Ο Mandela, το ΔΝΤ και η Ν. Αφρική

Ο Mandela, το ΔΝΤ και η Ν. Αφρική

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

«Όποιος περιμένει σωτήρες είναι άξιος τις δυστυχίας του. Η αναμονή να μας σώσουν άλλοι, είναι μια λανθασμένη αγωγή που μας δόθηκε κατά την παιδική μας ηλικία.

Στον πόλεμο οι Έλληνες πήγαιναν με άριστα οργανωμένες φάλαγγες – όχι κλαίγοντας ή μοιρολατρικά. Στην ιστορία ποτέ δεν ενδιέφερε τους Έλληνες εάν ο εχθρός ήταν πολυάριθμός ή ισχυρός – αλλά ποιος είναι και που βρίσκεται».

Άρθρο

Ο πρόσφατα αποθανών ηγέτης της Ν. Αφρικής ήταν αναμφίβολα μία εξαιρετική φυσιογνωμία – κυρίως επειδή, μετά από δεκαετίες στη φυλακή, τοποθετήθηκε εναντίον της βίας και κατάφερε να ενώσει τις αντιμαχόμενες «φυλές» στη χώρα του: τους λευκούς και τους μαύρους, οδηγώντας στην πτώση το προηγούμενο καθεστώς (Apartheid).

Από οικονομικής πλευράς όμως θεωρείται πως δεν προσέφερε κάτι στη Ν. Αφρική – αφού, μετά τη ανάληψη της εξουσίας εκ μέρους του, τη δεκαετία του 90, το βιοτικό επίπεδο του μαύρου πληθυσμού επιδεινώθηκε αισθητά. Ειδικότερα, μεταξύ των ετών 1995 και 2000, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά 40% (πηγή), ενώ έκτοτε η κατάσταση δεν έχει αλλάξει σημαντικά.

Δεν μας άφησαν ποτέ ελεύθερους, έβγαλαν την αλυσίδα από το λαιμό μας και την έβαλαν στους αστραγάλους μας – μπορούσαμε τυπικά να κυβερνάμε, αλλά η πραγματική διακυβέρνηση βρισκόταν στα χέρια των άλλων

Η αιτία της φτώχειας θεωρείται πως είναι η διαφθορά – μία πολύ συνηθισμένη κατηγορία, όσον αφορά τα φτωχά κράτη του πλανήτη. Σύμφωνα με την Transparency International, τη γνωστή γερμανική οργάνωση με έδρα το Βερολίνο, το 65% του πληθυσμού αποδέχεται πως η διαφθορά αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας – το 83% θεωρεί διεφθαρμένη την αστυνομία, ενώ το 77% τα πολιτικά κόμματα (αποτελέσματα).

Με βάση τις έρευνες της ίδιας οργάνωσης, η οποία εντελώς τυχαία εδρεύει στην πατρίδα των διαφθορέων, το 47% των κατοίκων ισχυρίζεται πως χρημάτισε κάποιον δημόσιο λειτουργό, εντός των τελευταίων δώδεκα μηνών – ενώ το 33% των ανδρών του Γιοχάνεσμπουργκ βίασε τουλάχιστον μία γυναίκα το 2010, με το 7% να δηλώνει πως συμμετείχε σε ομαδικό βιασμό.

Περαιτέρω, το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε στα 50 μόλις έτη (μετά την είσοδο του ΔΝΤ), από 64 προηγουμένως – με τη CIA να «ενοχοποιεί» την πολιτική ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος, η οποία ήταν εναντίον της ιδιοκτησίας, με «βαθιές κομμουνιστικές αγκυλώσεις».

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, όταν ο Mandela και το κόμμα του (ANC) ανέλαβαν την εξουσία, ανέτρεψαν όλη την οικονομική πολιτική της χώρας – δημεύοντας την περιουσία των χωρικών και κατάσχοντας τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τη Ν. Αφρική πάνω από 1 εκ. λευκοί.

Συνεχίζοντας, το 2008 ο έμπιστος συνεργάτης του Mandela (Thabo Mbeki), ο οποίος είχε από πολλά χρόνια πριν αναλάβει τη λειτουργία της κυβέρνησης, χάνει τη θέση του και αντικαθίσταται από τον J. Zuma – ο οποίος κατηγορείται από μία επιτροπή της χώρας του για διαφθορά, από ευρωπαϊκές εταιρείες πολεμικού εξοπλισμού.

Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών εξοπλιστικών επιχειρήσεων ομολόγησαν ότι, το 1996 είχαν δωροδοκήσει υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα, για να μπορέσουν να κερδίσουν τους διαγωνισμούς που είχε προκηρύξει η κυβέρνηση, όσον αφορά τον εξοπλισμό του ναυτικού και της αεροπορίας  – με συνολικό προϋπολογισμό 4,4 δις φράγκα.

Ολοκληρώνοντας, σύμφωνα με τους παραπάνω «επικριτές» του, κυρίως την αμερικανική CIA και τη γερμανική Transparency International, ο Mandela αποτελεί ένα σύμβολο της απληστίας, του πελατειακού κράτους, της καταπίεσης των μαζών, καθώς επίσης της οικογενειοκρατίας – με μοναδική προσφορά του την ένωση του πληθυσμού της χώρας του, καθώς επίσης την αντιρατσιστική του συμπεριφορά.

Είναι όμως πράγματι έτσι, ισχύουν δηλαδή οι κατηγορίες εναντίον του Mandela και των υπολοίπων του κόμματος του ή μήπως υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος; Ως μία από τις πολλές απαντήσεις στο ερώτημα, παραθέτουμε το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο έχει γραφεί πριν από αρκετό καιρό (Η τράπεζα των Ελλήνων):

 

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΤΙΟΥ ΑΦΡΙΚΗΣ

 

Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε πόσο σημαντικός είναι ο θεσμός της κεντρικής τράπεζας μίας χώρας, θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της Ν. Αφρικής, την εποχή που η νέα κυβέρνηση της (Nelson Mandela) διαπραγματεύθηκε την ανεξαρτησία της.

Ενώ λοιπόν διεξάγονταν θετικά για το κράτος οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ στο πολιτικό σκέλος, απαιτήθηκε από τους υπευθύνους για την οικονομική πολιτική της χώρας η μετατροπή της κεντρικής τράπεζας τους σε έναν ανεξάρτητο οργανισμό, ο οποίος θα λειτουργούσε με απόλυτη αυτονομία από την εκλεγμένη κυβέρνηση – σαν ένα κυρίαρχο «κράτος εν κράτει» ουσιαστικά, στο οποίο δεν θα παρέμβαιναν οι εκλεγμένοι νομοθέτες (όπως ακριβώς συμβαίνει στη χώρα μας).

Συνεχίζοντας, παρά το ότι διατυπώθηκε από τους πολιτικούς της χώρας η απορία, σε ποιόν θα «λογοδοτούσε» η ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα (στο ΔΝΤ, στο Χρηματιστήριο, στην BIS), οι έμπειροι διαπραγματευτές της «Δύσης» κατόρθωσαν να επιβάλλουν μονομερώς τη θέληση τους – ταυτόχρονα με την «άλωση» του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο τοποθέτησαν έναν δικό τους έμπιστο πολιτικό. Όπως είπαν χαρακτηριστικά κάποιοι διακεκριμένοι Πολίτες της Νοτίου Αφρικής, οι οποίοι τότε σχολίασαν τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν:

«Δεν μας άφησαν ποτέ ελεύθερους. Απλώς έβγαλαν την αλυσίδα από το λαιμό μας και την έβαλαν στους αστραγάλους μας….Οι μεγάλες επιχειρήσεις, μας δήλωσαν ουσιαστικά ότι θα κρατήσουν τα πάντα και εμείς θα κυβερνάμε μόνο κατ' όνομα. Μπορούσαμε δηλαδή να έχουμε την πολιτική εξουσία μετά από πολλά χρόνια αγώνων, μπορούσαμε φαινομενικά να κυβερνάμε, αλλά η πραγματική διακυβέρνηση θα βρισκόταν στα χέρια των άλλων».

Περαιτέρω, αυτό που συνέβη στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων ήταν το ότι η κυβέρνηση «παγιδεύτηκε», χωρίς δυστυχώς να το αντιληφθεί, σε ένα είδος ιστού της αράχνης – «υφασμένου» από μυστηριώδεις κανόνες και υπόγειες ρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να «οριοθετήσουν», καθώς επίσης να περιορίσουν την εξουσία των δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών της χώρας. Όταν λοιπόν θέλησε η νέα κυβέρνηση να υλοποιήσει τα οράματα της, ανακάλυψε ότι η πραγματική εξουσία, η οικονομική, βρισκόταν στα χέρια άλλων.

Για παράδειγμα, δεν μπορούσε να αναδιανείμει τη γη, επειδή το νέο Σύνταγμα προστάτευε την ατομική ιδιοκτησία και καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την όποια αγροτική μεταρρύθμιση. Εκτός αυτού, δεν ήταν δυνατόν να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, αφού εκατοντάδες εργοστάσια της χώρας ήταν έτοιμα να κλείσουν – επειδή η κυβέρνηση είχε υπογράψει τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (του μετέπειτα ΠΟΕ), η οποία απαγόρευε την αναγκαία επιδότηση των τοπικών επιχειρήσεων.

Ίσως οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι, χωρίς κάποια προστασία και επιδοτήσεις, είναι σχεδόν αδύνατη η επαναβιομηχανοποίηση μίας χώρας – η αναβίωση δηλαδή του κατεστραμμένου παραγωγικού της ιστού (όπως απαιτείται σήμερα στην Ελλάδα, εάν θέλουμε πράγματι να επιλύσουμε το τεράστιο πρόβλημα του πάγια αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου μας, το οποίο ουσιαστικά ευθύνεται τα μέγιστα για το εξωτερικό τουλάχιστον χρέος μας).

Συνεχίζοντας στο θέμα μας, η διανομή δωρεάν φαρμάκων για την καταπολέμηση του aids απαγορευόταν, αφού μία τέτοια απόφαση παραβίαζε τα πνευματικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, τα οποία προστάτευε ο ελεγχόμενος από την υπερδύναμη Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – στον οποίο είχε προσχωρήσει η Νότια Αφρική, κατ' απαίτηση βέβαια των δανειστών της. Η διάθεση περισσότερου χρήματος προϋπέθετε φυσικά τη σύμφωνη γνώμη της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, η οποία δεν την παρείχε.

Η δωρεάν ύδρευση δεν ήταν επίσης εφικτή, αφού η Παγκόσμια Τράπεζα, μέσω της ομάδας οικονομολόγων που είχε στείλει στη χώρα, είχε μετατρέψει σε κανόνα, σε υποχρέωση δηλαδή, τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις κοινωφελείς επιχειρήσεις. Τέλος, εάν η κυβέρνηση ήθελε να αυξήσει τους μισθούς, δεν της επιτρεπόταν, λόγω του δανείου ύψους 850 εκ. $ με το ΔΝΤ, το οποίο επέβαλλε «συγκράτηση των μισθών».

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η οποιαδήποτε μη υποταγή στους κανόνες και στους περιορισμούς που επέβαλλαν το ΔΝΤ και όλοι οι υπόλοιποι «συνεργοί» του, θα θεωρούταν απόδειξη επικίνδυνης εθνικής αφερεγγυότητας, έλλειψη αφοσίωσης στην εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων» και απουσία ενός βασισμένου σε κανόνες συστήματος – με αποτέλεσμα τη διακοπή της χορήγησης βοήθειας («δόσεων» από το ΔΝΤ) και τη φυγή των ξένων κεφαλαίων.

 

 

Συνεχίζοντας, τόσο η δήθεν «ανεξάρτητη» κεντρική τράπεζα, όσο και το «υπό κηδεμονία» Υπουργείο Οικονομικών, επέβλεπαν άγρυπνα την πιστή τήρηση των εντολών – οπότε φυσικά επαναλήφθηκε η γνωστή ιστορία:

Η κυβέρνηση,«γονατισμένη» από το χρέος και υφιστάμενη διεθνείς πιέσεις, προκειμένου να ιδιωτικοποιήσει τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, άρχισε σύντομα να αυξάνει τις τιμές, να μειώνει τους μισθούς, να διασύρει τους αντιρρησίες και να «ξεπουλάει» δημόσια περιουσία – με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, εκατομμύρια άνθρωποι να εξαθλιωθούν, μη έχοντας πλέον ηλεκτρικό ρεύμα και νερό, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς.

Όσο για τα πλούσια ορυχεία, τις τράπεζες και τις μονοπωλιακές βιομηχανίες, των οποίων την εθνικοποίηση ζητούσε ο Mandela, παρέμειναν στα χέρια τεσσάρων εταιρικών κολοσσών – οι οποίοι ελέγχουν πλέον το 80% του χρηματιστηρίου της χώρας.

Μεταξύ των ετών 1997 και 2004 η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πούλησε δεκαοκτώ δημόσιες εταιρείες, συγκεντρώνοντας 4 δις $, τα οποία διατέθηκαν στην εξυπηρέτηση των δανείων των διεθνών τοκογλύφων.

Το «πικρό φάρμακο» λοιπόν του ΔΝΤ, το οποίο προβλέπει (με τη βοήθεια μίας εντελώς ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας και ενός σκιώδους Υπουργείου Οικονομικών) περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές στις κρατικές δαπάνες, ελαστικότητα στην εργασία, απελευθέρωση όλων των κλειστών επαγγελμάτων, ενίσχυση του ελευθέρου εμπορίου, περιορισμένους ελέγχους στη ροή των κεφαλαίων κλπ., αποδείχθηκε στην κυριολεξία θανατηφόρο για την συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών της Ν. Αφρικής – όπως και για όλες σχεδόν τις χώρες, στις οποίες «εισέβαλλαν» οι σύνδικοι του διαβόλου.

 

ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΩΝ ΕΙΣΒΟΛΕΩΝ

 

Οι διεθνείς τοκογλύφοι, το «σύστημα», όπως αποκαλείται, χρησιμοποιούν σταθερά την ίδια μέθοδο: διαφθείρουν την πολιτική, αναλαμβάνουν τη σκιώδη εξουσία και στη συνέχεια λεηλατούν τόσο την ιδιωτική, όσο και τη δημόσια περιουσία εκείνων των δύστυχων χωρών, στις οποίες εισβάλουν (αφού προηγουμένως τις υπερχρεώσουν, υποχρεώνοντας τες να ζητήσουν τη «βοήθεια» τους). Στο σημείο αυτό είναι ίσως σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ξανά τα στάδια της λεηλασίας, με το κείμενο που ακολουθεί:

Η «απελευθέρωση των αγορών», την οποία επιβάλλει δικτατορικά το ΔΝΤ στις χώρες που εισβάλλει, σημαίνει απλά το εξής: «Ανοίξτε τα σύνορα σας στους εντολοδόχους μας, για να μπορέσουν να αρπάξουν και να λεηλατήσουν ότι βρουν – ιδιωτικά ακίνητα, δημόσια περιουσιακά στοιχεία, επιχειρήσεις, μερίδια αγοράς κοκ

Αυτό γίνεται αφενός μεν με τη βοήθεια της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ, η οποία «φιλοδοξεί» να γίνει ο τοποτηρητής των εισβολέων στη χώρα της, αφετέρου με τη συνδρομή της πολιτικής εξουσίας – η οποία επιβάλλει «νομοθετικά διατάγματα» που δεν απαιτείται η έγκριση τους από τη Βουλή, ενώ διευκολύνει επικοινωνιακά την άλωση της εκάστοτε χώρας.

Η «διασπάθιση» της ιδιωτικής περιουσίας (ακίνητα, οικόπεδα κλπ.), επιτυγχάνεται πολύ απλά, με τη βοήθεια της υπερβολικής φορολόγησης – επίσης με τη συνδρομή των τραπεζών, οι οποίες έχουν στην ιδιοκτησία τους τις υποθήκες (άρθρο).

Η μέθοδος επηρεασμού της κοινής γνώμης, έτσι ώστε να μην αντιδράσει, είναι οι κατηγορίες για φοροδιαφυγή, για διαφθορά ή για οτιδήποτε άλλο ατόμων ή ομάδων του πληθυσμού – στα πλαίσια του «μαζί τα φάγαμε» ή της τοποθέτησης της μίας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης.

Από την άλλη πλευρά, η αφανής ακίνητη περιουσία του δημοσίου εκποιείται με την ίδρυση εταιριών, στις οποίες μεταβιβάζονται κρυφά τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους. Στη συνέχεια, πωλούνται οι μετοχές των εταιρειών αυτών, οπότε δεν γίνεται αντιληπτό σχεδόν τίποτα από τους πολίτες. Όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις, όπου τα «φιλέτα» είναι οι κοινωφελείς (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), οι κερδοφόρες μονοπωλιακές (ΟΠΑΠ) και οι στρατηγικές (ΟΤΕ κλπ.), ακολουθείται συνήθως η παρακάτω διαδικασία:

(α) Καταγγέλλεται η διαφθορά των συνδικαλιστών και του υπόλοιπου προσωπικού τους, μέσω των διατεταγμένων ΜΜΕ, έτσι ώστε να χειραγωγηθεί η κοινή γνώμη και να μην φέρει αντίρρηση στην εκποίηση τους.

(β) Απολύεται το δήθεν υπεράριθμο ή ακριβό προσωπικό τους – ιδίως αυτοί που αντιδρούν στην όλη διαδικασία. Προσλαμβάνονται είτε οι ίδιοι, είτε καινούργιοι, με τους νέους όμως βασικούς μισθούς «πείνας».

(γ) Εξυγιαίνονται με χρήματα των φορολογουμένων πολιτών και στη συνέχεια πωλούνται «καθαρές» στους εισβολείς – μισοτιμής προφανώς, αφού στην υπό κατάληψη χώρα οι τιμές έχουν καταρρεύσει.

Ότι δεν μπορούν να αγοράσουν οι εισβολείς σε τιμές ευκαιρίας, φροντίζουν να το κλείσουν – με τη μέθοδο του damping (σημαίνει ότι, κερδίζω στη δική μου χώρα, οπότε μπορώ να πουλάω κάτω από το κόστος σε μία άλλη, μέχρι να κλείσω τους ανταγωνιστές μου, αυξάνοντας μετά τις τιμές).

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, μειώνουν τις τιμές πώλησης τους κάτω από το κόστος, με αποτέλεσμα οι τοπικές βιομηχανίες να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με τον ανταγωνισμό. Επομένως, είτε χρεοκοπούν, είτε πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές στους εντολοδόχους του ΔΝΤ (ή της Γερμανίας, στην περίπτωση της Ελλάδας).

Όσον αφορά ορισμένους ευαίσθητους και εξαιρετικά κερδοφόρους κλάδους, όπως τις τοπικές φαρμακοβιομηχανίες, η συνταγή είναι ελαφρά διαφορετική:

(α)  Οι πολιτικοί επιβάλλουν θεσμικά τιμές πώλησης κάτω του κόστους στην τοπική βιομηχανία, η οποία παράγει συνήθως γενόσημα – υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τους ασφαλισμένους πολίτες να επιλέγουν τα συγκεκριμένα φάρμακα.

Αυτό επιτυγχάνεται είτε αυξάνοντας τις τιμές των πρωτοτύπων, είτε μειώνοντας τη συμμετοχή του κράτους, όσον αφορά την αγορά των πρωτοτύπων φαρμάκων, είτε προσφέροντας ειδικά κίνητρα για την αγορά των γενοσήμων.

(β) Στη συνέχεια, οι πολιτικοί «δημαγωγούν», ισχυριζόμενοι ότι ωφελούν τους πολίτες, καταπολεμώντας θαρραλέα τα συμφέροντα – οπότε κερδίζουν με το μέρος τους την κοινή γνώμη, η οποία νομίζει ανόητα πως ωφελείται από τις χαμηλές τιμές, ενώ χαίρεται με την τιμωρία του «εγχώριου κατεστημένου» (μισαλλοδοξία).

(γ)  Οι τοπικές φαρμακοβιομηχανίες είτε χρεοκοπούν, είτε πωλούνται μισοτιμής στους ξένους.

(δ)  Αργότερα, σταδιακά, οι τιμές των γενοσήμων αυξάνονται, τα κίνητρα για την αγορά τους, η επιδότηση τους ουσιαστικά από το κράτος σταματάει και οι εισβολείς έχουν στη διάθεση τους μονοπωλιακά ολόκληρη την αγορά – κερδίζοντας πλουσιοπάροχα.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Η μοναδική λύση των χωρών, ιδίως των πλουσίων, όπως η Ελλάδα, οι οποίες τοποθετούνται στο στόχαστρο, είναι η υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας – με τη βοήθεια της οποίας οι πολίτες αναλαμβάνουν μόνοι τους τα ηνία της πατρίδας τους, αποφασίζοντας οι ίδιοι για το μέλλον τους.

Η αιτία είναι προφανώς το ότι οι Πολίτες, στο σύνολο τους, είναι φύσει αδύνατον να δωροδοκηθούν – οπότε οι εισβολείς δεν έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τη βρώμικη πολιτική τους. Εάν τυχόν δε υπάρξει κάποιος ηγέτης, ο οποίος να μπορεί να τους εμπνεύσει, τότε η έξοδος της χώρας τους από την κρίση, αποφεύγοντας τις παγίδες των εισβολέων, είναι κάτι περισσότερο από εύκολη.

 

* Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις.

Έχει γράψει το βιβλίο "Υπέρβαση Εξουσίας", το οποίο αναφέρεται στο φορολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, ενώ έχει  εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τον  τίτλο "Η κρίση των κρίσεων".

Έχει ασχοληθεί με σημαντικές έρευνες και αναλύσεις επί του αντικειμένου του (μακροοικονομία), επί διεθνούς επιπέδου, οι οποίες φιλοξενούνται τακτικά σε ημερήσιες εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.


ΠΗΓΗ: Δεκεμβρίου 16, 2013,   http://www.analyst.gr/2013/12/16/5244/ και http://www.analyst.gr/2013/12/16/5244/2/

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.