
Σήμερον, η Αγία μας Εκκλησία έχει να επιδείξει ουκ ολίγα τέτοια παραδείγματα πατέρων και πρεσβυτέρων που αν και άγαμοι, φυλάσσουν την παρθενία, τόσο τη σωματική όσο και την πνευματική, ως μας διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες [4]. Όσον δε αφορά τις αναφορές στους αγάμους κληρικούς που ακόμη και αυτή την ώρα σκανδαλίζουν και δυναμιτίζουν την εκκλησιαστική συνοχή, έχω να πω τούτο: « Όστις εξ ημών έχει χρόνο να ασχοληθεί με τους άλλους πέρα από τις δικές του αμαρτίες, ας το κάμει».
Παραπομπές:
1. Πρβλ., Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, Γαλανού Μιχαήλ, Οι βίοι των Αγίων, τόμος 1ος, Αποστολική διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθῆναι 1999, σελ. 44-47, ο Άγιος Σπυρίδων ο Τριμυθούντος, Γαλανού Μ., Οι βίοι των Αγίων, τόμος 4ος, σελ. 67-70. Αναφέρω χαρακτηριστικά και το καινοδιαθηκικό παράδειγμα της έγγαμης ζωής του Αποστόλου Πέτρου που προασπίζονται και περιχαρώς τονίζουν οι Ρωμαιοκαθολικοί ως πρώτο Πάπα, Ματθ. 8,14-15, Μάρκ.1,30-31 και Λουκ.4,38-39.
2. Πρβλ., Θεοδώρου Ανδρέου, Ιερωσύνη-Απαντήσεις σε θέματα δογματικά, Αποστολική διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1997, σελ. 172-178, Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, Αθῆναι 2002, κυρίως τις σελίδες 413-469, Στεφανίδου Βασιλείου(Αρχιμ) Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθῆναι 1998, σελ. 94-101.
3. Πρβλ., Φειδά Βλ.,Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, κυρίως τις σελ. 750-763.
4. Γενικά για την κατά Χριστόν αγαμία βλ., σχ., Η κατά Χριστόν αγαμία και αι μοναστικαί αδελφότητες κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, Ζωής, Αθήναι 1963, Γαβριήλ (Αρχιμ) Η Μοναχική ζωή κατά τους Αγίους Πατέρας, Παπαδημητρίου, Αθῆναι 1962, Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, τόμος Β΄, Αποστολική διακονία, Αθήνα 1999, κυρίως τις σελ. 189-211.
* Ο Δημήτριος Π. Λυκούδης είναι Θεολόγος – Φιλόλογος, ΜΑ., ΜΑ. Θεολογίας, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
ΠΗΓΗ: (Με την συναίνεση του συγγραφέα), 24/03/2014, http://theologikoanalogio.wordpress.com/2014/03/24/%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B7/