Η ΝΤΡΟΠΗ
Tου Γιώργου Λιερού
Οι ικεσίες και τα κλάματά μας είναι απόδειξη της αδυναμίας μας,
η ντροπή μας όμως, αποτελεί απόδειξη ότι ενεργούμε με την θέλησή μας.
Τζελαλεττίν Ρουμί, «Μεσνεβί», μέρος πρώτο, 621.
Μπορεί ακόμα η ελληνική κοινωνία να ντρέπεται για την κατάντια της; Μια κοινωνική καταστροφή συγκρίσιμη με πολεμική ήττα. Παραδοθήκαμε μετά από αψιμαχίες και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρόκειται για πόλεμο. Σχεδόν όπως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης το 1989. Και το κυριότερο, δεν είναι η πτώση του βιοτικού επιπέδου αλλά η καταρράκωση της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού. Γιατί ο λαός δεν αντιστέκεται, γιατί ο καθένας «φυλάει τις σφαίρες του» μόνο για τον διπλανό του; Παραίτηση, απραξία, απάθεια και μετά ξέσπασμα πάνω στον πιο αδύνατο· που οφείλεται η παράλυση της θέλησης, η έσχατη αδυναμία;
Η ελληνική κοινωνία εδώ και 2-3 δεκαετίες ξέμαθε να ντρέπεται· η ντροπή όμως είναι το μέτρο της αξιοπρέπειας, θέτει τις προδιαγραφές για την δημόσια εμφάνιση, τους όρους για τον αμοιβαίο σεβασμό, την σύμπραξη και την συνομιλία ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους στον δημόσιο χώρο. «Ξετσίπωτος» είναι αυτός που εμφανίζεται στους άλλους «χωρίς τσίπα», αδιαφορώντας για την υπόληψή του, είναι αυτός που «δεν έχει πρόσωπο». Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί και ντρέπεται ακριβώς γιατί έχει υιοθετήσει αξίες και δεσμεύεται προσωπικά σ’ αυτές, γιατί όπως θα έλεγε κάποτε ο λαός μας έχει φιλότιμο (είναι φίλος της τιμής του, προστατεύει την τιμή του). «Συστήματα της τιμής και της ντροπής», αποκαλούν οι ανθρωπολόγοι τα συστήματα των κοινωνικών κανόνων στους λαούς στους οποίους απουσιάζει το κράτος ή η παρουσία του είναι ισχνή.
Η ξεδιαντροπιά της ελληνικής κοινωνίας συνάδει με την κραυγαλέα πολιτική της αδυναμία, την ανθρωποφαγία της, την διολίσθησή της στον πόλεμο όλων εναντίον όλων. Για την ακρίβεια, η ξεδιαντροπιά ήταν μια από τις πιο πρώιμες ενδείξεις γι’ αυτό που θα ακολουθούσε λίγες δεκαετίες μετά. Λαοπρόβλητοι ηγέτες, πετυχημένοι επιχειρηματίες, αστέρες των μέσων μαζικής ενημέρωσης, πνευματικοί άνθρωποι αλλά και τα «κοινωνικά κινήματα», βοήθησαν την κοινωνία να «απελευθερωθεί» από το αξιακό της φορτίο. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που συνδέει τον αμοραλισμό του Α. Παπανδρέου, την προπέτεια του Πάγκαλου, το Μέγκα, την Μύκονο, την Ολυμπιάδα, Τον Θέμο Αναστασιάδη και την Ρεπούση. Οι κοινωνικοί δεσμοί εξασθένισαν, ο κοινός κόσμος ξεθώριασε, ο καθένας αναδιπλώθηκε στην καταναλωτική του ευδαιμονία.
Αυτού του είδους η «απελευθέρωση» είναι συστατική ενός «απενεχοποιημένου» τρόπου ζωής, μιας ελαφρότητας, μιας κουλτούρας ναρκισσισμού που επικράτησε σε όλο τον δυτικό κόσμο από την δεκαετία του 1980 και μετά. Πρόκειται για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής του νεοφιλελευθερισμού και όχι τυχαία η νεοφιλελεύθερη επέλαση συνδέθηκε με την επικράτηση μηδενιστικών, «αποδομητικών» και σχετικιστικών ιδεών και των αντίστοιχων τρόπων ζωής. Ο νεοφιλελευθερισμός ως πρόταση πολιτισμού, είναι μηδενισμός και αυτός ο μηδενισμός μπορούσε να ολοκληρώσει την κίνησή του, να εκδηλώσει όλες τις αποσαρθρωτικές κοινωνικές του συνέπειες στην Ελλάδα γιατί εδώ το εργασιακό ήθος και οι αξίες της βιομηχανίας είχαν ακόμη ρηχές ρίζες, γιατί η νεωτερική ορθολογικότητα των κρατικών θεσμών, ήταν ακόμη αβέβαιη και προπάντων γιατί η συνέχεια του εγχώριου αστικού πολιτισμού είχε διακοπεί βίαια με την κατοχή, τον εμφύλιο και την κοινωνική άνοδο των μαυραγοριτών και των ταγματασφαλιτών, ενώ ο μεταπρατισμός ήταν το μόνο που καταφέραμε να κληρονομήσουμε από τον παροικιακό ελληνισμό και τον προχωρημένο του αστικό πολιτισμό.
Όταν ήρθε η κρίση, η ελληνική κοινωνία ήταν ήδη μια εξαιρετικά αδύνατη, μια εύθραυστη κοινωνία και γι’ αυτό με μοναδική και λαμπρή εξαίρεση το κίνημα των πλατειών, δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Έτσι ή αλλιώς, ο δρόμος της ρήξης, η εκ θεμελίων παραγωγική, κοινωνική και πολιτειακή ανασυγκρότηση της χώρας σε συνθήκες ολομέτωπης σύγκρουσης με τον παγκόσμιο καπιταλισμό, θα ήταν ένα εγχείρημα δύσκολο, τιτάνιο, σχεδόν ακατόρθωτο και για τον πιο σφριγηλό και αποφασισμένο λαό. Η ελληνική κοινωνία συνειδητοποίησε την αδυναμία της ακριβώς όταν το κίνημα των πλατειών έφτασε στην κορύφωσή του, οπότε έγινε φανερή η μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στο κίνημα στις καλύτερές του στιγμές και στις απαιτήσεις του έργου το οποίο θα έπρεπε να αναληφθεί. Τότε έγινε άλλωστε φανερό ότι καμιά επάνοδος στην προηγούμενη της κρίσης κατάσταση δεν ήταν πλέον δυνατή. Αυτή η συνειδητοποίηση παρέλυσε την κοινωνία. Παρά τις εκλογικές επιτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ, το κίνημα φυλλορρόησε, ενώ τα σημάδια της κοινωνικής αποσύνθεσης, ανάμεσα στα οποία το πιο χτυπητό αλλά όχι το μόνο, είναι η άνοδος της Χρυσής Αυγής, κάνουν όλο και πιο έντονη την παρουσία τους.
Το πένθος της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε να είναι μια περίοδος αφύπνισης, αυτογνωσίας, αυτοκριτικής, ωρίμανσης, προετοιμασίας, σχεδιασμού της επιστροφής στην δράση και στον δρόμο της αξιοπρέπειας. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα αποτελούσε ήδη μια εξόχως ενεργητική στάση, γιατί το φυσιολογικό πένθος είναι πάντα η προετοιμασία για την επόμενη μέρα και γι’ αυτό όλοι οι λαοί με τα έθιμα και τις τελετές τους το διευκολύνουν να εκφραστεί. Σε μια ξεδιάντροπη κοινωνία, δηλαδή σε μια κοινωνία χωρίς δεσμευτικές αξίες, η διαδικασία του πένθους δεν μπορεί να περατωθεί φυσιολογικά, δεν μπορεί καν να αναληφθεί συνειδητά από τον πάσχοντα· τα περισσότερα άτομα αποφεύγουν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, ιδίως όταν αυτή τους σπρώχνει να δεσμευτούν σε συλλογικά εγχειρήματα· το πένθος τους παραμένει ακατέργαστο, μετατρέπεται σε κατάθλιψη, σε παράλυση της βούλησης, σε πλήρη αδυναμία που μπορεί να συνοδεύεται από περιοδικά μανιακά ξεσπάσματα (εναντίον υποκατάστατων εύκολων στόχων).
Σήμερα πρέπει να είμαστε καχύποπτοι με την στομφώδη αισιοδοξία· θα μπορούσε να είναι μεταμφιεσμένη κατάθλιψη ή απλώς συνειδητή προσπάθεια εξαπάτησης. Η κατάσταση είναι κακή. Τα πρώτα καλά σημάδια θα φανούν όταν αναγνωρίσουμε την κατάσταση σαν τέτοια που είναι και ο καθένας από μόνος του και προπάντων όλοι μαζί, σαν λαός, αρχίσουμε να ντρεπόμαστε γι’ αυτό που είμαστε. Οι Σούφι, τοποθετούσαν στα σπίτια τους και στον τεκέ τους πινακίδες που έγραφαν: «ντροπή βρε». Τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς στον ελληνικό λαό, στον καθέναν από εμάς;
ΠΗΓΗ: Εφ. «Ο Δρόμος», Κυριακή 11-11-2013.