Η κόλαση είναι άδεια, όλοι οι δαίμονες μετακόμισαν στην Γη
Του Αντώνη Ναξάκη*
Έχει γίνει πια κατανοητό και στους πιο δύσπιστους πως στον σημερινό καπιταλιστικό κόσμο το κύριο είναι οι αναγκαιότητες του πλάνου αναδιάρθρωσης του. Η μετατροπή δηλαδή σε εμπόρευμα οτιδήποτε μέχρι σήμερα θεωρείται δημόσιο και δωρεάν αγαθό (υλικό ή άυλο) κλειδί γι' αυτό είναι η εμπορευματοποίηση – ιδιωτικοποίηση των δημοσίων συστημάτων Παιδείας, Υγείας, Ασφάλισης, Συνταξιοδότησης, και η κατάργηση κάθε… κανόνα προστασίας της ζωντανής εργασίας (μονιμότητα, οχτάωρο, συλλογικές συμβάσεις κ.τ.λ.), με σκοπό η προσφορά της εργατικής δύναμης να γίνετε με όρους δουλοπαροικίας.
Βέβαια ο ανταγωνισμός είναι εγγενές καπιταλιστικό χαρακτηριστικό και εκδηλώνεται συνεχώς ανάμεσα στα ισχυρά καπιταλιστικά κέντρα, αλλά είναι φανερό πως τα τελευταία 30 χρόνια διεξάγεται χωρίς να θίγονται οι βασικές ανάγκες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Η χώρα μας επιλέχτηκε ως εναρκτήρια αιχμή των αναδιαρθρωτικών πολιτικών για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή με τις συνήθεις πολιτικές διαδικασίες δεν ήταν δυνατόν να επιβληθούν στους εργαζόμενους όσα τα τελευταία 4 χρόνια επιβλήθηκαν, ακολουθήθηκαν πολιτικές σοκ και δέος. Ο ξαφνικός θάνατος ολόκληρων εργασιακών δομών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έγινε η καθημερινότητα των εργαζομένων.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο οι διάφορες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που αντιπαρατίθενται στην καπιταλιστική βαρβαρότητα καλούνται να οργανώσουν τις αντιστάσεις τους, να αμυνθούν και να ανατρέψουν τις επιβαλλόμενες πολιτικές.
Ο χώρος της εκπαίδευσης αποτελεί βασικό πυλώνα αυτών των αντιστάσεων, καταρχήν γιατί είναι πολυπληθής, αλλά κυρίως γιατί εδράζεται στην κοινωνικά κατανοητή αναγκαιότητα για παιδεία – εκπαίδευση, δημόσια και δωρεάν. Γι' αυτό οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δρουν σ' αυτόν το χώρο, αλλά και το σύνολο των εργαζομένων σ' αυτόν, φέρουν μεγάλη ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, για τις ενέργειες, τις πρακτικές, τις αντιστάσεις και τους αγώνες τους.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να μιλήσουμε για ό,τι συμβαίνει ιδιαίτερα στον χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το Πάσχα του 2013 έως τον Οκτώβριο του 2013. Η σιωπή των διαφόρων πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων δεν μας τιμά και προσβάλει τους αγωνιζόμενους εκπαιδευτικούς και τους εργαζόμενους που στενάζουν από την κατοχική μπότα των δανειστών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Βασικό στοιχείο κριτικής των ηγεσιών των συνδικαλιστικών παρατάξεων είναι το κατά πόσο προέβλεψαν τις κυβερνητικές πολιτικές – στόχους στην συγκυρία του Φλεβάρη – Μάη 2013.
Είναι φανερό πως η κυβερνητική ηγεσία της ΟΛΜΕ (ΔΑΚΕ – ΠΑΣΚ) ήξερε και σιωπούσε.
Οι παρατάξει όμως που αναφέρονται στην αριστερά (ΣΥΝΕ – ΠΑΜΕ – ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ) απέτυχαν κραυγαλέα στις εκτιμήσεις τους. Για απόδειξη δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις, αρκεί να αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του αιφνιδιασμού των εκπαιδευτικών, όταν παραμονές του Πάσχα ανακοινώθηκαν αυξήσεις του ωραρίου και κυρίως οι πίνακες ανά νομό του πλεονάζοντος μόνιμου προσωπικού που εκτιμούσε το υπουργείο για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Η κυβέρνηση, ενώ προετοίμαζε ξαφνικές καταργήσεις ολόκληρων τμημάτων του εκπαιδευτικού συστήματος με διαθεσιμότητες, μετατάξεις και απολύσεις, έριξε στο τραπέζι το Π.Δ. αξιολόγησης των εκπαιδευτικών για να αποπροσανατολίσει το εκπαιδευτικό κίνημα. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της αριστεράς έστειλαν τα στελέχη τους στα σχολεία Μάρτιο – Απρίλιο του 2013 με αιχμή το Π.Δ. αξιολόγησης, ενώ αλλού παιζόταν το παιχνίδι με αποτέλεσμα τον πλήρη αιφνιδιασμό μας.
Οι λίγες φωνές, κυρίως από τον χώρο των Παρεμβάσεων, που προσπάθησαν να προειδοποιήσουν ότι το θέμα δεν ήταν η αξιολόγηση προσώπων, αλλά η κατάργηση δομών (αξιολόγηση δομών το ονομάζουν) και άρα απολύσεις, όπως οι απολύσεις αρρώστων και "επιόρκων", χάθηκαν χωρίς να εισακουστούν.
Υπό το βάρος του αιφνιδιασμού το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ παλινωδούσε μέσα στο 15νθήμερο των γιορτών του Πάσχα, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από την μόνη ανεχτή για τους εκπαιδευτικούς πρόταση αγώνα, την απεργία διαρκείας αμέσως μετά τις γιορτές.
Όμως τότε ξεκινούσαν και οι πανελλαδικές εξετάσεις.
Η μιντιακή προπαγάνδα του συστήματος (Τρέμη, Πρετεντέρης, κ.τ.λ.) τέθηκε σε πλήρη δράση. Δεν ήταν όμως αρκετή για να κάμψει τον θυμό των εκπαιδευτικών, ούτε να στρέψει τους εργαζόμενους εναντίον τους.
Έτσι «επιστρατεύτηκε» το πολιτικό γραφείο του ΚΚΕ, που με δηλώσεις των εκπροσώπων του στράφηκε ενάντια στην αυτονόητη απεργία διαρκείας των εκπαιδευτικών, επειδή συνέπιπτε με τις εξετάσεις, χωρίς να υπολογίσουν πως ήταν το μόνο μέσο που διαθέταμε.
Ούτε και αυτό όμως ήταν αρκετό. Έτσι οι Γ.Σ. όλων των ΕΛΜΕ της χώρας με πρωτόγνωρη συμμετοχή αποφάσισαν απεργία διαρκείας μετά τις γιορτές του Πάσχα και ενώ η κυβέρνηση ανακοίνωσε προληπτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών (πρώτη φορά μετά την πτώση της Χούντας), το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ δεν πήρε θέση και δεν έθεσε στις γενικές συνελεύσεις ερωτήματα για την υλοποίηση της απεργίας παρά την επιστράτευση. Η σκοπιμότητα εμφανής. Το πολιτικό γραφείο του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε και επέβαλε στην Γενική Συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ, ότι δεν υπήρχαν οι όροι πραγματοποίησης της απεργίας με παρούσα την επιστράτευση.
Το πραγματικό ζήτημα όμως δεν ήταν το αν υπήρχαν ή δεν υπήρχαν οι όροι διεξαγωγής του αποφασισμένου αγώνα, αλλά ποιος αποφασίζει γι' αυτό.
Με άλλα λόγια η Γενική Συνέλευση των προέδρων έπρεπε να κηρύξει τον εαυτό της σε διαρκή λειτουργία, να δώσει εντολή για γενικές συνελεύσεις την επόμενη μέρα, ούτως ώστε ο εκπαιδευτικός κόσμος να αποφασίσει για τις δυνατότητες του να νικήσει παρά την επιστράτευση.
Τι έκαναν όμως οι πρόεδροι των ΕΛΜΕ που ανήκουν στις Παρεμβάσεις; Αντί να ζητήσουν διαρκή σύνοδο προέδρων και νέες συνελεύσεις για να αποφασίσει ο κόσμος, ψήφιζαν σχεδόν, όλοι ως μη όφειλαν, αφού δεν είχαν εξουσιοδότηση από τις Γ.Σ, πραγματοποίηση της απεργίας ανεξάρτητα από την επιστράτευση.
Τι πρόβλημα αναδεικνύεται εδώ;
Προφανώς ένα βαθύτερο πρόβλημα δημοκρατίας. Τα ηγετικά στελέχη δεν αντιλαμβάνονται τις στιγμές που ο λόγος δεν τους ανήκει. Δεν αντιλαμβάνονται πότε η εξουσιοδότηση της διαχείρισης της θέλησης του μαζικού κινήματος έχει εξαντληθεί και το υποκαθιστούν. Όλοι τους έκαναν ό,τι κάνουν χρόνια τώρα οι πάσης φύσεως εξουσιαστές. Στις συνελεύσεις του Ιουνίου φάνηκε η βαθιά απογοήτευση του εκπαιδευτικού κόσμου ανεξαρτήτως συνδικαλιστικής προτίμησης. Η δυνατότητα ενός πραγματικού αγώνα χάθηκε τον Ιούνιο του 2013 λόγω της δράσης των πολιτικών γραφείων της κοινοβουλευτικής αριστεράς και της ανικανότητας μαζί με την εξουσιαστική αντίληψη της «επαναστατικής» αριστεράς.
Ποια ήταν όμως η συνέχεια;
Τέλος Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 2013 πραγματοποιείται το συνέδριο της ΟΛΜΕ. Διαπιστώνεται αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων. Τρεις έδρες ΣΥΝΕΚ, δυο το ΠΑΜΕ, δυο οι Παρεμβάσεις, τρεις η ΔΑΚΕ, μια η ΠΑΣΚ.
Η κυβέρνηση καταργεί ολόκληρους τομείς από το ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ και θέτει σε διαθεσιμότητα 2.500 περίπου εκπαιδευτικούς. Ταυτόχρονα προετοιμάζει τις υποχρεωτικές μετατάξεις από την δευτεροβάθμια στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Σύνεδροι των παρεμβάσεων προωθούν την ιδέα του διαρκούς συνεδρίου εκτιμώντας την επιθετικότητα της κυβέρνησης εντός του καλοκαιριού. Το συνέδριο υιοθετεί αυτή την άποψη.
Η νέα ηγεσία της ΟΛΜΕ (ΣΥΝΕΚ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ) δεν τόλμησε όμως να την υλοποιήσει. Με δεδομένο ότι ΠΑΣΚ, ΔΑΚΕ δεν ήθελε με κανένα τρόπο κάτι τέτοιο και το ΠΑΜΕ δεν συναινούσε με διάφορα προσχήματα, η νέα ηγεσία δεν τόλμησε, ως όφειλε, να υλοποιήσει την απόφαση του συνεδρίου.
Από πότε όμως η αποφάσεις του συνεδρίου τίθενται υπό την έγκριση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ;
Οι συνέπειες από την μη υλοποίηση της συνεδριακής απόφασης ήταν πολύ σημαντικές. Έμειναν ασυντόνιστες και χωρίς γεγονότα αιχμής οι εκατοντάδες κινητοποιήσεις που πραγματοποιούνταν καθημερινά το καλοκαίρι στις περισσότερες ΕΛΜΕ της χώρας.
Ταυτόχρονα αντί να προετοιμάζεται και να ανεβαίνει το φρόνημα των συναδέλφων για την επερχόμενη σύγκρουση του φθινοπώρου, εμφυλοχωρούσε η απογοήτευση και ενισχυόταν η ιδέα της αναποτελεσματικότητας των αγώνων.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα αντιφάσεων το εκπαιδευτικό κίνημα έφτασε στην απόφαση του Οκτώβρη για οριστική ρήξη με την κυβερνητική πολιτική μέσω απεργίας διαρκείας.
Οι εργαζόμενοι στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπερβάλλοντας εαυτόν, ξεπερνώντας τα ξεπουλήματα και τα λάθη των συνδικαλιστικών τους ηγεσιών, αποφάσισαν απεργιακή σύγκρουση.
Με απίστευτη συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις των αποφάσεων και με 95% απεργιακά ποσοστά το πρώτο πενταήμερο έδειξαν ποιο δρόμο ήθελαν να ακολουθήσουν.
Το στοίχημα για την επιτυχία αυτού του αγώνα ήταν η συμμετοχή και άλλων μεγάλων τμημάτων του δημοσίου στην απεργιακή μάχη ή τουλάχιστον ένα πανεκπαιδευτικό απεργιακό μέτωπο. Και ενώ κάτι τέτοιο ήταν ακόμα ανοικτό η μαχαιριά στον αγώνα μας δόθηκε από τα μέσα.
Στην σύνοδο των προέδρων των ΕΛΜΕ μετά το πρώτο απεργιακό πενταήμερο, και ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των ΕΛΜΕ ψήφιζε συνέχιση με νέο πενταήμερο, έλειπαν ελάχιστοι ψήφοι για την τυπική νομιμοποίηση της απόφασης.
Κατόπιν αυτού η σύνοδος των προέδρων όφειλε το αυτονόητο. Να θέσει την επόμενη ημέρα ξανά το ερώτημα της συνέχισης του αγώνα στις Γ.Σ, στους καθ΄ ύλην αρμόδιους να αποφασίσουν, αυτούς που πραγματικά σηκώνουν το βάρος τέτοιων αγώνων.
Αντί αυτού, τι έκαναν οι πρόεδροι στην σύνοδο; Με αστεία επιχειρήματα δέχτηκαν τον εκβιασμό του ΠΑΜΕ που δεν ήθελε αγώνα, μετατρέποντας την απεργία σύγκρουσης που ήθελαν οι εργαζόμενοι σε 48ωρη, δηλαδή σε σταμάτημα του αγώνα.
Δυστυχώς η πρόταση υιοθετήθηκε από τους προέδρους των Παρεμβάσεων και του ΣΥΝΕΚ.
Για άλλη μια φορά τέθηκαν ζητήματα ουσιαστικής εσωτερικής δημοκρατίας στον κλάδο. Για άλλη μια φορά η συνδικαλιστική εκπροσώπηση παραβίασε τα όρια των εντολών που είχε πάρει από τους εργαζομένους. Για άλλη μια φορά οι όποιες δυνατότητες νίκης εμπεριείχε ο αγώνας μας καταστράφηκαν εκ των έσω. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες συνεχίζουν να πιστεύουν, όπως έκαναν και τον Μάη, πως μπορούν να διαχειρίζονται τους αγώνες και τις αγωνίες των εργαζομένων κατά το δοκούν, ενώ πρέπει να είναι μόνο εντολοδόχοι της θέλησης τους.
Παλαιοί και νέοι σύντροφοι και συναγωνιστές των Παρεμβάσεων, όσοι από 1987-88 δώσαμε ό,τι μπορούσαμε για την επιτυχία του εγχειρήματος των "Αυτόνομων" σχημάτων. Συναγωνιστές από τα ΣΥΝΕΚ και το ΠΑΜΕ που βρεθήκαμε μαζί σε κοινά σχήματα και χώρισαν οι δρόμοι μας. Όλοι όσοι βρεθήκαμε μαζί στους αγώνες. Μήπως είναι πια ώρα για μια νέα πολιτικοσυνδικαλιστική σύνθεση;
ΧΑΝΙΑ, 06/12/2013