Το πρόβλημά μας είναι κυρίως πολιτικό
Του Νικήτα Χιωτίνη*
Το σημερινό πρόβλημα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και όλης της Ευρώπης – για να μείνουμε σε αυτές – δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι κυρίως και πρωτίστως πολιτικό. Με την επιπλέον επισήμανση πως ο βαθμός του οικονομικού προβλήματος είναι άγνωστος, καθ’ όσον αυτό που σήμερα νοούμε ως οικονομία στερείται πεδίου αναφοράς επί της πραγματικής ζωής, κυρίως από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Η πολιτική, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, είναι εγκλωβισμένη σε σχήματα που εξυπηρετούν δημαγωγικές χειραφετήσεις των πολιτών. Για να ακριβολογούμε, εγκλωβισμένοι είναι οι πολίτες που απομακρύνονται από κάθε σοβαρή και σε βάθος πολιτική συζήτηση και συλλογική διεργασία, εξαιτίας ακριβώς των ιεροποιημένων αυτών σχημάτων/φορέων ασαφών ιδεολογημάτων.
Καταρχάς οι όροι «δεξιά» και «αριστερά» μπερδεύουν ιδέες και πολιτικές θεωρίες και πρακτικές. Όμως πάνω σε αυτές τις ασαφείς έννοιες χτίζονται πολιτικά σχήματα που δημαγωγούν ασύστολα και ενίοτε προκλητικά – βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων ο 20ός αιώνας. Όπως ξέρετε, οι όροι δεξιά και αριστερά εισήχθησαν στο πολιτικό λεξιλόγιο μετά τη συντακτική συνέλευση στην επαναστατημένη Γαλλία του 1789. Σε αυτήν τη συνέλευση υπήρξαν δύο απόψεις, οι απόψεις αυτών που κάθονταν δεξιά του Λουδοβίκου του ΙΣΤ’ και αυτών που κάθονταν αριστερά. Οι ακραιφνώς βασιλικοί ήταν οι «δεξιοί», οι δημοκρατικοί ήταν οι «αριστεροί». Γενικεύοντας, ο «δεξιός» τάσσεται υπέρ της συντήρησης της ισχυρής κεντρικής εξουσίας – ή δημιουργίας μιας τέτοιας –, ο δε αριστερός αποβλέπει σε ενίσχυση της συλλογικότητας. Γρήγορα όμως οι όροι διαστράφηκαν, για προπαγανδιστικούς λόγους. Η μεν «αριστερά» κατέληξε και αυτή να στηρίζει την κεντρική εξουσία και το κρατικιστικό μοντέλο – κράτος πανίσχυρο, που ελέγχει και καθορίζει τα πάντα και που ελέγχεται από μια κεντρική εξουσία (με το οξύμωρο συχνά περί ενός δήθεν «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», δες πρώην Σοβιετική Ένωση) –, η δε «δεξιά» δημαγωγούσε και δημαγωγεί άλλοτε προς τον κρατισμό άλλοτε προς τον φιλελευθερισμό, αναλόγως της στιγμής. Ενώ, δηλαδή, ως όρος θα έπρεπε να χαρακτηρίζει ξεκάθαρα το μοντέλο του ισχυρού και απολύτως ελεγχόμενου κράτους από μια πανίσχυρη κεντρική εξουσία, οι «δεξιοί» προσπάθησαν και προσπαθούν να διεισδύσουν στους οπαδούς της φιλελεύθερης οικονομίας και δημοκρατικής κοινωνίας. Ιδού η βασική σύγχυση, που καταλυτικά συσκότισε τα κύρια ζητούμενα από την πολιτική θεωρία και πρακτική. Οι πολιτικοί υιοθέτησαν ευχαρίστως, διατήρησαν και χρησιμοποίησαν κατά το δοκούν τους όρους αυτούς, με αποτέλεσμα την απόλυτη σύγχυση και το πεδίο εξαπάτησης των πολιτών ελεύθερο.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τους «δεξιούς» και τους «αριστερούς», από το τέλος του 18ου αιώνα, εμφανίστηκαν πολιτικές ομάδες, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κεντρώες», αν και δεν χρησιμοποιούσαν αρχικά τον όρο αυτόν, που άρχισαν να επικαλούνται την αριστοτελική μεσότητα. Όμως είναι μετά τον Πόλεμο, από τη δεκαετία του ’40 και εξής, που άρχισαν να αποκτούν πολιτική επιρροή και συγκροτήθηκαν σε ισχυρά «κεντρώα κόμματα». Τα κόμματα αυτά σε μεγάλο βαθμό έθεταν τις προτάσεις τους με ειλικρίνεια και σαφήνεια. Από τη μια προσέβλεπαν στα θετικά στοιχεία της φιλελεύθερης οικονομίας, υπό την έννοια της ενθάρρυνσης και ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας – και κερδοφορίας, γιατί αυτό θα έχει τελικώς οφέλη για το σύνολο της κοινωνίας χάρη στο «αόρατο χέρι» του Άνταμ Σμιθ –, από την άλλη επικαλούντο την ανάγκη ενός κράτους ρυθμιστικού της κοινωνίας, ενός κράτους δικαίου που θα εγγυάται το κλεισθενικό τρίπτυχο ισονομία, ισηγορία, ισοπολιτεία και θα εξασφαλίζει για τους πολίτες τις βασικές κοινωνικές παροχές σε υγεία, παιδεία, ασφάλεια, προστασία των αδύναμων ομάδων του πληθυσμού κ.λπ.
Το δυστύχημα όμως είναι πως οι αρχικώς ξεκάθαρες πολιτικές επιδιώξεις των «κεντρώων» περί μιας επικερδούς για την κοινωνία σύζευξης κρατισμού και φιλελευθερισμού συχνά διαστράφηκαν από επιτήδειους που βρήκαν σε αυτά δεξαμενές άντλησης ψηφοφόρων. Ο χαρακτηρισμός «κέντρο» χρησιμοποιήθηκε συχνά ψευδεπιγράφως τόσο για την απόλυτη συσκότιση των κοινωνιών από τα πραγματικά ζητούμενα της πολιτικής πρακτικής όσο και για την καθιέρωση της σημερινής στρέβλωσης του οικονομικού φιλελευθερισμού στο μόρφωμα που παρουσιάζεται ως νεο-φιλελευθερισμός, όρος που δεν έχει καμία σχέση με τον φιλελευθερισμό στον οποίο στηρίχτηκε η ανάπτυξη των κοινωνιών μέχρι τις δεκαετίες του ’70 και ’80. Όπως αναφέραμε στην αρχή αυτού του σημειώματος, από τις δεκαετίες αυτές και εξής, μια άλλη ερμηνεία της έννοιας της οικονομίας άρχισε να διαμορφώνεται και σταδιακώς να επικρατεί. Ανώνυμες και μη πολιτικώς ελέγξιμες τραπεζικές δυνάμεις επέβαλαν, έως ιεροποιήσεώς του, ένα αντιπαραγωγικό και αντικοινωνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχει οδηγήσει τους λαούς στα πολλαπλά αδιέξοδα που όλοι βιώνουμε και που μας οδηγεί σε μια νέου τύπου φεουδαρχία. Μέχρι τώρα ξέραμε πως πλούσιοι ήταν οι βιομήχανοι και όλοι οι μεγάλοι παραγωγοί αγαθών και υπηρεσιών. Σήμερα όμως πλούσιοι είναι κυρίως οι επιτήδειοι «παίκτες» των χρηματιστηρίων, που δεν έχουν παραγάγει ποτέ τους τίποτα. Ακόμα και οι πρώην μεγάλοι παραγωγοί, για να γίνουν περισσότερο πλούσιοι ή απλώς και μόνο για να επιβιώσουν, εμπλέκονται και αυτοί με τη στρέβλωση της σημερινής οικονομίας. Η τιμή του πετρελαίου, ας πούμε, δεν εξαρτάται από αυτά που μάθαμε περί προσφοράς και ζήτησης, αλλά από τον τρόπο που «παίζεται» η τιμή του χρηματιστηριακά. Η παραγωγική διαδικασία έχει καταστεί λιγότερο ελκυστική, αν δεν χρεοκοπεί και δεν καταστρέφεται στον συναγωνισμό της με το φανταστικό χρηματιστηριακό χρήμα των διεθνών κερδοσκόπων των χρηματιστηρίων. Το τραγικότερο δε όλων είναι πως οι σημερινοί οικονομολόγοι έχουν πειστεί πως αυτό είναι η οικονομία. Το ίδιο δείχνει να πιστεύει και η πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού της χώρας μας. Στη δική μας περίπτωση, μάλιστα, δεν κρατούνται μήτε τα προσχήματα ως προς το ποιος κυβερνά. Τραπεζικά στελέχη αυτού του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συστήματος που έχει παρεκκλίνει των αρχικών τραπεζικών στόχων περί ενίσχυσης της παραγωγής και όχι περί προσπορισμού τραπεζικών κερδών και ενίσχυσης του οικονομικού παρασιτισμού, ευθέως κυβερνούν τη χώρα, είτε από τη θέση του πρωθυπουργού είτε από τη θέση του υπουργού Οικονομικών.
Να μην ξεχνάμε και τα παράγωγα «κεντροδεξιά» και «κεντροαριστερά», που βάζουν το κερασάκι στην τούρτα της σύγχυσης και της σκόπιμης συσκότισης. Για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από αυτήν την πολιτική σύγχυση, από αυτήν την πολιτική μέγγενη, από αυτήν την πολιτική απάτη, πρέπει να επιδιώξουμε την ανάδειξη κομμάτων και προσώπων που θα μιλήσουν με ειλικρίνεια και επιστημοσύνη, «με λογισμό και μ’ όνειρο», με ειλικρινείς σκοπούς θέσπισης ενός Νέου Κοινωνικού Συμβολαίου. Ενός Συμβολαίου Θέσπισης μιας πραγματικής συμμετοχικής κοινωνίας, ενεργού συμμετοχής δηλαδή των πληροφορημένων πολιτών στα δημόσια τεκταινόμενα, χωρίς μεταφυσικές πίστεις, χωρίς μυστικές διπλωματίες, χωρίς μυστικές πολιτικές διεργασίες. Ενός Νέου Κοινωνικού Συμβολαίου, με επανακαθορισμό των όρων «δημόσιο» και «ιδιωτικό» και ενίσχυσης των λειτουργικών τους σχέσεων, προς δημιουργία ενός νέου τρόπου ύπαρξης και λειτουργίας των κοινωνιών. Οφείλουμε να κατανοήσουμε και να προτάξουμε τη γεωπολιτική ισχύ της χώρας μας ως διαπραγματευτικό μας όπλο προς πάσα κατεύθυνση.
Οφείλουμε να κατανοήσουμε και να προτάξουμε την ευρύτερη πολιτισμική και ιστορική της εμβέλεια, οφείλουμε στους εαυτούς μας και στα παιδιά μας να επιδιώξουμε να αποδεσμευτούμε από τη μοίρα των προτεκτοράτων. Τα ανωτέρω είναι απολύτως ρεαλιστικά και τα διατυπώνουμε δίκην εκκλήσεως προς τους επιθυμούντες να ασχοληθούν με τα κοινά: σε αυτούς προφανώς δεν συμπεριλαμβάνουμε τους επαγγελματίες πολιτικούς που μας οδήγησαν μέχρις εδώ, δεν ξαναπροσλαμβάνεις ως αρχιτέκτονα αυτόν που σου γκρέμισε το σπίτι!
* Ο Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων
ΠΗΓΗ: ΤΕΤΑΡΤΗ, 5 Μαρτίου 2014, http://www.topontiki.gr/article/69131/To-problima-mas-einai-kurios-politiko