ΑΤΟΚΟ ΠΑΓΩΜΑ ΧΡΕΩΝ
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Το μοναδικό ρεαλιστικό σενάριο για την καταπολέμηση της κρίσης υπερχρέωσης της Δύσης – μέσω της σωστής διαχείρισης των γιγαντιαίων δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, λόγω των οποίων κινδυνεύουμε να βρεθούμε σύντομα αντιμέτωποι με την τέλεια χρηματοπιστωτική καταιγίδα.
«Όταν άκουσα τα αποτελέσματα των εκλογών στην πατρίδα μου την Κυριακή το βράδυ, κατάλαβα αμέσως ότι, η παραφροσύνη είναι η βασική, η ανίατη ίσως ασθένεια της χώρας. Πρόκειται ασφαλώς για μία απίστευτη ειρωνεία της σύγχρονης ιστορίας το γεγονός ότι, ένα κάτω του μετρίου κυβερνών κόμμα επανεκλέγεται για τρίτη φορά, λαμβάνοντας το 42% των ψήφων! Υπό το φως της συγκεκριμένης έκβασης των εκλογών, έθεσα το παρακάτω ερώτημα στον εαυτό μου:
Μπορούν ακόμη να σκέφτονται καθαρά οι συμπατριώτες μου ή επικρατεί πλέον το σύνθημα «Ηλίθιοι, ακόμη πιο ηλίθιοι, Γερμανοί;».
Υπάρχουν συμπολίτες μου που θεωρούν ότι η Γερμανία βαδίζει σωστά, υπάρχουν κάποιοι άλλοι που πιστεύουν πως η καγκελάριος είναι η ισχυρότερη πολιτικός του πλανήτη, υπάρχουν επίσης ορισμένοι που υποθέτουν ότι, ζούμε σε μία εθνικά κυρίαρχη χώρα.
Επιτρέπεται να το κάνουν, αφού είμαστε πολίτες ενός κράτους, στο οποίο μπορεί κανείς να σκέφτεται ή να πιστεύει σε ότι θέλει. Όμως, όποιος θέλει απλά να πιστεύει και να μην γνωρίζει, τότε δεν θα πρέπει να εκπλαγεί, όταν πληρώσει πολύ ακριβά το «πίστευε και μη ερεύνα» του» (T. Mehner με παρεμβάσεις).
Ανάλυση
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω δεν είναι λίγοι εκείνοι οι Γερμανοί, οι οποίοι γνωρίζουν την ύπουλη «ξέρα», στην οποία κατευθύνεται αναπόφευκτα η χώρα τους, εάν δεν αλλάξει πορεία – αφού αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο σε μία γιγαντιαία κρίση υπερχρέωσης, όπως η σημερινή, δεν είναι οι οφειλέτες, αλλά οι δανειστές.
«Δεν μπορείς να πάρεις τίποτα, από αυτόν που δεν έχει», όπως πολύ καλά γνωρίζουμε – ενώ εάν επιμένεις, επιβάλλοντας του δικτατορικά, υπεροπτικά, πρωσικά, μία καταστροφική πολιτική λιτότητας, η οποία δεν συνοδεύεται έστω από κάποια μικρά αναπτυξιακά «αντίμετρα», στο τέλος θα αναδειχθείς στον «ηρωικά» μεγάλο χαμένο.
Συνεχίζοντας, ελάχιστοι πλέον από τους Πολίτες του Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και της υπόλοιπης Δύσης, δεν γνωρίζουν τα λάθη τους – τόσο τα δικά τους, όσο και αυτά του κράτους τους. Εν τούτοις, κανένας δεν μπορεί να αλλάξει ποτέ το παρελθόν, ενώ η μοναδική δυνατότητα που του απομένει είναι να διορθώσει τα σφάλματα του – επίσης, να διδαχθεί από όσα συνέβησαν, έτσι ώστε να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη στο μέλλον.
Δυστυχώς όμως, είναι πολύ λίγες εκείνες οι περιπτώσεις, όπου τηρείται ο κανόνας, η προσπάθεια διόρθωσης δηλαδή των σφαλμάτων – γεγονός που τεκμηριώνεται στην Ευρωζώνη, κυρίως από τη συμπεριφορά ορισμένων κρατών της. Ειδικότερα τα εξής:
(α) Ασυμμετρίες
Το μεγαλύτερο πρόβλημα μίας νομισματικής ένωσης είναι οι τυχόν ασυμμετρίες εντός της – όπου οι πλεονασματικές χώρες ζουν εις βάρος των ελλειμματικών. Η δυσλειτουργία αυτή έχει κάποια όρια, τα οποία φαίνεται να έχει πλέον υπερβεί η Ευρωζώνη, χωρίς όμως να κάνει το παραμικρό για να αλλάξει πολιτική.
Αν και σε παγκόσμιο επίπεδο συμβαίνει κάτι σχετικά ανάλογο (διάγραμμα που ακολουθεί), με «δράστες» τη Γερμανία και την Κίνα (ανάλυση), υπάρχει μία σημαντική διαφορά: η Κίνα δεν είναι πλεονασματική στην περιοχή της, αφού δεν εξάγει μόνο, αλλά εισάγει σχεδόν ανάλογες ποσότητες προϊόντων ή πρώτων υλών από τα γειτονικά της κράτη.
Αντίθετα, η Γερμανία δεν χαρακτηρίζεται καθόλου από μία αντίστοιχα έντιμη ή αλληλέγγυα συμπεριφορά, προτιμώντας να εισάγει προϊόντα με μοναδικό κριτήριο την τιμή τους – πολύ συχνά ανεξαρτήτως ποιότητας, από όπου και αν προέρχονται (συνήθως από τις φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Ι
Εκτός αυτού, η Γερμανία έχει πλέον κατά πολύ μεγαλύτερα πλεονάσματα, σε σχέση με το ΑΕΠ της, συγκριτικά με την Κίνα (Διάγραμμα ΙΙ) – ενώ η πολιτική της είναι ολοκάθαρα επεκτατική και εγωιστική, εάν όχι καθαρά μερκαντιλιστική.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΙΙ
Είναι λοιπόν σε μεγάλο βαθμό πλεονασματική στην περιοχή της, τόσο στη στενότερη (Ευρωζώνη), όσο και στην ευρύτερη (ΕΕ), χωρίς να θέλει να διορθώσει το σφάλμα της – παρά το ότι γνωρίζει την τεράστια ζημία που θα προκαλέσει καταρχήν στους άλλους και στη συνέχεια στον εαυτό της (κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη με τους δύο παγκοσμίους πολέμους).
Ολοκληρώνοντας, όπως φαίνεται από το διάγραμμα ΙΙ (πρώτη εικόνα), το πλεόνασμα της Γερμανίας είναι της τάξης του 7,5% του ΑΕΠ της, ενώ της Κίνας μόλις 2% – ενώ οι διαφορές τους (δεύτερη εικόνα), όσον αφορά τη βιομηχανία και τις εξαγωγές είναι εξαιρετικά μεγάλες. Βέβαια, επειδή το ειδικό αυτό θέμα δεν είναι του παρόντος, θα αναλυθεί λεπτομερειακά σε επόμενο κείμενο μας.
(β) Πιστοληπτική ικανότητα
Ένα επόμενο πρόβλημα, εξίσου σημαντικό, το οποίο επιδεινώνει το πρώτο όσον αφορά την Ευρωζώνη, είναι η αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα – την οποία απολαμβάνουν εκείνα τα κράτη που συναποτελούν μία νομισματική ένωση. Το αποτέλεσμα είναι να υπερχρεώνονται, αφού τα δανείζουν οι αγορές, υπολογίζοντας είτε στην αλληλεγγύη, είτε στα ιδιοτελή συμφέροντα των πλουσιότερων κρατών που συμμετέχουν στην ένωση – στις «πιστωτικές διευκολύνσεις» δηλαδή των φτωχότερων, για να μπορούν να πληρώνουν τα προϊόντα που εισάγουν από τις πλουσιότερες.
Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της ζώνης του ευρώ, δεν θα την δάνειζαν ποτέ οι αγορές με ποσά, τα οποία θα υπερέβαιναν το 80% του ΑΕΠ της, με τα χαμηλά επιτόκια που απολάμβανε. Κατά συνέπεια, δεν θα αντιμετώπιζε προβλήματα, όπως τα σημερινά – αφού θα ήταν από πολλά χρόνια πριν αναγκασμένη να εξυγιάνει τα οικονομικά της, ελλείψει νέου βιώσιμου δανεισμού.
Αντίθετα, η Γερμανία δεν θα μπορούσε ποτέ να εξάγει τόσα προϊόντα στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων με τη συνηθισμένη μέθοδο της, με το «χρηματισμό» και με τη διαφθορά δηλαδή της πολιτικής εξουσίας, αφού δεν θα μπορούσε να εισπράξει τις απαιτήσεις της – οπότε δεν θα αποκτούσε τα τεράστια πλεονάσματα που έχει σήμερα.
Όπως και να είναι όμως τα πράγματα σήμερα, η Ευρωζώνη έχει δημιουργηθεί πριν από πολλά χρόνια και οι χώρες που τη συναποτελούν έχουν σχεδόν όλες υπερχρεωθεί – όσον αφορά κυρίως το συνολικό τους χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό). Εκτός της ένωσης λοιπόν είναι σχεδόν αδύνατον για τις περισσότερες να επιβιώσουν – οπότε είναι όλες μαζί «εγκλωβισμένες» στο ευρώ, είτε το θέλουν, είτε όχι.
Επειδή τώρα πολλοί θεωρούν ότι, μόνο σήμερα και στην περίπτωση της Ευρωζώνης είμαστε αντιμέτωποι με ένα τέτοιου είδους πρόβλημα, οφείλουμε να αναφέρουμε ορισμένες άλλες περιπτώσεις – όπου αδύναμες χώρες επέλεγαν την ένωση με περισσότερο ισχυρές, έτσι ώστε να επιτύχουν μεγαλύτερο δανεισμό.
Το 1940 ο πρόεδρος της Γαλλίας, για να εξασφαλίσει δάνεια για τη χώρα του, έτσι ώστε να χρηματοδοτηθούν οι αυξημένες δαπάνες της για στρατιωτικό εξοπλισμό, με στόχο την αντιμετώπιση της γερμανικής εισβολής, πρότεινε τη δημιουργία μίας Γαλλοβρετανικής ένωσης – πρόταση την οποία αποδέχθηκε ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας.
Πέντε χρόνια μετά τον πόλεμο ο καγκελάριος της Γερμανίας, για να ανταπεξέλθει με τις δαπάνες της ηττημένης χώρας του, πρότεινε την ένωση της με τη Γαλλία. Αν και η πολιτική ένωση απορρίφθηκε, αποφασίσθηκε η οικονομική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών – μία εξαιρετικά γενναιόδωρη στάση της Γαλλίας τότε, την οποία ποτέ δεν εκτίμησε όσο πρέπει η Γερμανία.
Τέλος, στο ξεκίνημα του 1ου παγκοσμίου πολέμου η ρωσική αυτοκρατορία συνειδητοποίησε ότι, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει από τις διεθνείς αγορές τα απαιτούμενα δάνεια, για τη δημιουργία ενός ισχυρού στρατού – ενώ τα χαμηλά της συναλλαγματικά αποθέματα δεν επέτρεπαν καθόλου επί πλέον δαπάνες. Λόγω του γεγονότος αυτού, η Ρωσία πρότεινε μία δημοσιονομική ένωση με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία – πρόταση που αποδέχθηκε μεν η Γαλλία, επειδή οι δυνατότητες λήψης πιστώσεων εκ μέρους της ήταν μικρότερες από αυτές της Μ. Βρετανίας, αλλά όχι η Βρετανία.
Βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει και τα σημερινά προβλήματα, όσον αφορά τα χρέη της Δύσης, είναι μεγαλύτερα από ποτέ – αφού το συνολικό χρέος των δυτικών κρατών, το δημόσιο και το ιδιωτικό δηλαδή, έχει αυξηθεί από 160% το 1980, στα 320% σήμερα.
Επομένως, δεν είναι πλέον σε καμία περίπτωση «επιλύσημα», με τη βοήθεια νομισματικών ή άλλων ενώσεων όπως, για παράδειγμα, των Η.Π.Α. με την Ευρώπη σήμερα – αφού δεν υπάρχουν πια οικονομικά ισχυρά και αδύναμα κράτη, αλλά μόνο περισσότερο ή λιγότερο αδύναμα. Συνεπώς, θα πρέπει να βρεθούν άλλες λύσεις, οι οποίες οφείλουν να εξετασθούν προσεκτικά, μία προς μία, πριν ακόμη ξεσπάσει η μεγαλύτερη οικονομική καταιγίδα όλων των εποχών. Στα πλαίσια αυτά, τα εξής:
ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ
Η μείωση των δαπανών του δημοσίου, παράλληλα με τον περιορισμό των μισθών, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής, να αυξηθούν οι εξαγωγές και να δημιουργηθούν πλεονάσματα, οπότε να μπορούν να εξοφληθούν τα χρέη μίας χώρας, «ακούγεται» εν πρώτοις πολύ καλά.
Εν τούτοις, κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί σωστό εάν επρόκειτο για ένα νοικοκυριό, για μία επιχείρηση (όσον αφορά το πρώτο σκέλος), ακόμη και για ένα μεμονωμένο κράτος (όσον αφορά και τα δύο σκέλη), δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όταν πολλά κράτη μαζί επιδιώκουν ακριβώς το ίδιο.
Ειδικότερα, τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο δημόσιος τομέας, μπορούν να μειώσουν το δανεισμό τους μόνο με τη δημιουργία πλεονασμάτων – όταν τα έσοδα τους δηλαδή είναι υψηλότερα από τα έξοδα, οπότε με το «περίσσευμα» να μπορούν να πληρωθούν τα χρέη τους.
Επειδή όμως σε μία οικονομία τα έσοδα του ενός είναι οι δαπάνες του άλλου, όταν όλοι μαζί μειώνουν τα έξοδα τους, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, από αυτό που επιδιώκεται: όσο περισσότερο μειώνονται οι δαπάνες και περιορίζονται οι μισθοί, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η κρίση, συνεχώς «αυτοενισχυόμενη» από την ύφεση που προκαλείται.
Στην περίπτωση τώρα της Ευρωζώνης, υπάρχει ένα επί πλέον μεγάλο πρόβλημα. Λόγω της αδυναμίας υποτίμησης του νομίσματος σε εθνικό επίπεδο, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών (τουρισμού κλπ.), παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών, η μοναδική λύση είναι η «εσωτερική υποτίμηση» – η μείωση δηλαδή του κόστους, μέσω του περιορισμού των ονομαστικών αμοιβών.
Η μέθοδος όμως αυτή προκαλεί υψηλή ανεργία, χρεοκοπίες επιχειρήσεων, καθώς επίσης αύξηση του κοινωνικού κόστους, με λογικό επακόλουθο να μειώνεται το παραγόμενο προϊόν (ΑΕΠ) – οπότε, παράλληλα με την αύξηση των δαπανών, περιορίζονται τα έσοδα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του χρέους.
ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Σύμφωνα με τη θεωρία του Keynes, σε περιόδους υφέσεων το κράτος οφείλει να αυξάνει τις δαπάνες και τις επενδύσεις του – έτσι ώστε να εξισορροπείται η μείωση της ιδιωτικής ζήτησης, καθώς επίσης η επενδυτική «απουσία» του ιδιωτικού τομέα.
Βέβαια, στην εποχή του Keynes, τα χρέη των κρατών δεν ήταν στα σημερινά, απόλυτα τρομακτικά επίπεδα. Εκτός αυτού, η εφαρμογή αυτής της μεθόδου, η οποία λειτούργησε με επιτυχία για αρκετά έτη, προϋποθέτει ότι το κράτος θα περιορίζει, σε εποχές ανάπτυξης, τόσο τις δαπάνες, όσο και τις επενδύσεις του – έτσι ώστε να έχει τα μέσα, για να ανταπεξέλθει με τις απαιτήσεις των περιόδων ύφεσης.
Η «συνταγή» όμως αυτή δεν εφαρμόσθηκε ποτέ από τα κράτη, όσον αφορά την «απόσυρση» τους σε εποχές ανάπτυξης – με αποτέλεσμα να καταλήξουμε στη σημερινή κρίση υπερχρέωσης της Δύσης, αναμένοντας την τέλεια καταιγίδα.
Περαιτέρω, σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει σήμερα ένα ακόμη σοβαρότατο πρόβλημα. Τη δεκαετία του 1950, η χρέωση του δημοσίου, η αύξηση των δαπανών του δηλαδή κατά ένα δολάριο, δημιουργούσε ΑΕΠ της τάξης των 0,60 $ – είχε μία απόδοση λοιπόν της τάξης του 60%.
Σήμερα, για πολλούς και διάφορους λόγους, η αύξηση των δημοσίων δαπανών κατά 1 δολάριο, δημιουργεί ΑΕΠ μόλις 0,10 $ – γεγονός που σημαίνει ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία τεράστια πτώση, εάν όχι με μία κατάρρευση των «κεφαλαιακών αποδόσεων», από το 60% στο 10%.
Επομένως, η «συνταγή» του Keynes είναι αδύνατον να μας οδηγήσει, υπό τις σημερινές συνθήκες, στον περιορισμό των χρεών – πόσο μάλλον όταν τα χρέη είναι διπλάσια παγκοσμίως, σε σχέση με το 1980.
ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ
Η αύξηση της ποσότητας χρήματος εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών (τύπωμα), έτσι ώστε να υποτιμάται το νόμισμα, χρησιμοποιείται ήδη τόσο από τις Η.Π.Α., όσο και από την Ιαπωνία, με στόχο τη μείωση των υπέρογκων χρεών τους – αν και έχει προκαλέσει έναν παγκόσμιο συναλλαγματικό πόλεμο, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Εν τούτοις, αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι το ύψος του βασικού επιτοκίου, με απώτερο στόχο να παραμένει χαμηλότερο από το ρυθμό ανάπτυξης. Η σύγχρονη ορολογία της συγκεκριμένης μεθόδου είναι «χρηματοοικονομική καταστολή» – με την έννοια αυτή να ορίζει τη «χειραγώγηση» των επιτοκίων στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκ μέρους της κυβέρνησης, με τη βοήθεια της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας, έτσι ώστε τόσο οι αποταμιευτές, όσο και οι επενδυτές να υφίστανται ζημίες, προς όφελος του κράτους.
Για παράδειγμα, εάν η κεντρική τράπεζα υιοθετήσει μία πολιτική χαμηλών βασικών επιτοκίων, τότε οι ιδιώτες καταθέτες δεν μπορούν να απαιτήσουν μεγαλύτερα επιτόκια από τις τράπεζες, ακόμη και αν ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος – επειδή οι τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτούνται φθηνά από την κεντρική. Με τον τρόπο αυτό διατηρούνται χαμηλά τα επιτόκια των ομολόγων που εκδίδει το δημόσιο – οπότε ουσιαστικά ωφελείται, εις βάρος των αποταμιευτών και επενδυτών.
Σύμφωνα όμως με πολλούς συναδέλφους μας, η διαφορά μεταξύ επιτοκίου δανεισμού και ρυθμού ανάπτυξης πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη, για να λειτουργήσει ανάλογα, μειώνοντας τα χρέη. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ιρλανδίας θα απαιτούταν μία διαφορά της τάξης του 5% για να μπορέσουν τα χρέη της να επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Δηλαδή, εάν το επιτόκιο δανεισμού της θα ήταν 2%, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης θα έπρεπε να υπερβαίνει το 7%, εάν ήταν 4%, τότε το 9% κοκ. – κάτι που είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί.
Εκτός αυτού υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος δημιουργίας υπερπληθωρισμού – ο οποίος θα μπορούσε να καταστρέψει εντελώς το σημερινό μας χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην τυφλή εμπιστοσύνη των ανθρώπων απέναντι στα χάρτινα, χωρίς αντίκρισμα χρήματα (Fiat money).
Τις περισσότερες φορές δε ο πληθωρισμός επιβαρύνει δυσανάλογα τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα, ενώ προκαλούνται λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις, οι οποίες επιδεινώνουν κατά πολύ τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα..
ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΧΡΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ
Για πολλούς αποτελεί το μοναδικό ρεαλιστικό σενάριο – το οποίο όμως είναι συνδεδεμένο με τον προβληματισμό του ύψους της απαιτούμενης αναδιάρθρωσης. Με τα ποσά δηλαδή που θα έπρεπε να «αναδιαρθρωθούν», έτσι ώστε να μπορεί να θεωρηθεί το χρέος ενός κράτους υγιές, χωρίς προβλήματα όσον αφορά την εξυπηρέτηση του.
Ο προσανατολισμός μας τώρα στα κριτήρια του Μάαστριχτ, σύμφωνα με τα οποία το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, δεν είναι καθόλου τυχαίος. Ειδικότερα τα εξής:
Εάν θεωρήσει κανείς ως δεδομένο ένα μέσο επίπεδο επιτοκίων δανεισμού ίσο με 5%, τότε ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 60% δημιουργεί μία επιβάρυνση τόκων ύψους 3% του ΑΕΠ (το πέντε από το 100 είναι 5%, όπως επίσης το τρία από το 60 είναι 5% στα 100 – στα 60 είναι 3, οπότε στα 100 είναι 5).
Σε μία τέτοια περίπτωση, εάν το χρέος δηλαδή είναι 60% του ΑΕΠ μίας χώρας, τότε με ρυθμό ανάπτυξης 3% και με σταθερά τα άλλα μεγέθη, μπορούν να εξοφλούνται χωρίς κανένα πρόβλημα οι τόκοι. Στα πλαίσια αυτά, χρέη και ΑΕΠ αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό – οπότε το χρέος ως προς το ΑΕΠ παραμένει σταθερό (όταν μία χώρα είναι βυθισμένη στην ύφεση, όπως η Ελλάδα, κανένα ποσοστό χρέους δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί).
Εάν το επιτόκιο είναι χαμηλότερο του 5%, τότε είτε ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να είναι μικρότερος, είτε θα εξοφλούνται χρέη και δεν θα πληρώνονται μόνο οι τόκοι. Στον Πίνακα Ι που ακολουθεί φαίνονται τα οικονομικά μεγέθη της Δύσης – της «τριάδας», όπως αποκαλείται:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Οικονομικά μεγέθη 2012 σε τρις $
Δείκτες |
Ευρωζώνη |
Η.Π.Α. |
Ιαπωνία |
|
|
|
|
Πληθυσμός |
334,3 |
316,6 |
127,2 |
ΑΕΠ |
12,34 |
15,68 |
5,96 |
Δημόσιο Χρέος |
10,89 |
15,60 |
14,12 |
Δημόσιο χρέος / ΑΕΠ |
*88,2% |
**99,5% |
***237,0% |
* Το δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης αυξήθηκε στο 92,2% του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2013
** Το δημόσιο χρέος των Η.Π.Α. φθάνει τα 17 τρις $ ή 107% του ΑΕΠ τέλη του μήνα
*** Το ετήσιο έλλειμμα της Ιαπωνίας είναι της τάξης του 10%, πότε το δημόσιο χρέος της θα ξεπεράσει σύντομα το 250% του ΑΕΠ της.
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Εάν δεχθούμε ότι το δημόσιο χρέος θα έπρεπε να μειωθεί στο 60%, όπως αναφέραμε, τότε, με στοιχεία του 2012, η Ευρωζώνη θα έπρεπε να αναδιαρθρώσει το 28,2% (3,47 τρις $), οι Η.Π.Α. το 39,5% (6,19 τρις $) και η Ιαπωνία το 177% (10,55 τρις $).
Αναφερόμενοι τώρα σε αναδιάρθρωση δεν εννοούμε φυσικά διαγραφή – αφού σε παγκόσμιο επίπεδο κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, χωρίς να καταστραφεί εντελώς το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα. Ουσιαστικά πρόκειται εδώ για τη φορολόγηση του ιδιωτικού τομέα, σε ένα βάθος χρόνου 10-20 ετών, έτσι ώστε να μεταφερθεί μέρος των περιουσιακών του στοιχείων στο δημόσιο, για να μπορέσουν να αποπληρωθούν τα υπερβάλλοντα κρατικά χρέη (όπως έχουμε πολλές φορές τονίσει, δεν χρεοκοπεί ποτέ ένα κράτος, αλλά οι πολίτες του).
Αν και είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, με δεδομένο το ότι υπάρχουν όρια στην αύξηση των δημοσίων χρεών (τα οποία πλησιάζουν στο ανώτατο σημείο τους όσον αφορά την Ευρωζώνη, έχουν φθάσει στις Η.Π.Α., ενώ έχουν ξεπερασθεί προ πολλού στην Ιαπωνία), έχουμε τη άποψη πως είναι αδύνατον να αποφευχθεί (για την Ελλάδα ανάλυση μας στο «Ο μηδενισμός του χρέους»).
Περαιτέρω, για να μην εκραγεί η «πιστωτική φούσκα», καθώς επίσης για να μπορέσει να επιτευχθεί στη Δύση ένας μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 3%, θα πρέπει να μειωθούν όχι μόνο τα δημόσια χρέη στο 60% του ΑΕΠ, αλλά και τα ιδιωτικά – σε επίπεδα που δεν θα υπερβαίνουν το 60% των εισοδημάτων. Επομένως, τα συνολικά χρέη θα έπρεπε να περιορισθούν στο 180% του ΑΕΠ, από 320% που είναι σήμερα (160% το 1980).
Στην περίπτωση των ιδιωτικών χρεών θα έπρεπε πιθανότατα να διαγραφεί ένα μέρος τους (haircut) και όχι να αναδιαρθρωθούν – έτσι ώστε να έχουμε το προσδοκόμενο αποτέλεσμα. Η διαγραφή τώρα θα μπορούσε να γίνει μέσω των τραπεζών, τόσο όσον αφορά τα νοικοκυριά, όσο και τις επιχειρήσεις. Επειδή όμως κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα και ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης στις τράπεζες, σε τελική ανάλυση η διαγραφή θα επιβάρυνε το κράτος – οπότε το δημόσιο χρέος θα έπρεπε ξανά να αναδιαρθρωθεί, μέσω της φορολόγησης του ιδιωτικού τομέα, περίπου στο ύψος της διαγραφής των ιδιωτικών χρεών.
Εάν υποθέσουμε ότι θα εξεταζόταν κάτι τέτοιο υπολογίζεται ότι, το ποσόν του ιδιωτικού χρέους που θα έπρεπε να διαγραφεί, είναι της τάξης των 5 τρις $ για την Ευρωζώνη και 3 τρις € για τις Η.Π.Α. Πρόκειται λοιπόν για τεράστια ποσά, τα οποία δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να επιμερισθούν δίκαια.
Ολοκληρώνοντας υπολογίζεται ότι, σε πολλές χώρες, θα απαιτούταν μία φορολόγηση των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων μεταξύ 15 και 40%, για να μπορέσει να καλυφθεί το κόστος της ελεγχόμενης αναδιάρθρωσης των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών τους. Σε κάποιες άλλες, όπως στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιταλία κλπ., το ύψος της φορολόγησης του ιδιωτικού τομέα θα ήταν υψηλότερο – ενώ σε ορισμένες απελπιστικά υπερχρεωμένες χώρες, όπως είναι η Ιαπωνία και η Ιρλανδία, δεν θα έφτανε ούτε η κατά 100% φορολόγηση του ιδιωτικού τομέα, για να επιτευχθεί η παραπάνω αναδιάρθρωση.
Κατά την άποψη μας, η λύση αυτή εξετάζεται σοβαρά από ορισμένα κράτη της Ευρώπης – κρίνοντας από το «δοκιμαστικό παράδειγμα» της Κύπρου (φορολόγηση και πάγωμα καταθέσεων), σε συνδυασμό με το Ελληνικό (δημευτικά χαράτσια στα ακίνητα). Εν τούτοις, μια τέτοια λύση δεν θα γινόταν ειρηνικά αποδεκτή από τους πολίτες – οπότε θα ήταν ουσιαστικά δύσκολα εφαρμόσιμη (οι Η.Π.Α. και η Ιαπωνία μάλλον θα προτιμήσουν το σενάριο του πληθωρισμού, παρά το τεράστιο ρίσκο που θα αναλάβουν).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είμαστε ανέκαθεν της άποψης ότι, η «χρυσή μεσότητα» είναι ο καλύτερος δρόμος – αφού αποφεύγονται οι υπερβολές ενώ οι κίνδυνοι, τους οποίους δεν μπορεί κανένας να προβλέψει με ασφάλεια ή/και να αποκλείσει, διατηρούνται σε ελεγχόμενα επίπεδα.
Επομένως η καλύτερη λύση, τουλάχιστον για την Ευρωζώνη, είναι επιγραμματικά το άτοκο πάγωμα εκείνων των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, τα οποία υπερβαίνουν τα επίπεδα του 60% – για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, εντός του οποίου θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε σε μία βιώσιμη ανάπτυξη.
Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε ότι, η κρίση χρέους της Ευρωζώνης μπορεί και πρέπει να λυθεί με τη βοήθεια της ΕΚΤ και με τον τρόπο που παραθέσαμε σε προηγούμενο κείμενο μας (ανάλυση), ή με κάποιον άλλο παραπλήσιο
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ειδικό «ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποπληρωμής χρεών» («bad bank» ουσιαστικά), όπως έχει προταθεί από πολλούς, στο οποίο να «οδηγηθούν» εκείνα τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης που υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ τους – έτσι ώστε να παγώσουν και να αποπληρωθούν σταδιακά, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή/και το επιβάλλουν, για να μην προκληθεί υπερπληθωρισμός.
Παράλληλα, οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να «συγκρατούνται» μεν σε λογικά επίπεδα, αλλά χωρίς υπερβολικές μειώσεις – έτσι ώστε να αποφεύγεται η ύφεση και τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί, όπως διαπιστώθηκε κυρίως στην περίπτωση της Ελλάδας (ανεργία, χρεοκοπίες, κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, φτώχεια, εγκληματικότητα, κοινωνικές εξεγέρσεις, εθνικές αντιπαλότητες κοκ.).
Φυσικά ο σταδιακός περιορισμός των δαπανών πρέπει να συνοδεύεται με μέτρα ανάπτυξης όλων των χωρών της ΕΕ, αφού διαφορετικά είναι αδύνατη η μακροπρόθεσμη επίλυση της κρίσης χρέους – ενώ ο «επιτρεπόμενος» πληθωρισμός οφείλει να αναπροσαρμοσθεί στο 4%, από το 2% σήμερα. Εάν στην περίπτωση αυτή η ισοτιμία ευρώ δολαρίου περιοριζόταν στο 1:1, θα ήταν θετικό τόσο για την Ευρώπη, όσο και για τις Η.Π.Α. – λιγότερο φυσικά για την Κίνα, αφού τα προϊόντα της θα γινόταν αυτόματα μη ανταγωνιστικά για τη Δύση.
Στη συνέχεια πρέπει να δρομολογηθεί ένα νέο δημοσιονομικό σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο όμως να απαγορεύει τις ασυμμετρίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης – με τα οποία κάποιες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ.), αναπτύσσονται εις βάρος των υπολοίπων. Οι ανισότητες αυτές θα έπρεπε να περιορισθούν και σε παγκόσμιο επίπεδο, εάν θέλουμε να διατηρηθεί η ειρήνη στον πλανήτη.
Τέλος, το ESM θα ήταν σωστό να εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, το οποίο να λειτουργεί όπως το ΔΝΤ από την ίδρυση του μέχρι τη δεκαετία του 1970 – με κύριο στόχο την συμμετρική ανάπτυξη, καθώς επίσης τη βιώσιμη χρηματοδότηση των χωρών της ΕΕ. Πόσο μάλλον αφού, η μη ισορροπημένη εξέλιξη των κρατών, καθιστά αδύνατη την εφαρμογή μίας κοινής νομισματικής πολιτικής – για παράδειγμα, στη Γερμανία απαιτούνται υψηλά επιτόκια, ενώ στην Ιταλία χαμηλά.
Σε εθνικό επίπεδο τώρα, το μυστικό της ευημερίας και της ανάπτυξης είναι η σωστή και δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων – έτσι ώστε να μην υποφέρουν οι λιγότερο ικανοί, τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και η κατανάλωση, η οποία προέρχεται κυρίως από την μεσοαστική τάξη.
Επίσης, η ίδρυση κρατικών επενδυτικών τραπεζών, με μοναδικό σκοπό τις ορθολογικές επενδύσεις στην πραγματική οικονομία – αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατή η καταπολέμηση της ύφεσης και της ανεργίας. Ενδεχομένως δε η είσοδος στο χρηματιστήριο εταιρειών, οι οποίες έχουν «προικισθεί» με δημόσια περιουσία όπως, για παράδειγμα, το ΤΑΙΠΕΔ – με στόχο τη σωστή αξιοποίηση της κρατικής ιδιοκτησίας, καθώς επίσης τη μείωση του χρέους.
Ολοκληρώνοντας, εκείνοι που πιστεύουν στην ελεύθερη, μη κεντρικά κατευθυνόμενη αγορά, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι, όσο πολυτελές και αν είναι ένα σπίτι, είναι αδύνατον να διατηρηθεί σε μία γειτονιά, στην οποία όλοι οι υπόλοιποι υποφέρουν ή/και χάνουν τη στέγη τους – αφού, αργά ή γρήγορα θα επαναστατήσουν, καταστρέφοντας και ισοπεδώνοντας τα πάντα.
Επίσης ότι, «αυτός που πνίγεται στη θάλασσα πιάνεται από το πρώτο καράβι που περνάει, αδιαφορώντας για τη μαύρη πειρατική σημαία του» – αφού προέχει όλων των άλλων, ενστικτωδώς, η επιβίωση του.
* Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις.
Έχει γράψει το βιβλίο "Υπέρβαση Εξουσίας", το οποίο αναφέρεται στο φορολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, ενώ έχει εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τον τίτλο "Η κρίση των κρίσεων".
Έχει ασχοληθεί με σημαντικές έρευνες και αναλύσεις επί του αντικειμένου του (μακροοικονομία), επί διεθνούς επιπέδου, οι οποίες φιλοξενούνται τακτικά σε ημερήσιες εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
ΠΗΓΗ: Σεπτεμβρίου 28, 2013, http://www.analyst.gr/2013/09/28/2316/ και http://www.analyst.gr/2013/09/28/2316/2/ και http://www.analyst.gr/2013/09/28/2316/3/.