Η αφετηρία της διανοητικής εξέλιξης του Karl Marx
Του (+) Παναγιώτη Κονδύλη
Περίληψη
Γιατί ο Μαρξ επιλέγει να ασχοληθεί με τη μετακλασσική ελληνική φιλοσοφία στη διδακτορική του διατριβή;
1. Οι ριζοσπαστικοί εγελιανοί στους οποίους ανήκει ο Μαρξ θεωρούν τον εαυτό τους και πρωτεργάτη αλλά και επίγονο του Χέγκελ. Η συναίσθηση του επιγόνου τους κάνει να ανακαλύπτουν εκλεκτικές συγγένειες με τους εκπροσώπους της όψιμης ελληνικής φιλοσοφίας που κι εκείνοι αντιμετώπισαν το δύσκολο έργο να φιλοσοφήσουν μετά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
2. Η μετα-αριστοτελική προσφέρει στους νεοεγελιανούς την κατάλληλη θεωρητική αφετηρία για την πάλη τους κατά της θεολογίας.
3. Βασικό γνώρισμα της φιλοσοφίας των επιγόνων είναι η αποκοπή από τη μεταφυσική προβληματική και η στροφή προς τον υποκειμενικό χώρο, προς την αυτοσυνειδησία. Η αυτοσυνειδησία όμως ήταν το κεντρικό σύνθημα των νεοεγελιανών.
Αυτοσυνειδησία
Βασικό φιλοσοφικό μέλημα των ριζοσπαστών επιγόνων του Χέγκελ ήταν να δείξουν ότι το απόλυτο πνεύμα (η ύψιστη αρχή του εγελιανού συστήματος) δεν ήταν κατά βάθος τίποτα άλλο παρά η αυτοσυνειδησία. Κατ' αυτούς, ο Χέγκελ φαινομενικά μόνο αντιτάσσει το Απόλυτο στο Εγώ και υποτάσσει το δεύτερο στο πρώτο. Στην πραγματικότητα το Απόλυτο απορροφάται πλήρως από το Εγώ, Θεός και άνθρωπος ταυτίζονται και άρα ο μόνος Θεός που υπάρχει είναι ο άνθρωπος. Η έννοια του ανθρώπου ισοδυναμεί με το σύνολο των ανθρώπινων εκδηλώσεων, άνθρωπος δηλαδή είναι το ενεργό υποκείμενο που δημιουργεί την ιστορία: Θεός και Ιστορία, Άνθρωπος και Ιστορία ταυτίζονται.
Η ερμηνεία όμως αυτή του Χέγκελ είχε το θεωρητικό της αντίτιμο: για να υποστηριχθεί η ταύτιση πνεύματος και αυτοσυνειδησίας, έπρεπε να αποσιωπηθούν άλλες, σημαντικές πλευρές της σκέψης του δασκάλου: Το απόλυτο πνεύμα του Χέγκελ κάλυπτε και την ανθρώπινη και την εξω-ανθρώπινη, δηλαδή τη φυσική, πραγματικότητα, επιπλέον δε όλες τις μορφές και του υποκειμενικού και του αντικειμενικού πνεύματος. Συμπίεση του πνεύματος στα όρια της αυτοσυνειδησίας σήμαινε χωρισμό ανθρώπινου πνεύματος και άψυχης φύσης αλλά και διάσταση του υποκειμενικού πνεύματος με το αντικειμενικό, αντίθεση δηλαδή ατομικής αυτοσυνειδησίας προς τις κοινωνικοπολιτικές πραγματώσεις του πνεύματος.
Για το Χέγκελ ήταν αδιανόητο ότι η φιλοσοφική αυτοσυνειδησία μπορούσε να έρθει σε σύγκρουση με τον κοινωνικοπολιτικό κόσμο: Αν παρατηρούνται συγκρούσεις μεταξύ αυτοσυνειδησίας και κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, θα πρόκειται για ατελείς μορφές τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης. Συνεπώς δεν υπάρχει ολοκληρωμένη φιλοσοφία (άρα και αυτοσυνειδησία) όσο ο κόσμος παραμένει ατελής και, αντίστροφα, η παρουσία ολοκληρωμένης φιλοσοφίας, δηλαδή μιας εννοιολογικής συμπύκνωσης του κόσμου, σημαίνει ότι ο κόσμος έχει φτάσει στο ανώτατο επίπεδο εξέλιξης.
Οι νεοεγελιανοί όμως έχουν μια διαφορετική αίσθηση και αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Τους ενδιαφέρει η κριτική της και όχι ένα φιλοσοφικό σύστημα που ζει από τη συμφιλίωση (Versöhnung), από την αμοιβαία διαμεσολάβηση (Vermittlung) και άρση των αντιθέσεων (Aufhebung). Στο πλαίσιο αυτό επανανακαλύπτουν την υποκειμενικού χαρακτήρα μετακλασσική ελληνική φιλοσοφία αλλά και το δυναμικό υποκειμενισμό του Φίχτε. Απορρίπτουν έτσι την εγελιανή θεωρία της συμφιλίωσης με την πραγματικότητα και προβάλλουν το αίτημα της πραγμάτωσης της φιλοσοφίας: φιλοσοφία και πραγματικότητα χωρίζονται και η πρώτη, όντας η τελειότερη, γίνεται το μέτρο με το οποίο κρίνεται η δεύτερη.
Από εδώ προκύπτει το πρωτείο της πράξης απέναντι στη θεωρία: Με την πραγμάτωση της φιλοσοφίας επιδιώκεται ουσιαστικά η αποκατάσταση μια γνήσιας και οριστικής πραγματικότητας (ολότητας). Να διευκρινιστεί ότι ως πράξη εννοείται η θεωρητική εργασία που αναπτύσσει η φιλοσοφία όταν εγκαταλείπει την ενατενιστική στάση και υιοθετεί κριτική συμπεριφορά.
Μαρξ και θρησκεία
Η φιλοσοφία λοιπόν για τον νεαρό Μαρξ μπορεί να αποτελέσει κριτική του κόσμου μόνο αν αποτελεί συνάμα υπέρβαση του έστω και θεωρητική. Λείπει εδώ η θεωρία για την ιδεολογία ως "ψευδή συνείδηση". Η πίστη στον κοσμοδιορθωτικό ρόλο της φιλοσοφίας πηγάζει από την άγνοια των κοινωνικών και φιλοσοφικών εξαρτήσεων της φιλοσοφικής σκέψης. Η φιλοσοφία, για τον νεαρό ιδεαλιστή Μαρξ, δεν καθορίζεται από τον κόσμο, παρά μπορεί και οφείλει να τον καθορίσει. Ενώ στον ώριμο Μαρξ, θρησκεία και φιλοσοφία ταυτίζονται, την εποχή που γράφει τη διατριβή του θεωρεί τη φιλοσοφία ως τον μεγαλύτερο και αληθινό πολέμιο της θρησκείας. (Είναι τόσο έντονη η επιθυμία του να αντιπαραθέσει φιλοσοφία και θρησκεία που αμφισβητεί ακόμα και την πνευματική συγγένεια πλατωνισμού και χριστιανισμού).
Η φιλοσοφία για το Μαρξ ενσαρκώνει το αλτρουϊστικό ήθος που εμπνέεται από το Λόγο, το ήθος του ελεύθερου και αυτόνομου ατόμου, ενώ η θρησκεία ενσαρκώνει το φόβο της τιμωρίας, εμπνέοντας μια μικρόψυχη και ιδιοτελή συμπεριφορά. Αντιπαραθέτει στον ιδιοτελή ατομικισμό τη συλλογική υπόσταση και αξία του ανθρώπινου γένους. Η αυτοσυνειδησία είναι μία υπερήφανη, ατομική κριτική παρουσία που καταπολεμά την υποταγή στους θρησκευτικά καθαγιασμένους θεσμούς, ενώ το ανθρώπινο γένος είναι η ανώτερη αρχή που σβήνει τους ατομικούς φόβους και την ιδιοτέλεια.
Ο νεαρός Μαρξ συμμαχεί με τον υλισμό, παρόλο που δεν ομολογεί – ούτε καν υπαινίσσεται – πίστη στην προτεραιότητα της ύλης απέναντι στη συνείδηση, επειδή ο υλισμός εμφανίζεται ως συνεπής άρνηση των θρησκευτικών μύθων, άρα ως ηθική στάση απαλλαγμένη από το φόβο και την ελπίδα. Ξεκινάει λοιπόν από μια ηθική κι όχι μεταφυσική αποτίμηση του υλισμού, και τον συγκαταλέγει στα ρεύματα που συναπαρτίζουν το διαφωτισμό, ως κίνημα κατά της δεισιδαιμονίας και της πρόληψης.
Από την εισαγωγή του Π. Κονδύλη στο βιβλίο: Κ. Μαρξ, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας [1841], Εκδόσεις Γνώση 1983. [περίληψη, ενδιάμεσοι τίτλοι: herrk]