Ο παπάς δίπλα στον Τσε
Ο ΚΟΛΟΜΒΙΑΝΟΣ ρωμαιοκαθολικός ιερέας Καμίλο Τόρες που έδρασε την ίδια εποχή
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι δρ Θεολογίας και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη».
Φέτος συμπληρώνονται, ως γνωστόν, σαράντα χρόνια από την εκτέλεση του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία. Ο Τσε δεν πρόλαβε να μπει στη χορεία της «γενιάς των σαραντάρηδων» -εκείνων που έσκασαν μύτη στο κυβερνητικό προσκήνιο διαφόρων χωρών προβάλλοντας συχνά ως κύριο προσόν τους την ηλικία τους και υποθάλποντας την αίσθηση ότι η βιολογία πουλάει εκεί όπου οι ιδέες μένουν απούλητες.
Ο Τσε έφυγε στα τριανταεννιά του, μένοντας σύμβολο μιας βασικής ιδεολογικής αξίωσης: ότι δεν είναι τα πάντα εμπόρευμα. Ρεαλισμός ή πολιτικός παλαιοημερολογητισμός;
Εδώ ακριβώς έγκειται η αξία των συζητήσεων που μπορούν να γίνουν με αφορμή την επέτειό του: πως μπορεί σήμερα να αρθρωθεί μια αποτελεσματική πολιτική πράξη απέναντι σε έναν παγκόσμιο ευέλικτο καπιταλισμό, ο οποίος μπορεί και μετατρέπει σε εμπόρευμα ακόμη και τις εναντίον του αντιρρήσεις. Και τον Τσε σε μόδα!
Ακριβώς την εποχή του Τσε Γκεβάρα και στην ίδια γεωπολιτική συνάφεια έδρασε παρόμοια άλλη μια προσωπικότητα: ο Κολομβιανός ρωμαιοκαθολικός ιερέας Καμίλο Τόρες. Ο Τόρες γεννήθηκε έναν χρόνο μετά τον Τσε (1929) και σκοτώθηκε έναν χρόνο πριν απ’ αυτόν (1966). Έφυγε στα τριάντα επτά του -κι αυτός δίχως να περάσει στη γενιά των σαραντάρηδων.
- Η δική του σαραντάχρονη επέτειος συμπληρώθηκε πέρυσι δεν τη θυμηθήκαμε, μα είναι ευκαιρία φέτος να συμπεριληφθεί η συμβολή του στις συζητήσεις που μπορεί να γίνουν. Ουσιαστικά πρόκειται για συμβολή στο κίνημα του αριστερού χριστιανισμού, το οποίο εμφανίζεται ποικιλότροπα κάθε τόσο μέσα στην ιστορία, και το οποίο στην καταλεηλατημένη Λατινική Αμερική έλαβε λίγο αργότερα την ονομασία «θεολογία της απελευθέρωσης».
Η διαδρομή του Καμίλο Τόρες έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ήδη χειροτονημένος ιερέας και με σπουδές στην Ευρώπη, δίδαξε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της κολομβιανής πρωτεύουσας για μερικά χρόνια, μέχρι δηλαδή να υποχρεωθεί σε παραίτηση για την αλληλεγγύη του προς την άδικη δίωξη κομμουνιστών φοιτητών. Συνέχισε το πνευματικό και ερευνητικό έργο του, ερχόμενος ολοένα και περισσότερο σε σύγκρουση με τους κυβερνητικούς κύκλους, τους εκπροσώπους μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και την εκκλησιαστική ηγεσία, και αντιμετωπίζοντας τη δυσπιστία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το 1965 υλοποιήθηκε το πολιτικό κίνημα που ο ίδιος είχε εμπνευστεί: το Ενιαίο Μέτωπο του Λαού της Κολομβίας, στο οποίο συμμετείχαν οι προοδευτικές δυνάμεις της χώρας, από τους χριαστιανοσοσιαλιστές και τους κινεζόφιλους, μέχρι τα αγροτικά κινήματα και τους κομμουνιστές. Το Μέτωπο γνώρισε κάποιες επιτυχίες, μα κατόπιν κλονίστηκε από πλήθος διαφωνιών. Ο Τόρες μετακινήθηκε προς την άποψη ότι η συγκυρία απαιτούσε κάτι περισσότερο από την κλασική πολιτική παρουσία: δράση επαναστατική. Αυτό τον έφερε σε ρήξη με πολιτικούς συμμάχους του και με τον καρδινάλιο προϊστάμενό του. Ο Τόρες προχώρησε σε απέκδυση της επίσημης ιερατικής του ιδιότητας, χωρίς όμως να αποκηρύξει ούτε την πίστη ούτε την παπαδοσύνη του, που ένιωθε ότι συνέχιζε να φέρει. Αντιθέτως, δήλωνε ότι έκανε το βήμα αυτό ακριβώς για να παραμείνει ασυμβίβαστα πιστός στη χριστιανική πίστη του.
Στις 18 Οκτωβρίου 1965 «ανέβηκε στο βουνό», όπως θα λέγαμε στην ελληνική ΕΑΜική γλώσσα. Προσχώρησε στο ένοπλο αντάρτικο του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης, το οποίο συμμεριζόταν την επαναστατική οπτική του Φιντέλ Κάστρο. Λίγους μήνες αργότερα, σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή με τον τακτικό στρατό.
Τα κείμενά του (μελετήματα, διακηρύξεις, ομιλίες) δείχνουν τις ευαισθησίες και τα κριτήριά του. Προσπάθησε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, να δώσει τη δική του απάντηση σε δύο δυσκολότατα ερωτήματα: Αφενός, πώς μπορεί να υπάρξει μια μαχητική, ταξική δράση που να πηγάζει από την αγάπη κι όχι από το μίσος. Αφετέρου, υπό ποιους όρους μπορεί να ασκηθεί βία, η οποία αυτή καθεαυτήν είναι ασύμβατη προς τις ευαγγελικές αρχές. Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, και μάλιστα αν λάβει κανείς υπόψη ότι η χρήση βίας είναι μια στιγμή τραγική, συνυφασμένη με το τελεσίδικο σβήσιμο του αντιπάλου. Οι απαντήσεις του Τόρες φυσικά μπορούν να συζητηθούν και να κριθούν.
Ο Οσκαρ Ρομέρο, λόγου χάριν, αρχιεπίσκοπος του Ελ Σαλβαδόρ, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1980 από ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς μέσα στο ναό του, κήρυττε μια μη-βίαιη στράτευση και αντίσταση. Σε κάθε περίπτωση όμως, πρέπει να προσεχτεί ο μείζων προβληματισμός που έθεσε ο Καμίλο Τόρες, καθώς και οι άλλοι εκπρόσωποι της θεολογίας της απελευθέρωσης: Ο κόσμος της αδικίας και της εξαθλίωσης του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού.
Η ίδια η χριστιανική ιδιότητα αξιώνει όχι αποδοχή κάποιων θεωρητικών αξιωμάτων, αλλά έμπρακτη αλληλεγύη στους αδυνάτους. Και η σύγκρουση δεν γίνεται χάριν της ισχύος και της επιβολής της Εκκλησίας επί των αντιπάλων της (δεν έχει, δηλαδή, χαρακτηριστικά σταυροφορίας), αλλά χάριν των οδυνωμένων συνανθρώπων. Καλείται, δηλαδή, να είναι μια πράξη θυσιαστική κι όχι κατακτητική.
Ο Καμίλο Τόρες ευτύχησε να μη γίνει μπλουζάκι. Και είχε την τύχη ακραίων ασκητών. Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ.
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 23/10/2007,
http://www.enet.gr/online/online_text/c=111,dt=23.10.2007,id=50058120,