Αυτάρκεις στην ανεπάρκεια*
Του Γιάννη Στρούμπα
Μωρό έξι μόλις μηνών κραυγάζει στη μέση της ρωμαϊκής λαχαναγοράς τη λέξη «θρίαμβος!»· ένα βόδι σκαρφαλώνει στο τρίτο πάτωμα κτιρίου και πηδά στο κενό· ξεσπά βροχή από πέτρες· αυτά τα παράδοξα και άλλα υπερφυσικά περιγράφονται από τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, στο μότο που επιλέγει ως εισαγωγή για το πρώτο μέρος της ποιητικής του συλλογής «Επαληθεύοντας τη νύχτα» ο Δημήτρης Αγγελής.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 379, 16/11/2013.
Το πρώτο τούτο μέρος της συλλογής επιγράφεται «1989». Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα απ' τη σύγχρονη πραγματικότητα, σε μια εποχή που σχεδόν παραμένει παρόν, το 1989, καθώς προσδιορίζεται από το μότο του Τίτου Λίβιου, φαίνεται να αντιστοιχεί στην υπερφυσική παραδοξότητα που περιγράφει ο ιστορικός, προσδίδοντας έτσι στα αφύσικα συμβάντα του παρελθόντος μια διαχρονικότητα: ακόμη και η σύγχρονη εποχή μοιάζει να εμπερικλείει κάτι το τρομακτικό!
Πράγματι, ο Αγγελής, στο μόλις πρόσφατο 1989, σκηνοθετεί μια σύγχρονη παραδοξότητα. Φόντο του σκηνικού αποτελεί ένα μουντό δωμάτιο, στο οποίο η μονίμως ανοιχτή τηλεόραση θυμίζει πένθιμο βωμό. Η φωτιά του «βωμού», δηλαδή η ψυχρή εικόνα της τηλεόρασης, δεν ζεσταίνει, παρά μόνο φωτίζει αχνά. Το τραπέζι είναι ξέστρωτο, γεμάτο ψίχουλα και «αποφάγια σωρό». Εδώ ακριβώς εισάγεται το μυστήριο: ποιοι άφησαν τα ψίχουλα, εφόσον εμείς «λείπουμε χρόνια»; Η διαγραφόμενη απουσία υπερβαίνει το επίπεδο του σώματος· είναι απουσία επίσης ψυχική, ηθική, πνευματική. Ο φόβος κυριαρχεί, η μελαγχολία κατακαλύπτει οποιοδήποτε υγιές αίσθημα, η «αυτοκρατορία» γκρεμίζεται. Το ζοφερό κλίμα αποτυπώνεται στον στίχο «νύχτα, βαθιά μελαγχολία, ηρεμιστικά και παυσίπονα».
Μέσα από τον όλο ζόφο αναδύεται σαν ήρωας ένας γέροντας που ξυπνά από τον λήθαργο. Διαπιστώνοντας την τελική κατάρρευση των πάντων, προβληματίζεται ως προς το ποιος θα σηκώσει το φορτίο της αντίδρασης. Ο καιρός φαίνεται πως έχει ωριμάσει: «εκείνη η νύχτα/ είχε σε όλους μας μοιραστεί προσεκτικά σαν διπλωμένη προκήρυξη ή τελεσίγραφο». Η συνωμοτική αυτή νύχτα συνιστά την προκήρυξη που παρακινεί προς τον επαναστατικό ξεσηκωμό. Κι «η μόνη επανάσταση που υπάρχει είναι ο Άλλος», κατασταλάζει ο γέροντας, προσδιορίζοντας σαν βασικό μέσο της αντίστασης τη συλλογικότητα, τη συμπόρευση, τον αλτρουισμό. Πλάι στη συντροφικότητα επιβάλλεται να διεκδικηθεί ξανά η εφηβεία, το «τζιτζίκι στη χούφτα», η νύχτα που κάποτε «σήμαινε αγάπη». Έτσι κερδίζεται η ζωή.
Όμως ο άνθρωπος μοιάζει με «μικρό καρυδότσουφλο σε τσίγκινη σκάφη μ' απόνερα», στοχάζεται ο Αγγελής, σ' έναν σεφερικής υφής προβληματισμό. Έτσι ελάχιστος που κυλιέται στο τέλμα, μπορεί να πετύχει τον στόχο του; Δεδομένου πως κατισχύουν η απουσία, η προδοσία, η έπαρση, η περιφρόνηση, η καταισχύνη, επέρχονται σαν απολύτως φυσιολογική κατάληξη τα γηρατειά, η αρρώστια, ο θάνατος, η γενικότερη οικτρή αποτυχία του ανθρώπου. Οι απεικονίσεις της παρακμής από τον Αγγελή είναι εφιαλτικές: «γδαρμένα ζώα κρέμονται απ' τα τσιγκέλια της οροφής», όταν παράλληλα «σαν παγωμένη ακτινογραφία μάς διαπερνάει το φως, σκέτος καρκίνος». Η αποτυχία να σηκωθεί ψηλά το κεφάλι και να κερδηθούν η ζωή και το φως, οδηγεί στην επιστροφή στα σκοτάδια, «στις στοές με κατεβασμένα κεφάλια». Ο άνθρωπος φορτώνεται και κουβαλά την παρακμή του, γεμάτος δέος μπροστά σε μια επαπειλούμενη Αποκάλυψη, που θα κρίνει τη γκρίζα υποταγή του: «και η δύση στις πλάτες μας έχει το χρώμα/ της Αποκάλυψης».
Σε μια ζωή, λοιπόν, που υποτάσσεται στην εξωτερική επιβολή, τη στρατιωτική πειθαρχία, τον καταναγκασμό, την κατάπνιξη κάθε προσωπικής πρωτοβουλίας, η όλη τελμάτωση συνεπάγεται τον θάνατο: «ένας στρατώνας/ η τελευταία αποικία του ανθρώπου·/ κενοτάφιο». Να τη επομένως η «Αποικία» του Αγγελή, που συνιστά και τον τίτλο του δεύτερου μέρους της συλλογής του: ένας τόπος υπαγωγής σε ψυχικά και πνευματικά δεσμά, που αφήνει πίσω του μόνο συντρίμμια κι ανοιχτούς τάφους.
Όσοι όμως εκμεταλλεύονται τα ζωτικά στοιχεία του βίου, έρχεται η στιγμή που τιμωρούνται, με τρόπο μάλιστα τραγικά ειρωνικό. Ο μαυραγορίτης του νερού, που σαν κακός δράκος παραμυθιού κοιμόταν φύλακας «πάνω σ' ένα βουνό από πλαστικά μπουκάλια εμφιαλωμένου νερού», εντοπίζεται πνιγμένος, με κοιλιά τυμπανισμένη απ' το νερό κι ένα κομμάτι πλαστικού σφηνωμένο στο λαιμό του. Η εκδίκηση επέρχεται μέσω των ίδιων των εργαλείων της εκμετάλλευσης, θυμίζοντας υπέρτατη μεταφυσική τιμωρία, όπως εκείνες τις οποίες προφητεύουν θρησκευτικά κείμενα εσχατολογικής φύσεως. Αν και μεταφυσικού χαρακτήρα, η τιμωρία αποδεικνύεται ωστόσο κι απολύτως φυσική συνάμα, εφόσον πηγάζει από ένα φυσικό στοιχείο, το νερό.
Στην εκπλήρωση της τιμωρίας δεν συντελεί μόνο η φύση. Ο προφήτης που διαδραματίζει τον ρόλο του τιμωρού είναι για τον Αγγελή ο ποιητής. Ο ποιητής, μετά την τιμωρητική του παρέμβαση, επιστρέφει στη σιωπή του. Η απόσυρσή του σηματοδοτεί και την αδυναμία του φωτός να κατισχύσει εντέλει: οι άνθρωποι δεν θα μετανοήσουν ούτε για τους φόνους, ούτε για το φαρμάκι, ούτε για την πορνεία, ούτε για τα κλεμμένα τους. Θα παραμείνουν «αυτάρκεις/ στη νύχτα τους», στην ανεπάρκειά τους, επιβεβαιώνοντας και τον τίτλο της συλλογής. Σ' έναν κόσμο, επομένως, όπου η μοναδική πηγή φωτός είναι η τηλεόραση, κι όπου το μουντό της φως συντηρεί το σκοτάδι κι ένα απίστευτα νοσηρό κλίμα, η νύχτα δεν κατισχύει μονάχα σαν φυσικό φαινόμενο, αλλά και σαν κλίμα, καθώς και σαν ψυχική κατάσταση.
Η ποιητική συλλογή του Αγγελή κοσμείται από σχέδια του Αλέκου Κυραρίνη, τα οποία, όντας έξοχα εισαγμένα στο κλίμα των ποιημάτων, αποδίδουν φιγούρες αμήχανες, ακαταστάλακτες, κατακερματισμένες, αποπροσανατολισμένες, ρηχές, σε απορία, πρόσφορες προς χειραγώγηση. Με την αποτύπωση αυτή των μορφών ο Κυραρίνης συμπλέει με τη στόχευση του Αγγελή κι ενισχύει το σκοτάδι που κυριαρχεί στη συλλογή του ποιητή, επαληθεύοντάς το καί μέσα από την προσωπική του οπτικοποίηση.
Πέντε χρόνια μετά από τη χρονική επιλογή «1984» του Τζορτζ Όργουελ για το προφητικό του μυθιστόρημα, το χρονικό ορόσημο «1989» του Αγγελή παραμένει εξίσου οργουελικό και ζοφερό, λειτουργώντας διττά: ως τίτλος συνοδευτικός του προερχόμενου από τον Τίτο Λίβιο μότο της συλλογής, προφητεύει μια σύγχρονη παρακμιακή εποχή· ως χρονολογικό στοιχείο εκφερόμενο στο σήμερα, καταβυθίζεται σ' ένα πρόσφατο παρελθόν και, παρόλο που μιλά μελλοντολογικά, επικυρώνει εκ των υστέρων την προφητεία με την επαλήθευσή της. Εδώ υπεισέρχεται και μια υποψία ειρωνείας, εφόσον η «προφητεία» είναι απλώς η περιγραφή και η επιβεβαίωση του ζοφερού παρελθόντος. Επειδή όμως το παρελθόν αυτό προβάλλεται, δυστυχώς, και στο απώτερο μέλλον, η αναζήτηση της διεξόδου προς φυγή δεν εκπληρώνεται. Κι η νύχτα επαληθευόμενη κατακαλύπτει τα πάντα.
Δημήτρης Αγγελής, «Επαληθεύοντας τη νύχτα», εκδ. Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 2011, σελ. 32.
[…] νύχτα, θάλαμος νοσοκομείου, λευκοπλάστες, οροί, καθετήρες
πλαστικά μέλη για κατάγματα ψυχικά
εμφυτεύματα μνήμης και μεταμοσχεύσεις σπαταλημένων αισθημάτων
σε ποιο κεφάλι αύριο θα μιλώ; οι γιατροί σηκώνουν τους ώμους αδιάφορα
ποιος θα κατοικήσει αύριο αυτό το σκιάχτρο κορμί, σκέλεθρο τρομακτικό που ταξι-
δεύει πεινασμένο μονίμως
χτυπάει το κεφάλι του στα τοιχώματα, ράβει απελπισμένο το στόμα του, κλυδωνί-
ζεται
μικρό καρυδότσουφλο σε τσίγκινη σκάφη μ' απόνερα, λοιπόν
αυτό είναι ο άνθρωπος; […]
***
[…] κάθισε κουρασμένος σε μια πέτρα ο άνθρωπος
είχε έρθει από πολύ μακριά, ήταν ξένος στην αποικία μας
στο στόμα του δοκίμαζε τη γεύση των λέξεων, στο τέλος τίποτα δεν μας είπε
έφτυσε μόνο τρία χαλίκια, τίναξε τη σκόνη απ' το σακάκι του, ξαναέφυγε
ο Ποιητής επέστρεψε στη σιωπή του
και οι λοιποί των ανθρώπων, μάθαμε,
ου μετενόησαν εκ των φόνων αυτών ούτε εκ της πορνείας αυτών
ούτε εκ των κλεμμάτων αυτών
αλλά έμειναν αυτάρκεις
στη νύχτα τους. |