Ένας αριστερός μπορεί να είναι πλούσιος;

Ένας αριστερός μπορεί να είναι πλούσιος;

Του Ακιλινό Μορέλ (Μετάφραση-παρουσίαση Θανάσης Γιαλκέτσης)*

Συστατικό στοιχείο της ταυτότητας της Δεξιάς είναι η οργανική συνάφειά της με τον κόσμο των «πλούσιων» και των «ισχυρών», η αιμομικτική σχέση ανάμεσα στην εξουσία και το χρήμα. Εγείρεται ωστόσο ένα ερώτημα που αφορά την Αριστερά. Ένα ερώτημα λεπτό: εκείνο της σχέσης με το χρήμα, καθώς και της σχέσης της ελίτ με τον λαό. Ένας πολιτικός της Αριστεράς μπορεί να είναι πλούσιος; Μπορεί να συνδέεται με προσωπικότητες του πλούτου;

Η κατοχή του χρήματος ή η συναναστροφή με τους ανθρώπους του χρήματος αφαιρούν από έναν αριστερό τη δυνατότητα να ζητήσει τις ψήφους των συμπολιτών του και να ασκήσει εξουσία; Είναι θεμιτό να ανήκει στην ελίτ, ιδίως την οικονομική, κάποιος που θέλει να εκπροσωπεί την Αριστερά και τον λαό της; Δεν μπορούμε πλέον να παρακάμπτουμε αυτά τα ερωτήματα επικαλούμενοι την ιστορία και θυμίζοντας ότι, από τον Λεόν Μπλουμ ώς τον Φρανσουά Μιτεράν και τον Λιονέλ Ζοσπέν, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και η Αριστερά είχαν πάντοτε ηγέτες που προέρχονταν από την αστική τάξη και ποτέ από το προλεταριάτο. Γιατί η εποχή δεν είναι πλέον η ίδια και οι καιροί έχουν αλλάξει.

Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει αλλάξει μόνον τον χαρακτήρα του καπιταλισμού, προσδίδοντας υπέρμετρο και εντελώς ανορθολογικό βάρος στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Έχει προκαλέσει την εκρηκτική αύξηση των αμοιβών των επιχειρηματικών στελεχών, έχει ακυρώσει τις ηθικές αντιστάσεις, έχει σβήσει τα όρια ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, έχει θολώσει εκείνα ανάμεσα σε ηγέτες κρατών και αφεντικά πολυεθνικών, έχει αυξήσει τον πειρασμό του γρήγορου πλουτισμού. Οι ενδεικτικές περιπτώσεις του Τόνι Μπλερ και του Γκέρχαρντ Σρέντερ φωτίζουν αυτήν την παρέκκλιση. Οι συνήγοροι του «Τρίτου Δρόμου» και του «Νέου Κέντρου» δικαίωσαν εκ των υστέρων εκείνους που είχαν εκφράσει αμέσως τη δυσπιστία τους για τα σχέδιά τους και τη ρητορική τους και είχαν αντισταθεί στην απόπειρά τους να σαγηνεύσουν το σύνολο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Μπλερ και Σρέντερ φωτίζουν τη διαφθορά της εποχής μας, που βλέπει πρώην κυβερνητικούς ηγέτες της «Αριστεράς» να συσσωρεύουν μέσα σε λίγα χρόνια μεγάλες περιουσίες.

Λεπτό αλλά θεμιτό επομένως το ερώτημα αν ένας πολιτικός της Αριστεράς μπορεί να είναι πλούσιος. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να δοθεί σε τρία επίπεδα.

Το πολιτικό επίπεδο. Αυτό που μετράει είναι πάνω απ’ όλα τα σχέδια και τα προγράμματα που υιοθετούνται, οι πράξεις που γίνονται, οι πολιτικές που εφαρμόζονται. Ένας πολιτικός της Αριστεράς είναι ένας άνθρωπος που αναλαμβάνει δεσμεύσεις της Αριστεράς και που δρα στους κόλπους της Αριστεράς. Η προσωπική του περιουσία, εκείνη των φίλων του ή των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται, ο τρόπος ζωής του δεν είναι αδιάφορα ή χωρίς συνέπειες, αλλά είναι και πρέπει να παραμένουν δευτερεύοντα στην πολιτική εκτίμηση που γίνεται γι’ αυτόν. Η ειλικρίνεια μιας στράτευσης ή η δύναμη μιας πεποίθησης δεν μπορούν να μετριούνται μόνο με το ποσό ενός τραπεζικού λογαριασμού. Κατανοούμε βέβαια ότι ο πλούτος είναι ύποπτος σε εκείνους που υπερασπίζονται τους φτωχούς και τους αδύναμους. Αλλά θα ήταν αντίθετο προς τα ιδεώδη της Αριστεράς να καταδικάζουμε από την αρχή έναν άνθρωπο εξαιτίας της κοινωνικής του θέσης, είτε την κατείχε από τη γέννησή του είτε την απέκτησε μετά, όπως θα ήταν απατηλό να θεωρούμε ότι ένας φτωχός άνθρωπος ανήκει αυτόματα και μηχανικά στην Αριστερά. Πρέπει να επαγρυπνούμε παρακολουθώντας τις πολιτικές τοποθετήσεις, τις αναλύσεις, τις προτάσεις του καθένα και να ασκούμε κριτική σε αυτές ή να τις καταπολεμούμε, όταν αυτό είναι αναγκαίο. Πρέπει να κρίνουμε τους ανθρώπους γι’ αυτό που λένε και κάνουν και όχι γι’ αυτό που είναι ή που νομίζουμε ότι είναι. Η ζωή των ανθρώπων είναι έτσι διαμορφωμένη ώστε καθένας μπορεί να έχει ένα φίλο ο οποίος να είναι πλούσιος ή να γίνει στην πορεία πλούσιος. Θα έπρεπε να απαρνηθεί μια τέτοια φιλία επειδή είναι στρατευμένος στην Αριστερά; Και εδώ επίσης αυτό που μετράει είναι η επαγρύπνηση και ο σεβασμός των κανόνων ηθικής συμπεριφοράς.

Μια ηθική συμπεριφορά. Η ηθική αποτελεί το δεύτερο επίπεδο αυτών των σκέψεων. Το ερώτημα για τις σχέσεις της Αριστεράς με το χρήμα παραπέμπει εδώ στο ζήτημα της απόστασης. Στην προκειμένη περίπτωση, παραπέμπει στην απόσταση που πρέπει να γνωρίζουμε να κρατάμε, όταν είμαστε πολιτικά στελέχη της Αριστεράς, ανάμεσα στους εαυτούς μας και το χρήμα ή εκείνους που το κατέχουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται το να θέλουμε να προοδεύσουμε κοινωνικά, να προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους οικείους μας από την ανάγκη, ούτε ακόμα και το να θέλουμε να πλουτίσουμε. Αυτό σημαίνει ότι, στην αναπόφευκτη σχέση που διατηρούμε όλοι μας με το χρήμα, πρέπει να ξέρουμε να διατηρούμε μιαν απόσταση, την απόσταση που μας επιτρέπει να παραμένουμε ελεύθεροι. Ελεύθεροι από τις αξιολογήσεις του, τις επιλογές του, τις αποφάσεις του. Ένα καθήκον δύσκολο, γιατί εξ ορισμού καθένας από μας είναι ο μόνος κριτής του εαυτού του. Είναι ωστόσο ένα καθήκον απολύτως αναγκαίο.

Η προσωπική στάση. Και εδώ πρόκειται πάλι για την απόσταση, αλλά αυτή τη φορά με αντίστροφο νόημα. Ένα στέλεχος της Αριστεράς οφείλει ανυπερθέτως να φροντίζει να διατηρεί την επαφή του με τις λαϊκές τάξεις – νέους, ανέργους, εργάτες, μισθωτούς –, που αντιπροσωπεύουν τον λόγο ύπαρξης της δράσης του. Ακόμα και αν – και κυρίως τότε – το νήμα της ζωής του τον οδηγεί στους κόλπους της ελίτ, οφείλει να κάνει τα πάντα για να διατηρήσει και να ζωντανέψει τους δεσμούς του με τον λαό. Το ζητούμενο δεν είναι να αρνηθούμε τις διαφορές εισοδημάτων και κοινωνικών θέσεων που μπορεί να υπάρχουν, αλλά να προσπαθούμε πάντοτε να τις καλύπτουμε ή να τις υπερβαίνουμε με την επικοινωνία και την άμεση επαφή. Ο λαός είναι έξυπνος. Γνωρίζει καλά ότι εκείνοι που τον κυβερνούν ή θέλουν να τον κυβερνήσουν δεν ζουν – εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις – όπως ζει αυτός. Γνωρίζει ότι δεν έχουν ούτε τα ίδια εισοδήματα, ούτε τις ίδιες ενασχολήσεις, ούτε τις ίδιες προοπτικές. Δεν περιμένει από αυτούς να ψεύδονται, να κρύβουν τον τρόπο ζωής τους ή, ακόμα χειρότερα, να μιμούνται τον δικό του τρόπο ζωής. Θέλει και προσδοκά κάτι περισσότερο από το να τον «ακούνε» ή να τον «πλησιάζουν»: διάθεση να κατανοούν τα προβλήματά του, εντιμότητα και διαύγεια στην πολιτική ανάλυση, θάρρος στην απόφαση, περηφάνια που τον αντιπροσωπεύουν, ευγένεια στη δημόσια στάση τους και αξιοπρέπεια στην άσκηση των καθηκόντων που τους αναθέτει η δημοκρατία. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος για τους ηγέτες της Αριστεράς να ξεκοπούν από αυτό το λαϊκό έδαφος, να μην επιδιώκουν αυτή την επαφή με το λαϊκό στοιχείο, που αντιπροσωπεύει μια αληθινή μορφή πολιτικής υγιεινής. Αυτή η απομάκρυνση από τον λαό δεν είναι άλλωστε η ρίζα της σοβαρής κρίσης εμπιστοσύνης που ζει η χώρα μας;

* Ο Ακιλινό Μορέλ είναι στέλεχος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και διδάσκει κοινωνική πολιτική στο Πανεπιστήμιο Paris I (Panthéon-Sorbonne). Το ακόλουθο άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Libération».

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών, 29/12/13, http://www.efsyn.gr/?p=162216

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.