Πολιτεία και Εκκλησίες – Ανάλυση στα γεγονότα
Του παπα Κώστα Ε. Μπέη
Με αφορμή την εκκρεμή πρόταση νόμου (σ.σ. 2002)
Βουλευτές, που εκφράζουν περισσότερες πολιτικές τάσεις, υπέγραψαν και κατέθεσαν στη Βουλή πρόταση νόμου για τη ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, τις θρησκευτικές ενώσεις και τη θρησκευτική ελευθερία, με κεντρικό στόχο τη σταδιακή απεξάρτηση του κράτους από την Εκκλησία της Ελλάδος, κάτι που εναρμονίζεται μεν με την επιταγή του Ιησού «απόδοτε ουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ,- όμως δεν μπορεί να ανεμένεται στις τρέχουσες συνθήκες της πολιτικής αγοράς.
Ιστορικώς, η έλλειψη καθολικής εθνικής συνείδησης είχε πειθαναγκάσει τους Ρωμαίους και, στη συνέχεια, τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, ν’ αναγάγουν το ενιαίο και απαρασάλευτο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα σε θεμέλιο της κρατικής ενότητας, με τίμημα την άσκηση πολιτικής εξουσίας από ισχυρούς ιερατικούς φορείς. Ήδη, με την προαναφερόμενη πρόταση νόμου, επιχειρείται η κανονιστική οριοθέτηση των σχέσεων, φυσικά δίχως προοπτική νομοθετικής μεταβολής στο άμεσο μέλλον. Οπωσδήποτε όμως πραγματικός χωρισμός, ως προϊόν παιδείας και καλλιέργειας του λαού, θα είναι, για απροσδιόριστο μακρινό χρόνο, ακατόρθωτος.
(α) η μισθοδοσία και συνταξιοδότηση του εφημεριακού κλήρου, κάτι που μπορεί ίσως να καταργηθεί για τους εφεξής διοριζόμενους κληρικούς, όχι όμως και για τους ήδη μισθοδοτούμενους ή συνταξιοδοτούμενους, που έχουν κεκτημένα τα αντίστοιχα δικαιώματα, μέσα στους κόλπους του κοινωνικού κράτους δικαίου, κάτι που προσπαθεί να ρυθμίσει η πρόταση νόμου με τα άρθρα 16 έως 18, και
-αν εκδίδονται αποφάσεις εκκλησιαστικών δικαστηρίων, που επιβάλλουν ποινές για τον λόγο ότι ο τιμωρούμενος κληρικός προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας δικαστική προστασία, δηλαδή ασκώντας θεμελιακό δικαίωμα
– αν η κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος υποχρέωση απαρασάλευτης τήρησης των Ιερών Κανόνων, έχει το νόημα υπεροχής των, ακόμη και στην περίπτωση που οι ρυθμίσεις κάποιων από αυτούς αντιστρατεύονται τη σύγχρονη εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή δημόσια τάξη.
Περαιτέρω η πρόταση νόμου προβλέπει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την αναγνώριση της ικανότητας δικαίου και της αντίστοιχης ικανότητας διαδίκου κάθε θρησκευτικής κοινότητας, ύστερα από αίτηση είκοσι τουλάχιστον πιστών και θετική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που επιτρέπει την εγγραφή της κοινότητας στο σχετικό δημόσιο βιβλίο. Για τη δικαστική τούτη αναγνώριση, η πρόταση απαιτεί μακρά διάρκεια προΰπαρξης της αιτούσας κοινότητας και συγκροτημένο θρησκευτικό δόγμα, προσιτό σε κάθε ενδιαφερόμενο.
(α) είναι αντιφατική προς την αφετηριακή αρχή, δηλαδή τον χωρισμό κράτους και Εκκλησιών, αφού ήδη εξαρτά την υπόσταση και τη δράση των θρησκευτικών κοινοτήτων από την απόφαση κρατικών οργάνων,
(β) είναι περαιτέρω αντίθετη με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που καταδίκασε την Ελλάδα, όταν τα εθνικά μας δικαστήρια δεν είχαν αποδεχθεί την αυτοδίκαιη ικανότητα δικαίου και ικανότητα διαδίκου της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, ενώ, εξάλλου
(γ) θα ήταν και ανεδαφική, στην έκταση που θα ανέμενε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα δεχθεί να υποβληθεί στον αυτοεξευτελισμό τού να ζητήσει από το Εφετείο Αθηνών την ανάγνωρισή της ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Κάτι που υπαγόρευσε την εναλλακτική λύση της εγγραφής δίχως αίτηση, ύστερα από πράξη του υπουργικού συμβουλίου και πάντως αυτοδικαίως την 31 Δεκεμβρίου 2010.
Κατά το άρθρο 16§ 2 του Συντάγματος, η παρεχόμενη από το κράτος παιδεία έχει ως σκοπό την ανάπτυξη και της θρησκευτικής συνείδησης, με τελικό στόχο τη διάπλαση των Ελληνων σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Αυτός ο σαφής στόχος στηρίζει επαρκώς τον περιορισμό του άρθρου 6 της πρότασης νόμου, ότι δηλαδή η διδασκαλία των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία δεν επιτρέπεται να έχει ομολογιακό χαρακτήρα. Η συνταγματική αποστολή της παιδείας ολοκληρώνεται με την έλλογη εξοικείωση των μαθητών με την παραδοχή ότι, πέρα από τον αισθητό κόσμο, και δίπλα στις μεγάλες επιστημονικές και φιλοσοφικές κατακτήσεις, καθώς και τις αισθητικές δημιουργίες, ο ανήσυχος νους του ανθρώπου έχει και καλλιεργεί τη νοσταλγία για έναν άλλον, πνευματικής διάστασης, κόσμο, όπως από διαφορετικά μονοπάτια τον προσεγγίζουν οι πολλές και διαφορετικές σύγχρονες θρησκείες, τις οποίες καθένας μας οφείλει να σέβεται, μέσα στην πίστη του δικού του δόγματος ή της δικής του θρησκείας ή ακόμη και μέσα στη δική του αποστασιοποίηση από τέτοιες ευαισθησίες.
1 Ματθ. κβ’ 21, Μαρκ. Ιβ’ 17, Λουκ. Κ’ 25