«Ταξιδευτής των αλληγοριών»: Μανχάταν – Μπανγκόκ

«Ταξιδευτής των αλληγοριών»*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

«Δύο αρτηρίες ζωής που

κινούνται με παράλληλη φορά.

Διπλή ένταση.

Διπλή εκτόνωση.

Ένα διχαλωτό ποτάμι επιθυμιών.

Κοιτάζω σταθερά έξω.»

Γιώργος Βέης

 

Η κίνηση σε πρωτόγνωρα τοπία προσφέρεται για λεπτομερή παρατήρηση και διεισδυτικές αναγνώσεις. Η διπλή γραμμή του εναέριου τρένου στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης Μπανγκόκ είναι ένα τεχνολογικό θαύμα. Υπό το πρίσμα ωστόσο της ποιητικής ευαισθησίας γίνεται αντιληπτή σαν δυο παράλληλες αρτηρίες, που αιματώνουν τη ζωή κι εξασφαλίζουν την ασταμάτητη ροή της μεγαλούπολης.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 375, 16/9/2013.

Τοπία, ζωή και στοχασμούς αποτυπώνει ο Γιώργος Βέης στον τόμο «Μανχάταν-Μπανγκόκ, μαρτυρίες, μεταβάσεις», σε κείμενα που αν και φέρουν πεζή μορφή, διαπνέονται από ποιητικότητα, εξού και το τόλμημα, στο μότο του παρόντος κειμένου, της μεταγραφής ενός αποσπάσματος του συγγραφέα σε μορφή στίχων και στροφών, αποσπάσματος που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελεί ποίημα. Στρέφοντας το βλέμμα του «σταθερά έξω», ο Βέης αξιοποιεί τις παραστάσεις του για να επιστρέψει βαθιά μέσα, προεκτείνοντας τις διπλές αρτηρίες του εναέριου τρένου όχι μόνο προς το Μανχάταν της Δύσης και, τανάπαλιν, πίσω στη Μπανγκόκ της Ανατολής, μα κι από τον έξω προς τον μέσα κόσμο του ανθρώπου, κι αντίστροφα.

Όπως νωρίτερα η διπλή γραμμή του εναέριου τρένου, έτσι και η κεντρική οδός Σιλόμ στη Μπανγκόκ δεν είναι απλώς μια δίοδος προς συγκεκριμένους προορισμούς· είναι παραγωγός νοήματος, ως φορέας αξιών, εντυπώσεων, συναισθηματικών αποχρώσεων. Στον Βέη τα αντικείμενα αποκτούν ιδιότητες έμβιων όντων. Οι τόποι είναι και οι παραδόσεις τους, τα έθιμα, η συμπλοκή τους με κάθε φορέα ζωής και με κάθε στοχασμό απορρέοντα από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται και υπάρχουν. Τα δέντρα που 'χουν φυτρώσει επί των λαμπρών μνημείων της δυναστείας των Χμερ μέσα στη ζούγκλα, στην Καμπότζη, προκαλούν τη φιλοσοφική διάθεση του Βέη όχι μόνο σε σχέση με το εμφανές γεγονός, ότι δηλαδή από τη μια τα δέντρα αυτά υποστηλώνουν τα έτοιμα να καταρρεύσουν μνημεία μα απ' την άλλη τα ακυρώνουν κατακαλύπτοντάς τα, αλλά και σε σχέση με την προέκταση της αυστηρής κριτικής του συγγραφέα για τους αρχαιοκάπηλους από τον δυτικό κόσμο, που κόσμησαν τα «ημιπαράνομα» μουσεία των «προηγμένων» χωρών με τα προϊόντα των λεηλασιών τους επί των όπου γης πολιτισμών.

Η ταξιδιωτική περιπλάνηση του Βέη προεκτείνεται από τον τόπο στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία του, κι αποκεί στην ψυχή και το ήθος. Τα βουνά, στοχάζεται ο συγγραφέας, είναι ένα σαβουάρ βιβρ, ένας οδηγός συμπεριφοράς για ευγενείς. Γι' αυτό διαμορφώνοντας ήθος συναινούν τόσο σε καταφάσεις όσο και σε βέτο, ελέγχοντας τα ανθρώπινα έργα και τις αντοχές. Άλλοτε η προσέγγιση αποκτά οικολογικές διαστάσεις, όπως στη διαπίστωση πως τα χιονοδρομικά κέντρα είναι πληγές στο σώμα των βουνών. Η διείσδυση των ταξιδιωτικών εντυπώσεων στην ψυχή του τόπου εκμεταλλεύεται τη λογοτεχνική περιδιάβαση. Τα λογοτεχνικά αποσπάσματα που σταχυολογεί ο Βέης από τους τόπους των ταξιδιωτικών του σεργιανισμάτων δεν συνιστούν τυχαίες, ενδεικτικές ανθολογήσεις· συνάδουν διαρκώς με τη θεματολογία στην οποία δοκιμάζεται η σκέψη του συγγραφέα.

Έμπλεος ανθρωπισμού και διψασμένος για δικαιοσύνη, ο Βέης δεν θα γινόταν παρά να προσεγγίζει με ιδιαίτερο προσωπικό ενδιαφέρον το περί δικαίου αίσθημα του αρχαίου Κινέζου φιλοσόφου Μέγγιου (Μενγκ Τσε), το οποίο εμφιλοχώρησε στις κινεζικές αντιλήψεις περί του καλώς συγκερασμένου συλλογικού βίου. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται το σχόλιο του Μπέρτραντ Ράσελ, ήδη το 1922, πως αν οι Κινέζοι αναιρούσαν τη φιλοσοφική τους παράδοση και υιοθετούσαν τον δυτικό τρόπο ζωής, θα δημιουργούσαν «λίγους παραφουσκωμένους πλουτοκράτες στην πατρίδα [τους] και εκατομμύρια φτωχούς που θα πέθαιναν από την πείνα στο εσωτερικό». Η αντίληψη που επικαλείται ο Βέης όχι μόνο επικυρώνει την προσωπική του θέαση των πραγμάτων, μα και παρέχει την αφορμή ενός προβληματισμού με προοπτική διαχρονικότητας, εφόσον, καθώς αυτός προβάλλεται στις σύγχρονες συνθήκες, αποδεικνύει την ισχύ του και τον πανομοιότυπο τρόπο λειτουργίας των ανθρώπων.

Μεταβαίνοντας στο πλαίσιο των διπλωματικών του διαδρομών από την Ανατολή στη Δύση, ο Βέης επιμένει να μην αναπαριστά στα κείμενά του μόνο τόπους, αλλά κυρίως να «χαρτογραφεί» ανθρώπους. Ο ποιητής Νικόλας Κάλας «χαρτογραφείται» από τον Βέη στη Νέα Υόρκη διά της προσωπικής επαφής κι «εξερευνήσεως». Η σκιαγράφηση του «ευρηματικού στιλίστα» Μπόρχες οφείλεται επίσης στην προσωπική γνωριμία. Η αύρα των προσωπικοτήτων που συστήνει εκ των έσω ο Βέης είναι δροσιστική, και προκαλεί με τη δροσιά της ένα ρίγος στον αναγνώστη, το οποίο όμως δημιουργείται και από το μυστήριο της πολυσχιδούς προσωπικότητας των παρουσιαζόμενων καλλιτεχνών, ένα μυστήριο διατηρούμενο από την επιλογή του Βέη να μη μιλά εξαντλητικά για τα πρόσωπα των κάδρων του, παρά να επικεντρώνεται στο στιγμιότυπο, στη λεπτομέρεια των πινάκων.

Η παρουσίαση του ζωγράφου Άντι Γουόρχολ είναι ενδεικτική της κριτικής ικανότητας του Βέη τόσο να επεξηγεί αναλύοντας όσο και να συμπυκνώνει συμπερασματικά: «Υποκαθιστώντας αενάως την απολύτως παραδοσιακή ή νεωτερική εικαστική έκφανση με το εξόφθαλμα βιομηχανοποιημένο προϊόν, ο Άντι Γουόρχολ καθιέρωσε εντέλει το προσωποπαγές ύφος του. Ένα ύφος ύστερου καγχασμού.» Σε λίγες μόλις σειρές ο περιεκτικότατος κριτικός αποδεικνύεται άκρως κατατοπιστικός. Παράλληλα, η συσχετιστική ετοιμότητα κι ευφυΐα του Βέη διαγιγνώσκεται στα «περίεργα και ασυνήθη», κατά τους γιατρούς, αίτια θανάτου του Γουόρχολ, καθώς ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι με τα ίδια ακριβώς επίθετα αντιμετώπισε και η κριτική το έργο του ζωγράφου.

Η πρόσληψη του Γουόρχολ από τον Βέη δομείται επί της προσωπικής ευαισθησίας του συγγραφέα, κάτι που ισχύει και για την απεικόνιση του Αμερικανού ζωγράφου Φρανκ Στέλα. Όπως λοιπόν ο Στέλα προσαρμόζει τις απαιτήσεις του καμβά του στις απαιτήσεις της σύνθεσης, έτσι  κι ο Βέης προσαρμόζει τα στοιχεία του είναι που συνθέτουν τα χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων του στην προσωπική του πρόσληψη. Κι όπως ο Στέλα προσδίδει με τους περιορισμούς του στο κλειστό επίπεδο του καμβά του μια εναργή ατομική υπόσταση, έτσι κι ο Βέης προσδίδει στις προσωπικότητες που τον κινητοποιούν την προσωπική του ατομική υπόσταση, καθώς προβάλλει επί των περιγραφόμενων προσώπων την ευαισθησία του την αφορμώμενη από τις λεπτές εκφάνσεις εκείνων. Εύστοχα αυτοπαρουσιάζεται συνεπώς, όταν σημειώνει: «Κοντολογίς, άφησα το τοπίο να με κάνει, να με διαπλάσει. Είδα τους ανθρώπους σε διάφορα μέρη του πλανήτη ως δασκάλους, ως χορηγούς παιδείας. Ένιωσα και νιώθω δικός τους.»

Η παιδευτική διαδικασία στην οποία υποβάλλεται ο Βέης, και υποβάλλει με τη σειρά του τους αναγνώστες του, βρίσκει πολύτιμο σύμμαχο την ποιοτική γλώσσα του συγγραφέα. «Ο ποιητής, ο ταξιδευτής των προσωποποιήσεων και των αλληγοριών», διαπιστώνει ο Βέης για τον Σεφέρη, κάτι που ισχύει απολύτως και για τον ίδιο. Ο ποιητικός λόγος του συγγραφέα ενσωματώνει τη ζωή του διπλωμάτη, με τις μετακινήσεις και τις γραφειοκρατικές δομές που τη χαρακτηρίζουν. «Το διαβατήριο θα έχει πάντα πολλές ακόμη σελίδες για τις θεωρήσεις των μυήσεων», γράφει ο Βέης, συγκερνώντας το ταξιδιωτικό του έγγραφο με το ημερολόγιο των καταχωρήσεών του από τη διείσδυσή του σε τόπους κι ανθρώπους· ή «πρωτόκολλα μετάστασης στη μαγεία των στιγμών», με τις μαγευτικές στιγμές των μεταβάσεων του συγγραφέα να διασώζονται χάρη στη βοήθεια των διπλωματικών του πρωτοκόλλων. Η «πτητικότητα» του λόγου του Βέη, με την ποιητική αλαφροσύνη της, δίνει άλλη βαρύτητα στην επιπολαιότητα των λόγων που πετούν και χάνονται: τα «έπεα πτερόεντα» δεν είναι πια η αστοχασιά του σκορπισμένου στον άνεμο, δηλαδή στο πουθενά, λόγου· είναι η ποιητική μεταστοιχείωση ενός ευάερου στοχασμού.

Οι στοχαστικές περιπλανήσεις του Βέη ενισχύονται από το 24σέλιδο φωτογραφικό του αρχείο, που παρεμβάλλεται, χωρίς σελιδαρίθμηση, μεταξύ των σελίδων 128 και 129 του τόμου. Το εξαιρετικό τούτο αρχείο των φωτογραφιών υπηρετεί τη γενικότερη στόχευση του βιβλίου, παρέχοντας αφορμές για στοχασμούς αναφορικά με την επίδραση του τοπίου στον άνθρωπο. Όταν λοιπόν ο Βέης σημειώνει για τη φωτογραφία του παλιού, «τετραγωνισμένου» κτιρίου πως «ο τετραγωνισμός του τοπίου, η τυποποίηση της πολεοδομίας, η εγκαταβίωση στην ομοιότητα» συνιστούν τη σημερινή εικόνα του Μπρούκλιν, καταθέτει ένα σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο η τυποποίηση της πολεοδομίας στο σύγχρονο αστικό τοπίο αποπροσωποποιεί και τους ανθρώπους.

Η φιλοσοφία του Βέη αποκαλύπτεται από τον συγγραφέα κι ευθέως στην κατακλείδα του έργου του, όπου το ομιλητικότατο απόσπασμα από τον Φραντς Μπόας: «Εξαιτίας του έντονου συναισθηματικού μου ενδιαφέροντος για τα φαινόμενα του κόσμου, μελέτησα γεωγραφία.» Ο τόπος, επομένως, καί για τον Βέη, προκαλεί συναισθήματα και μεταφράζεται σε αυτά. Κι αν τα διαδραματιζόμενα στον τόπο έχουν κάποτε αρνητική έκβαση, όπως συνέβη με την αποτυχημένη απόπειρα του Αμερικανού εφευρέτη Πρέστον Τάκερ να παράξει ένα σύγχρονο, πρακτικό και οικονομικό αυτοκίνητο για τις μάζες, εκείνο που μετράει και βαραίνει δεν είναι η τελική αποτυχία, αλλά το όραμα, το όνειρο, η διάθεση πρωτοπορίας, το κολύμπι ενάντια στα ανυπέρβλητα εμπόδια του κατεστημένου. Έτσι, δικαίως οι ταξιδιωτικές μεταβάσεις του Βέη τροφοδοτούνται από το όραμα και πάλλουν δυνατά τους συγγραφικούς στοχασμούς στη φλέβα της ζωής.

Γιώργος Βέης, «Μανχάταν – Μπανγκόκ, μαρτυρίες, μεταβάσεις», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2011, σελ. 256.


«Θυμάμαι, ψιθυρίζω σαν να είμαι αυτόματο: "Ο αφανισμός των ιδεωδών, η νέα έρημος, οι νέες τέχνες επιβίωσης σε αυτήν, εμείς τα αμφίβια". Η πληρότητα της νιτσεϊκής αποτίμησης αποκτά ξαφνικά μέσα μου μιαν έντονη ινδονησιακή απόχρωση. Αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να διορθώσουμε ποτέ το λάθος που έχουμε κάνει σε ατομική και συλλογική βάση: η διάσταση ανθρώπου-ζώου έχει βαθύνει τόσο πολύ, ώστε το δεύτερο να μοιάζει πλέον ότι ανήκει στο οικοσύστημα ενός άλλου, τελείως διαφορετικού πλανήτη. Εκτός κι αν φτάνοντας στο ναδίρ της σχέσης μας με το ζωικό βασίλειο, συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι η μοναξιά που μας περιμένει είναι εντέλει ο πρόωρος, ο δικός μας θάνατος.»

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.