Τα άκρα και τα μέσα της καθεστηκυίας πολιτικής

Τα άκρα και τα μέσα της καθεστηκυίας πολιτικής

 

Του Νίκου Ηλιόπουλου


 

Πολλών λεπτών σιγή, για να σκεφτόμαστε

Προσφέρω λίγες επίκαιρες γραμμές

 

Δεν υπάρχουν άκρα ούτε μέσα, υπάρχουν λόγοι και πράξεις, σε βάθος χρόνου και σε όλα τα ζητήματα. Με βάση μια κατά το δυνατό καλή και σφαιρική ενημέρωση.

Επιμένω στις προϋποθέσεις της σκέψης μας, κυρίως όταν πρόκειται για πολιτική σκέψη. Τι σημαίνει προϋποθέσεις της σκέψης; Όλοι, όταν σκεφτόμαστε, προϋποθέτουμε κάποια πράγματα, που θεωρούμε δεδομένα. Και πάνω σε αυτά οικοδομούμε τη σκέψη μας και την έκφρασή της με λόγια ή γραπτά.

Παράδειγμα απλό, απλούστατο, και επικαιρικό για την τωρινή συζήτησή μας. Για να πω ότι κάποιος είναι δεξιός, προϋποθέτω πως ξέρω τι είναι δεξιά, προϋποθέτω ακόμα πιο πριν ότι υπάρχει η διαίρεση δεξιάς-αριστεράς, προϋποθέτω ότι αυτά τα ξέρει και τα δέχεται ο συνομιλητής μου. Συμπληρώνω εδώ ότι, τι μπορεί να σκέφτεται ο καθένας για το τι είναι δεξιά, ή αριστερά, αποτελεί συζήτηση χωρίς τέλος. Γίνεται έτσι φανερό ότι αυτές οι προϋποθέσεις είναι πολλές φορές αίολες, γελοίες, αστήρικτες, αυθαίρετες. Υποκειμενικές και μεροληπτικές. Το οικοδόμημα της ρητορείας είναι σαθρό, καταρρέει όταν αποκαλυφθούν τα ανύπαρκτα θεμέλια.

Η γεωγραφική λογική άκρων και μέσου καταργεί την κοινή λογική, τον κοινό νου. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και λογική θέσης, χώρου. Κάποιος είναι στο άκρο, και κάποιος στη μέση, στο κέντρο. Ερώτημα: ποιος κρίνει ότι μια θέση, πολιτική θέση τώρα, είναι ακραία; Και με ποια κριτήρια; Αδιέξοδο. Είμαστε πάντα στο χώρο, που κλείνει σε κουτάκια τους συλλογισμούς. Είμαστε μέσα στην καθεστηκυία πολιτική. 

Μια άποψη, η κάθε άποψη, είναι ορθή ή όχι με βάση διακηρυγμένα κριτήρια. Και μια πράξη υπακούει ή όχι σε αρχές. Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων δεδομένο, αποδεκτό και ανομολόγητο, όταν θα συζητήσουμε για την ορθότητα μιας άποψης. Και η πράξη θα δοκιμάζεται, θα κρίνεται, με βάση τις αρχές που επικαλείται.

Παράδειγμα απλό, απλούστατο, επίτηδες διαλεγμένο, για να φανεί η πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Ισότητα των γυναικών. Αρχίζουμε τη συζήτηση και ο καθείς καταθέτει τα επιχειρήματά του. Εν προκειμένω, συζήτηση αιώνων. Ομολογώ σαφέστατα, όπως ο καθένας είναι υποχρεωμένος, την προϋπόθεση της επιχειρηματολογίας μου: οι γυναίκες είναι ανθρώπινες υπάρξεις. Τυχαίνει να είναι όχι μόνο ολοκάθαρη αλλά και ολοφάνερη. Ο καθείς και τα όπλα του. Ο συνομιλητής που είναι αντίθετος στην πολιτική θέση της ισότητας των γυναικών, έχει επιχειρήματα. Μπορεί, π. χ., να μου αναφέρει ότι ναι μεν, αλλά η βιολογία δείχνει ότι οι γυναίκες είναι ασθενέστερα πλάσματα. Και τα παιδιά ασθενέστερα είναι, θα μπορούσα να του απαντήσω, και μερικοί άνδρες ακόμα. Ο ίδιος συνομιλητής, μετά το «επιστημονικό» επιχείρημα, που το έχουν χρησιμοποιήσει και οι πιο φωτισμένοι πολιτικοί στοχαστές, μπορεί να μου προβάλει ένα «κοινωνικό» επιχείρημα: οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν μερικά πράγματα που κάνουν οι άνδρες. Το έχει δείξει και η ιστορία, θα προσθέσει. «Ιστορικό» επιχείρημα. Οι γυναίκες δεν πήγαν στον πόλεμο. Ωραία! Θα του απαντήσω. Και οι άνδρες δεν κάνουν παιδιά. Αιώνιο επιχείρημα. Δεν καταθέτω τα όπλα. Η άποψη μου είναι ορθή, διότι στην πολιτική σκέψη στηριζόμαστε σε αρχές υπό τον όρο ότι τις δηλώνουμε ολοκάθαρα, και βέβαια τις εφαρμόζουμε στην πράξη μας. (Θα έρθω σε λίγο σε αυτό.) Η ορθότητα της άποψής μου έγκειται στο γεγονός ότι η ισότητα των ανθρώπων είναι πολιτική κατάκτηση. Εν προκειμένω, απόρροια αγώνων. Η πραγματικότητα δεν είναι προϋπόθεση σκέψης, είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα. Η πολιτική κατάκτηση δεν είναι προϋπόθεση σκέψης, την αποδεχόμαστε ή όχι. Εντούτοις, καθόλου δεν αρκούν όλα αυτά. Αφήνω το τεράστιο ζήτημα που δικαιολογημένα θα μπορούσε να θέσει κάποιος, και το θέτω κι εγώ, το ζήτημα του κατά πόσο η ισότητα των γυναικών είναι στο χαρτί και κατά πόσο έχει γίνει και πραγματικότητα. Διότι, εκτός πολλών άλλων λόγων, το ζήτημα αυτό για να τεθεί προϋποθέτει την αποδοχή της ισότητας, έστω στα λόγια. Ερχόμαστε στην πολιτική πράξη. Έγραψα ότι μια πράξη υπακούει ή όχι σε αρχές. Σε όποιον πολίτη, σε όποιον πολιτικό, διακηρύσσει την ισότητα των γυναικών, θέτουμε το πρακτικό και απλό, απλούστατο, ερώτημα: η πράξη σου, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, σέβεται αυτή την αρχή; Ο καθείς και τα έργα του. Ούτε άκρα, ούτε μέσα. Μακρύ το παράδειγμα, αλλά χρήσιμο για τις ανάγκες αυτού του κειμένου.    

Δεν υπάρχουν άκρα ούτε μέσα. Υπάρχουν λόγοι ορθοί ή όχι, και πράξεις συνεπείς ή όχι. Αυτή η ορθότητα και αυτή η συνέπεια εξετάζονται σε βάθος χρόνου. Αφορούν όλα τα ζητήματα. Και αναλύονται με βάση μια κατά το δυνατό καλή και σφαιρική ενημέρωση. Επειδή δεν θα μιλήσω για το θέμα της ενημέρωσης, αρκούμαι να γράψω μόνο το εξής. Η ενημέρωση δεν μπορεί να είναι ποτέ πλήρης. Το αποδέχομαι. Τότε όμως, ζητώ από όλους να πάψουν να δίνουν αυτή την απολυτότητα στο λόγο τους. Το ζητώ κυρίως από όλους αυτούς που έχουν στην Ελλάδα το μονοπώλιο του δημόσιου λόγου. Φρούδα ελπίδα, να εισακουστεί το αίτημά μου αυτό ; Ίσως.   

Λόγοι (σκέψεις) ορθοί ή όχι, σε βάθος χρόνου και σε όλα τα ζητήματα. Πράξεις (έργα) συνεπείς ή όχι, σε βάθος χρόνου σε όλα τα ζητήματα. Όταν θέσουμε τα παραπάνω κριτήρια καταλύεται η λογική των άκρων και των μέσων. Αναδεικνύεται η λογική της ορθότητας και της συνέπειας. Και τότε, η συζήτηση παίρνει τελείως άλλη τροπή. Τότε συζητάμε. Τότε σκεφτόμαστε. Πολιτικά.

Και ερωτώ. Είναι ορθή η γενικευμένη λεκτική αγένεια στο δημόσιο διάλογο;  Δείχνουν ορθότητα δημοκρατικού διαλόγου οι χαρακτηρισμοί στη θέση των επιχειρημάτων; Ποια ορθότητα έχουν οι βαρύγδουπες εκφράσεις που αγνοούν τη στοιχειώδη ιστορική πραγματικότητα, επιλέγουν ό,τι βολεύει τις θέσεις των εκφωνητών τους, και αθωώνουν επιπλέον την πραγματικότητα  αυτή;

Βάθος χρόνου σημαίνει να μη ξεχνάμε την ιστορία. Η ιστορία είναι πολυποίκιλη, και κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ξέρει τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν. (Όπως ακριβώς έγιναν: ουτοπικό πρόταγμα μεγάλων μάλιστα ιστορικών.) Η ιστορία διδάσκει πολλά και τίποτα, μας διδάσκει πως δεν μπορεί να μας διδάξει τίποτα. Διότι την δημιουργούν συνεχώς οι άνθρωποι. Τι δείχνει, εντούτοις, η νωπή ιστορία, για το θέμα που συζητάμε; Ένα απάνθισμα λόγων, θα μπορούσε κάλλιστα να δείξει ότι σχεδόν όλες οι πολιτικές θέσεις έχουν χαρακτηριστεί κατά καιρούς ακραίες από αυτούς που διαφωνούσαν. Μερικές το επικαλούνται μάλιστα, θέλουν να είναι ακραίες. Για τις πράξεις, δεν χρειάζεται να γίνει πολύ λόγος. Οι πιο σημαντικές πολιτικές πράξεις της περιόδου της «οικονομικής κρίσης» έχουν χαρακτηριστεί ακραίες ακόμα και από την αριστερά.           

Περιορίζομαι σε τούτο το κρίσιμο ζήτημα. Δύο, μεγάλοι, τρομεροί, ολοκληρωτισμοί, δύο και όχι ένας, είναι νωποί διότι χαρακτήρισαν τον εικοστό αιώνα. Γιατί ξεχνιέται τόσο εύκολα αυτό στις δημόσιες συζητήσεις στην Ελλάδα; Και ποια σύγκριση μπορεί να γίνει ανάμεσα στα τρομερά εγκλήματα αυτών των καθεστώτων και την αποτροπιαστική δολοφονία που προέρχεται ή εμπνέεται από μια πολιτική οργάνωση του εύρους που ξέρουμε; Γιατί αυτή η υπερβολή; Γιατί αυτές οι ακρότητες στα χείλη των περισσοτέρων; Γιατί τόσο μισητά λόγια να καταγγέλλουν… το μίσος; Εφιστώ την προσοχή, γιατί πολύ εύκολα αναποδογυρίζονται τα πράγματα στο δημόσιο διάλογο: τα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν είναι δύο άκρα. Είναι πραγματικές καταστάσεις κοινωνιών, πολιτικά καθεστώτα πρωτοφανή στην ανθρώπινη ιστορία, που εμπνεύστηκαν από συγκεκριμένες και γνωστές ιδεολογίες, επιβλήθηκαν από μαζικά κινήματα, και διατηρήθηκαν χρησιμοποιώντας τα πιο βάρβαρα μέσα καταστολής. Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι είναι θύματα των καθεστώτων αυτών. Επιλογή δεν έχει ούτε μέσο ανάμεσά τους.        

Ας πάμε στις πράξεις. Έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αυτιά τον Χρύσανθο Λαζαρίδη, σε τηλεοπτική συνέντευξη. Στην αρχή, ο δημοσιογράφος του έθεσε μια ιστορική ερώτηση. Για το κρυφό σχολειό. Απάντησε με ένα φτωχό – ταυτολογικό λέγεται στην επεξεργασμένη γλώσσα – επιχείρημα: δεν έχουμε στοιχεία για αυτά τα σχολεία, διότι … ήταν  κρυφά! Το ξεπερνώ. Σημασία έχει η βιαιότητα του λόγου του, όταν με βάση αυτό και μόνο το επιχείρημα, παίρνοντας ύφος έντονο, αυστηρό, αυταρχικό, περιφρονητικό, χαρακτήρισε τους υποστηρικτές της αντίθετης άποψης. «Οι ανόητοι», είπε. Γιατί αυτή η υπεροψία, η βίαιη ακρότητα, και μάλιστα σε τέτοιο ευαίσθητο, αλλά και ιστορικό θέμα, όπου η μετριοπάθεια επιβάλλεται;

Θα απαντηθούν όλες αυτές οι απορίες – πάντα εν μέρει βέβαια δεδομένου της μικρής έκτασης αυτού του κειμένου -, όταν θέσουμε την δεύτερη απαίτηση της πολιτικής συζήτησης και πρακτικής: Λόγοι (σκέψεις) ορθοί ή όχι, σε όλα τα ζητήματα. Πράξεις (έργα) συνεπείς ή όχι, σε όλα τα ζητήματα.

Η γεωγραφική «θεωρία των άκρων» θέλει να περιορίσει τη συζήτηση σε μερικά μόνο ζητήματα, για να χαράξει αυτή τις διαχωριστικές γραμμές εκεί που θέλει. Διότι, αν ανοίξουμε όλα τα ζητήματα της κοινωνίας, αυτά που επιμένω να αναφέρω, θρησκεία, οικογένεια, εκπαίδευση, εργασία, φιλία, έρωτας, επίσημη κρατική-εθνικ(ιστικ)ή ιδεολογία στην Ελλάδα, ε! τότε, θα φανεί ολοφάνερα ότι όλες, μα όλες, οι διαιρέσεις της καθεστηκυίας πολιτικής καταλύονται. Θα δούμε τους επαναστάτες να έχουν σε πολλά ζητήματα τις ίδιες απόψεις και πρακτικές με αυτούς που κατηγορούν ως αιμοσταγείς φασίστες. Θα δούμε τους μεσαίους να κατηγορούν ο ένας τον άλλον για ακρότητες. Δεν χρησιμοποίησα κατά τύχη το παράδειγμα της ισότητας των γυναικών. Ως προς τα καίρια και πραγματικά ζητήματα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, τα άκρα και τα μέσα εντάσσονται και δρούν μέσα στην καθεστηκυία πολιτική. Την υποστηρίζουν, την τρέφουν, την αναπαράγουν. 

Το παραπάνω τηλεοπτικό, δημόσιο, συμβάν βοηθά για να γράψουμε μερικές σκέψεις. Ο παλιός μου σύντροφος στο Κεντρικό Συμβούλιο του Ρήγα Φεραίου, Χρύσανθος, του οποίου τους αγώνες κατά τη διάρκεια της δικτατορίας τιμώ, στην ίδια συνέντευξη, για να εξηγήσει τη σημερινή του πολιτική τοποθέτηση είπε ότι, στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, υπηρέτησε την πατρίδα του από κάποιες θέσεις, και τώρα την υπηρετεί από κάποιες άλλες. Αγνοώ, παραμερίζω, τη γλωσσική διατύπωση που ηχεί παράξενα και θυμίζει άλλες εποχές – αν και οι διατυπώσεις έχουν τεράστια σημασία και σε αυτή την περίπτωση απηχούν σχεδόν όλη την ουσία. Λόγος όχι μόνο εθνικιστικός αλλά και εγωιστικά υπεροπτικός. Λόγος «άκρων». Ερωτώ: όλοι οι άλλοι δεν υπηρετούν την πατρίδα; Αυτοί που έχουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις από τον σύμβουλο του πρωθυπουργού, τι υπηρετούν; Ρωτώ.

Να και μια άλλη χαρακτηριστική πρακτική. Δεν επινοώ, ούτε εφευρίσκω τίποτα. Δεν μπορώ να έχω πλήρη ενημέρωση, αλλά χάρις επίσης στις υποδείξεις και τα ψαξίματα φίλων (ανδρών και γυναικών) μαθαίνω αρκετά. Να, λοιπόν, που όταν μπούμε σε όλα τα ζητήματα και κυρίως σε αυτά της ιδιωτικής σφαίρας, οι εκπλήξεις είναι τρομερές. Την είδηση αναφέρει η γαλλική εβδομαδιαία επιθεώρηση διεθνούς τύπου, Courrier international, τεύχος 1162, 7 Φεβρουαρίου 2013, με τον τίτλο: «Néonazi et marié à une Turque?». (Εύκολα, βρίσκει κανείς αυτή την είδηση στο Διαδίκτυο.) Πρόκειται, για να μιλήσω πάρα πολύ συνοπτικά, για «μικτό» γάμο Έλληνα και γυναίκας τουρκικής καταγωγής. Η Χρυσή Αυγή διέγραψε από τα κιτάπια της αυτόν τον Έλληνα που ήταν μέλος της. Ζήτημα πολιτικό, ένα και μόνο ένα, δεν υπάρχει δεύτερο: ποιος είναι υπέρ και ποιος είναι κατά του «μικτού» γάμου. (Δεν μπορώ να μην αναφέρω εδώ την κρίση της Χάννας Άρεντ: η θέση απέναντι σε αυτό το θέμα αποτελεί το κύριο κριτήριο ρατσισμού! Μεγάλη Χάννα Άρεντ! Ελεύθερη!)

Ας πάρουμε ένα μαγνητοφωνάκι, κι ας γυρίσουμε όλη την Ελλάδα για να ζητήσουμε την γνώμη των ανθρώπων στο θέμα αυτό. Να ακούσουμε τα λόγια, αλλά να διαπιστώσουμε και τις πράξεις. Να ακούσουμε και τα παιδιά και τους γονιούς. Από τη σκοπιά της ανάλυσής μου εδώ, δεν με ενδιαφέρουν τόσο τα ποσοστά. Σπεύδω να πω όμως, προς αποφυγήν κάθε παρανόησης, ότι ο «μικτός» γάμος υπάρχει στη σημερινή Ελλάδα, δεν είναι περιθωριακός, και είναι αποδεκτός από τους γονείς. Το παραμύθι του ρατσισμού που δήθεν κατακρατεί τα πάντα στην ελληνική κοινωνία πρέπει να πάψει. Με ενδιαφέρει να αναδειχτεί το εξής στοιχείο. Σε αυτό το συγκεκριμένο θέμα, που είναι κρίσιμο και βαθιά πολιτικό, όλες οι θεωρίες για τα άκρα και τα μέσα καταρρέουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ακρότητα της Χρυσής Αυγής δεν έγκειται κυρίως στη θέση της, που αναντίρρητα είναι αποκρουστική, έγκειται στο ότι θέλει να επιβάλλει τη θέση αυτή στη ζωή των μελών της. Αυτό λέγεται στάση ολοκληρωτική. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Αλλά τότε, φευ τότε, θα τα λέμε για όλους! Και για όλα! Είναι ολοκληρωτική στάση, και όχι δημοκρατική στάση ζωής, να θέλει οποιοσδήποτε να επιβάλλει στον άλλο τι θα κάνει σε ζητήματα προσωπικής ζωής, όπως η ερωτική σχέση. Τελεία και παύλα.

Τα άκρα εδώ εξαφανίζονται. Μα όταν δεν υπάρχουν άκρα, δεν υπάρχουν ούτε μέσα. Είναι το κενό της καθεστηκυίας πολιτικής. Απόλυτο, στην Ελλάδα του σήμερα. Η απαξίωσή της μεγαλώνει. Και τότε η πολιτική, που είναι συζήτηση και πράξη, αποκτά τα δικαιώματά της.

Είναι πάντα καιρός για μια πολιτική της αυτονομίας, της (άμεσης) δημοκρατίας και των πολλών νοημάτων ζωής. 

                 

                                  νίκος ηλιόπουλος

  Παρίσι 21 Σεπτεμβρίου 2013   

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.