Η ελευθερία στην ορθόδοξη πνευματική ζωή
ΟΜΙΛΙΑ π. Νικόλαου Λουδοβίκου
15-03-2008 στη Διακίδειο σχολή Πατρών
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, κύριε αντινομάρχα, κύριε βουλευτά, κύριε κοσμήτορα, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, ευχαριστώ για την ωραία σας πρόσκληση, για την όμορφη αυτή σύναξη, ευχαριστώ την κυρία Κωτσάκη η οποία εκ των προτέρων απήντησε αυτά τα οποία δεν ξέρω αν θα καταφέρω να πω και ευχαριστώ για το ότι η σύναξη αυτή είναι αφιερωμένη επίσης σε ένα τόσο μεγάλο και σημαντικό θέμα, σαν κι αυτό της ελευθερίας.
Υποθέτω, υπέθεσα ότι αυτή θα ήταν μια σύναξη κυρίως θεολόγων. Βεβαίως η θεολογία δεν είναι μια πολυτέλεια, δεν είναι η θεολογία δηλαδή κάτι το οποίο αφορά μόνον τους θεολόγους. Η θεολογία είναι μια ουσιώδης διάσταση του ανθρώπινου είναι, είναι ουσιωδώς θεολογικό το ανθρώπινο ον. Και υπό αυτήν την έννοια δεν υπάρχει ένας τρόπος για να μην θεωρήσουμε την θεολογία βαθιά ανθρωπολογική.
Η κυρία Κωτσάκη νομίζω ότι έχει σκοπό να προσθέσει ότι στο τέλος εάν υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις θα μπορούσαμε σε μια πρώτη φάση να τις συζητήσουμε. Υποθέτοντας ότι το ακροατήριο είναι υπό αυτήν την έννοια ούτως η άλλως θεολογικό, αποφάσισα να μην σας πω τίποτα από αυτά τα οποία θεωρώ αυτονόητα. Βεβαίως πιστεύω ότι η εποχή των αυτονόητων παρήλθε ανεπιστρεπτί. Δεν υπάρχει τίποτα στην πραγματικότητα το οποίο να μην χρειάζεται να το αναδείξουμε στην όποια αξία σήμερα.
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τότε την παράδοσή μας, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον αγώνα ενάντια ή υπέρ των μεγάλων πνευματικών γεγονότων στην ιστορία. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε, ας πούμε, τον αγώνα κατά του μονοθελητισμού – θα μιλήσουμε σήμερα για το θέλημα σήμερα, τι νόημα είχε, γιατί χρειάζεται να έχω θέλημα, γιατί χρειάζεται να ενεργώ, να υπάρχω, δημιουργικά μέσα στην ιστορία και πολλά άλλα.
Προσωπικά έκανα μια ολόκληρη διαδρομή για να φτάσω στην θεολογία, δεν περίμενα να φτάσω στην θεολογία ποτέ, το ομολογώ και η άφιξή μου έχει τον χαρακτήρα μιας διαρκούς εκπλήξεως. Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν λέω ότι όσοι από εμάς τους θεολόγους γινόμαστε τελικά ανιαροί, είναι γιατί δεν έχουμε καταφέρει να καταλάβουμε πόσο συναρπαστική είναι τελικά η θεολογία. Και ανάμεσα στα πολλά συναρπαστικά τα οποία η θεολογία μπορεί να μας πει, όταν παραμένει θεολογία και δεν μετατρέπεται σε μια άκαιρη ή εύκαιρη ηθικολογία, εύκολη πάντως.
Είναι τόσες πολλές αυτές οι ανώτερες δυνάμεις, τόσο συντριπτικές όλες τους και δεν χρειάζεται να πάμε στον ουρανό για να τις ψάξουμε. Και στην γη υπάρχουν πολλές ανώτερες δυνάμεις που μας συντρίβουν. Και μέσα μας υπάρχουν ανώτερες δυνάμεις, το ασυνείδητο για παράδειγμα που μας τσακίζει εάν δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτό. Το θέμα είναι αυτή η υπέρτατη η ανώτερη δύναμη με αφορά προσωπικά; Λέμε λοιπόν, για να ξεκινήσουμε με έναν τρόπο από το άλφα, ότι ο άνθρωπος και όλοι μας το ξέρουμε αυτό, οι θεολογούντες και οι θεολόγοι, είναι εικόνα Θεού.
Ξέρω ότι πολλοί ίσως έχουν ήδη ασυνείδητα αντιρρήσεις σε αυτό και κυρίως έχουν αντιρρήσεις όλοι όσοι δεν είναι σε αυτή την αίθουσα σήμερα. Για κάποιον λόγο δεν είναι στην αίθουσα αυτοί οι άνθρωποι, γιατί θεωρούν ότι θεολογία είναι ακριβώς το αντίθετο της ελευθερίας και υπό αυτή την έννοια μεγάλα αθεϊστικά ρεύματα στην φιλοσοφία παρήχθησαν με τον τρόπο αυτόν. Εάν υπάρχει ένα απόλυτο και δεν είμαι εγώ αυτό το απόλυτο, τότε το απόλυτο αυτό καταπιέζει την δική μου ελευθερία. Και μόνο που υπάρχει, και μόνο που υπάρχει καταπιέζει την ελευθερία μου, επομένως ή θα πρέπει να υπάρχει αυτός ή εγώ. Αν εγώ είμαι ελεύθερος τότε αυτός δεν υπάρχει. Αν αυτός υπάρχει, τότε εγώ δεν είμαι ελεύθερος.
Τι είναι ο Θεός και πως ο άνθρωπος είναι εικόνα του; Ο Θεός είναι μία ουσία, ένα όν, υπέρτατο ον, το οποίο όμως είναι ζωντανό ον, είναι μια ζωντανή ουσία. Αυτό εδώ το ποτήρι είναι μια νεκρή ουσία, ο Θεός είναι μία ζωντανή ουσία. Ζωντανή ουσία βεβαίως, σημαίνει ότι είναι μία προσωπική ουσία, ένα πρόσωπο. Το ότι είναι ο Θεός προσωπική ουσία, πρόσωπο, σημαίνει ότι την ουσία του αυτή την κινεί προς ενέργεια. Η ουσία αυτή δρα, κινείται, γιατί; Διότι το πρόσωπο είναι ένα πρόσωπο θελητικό, το πρόσωπο θέλει. Θέλοντας το πρόσωπο λοιπόν, κινεί την ουσία του, το είναι του προς ενέργεια, προς τα έξω. Είναι ένας θεός λοιπόν δρών, ένας Θεός ο οποίος σε κάθε φάση της ανθρώπινης ιστορίας είναι παρών. Ένας Θεός ο οποίος πριν από όλα και πάνω απ’ όλα δημιουργεί.
Η μεγαλύτερη διατύπωση της έννοιας της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο έγινε, όταν ταυτίστηκε η έννοια αυτή με την ελευθερία. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, λένε οι πατέρες, είναι το αυτεξούσιο. Είναι η ελευθερία. Τι ακριβώς είναι αυτή η ελευθερία; Εάν είναι πραγματική αυτή η ελευθερία, θα πρέπει να είναι μια προθετικότητα, μια πρόθεση, η οποία είναι ριζικά ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη πρόθεση πάνω της, υπερκείμενη. Όπως λένε ότι ο Θεός θέλει και προτίθεται και ενεργεί παντελώς αδέσμευτος, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος θα πρέπει, αν είναι ελεύθερος, να ενεργεί και να δρα και να θέλει, παντελώς ελεύθερος.
Ο Θεός είναι εξ ορισμού ελεύθερος, ο Θεός είναι ελεύθερος από την φύση του ως αναγκαιότητα. Προφανώς για τον άνθρωπο η φύση μοιάζει να είναι μια αναγκαιότητα, είναι κάτι το οποίο του δίνεται. Τα χαρίσματά μου, τα προσόντα μου, αυτό το οποίο είμαι ως άνθρωπος, ψυχολογικά, βιολογικά είναι κληρονομημένα. Έχω δοθεί στον εαυτό μου. Δεν είμαι κάποιος ο οποίος διάλεξε να είμαι αυτό που είμαι. Που είναι η ελευθερία μου λοιπόν; Τι είδους ελευθερία είναι αυτή η οποία, γι’ αυτό και υπάρχει μια ομάδα θεολόγων και όχι μόνο θεολόγων, αλλά και φιλοσόφων που ταύτισαν στην κυριολεξία έτσι, σε όλη την δυτική παράδοση, άρα και την ορθόδοξη, την φύση με την αναγκαιότητα. Και κάτι άλλο: το πρόσωπο με την ελευθερία.
Η πραγματικότητα αυτή, στην πραγματικότητα αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, αυτό θα σήμαινε κάποια μεγάλη τραγωδία που υπάρχει μέσα στο εσωτερικό του δημιουργημένου πλάσματος. Είναι σαν να λέμε ότι μας προσφέρει ο Θεός τον κόσμο, μας προσφέρει τον εαυτό μας αλλά δεν μπορούμε να τον ξεπεράσουμε. Εάν όμως τον ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, εάν σκοπός του εαυτού μας είναι απλά και μόνο να τον ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, τότε για ποιο λόγο θεωρείται η δημιουργία αυτή «καλή λίαν»; «Είδε τα πάντα ότι καλά λίαν…».
Η ελευθερία του Θεού δεν είναι μια ελευθερία από τον εαυτό του. Η ελευθερία μου δεν είναι επομένως μια ελευθερία από τον εαυτό μου. Η ελευθερία του Θεού είναι μία ελευθερία η οποία εκφράζεται ως αγάπη, ως σχέση. Είναι μέσα του και έξω του. Η ελευθερία του Θεού έχει να κάνει με το ότι αυτό στο οποίο στηρίζεται, ως μία αιώνια κοινωνία αγάπης, μέσα σε τρία πρόσωπα. Είναι ο Πατήρ, ο οποίος είναι Πατήρ επειδή έχει έναν Υιό. Είναι το Πνεύμα, το οποίο είναι το Πνεύμα του Πατρός το εν Υιώ αναπαυόμενον. Είναι ο Υιός ο οποίος είναι ο Υιός του Πατρός, μία αιώνια κοινωνία σχέσεων η οποία μάλιστα είναι τόσο βαθειά, εκφράζεται με μια πανίσχυρη λέξη, έναν πανίσχυρο όρο για τον οποίο πάλεψαν πολλοί Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, τον όρο «ομοούσιος». Υπάρχει σχέση μεταξύ εμού και του γιού μου. Είναι σαφές όμως ότι, όποταν εγώ θα πάψω να υπάρχω, ο ίδιος θα συνεχίσει να υπάρχει.
Είπαμε μέσα στην Τριάδα, έξω από την Τριάδα τι γίνεται; Πάλι εδώ βλέπουμε αυτό το μεγαλειώδες γεγονός. Η ελευθερία του Θεού έξω του πάλι ενεργείται ως σχέση. Εάν διαβάσουμε τα κείμενα μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ή ο Μάξιμος ο ομολογητής θα δούμε ότι χρησιμοποιούν μια λέξη (πρώτος ο Αρεοπαγίτης), την λέξη αναλογία, για να περιγράψουν την σχέση του Θεού με τον κόσμο. Λέει ο Αρεοπαγίτης ότι «ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός σχετίζεται με τον κόσμο είναι αναλογικός». Όχι, λέει, δεν σημαίνει αυτό ότι ο άνθρωπος ή ο κόσμος ή ο Θεός έχουν μια σχέση πολλαπλασιασμού, πολλαπλασιάζεις τον κόσμο επί 1000 και έχεις τον Θεό, όχι. Η αναλογία, λέει, είναι αναλογία ενέργειας. Τι θέλει να πει αυτό, θέλει να πει ότι ο Θεός όταν εξέρχεται έξω του δεν εξέρχεται συντρίβοντας τον κόσμο. Αλλά αναλογικά προς την ύπαρξη του κόσμου, προσπαθεί να εξηγήσει την ύπαρξή του στον κόσμο, γίνεται αυτό που θέλει ο κόσμος. Δηλαδή η έξοδός του είναι σχέση, είναι μια αναλογία ενέργειας.
Τι είναι ο Χριστός, είναι ολόκληρος ο Θεός τόσο καλά εξηγημένος, ούτως ώστε να μπορεί να προσληφθεί τελείως στον Θεό. Και μάλιστα σε μια υποστατική ύπαρξη ολόκληρος ο Θεός, ολόκληρος ο άνθρωπος σε μία σχέση απόλυτης κοινωνίας, διότι εάν ο Θεός δρα αναλογικά, προς τον κόσμο, τότε και ο κόσμος και ο άνθρωπος μόνον με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ασκήσει την δική του ελεύθερη ενέργεια, την δική του ελεύθερη θέληση. Πως δηλαδή: να κοιτάξει και αυτός να καταλάβει τον Θεό αναλογικά με αυτό που είναι ο Θεός. Οι δύο αναλογίες σχέσεων, οι δύο ελευθερίες συναντώνται και έχουμε μία συνεργία. Εδώ είναι ο φοβερός πατερικός όρος αυτός, ο οποίος νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικός προκειμένου να καταλάβουμε ότι, στον χώρο της πατερικής θεολογίας τουλάχιστον, κανένας δεν ταυτίζεται από τον άλλον, ούτε ο Θεός από τον άνθρωπο ούτε ο άνθρωπος από τον Θεό. Είναι ο Θεός ελεύθερος, θελητικός και ενεργητικός, αλλά ως αγάπη.
Ξέρετε ότι δεν θα πω τα αυτονόητα σήμερα και έτσι δικαιολογούμαι να μιλάω όπως μιλάω, η ελευθερία, το θέλημα αν θέλετε, είναι πολύ ουσιαστικό στοιχείο για τον άνθρωπο. Επιμένω σε αυτό γιατί επέμενε τόσο πολύ ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, στην Στ’ Οικουμενική Σύνοδο. Θέλω να σας πω κάτι για το θέλημα στο σημείο αυτό για να καταλάβετε τι εννοώ. Ξέρετε, αυτό που λέμε θέλημα σήμερα ήταν μια λέξη άγνωστη στην αρχαία φιλοσοφία. Δεν χρησιμοποιείται ποτέ από τους αρχαίους φιλοσόφους.
«Έχω τον καημό…», που σημαίνει ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει, αλλά το θέλω πάρα πολύ, αυτή η πυρακτωμένη επιθυμία να γίνει κάτι, αυτό ονόμαζαν οι ποιητές στην αρχαία εποχή θέλημα. Έρχεται ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής και παίρνει αυτό τον όρο και τον κάνει θεολογικό όρο, τον πράττει στον στοχασμό. Και λέει, κοιτάξτε ο άνθρωπος είναι ένα ον το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα θέλημα, και ορίζει το θέλημά του, το περίφημο φυσικό θέλημα όπως ονομάστηκε, με έναν τρόπο καταπληκτικό.
Να βρει την πλήρη της οντότητα. Αυτό το κείμενο είναι ένα περίεργο κείμενο, για τους ειδικούς. Μα τι λέει αυτός; Τι σημαίνει να θέλεις τον εαυτό σου, είναι πολύ μοντέρνος ο Μάξιμος στην θεολογία, μα αφού έχεις τον εαυτό σου, ο εαυτός σου είναι δεδομένος, τι σημαίνει να θέλεις τον εαυτό σου, να θέλεις την πληρότητά σου. Είναι αυτό το οποίο χαρακτηρίζει τον νεότερο άνθρωπο, όλη η φιλοσοφία περί επιθυμίας και ψυχανάλυσης, ξεκινάει με τον Μάξιμο τον ομολογητή τον 6ο και 7ο αιώνα, υπό αυτή την έννοια, δηλαδή ότι ο άνθρωπος επιθυμεί, χωρίς κι’ αυτός να ξέρει τι θέλει. Ή μάλλον πώς να το κάνει αυτό που θέλει, την πληρότητά του. Επιθυμεί δηλαδή να ολοκληρωθεί, παρά το ότι αυτό το πράγμα μερικές φορές είναι αδιανόητο.
Πέρα από το φυσικό θέλημα, λέει ο άγιος Μάξιμος, υπάρχει και το γνωμικό θέλημα. Το γνωμικό θέλημα είναι το πώς θα χρησιμοποιήσω εγώ το φυσικό θέλημα. Πως δηλαδή θα το χρησιμοποιήσω, που θα το πάω. Θα το πάω στον Θεό και θα πω, κοίταξε να δεις καταθέτω και θέλω να μου πληρώσεις αυτό το φυσικό θέλημα; Θα το χρησιμοποιήσω με έναν ιδιοτελή τρόπο και θα πω, κοίταξε, εγώ μόνος μου θα βρω την πληρότητα αυτή εις βάρος όλων των άλλων, μόνος ή έρημος… Τι θα κάνω με το θέλημα; Έτσι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το θέλημα αυτό πάντως θα αναπληρωθεί. Έτσι είναι λοιπόν το ερώτημα το οποίο θέσαμε από την αρχή: η ελευθερία αυτή θα εκπληρωθεί ως μία άρνηση, ξέρω εγώ, των άλλων πραγμάτων, των άλλων ανθρώπων για να βρω εγώ τον εαυτό μου, ή θα εκπληρωθεί ως μία σχέση;
Εκείνο το οποίο μετράει είναι το πώς θα γίνει αυτό, ο γνωμικός τρόπος ο προσωπικός τρόπος του θελήματος. Όταν λέμε υπακοή δεν εννοούμε την εξάλειψη του φυσικού θελήματος, αλλά την παιδαγωγία του γνωμικού θελήματος. Θέλουμε να κάνουμε το γνωμικό θέλημα αγαπητικό. Θέλουμε να περάσουμε στην ελευθερία της σχέσης, αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε με την υπακοή. Πολλές φορές οι πνευματικοί μας δεν τα ξέρουνε αυτά τα πράγματα. Και καμιά φορά γίνονται και άσχημα πράγματα στον χώρο αυτό. Πάει ένα παιδί σε έναν πνευματικό και του λέει, θέλω να, ξέρω εγώ, αγαπώ το τραγούδι και του λέει ο πνευματικός: κοίταξε να δεις θα το διώξεις, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αμαρτήσεις. Με τον τρόπο αυτό χτυπάμε το φυσικό θέλημα.
Θέλω να γίνω γιατρός. Δεν μπορεί ο πνευματικός να μου πει μην γίνεις γιατρός. Είναι το φυσικό θέλημα αυτό, αν μου το καταργήσει θα με πλήξει εμένα τον ίδιο ως ύπαρξη. Μπορεί όμως να μου καλλιεργήσει τον τρόπο της άσκησης της ιατρικής ούτως ώστε μέσα στην ελευθερία αυτή του να ολοκληρώσω τον εαυτό μου να χωρούν και οι άλλοι. Να είμαι γιατρός και για τους άλλους. Να βγω από την φιλαυτία. Και με τον τρόπο αυτό να γνωρίσω την μόνη μορφή ελευθερίας η οποία ασκείται τόσο από τον Θεό, όσο και από τον άνθρωπο. Την ελευθερία ως σχέση. Την ελευθερία ως κοινωνία. Την ελευθερία ως άνοιγμα στον άλλον. Την ελευθερία ως να ξανααφουγκραστώ ως ομοούσιος.
Και εδώ αρχίζει η παράνοια, και εδώ αρχίζουν τα ψυχικά προβλήματα, εδώ αρχίζει και η κατάθλιψη ακόμη, η συντριβή αυτής της κίνησης προς τα μέσα, προς τα έξω την οποία συντρίβει προς τα μέσα ο άνθρωπος. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η πατερική θεολογία δεν παίζει με το θέμα της ελευθερίας. Αντίθετα το θεωρεί ως ουσιώδες χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου όντος. Τα ίδια πράγματα δεν συνέβησαν στην Δύση. Πρέπει να σας πω και αυτό το πράγμα για να καταλάβετε από πού ξεπηδάει, από πού προέρχεται, ποια είναι η πηγή μερικών συγχύσεων που έχουμε. Τι γίνεται για παράδειγμα, τώρα μιλάω κυρίως στους θεολόγους αλλά δεν είναι άσχημο να το ακούσουν και άλλοι, τι γίνεται με τον μεγάλο – πολύ μεγάλο – θεολόγο και φιλόσοφο της δύσης τον Θωμά τον Ακινάτη και τον Αυγουστίνο; Έχω μια ουσιώδη διαφοροποίηση εδώ πέρα η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω το εξής, ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια παθητικότητα. Ο Θεός δεν βγαίνει από τον εαυτό του. Ο κόσμος παράγεται με τον Θεό γιατί ο Θεός θέλει… Φτιάχνει τον κόσμο έτσι όπως είναι, προσέξτε, ξέρω ότι είναι δύσκολο αυτό, ξέρω πως νοιώθουν αρκετοί από σας, όμως γιατί να μην πούμε κάποτε μερικά πράγματα σαν κι’ αυτά; Εν πάσει περιπτώσει είναι πολλοί που λένε τα άλλα, ας πούνε και μερικοί κάτι άλλο. Λοιπόν για να το δούμε λίγο αυτό.
http://manitaritoubounou.wordpress.co … 8odoxia-loydobikos-1/
πάλι στον χώρο τον ιδιωτικό, το γεγονός ότι η χάρη του Θεού δεν μπορεί να επηρεαστεί από την δική μου ελευθερία, και αυτό διότι επειδή ουσία και θέληση του Θεού ταυτίζονται, εάν εγώ πω στον Θεό βοήθησέ με και με βοηθήσει, επειδή το είπα είναι σαν να μπαίνω στην ουσία του. Ξέρω πως ο Θεός με βοηθάει, με ποιο τρόπο; Αλλά τώρα έρχεται η ώρα του απολύτου προορισμού. Η δεύτερη μεγάλη αιτία αθεΐας στην Δύση: επειδή αυτός το θέλει.
Αν διαβάσετε τον Καλβίνο (Καλβίνος, ο περίφημος αυτός προτεστάντης), που λέει ξεκάθαρα, κοιτάξτε ο θεός αποφασίζει, για κάποιο λόγο, ότι μερικοί θα σκοτωθούνε, αποφασίζει για κάποιο λόγο ότι μερικοί θα χαθούνε. Και αυτό θα το μάθω στο τέλος. Αυτό δεν σημαίνει, λέει, ότι αυτοί που θα χαθούνε θα κάνουνε ενάντια στο θέλημα του Θεού ότι κάνουνε, οφείλουν να κάνουν και αυτοί αυτά που θέλει ο Θεός, επειδή αυτός είναι μεγαλύτερος από αυτούς. Αλλά παρ’ όλα αυτά θα πάνε στην Κόλαση. Η παθητικότητα αυτή, η οποία σας είπα για την δύση αποτέλεσε και αποτελεί σήμερα αιτία μεγάλων αναστατώσεων στον θεολογικό και στον ευρύ κοινωνικό χώρο, σας είπα η αθεΐα αναπτύσσεται.
Ένα θέμα αυτό λοιπόν, αυτό πιστεύουν οι δημοσιογράφοι όλων των εγκρίτων αθηναϊκών εφημερίδων, αυτό πιστεύουν οι εκφωνητές των ΜΜΕ και οι παρουσιαστές, αυτό πιστεύουν το 90% – να μην πω το 95% – των Ελλήνων διανοουμένων, τι πιστεύουν; Ότι ο θεός είναι ένα ον το οποίο δεν έρχεται σε, ότι είναι μόνος αυτός ελεύθερος, δεν μπορεί να έλθει σε πνευματική κοινωνία μαζί μου, μου υπαγορεύει την ύπαρξή μου, μου υπαγορεύει τον εαυτό μου, μου υπαγορεύει τους νόμους μου. Και εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να πω ναι σε αυτούς τους νόμους, ή να πω ναι -να επαναστατήσω-, να πω όχι και να του πω κοίταξε να δεις, εφόσον εσύ είσαι αυτός που υπαγορεύει, εγώ είμαι αυτός που επαναστατεί και δεν θέλω να ξέρω καμία απολύτως, δεν έχω καμία κοινωνία μαζί σου.
Η ελευθερία, όπως την γνωρίζουμε εμείς, είναι μια ελευθερία η οποία λέει ναι και στο ανθρώπινο θέλημα, λέει ναι και στην πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, γιατί είναι το θέλημά μου να θέλω την πληρότητά μου. Δεν ξέρω όμως πως θα την κάνω την πληρότητα αυτή και έρχεται ο θεός και μου λέει κάνε την με τον δικό μου τρόπο, αναλογικά. Εγώ την ελευθερία μου την χρησιμοποιώ ως αναλογία, ως σχέση, αναλογικά με σένα. Κάνε και εσύ το ίδιο, χρησιμοποίησε την ελευθερία σου αναλογικά, δηλαδή χρησιμοποίησε την ελευθερία σου ως σχέση, ως άνοιγμα στον άλλον. Χρησιμοποίησε όλα αυτά τα οποία θέλεις, με τέτοιο τρόπο ώστε να ωφελούνται και οι άλλοι.
Είμαι επίσκοπος ή είμαι πρεσβύτερος στην ενορία μου. Αυτό είναι ένα χάρισμα το οποίο έχω. Θέλω να είμαι επίσκοπος και καλά κάνω και θέλω. Το θέλει ο Θεός και το θέλω και εγώ, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τώρα, εάν αυτό εγώ το ιδιοποιηθώ, ή το ότι είμαι πρεσβύτερος το ιδιοποιηθώ, το χρησιμοποιήσω για μένα, τι σημαίνει αυτό; Οι άλλοι δεν μπαίνουν εκεί μέσα. Είναι μια ελευθερία, μια χρήση της ελευθερίας που είναι ουσιαστικά μια θέληση ερήμην. Είναι μια ελευθερία η οποία με κλείνει μέσα στο είναι. Με κλείνει μέσα στα δεδομένα της φύσης μου. Και γι’ αυτό και είναι αδιέξοδη η ελευθερία μου. Εάν όμως πω ότι είμαι εγώ για να καλλιεργήσω τα χαρίσματα των άλλων, για να ξεγεννήσω τους άλλους σαν καλή μαμή, για να δω τους άλλους ακριβώς ως εικόνες Θεού, και να τους ελευθερώσω στο να απολαύσουν αυτό το γεγονός, τότε είναι χαρισματούχοι όλοι. Αμέσως τότε η ελευθερία μου γίνεται ένας τρόπος στο να γίνω παν-άνθρωπος, να αποκτήσω το ομοούσιο, να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους.
Λέμε στην γλώσσα μας υπέροχα για κάποιον, ότι «δεν τρώγεται». Έτσι δεν λέμε; Που σημαίνει ότι είναι πολύ κακός, ότι είναι απάνθρωπος. Και λέμε για κάποιον προφανώς κάτι αντίστοιχο ότι «τρώγεται». Θέλω να σας θυμίσω λίγο, επειδή είναι πολύ κοντινή για να καταλάβετε τι λέω, την παραβολή της εσχάτης κρίσεως. Τι γίνεται εκεί πέρα; Είναι κάτι φοβερό. Πάμε όλοι ενώπιον του Χριστού για να κριθούμε. Και περιμένουμε ο Χριστός να μας κρίνει, ανάλογα με το τι έκανε ο καθένας, εγώ τι έκανα. Και είμαστε όλοι έτοιμοι να πούμε, εγώ πήγα στην εκκλησία, έκανα εκείνο, έφτιαξα ναούς, έκανα κατηχητικά, έκανα συνάξεις, έκανα το ένα, το άλλο. Λοιπόν, μου κάνει μια φοβερή ερώτηση ο Χριστός, την οποία δεν περιμένω. «Επείνασα και ουν εδώκατέ μου φαγείν, εδίψησα και ουν εποτίσατέ μοι…».
Μου κάνει μια φοβερή ερώτηση, μου λέει: «Μόνον σε βλέπω, που είναι οι άλλοι;». Αυτή την ερώτηση δεν μου κάνει; Δεν με ρωτάει πόσες φορές εξομολογήθηκα, πόσες φορές κοινώνησα, πόσες ώρες έκανα προσευχή. Μου λέει «επείνασα και ουκ έδωκές μοι φαγείν»… Μα, δεν σε είδα ποτέ -βλέπετε εδώ ο ατομιστής, δεν σε είδα ποτέ εγώ εσένα-. Μα έβλεπες όλους τους άλλους, που είμαι εγώ αυτοί οι άλλοι. Το σώμα μου έχει πολλά μέλη. Η ερώτηση την οποία δέχομαι στα έσχατα, η μοναδική ερώτηση, είναι ακριβώς αυτή. Δηλαδή, στην ελευθερία που είχες να κοινωνήσεις μαζί μου, αυτή η ελευθερία την οποία είχες να πραγματώσεις τον εαυτό σου περιλαμβάνει και τους άλλους μέσα; Τι λέω, καταλάβατε τι λέω; Και στους άλλους θα πει, «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ μοι, ξένος ήμην και συνηγάγετέ μοι», που σημαίνει ότι ο καθένας από σας κουβαλάει όλη την ανθρωπότητα εδώ. Δεν είστε μόνοι.
Όπως ο πατήρ κουβαλάει ολόκληρη την θεότητα, όπως ο Υιός κουβαλάει ολόκληρη την θεότητα, έτσι και εμείς κουβαλάμε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ή δεν την κουβαλάμε; Και αυτό είναι το φοβερό, ότι θα κριθούμε μεταξύ μας στο τέλος. Φαντάζομαι ότι ο Χριστός θα στέκεται ως ακροατής, δηλαδή όπως είμαστε μαζεμένοι εδώ, για κάποιον θα λέγεται ότι είναι μόνος του αυτός, και οι άλλοι θα λένε ναι, δεν βρήκαμε τόπο μέσα του κανένας μας. Για κάποιον άλλον θα λέγεται ότι εδώ, όλοι βρήκαμε τόπο. Και όλοι θα λένε πραγματικά εδώ βρήκαμε τόπο να σταθούμε. Βλέπετε ότι η έσχατη κρίση είναι μια κρίση του ποιοι θα κάνουμε και το αν θα κάνουμε την ελευθερία μας κοινωνική, αν θα την κάνουμε σχέση. Η αν η ελευθερία αυτή θα είναι ένα κλείσιμο στον εαυτό και μια θέληση για δύναμη και εξουσία πάνω στους άλλους.
Η παραβολή της κρίσης επαναλαμβάνω, γιατί αν το καλοσκεφτείτε, είναι μια παραβολή η οποία στην κυριολεξία μας εκπλήσσει, ακριβώς διότι δεν περιμένουμε εμείς οι οποίοι έχουμε μάθει σε αυτή την φίλαυτη χρήση του θελήματός μας, ή έχουμε μάθει να μας κόβουν το θέλημα κάποιοι άλλοι τους οποίους στη συνέχεια βέβαια μισούμε. Και αυτό το μίσος είναι πολλές φορές το ίδιο καταστροφικό με την θέληση για δύναμη. Τώρα ότι κάποιος με κατάστρεψε, μου έκανε ζημιά στο θέλημά μου, μπορεί να είναι τόσο θα λέγαμε επιθετικό και τόσο εξοντωτικό, όσο και το άλλο, το ότι ο άλλος μου έκανε την ζημιά ας πούμε.
Θα κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση και θα τελειώσουμε κάπως έτσι. Είπα λοιπόν ότι η ελευθερία είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό του Θεού. Όχι όμως με την αρνητική της μορφή, όχι ελευθερία επειδή είμαι Θεός. Αλλά ελευθερία επειδή κάνω κάτι το οποίο παιδαγωγεί αυτή την ελευθερία και την ομορφαίνει, την κάνει σοφία. Είναι ελευθερία ως αγάπη. Είπα ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και ενώ είναι ελεύθερος δεν είναι δυνατόν ποτέ μα ποτέ να απασχολεί τον άνθρωπο. Είναι μια ζώσα ουσία ζωντανή η οποία κινεί τον εαυτό της προς ενέργεια, και συναντά πραγματικά τον εαυτό της, είναι ελευθερία ενεργητική.
Είπαμε ότι μέσα στην ελευθερία αυτής ως σχέση ο άνθρωπος βρίσκει ακριβώς τον εαυτό του, και βρίσκει πραγματικά τα μέγιστα αγαθά ακόμα και θεοπτεία. Τι είναι όμως η θεοπτεία; Λέμε μερικές φορές, «θεόπτης!», λέμε «είδε το άκτιστο φως!». Ακόμα και αυτό το αν είναι τοπικά δεν καταλαβαίνουμε τη σημασία που έχει η πέρα της φιλαυτίας. Το άνοιγμα αυτό της ελευθερίας με μία σχέση.
Έλεγα λοιπόν 5 πράγματα, έβλεπα ότι ο κόσμος έ, άκουγε ότι άκουγε, γύρναγε έσκυβε το κεφάλι και εντάξει συνέχιζε κανονικά την ζωή του, σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Η μοναξιά αυτή ήτανε βαρύ αίσθημα, έλεγα μα τι κάνω εγώ σαν παπάς αυτή την στιγμή, τι νόημα έχει να ξαναπάω την Κυριακή και να ξαναμιλήσω στον τάδε, χωριό αφού πάλι… ναι, δεν μπορούσα, δεν λέω ότι είναι εύκολο αλλά, σήμερα σας είπα διάλεξα να μιλήσω δύσκολα, θέλω να πω πιστεύω ότι το ακροατήριο έχει τέτοιες δυνατότητες, αλλά έμαθα πολλά από τότε, πάντως είχα μεγάλη δυσκολία. Λοιπόν κάποια στιγμή μου συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός, με το οποίο ο Θεός σαν να μου έμαθε πολλά πράγματα.
Άρχισα να συγκλονίζομαι, είχα να κάνω με ανθρώπους που είχαν την εμπειρία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου και βέβαια και ο άλλος ευλογούσε εκεί και ο απλός ο παπάς έλεγε κι αυτός ναι, ναι, ήτανε όλοι σαν… Ήταν συγκλονιστική η εμπειρία αυτή για μένα, βέβαια δεν σταμάτησε εκεί αλλά άρχισα να τον ψάχνω αυτόν τον επίτροπο, αυτόν τον απλό άνθρωπο. Πως ζεις εσύ, αφού έπαθα το σοκ το οποίο με συνόδευε για χρόνια μετά. Πως ζεις εσύ; Έ πως ζω εγώ, φτωχά. Τι κάνεις, πως ακριβώς περνάς την μέρα σου, τι ακριβώς κάνεις στην διάρκεια της μέρας; Δεν κάνω λέει απολύτως τίποτα, δεν έχω λέει κάποια ιδιαίτερη αυτή, αγαπώ τον Θεό αλλά λίγη υπομονή μου λέει κάνω. Λίγη υπομονή κάνω. Είχε υπομονή αυτός, ξέρεις τι θα πει υπομονή; Υπομονή σημαίνει αυτός ο σταυρός της ελευθερίας να αγκαλιάζει τους άλλους. Εκεί μέσα αποκαλύπτεται ο Θεός.
Διοργάνωση: Παράρτημα θεολόγων Πάτρας
Υπογραμμίσεις: Το Μανιτάρι του Βουνού.