Μάκη Τσίτα «Αχ, αυτοί οι γονείς»

Μεταρσίωση και ρεαλισμός*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Ατίθασοι μπόμπιρες και λογοκρατούμενοι γονείς συγκροτούν ένα αιώνιο δίπολο, που αναζητά διαρκώς, σε επίπεδο διαπροσωπικό και πέρα από την προσφερόμενη κατακτημένη γνώση μέσω των παιδαγωγικών και των ψυχολογικών επιστημών, μια δίοδο επικοινωνίας και κατανόησης. Την πολυπόθητη γεφύρωση του χάσματος επιχειρούν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο η λογοτεχνία και η ζωγραφική στο βιβλίο του Μάκη Τσίτα «Αχ, αυτοί οι γονείς», σε εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή, από τη σειρά «Φραουλίτσα» των εκδόσεων Ψυχογιός για παιδιά μέχρι και της Α΄ Δημοτικού.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 374, 1/9/2013.

Ήρωας της ιστορίας είναι ο Μάρκος, μαθητής του Δημοτικού. Ο Τσίτας εκκινεί την περιπλάνηση του μικρού ήρωά του από το χάος της μεγαλούπολης και το κυκλοφοριακό της κομφούζιο, που δεν επιτρέπει σ' ένα παιδί να κινηθεί και να παίξει μόνο του. Το πρόβλημα επιτείνεται όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα καινούριο ποδήλατο, αληθινή πρόκληση για περιπετειώδεις διαδρομές. Η πρόκληση όμως ματαιώνεται από τη γονική απαγόρευση: ο Μάρκος ήδη υποσχέθηκε στους γονείς του πως δεν θα πάει ποτέ μόνος του στο πάρκο. Όταν λοιπόν, Κυριακή πρωί κι ενώ οι γονείς του ακόμη κοιμούνται, επιχειρεί να αθετήσει την υπόσχεσή του καβαλώντας το νέο του ποδήλατο, οι γονείς του από το μπαλκόνι τον ανακαλούν. Η τιμωρία επέρχεται φυσιολογικά: ο Μάρκος υποχρεώνεται να κλειστεί στο δωμάτιό του. Καθηλωμένος στο κρεβάτι του, αφήνει τα βαριά του βλέφαρα να κλείσουν. Ο ύπνος φέρνει τ' όνειρο, κι εκείνο τη μεταρσιωτική του ποιητική αντιστροφή.

Ο Τσίτας, με την άμεση παιδική διερώτηση «Μα όλα στραβά τα κάνω εγώ;» και τη συνακόλουθη διαπίστωση για τους γονείς «Υπερβολικοί όπως πάντα», δεν συλλαμβάνει απλώς την ψυχολογία του μικρού του ήρωα· σκιαγραφεί ταυτόχρονα εμμέσως και την πραγματικά υπερβολική συχνά στάση των σύγχρονων γονέων, που δεν τολμούν να αφήσουν τα παιδιά τους στιγμή από τα μάτια τους. Όση υπερβολή, ωστόσο, κι αν κρύβουν συχνά οι γονείς, εξίσου συχνά εκδηλώνουν φόβους παντελώς βάσιμους. Αν το παιδί κατορθώσει να αντιληφθεί τους φόβους των γονιών του, ήδη θα πορεύεται επί της γέφυρας που καταργεί το χάσμα. Το όνειρο του Μάρκου αποδεικνύεται αποτελεσματικότατο προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, εφόσον τον τοποθετεί στη θέση των γονιών του, σε μια λειτουργική αντιστροφή ρόλων.

Η αντιστροφή των ρόλων που επιχειρεί ο Τσίτας διαφέρει από την πεπατημένη πλήθους σχετικών, κυρίως αμερικανικών, κινηματογραφικών ταινιών, και πρωτοτυπεί ως προς το γεγονός πως δεν σηματοδοτείται από τη μεταφυσική ανταλλαγή σωμάτων. Ο Μάρκος και οι γονείς του παραμένουν στα σώματά τους και διατηρούν τις ιδιότητές τους: το παιδί παραμένει μαθητής, οι γονείς παραμένουν ενήλικες. Η διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός πως οι ήρωες, παρά τη διατήρηση της σωματικής τους ηλικίας, δεν χαρακτηρίζονται από την αναμενόμενη πνευματική ωριμότητα: η πνευματική ωριμότητα των γονιών περιορίζεται στο στάδιο της σχολικής ηλικίας, ενώ εκείνη του Μάρκου χαρακτηρίζεται από τον ορθολογισμό που θα ταίριαζε σε ενήλικες. Το εγχείρημα του Τσίτα δικαιώνεται περαιτέρω καθώς επισυμβαίνει σε όνειρο, στερεώνοντας την αποτελεσματικότητά του στην κομψή φαντασίωση μιας ρεαλιστικής ανθρώπινης κατάστασης, χωρίς να προσποιείται κάποια δήθεν υπαρκτή μεταφυσική μεταβολή, χαρακτηριζόμενη από μια συμβατική, χοντροκομμένη κινηματογραφική απιθανότητα.

Ο Μάρκος του ονείρου, λοιπόν, παιδί στον ρόλο των γονιών του, ξυπνά νωρίτερα απ' αυτούς, τους ετοιμάζει πρωινό, τους ξυπνά για τη δουλειά τους, τους κινητοποιεί ώστε να μην αργήσει κι ο ίδιος στο διαγώνισμα της πρώτης ώρας! Ο Τσίτας εδραιώνει την πειστική του ψυχογραφία στην ενδελεχή παρατήρηση των ανθρώπινων συμπεριφορών: οι γονείς του Μάρκου δεν ξυπνούν ποτέ με την πρώτη, όπως συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά· κι ο Μάρκος, σαν γνήσιος «γονιός», ξέρει πάλι πως πρέπει να επανέλθει σε τρία λεπτά, ώστε να ξαναξυπνήσει τους γονείς του, προκειμένου η επιχειρούμενη αφύπνιση να αποδειχτεί αποτελεσματική! Οι ευθύνες του Μάρκου δεν περιορίζονται στο πρωινό εγερτήριο: περιλαμβάνουν το μαγείρεμα, το συμμάζεμα του μονίμως ακατάστατου δωματίου των γονιών, την υπενθύμιση προς αυτούς να πλένουν τα χέρια τους πριν από το φαγητό· ο μικρός, μάλιστα, υποχρεώνεται να τους κατσαδιάσει για την επαναλαμβανόμενη επιπολαιότητά τους!

Το σοβαρότερο όμως είναι πως οι διευθυντές των γονιών του έχουν καλέσει τον Μάρκο για ενημέρωση! Τόσο τα σχέδια του αρχιτέκτονα πατέρα του, όσο κι εκείνα της σχεδιάστριας ρούχων μητέρας του έχουν διολισθήσει τον τελευταίο καιρό σε αλλοπρόσαλλα! Αχ, αυτοί οι γονείς! Οι ξεμυαλισμένοι γονείς! Η εξέλιξη απαιτεί τιμωρία! Οι γονείς υποχρεώνονται να κλειστούν τιμωρημένοι στο δωμάτιό τους. Με την πρώτη όμως ευκαιρία, καβαλούν τα ποδήλατά τους και το σκάνε! Καθώς αμέριμνοι κι απρόσεκτοι προσεγγίζουν τον μεγάλο δρόμο, ένα φορτηγό κατευθύνεται επάνω τους απειλητικά! Τότε… Τότε ο Μάρκος ξυπνά τρομαγμένος από τ' όνειρο!

Μέσω μιας φροϋδικής ψυχανάλυσης των ηρώων του με τη βοήθεια του ονείρου, ο Τσίτας πετυχαίνει για λογαριασμό τους την αυτογνωσία τους: έχοντας αναλάβει τις υποχρεώσεις των γονιών του, κι αντικρίζοντάς τους να υποπίπτουν σε όλα τα ολισθήματα συμπεριφοράς για τα οποία εκείνοι συνήθως τον εγκαλούν, ο Μάρκος αντιλαμβάνεται πια τα λάθη του, καθώς και την υπεύθυνη θέση των γονέων του, μα και τους λόγους για τους οποίους τον εγκαλούν στην τάξη. Η κατανόηση επιφέρει τη μετάνοια. Η αποκατάσταση των σχέσεων ριζώνει στην ειλικρίνεια, θερίζοντας επιτυχή αποτελέσματα ακριβώς επειδή δεν είναι προσχηματική.

Το λογοτέχνημα του Τσίτα, παρόλο που, απευθυνόμενο σε παιδιά, εκ των πραγμάτων έχει διδακτικό χαρακτήρα, κατορθώνει να τον απαλύνει με την αποτελεσματική χρήση του χιούμορ. Ο επίλογος της ιστορίας το αποδεικνύει εύγλωττα: ενώ η προσμονή από την ονειρική περιπέτεια θα 'ταν για τον Μάρκο η πλήρης συμμόρφωσή του στις υποδείξεις των γονέων του, ο μικρός, παρά τη συγγνώμη που ήδη ζήτησε από τους γονείς του, αφήνει για μία ακόμη φορά το δωμάτιό του ακατάστατο. Η απεγνωσμένη σχετική διαπίστωση της μητέρας, με την οποία τελειώνει η ιστορία, υπηρετεί με την ανατροπή της το χιούμορ. Λειτουργεί όμως και σαν στοιχείο ρεαλισμού, αφού αποδίδει πειστικότατα τον χαρακτήρα ενός παιδιού, το οποίο, όσο κι αν από τα παθήματά του τείνει να ωριμάσει, δεν παύει ωστόσο να παραμένει παιδί, με τις ασυναίσθητες πάνω στον παιδικό ενθουσιασμό επιπολαιότητές του. Η πραγματικότητα αυτή υπηρετεί τη ρεαλιστική ματιά του Τσίτα, ο οποίος αποφεύγει γνωστικά τις επιλογικές διθυραμβικές επιτυχίες που προσιδιάζουν στις προαναφερόμενες αμερικανικές ταινίες, συνήθως δεύτερης διαλογής, μα απέχουν συχνά χαρακτηριστικά από την πραγματικότητα.

Το «Αχ, αυτοί οι γονείς» δεν είναι όμως μόνο το καλοσμιλεμένο του κείμενο. Η εξαιρετική εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή συμπληρώνει αποτελεσματικά την ιστορία του Τσίτα, χάρη στη δημιουργική φαντασία της ζωγράφου. Όπου λοιπόν η αφήγηση θα μπορούσε ίσως να καταστεί πλαδαρή αναλισκόμενη σε φορτικές λεπτομέρειες, σκόπελο που αποφεύγει συνειδητά ο Τσίτας, η Σαμαρτζή προτείνει λύσεις γονιμοποιούς της παιδικής φαντασίας. Οι δραστηριότητες των γονέων, για παράδειγμα, οι οποίοι κατά την απουσία του Μάρκου από το σπίτι, μεταξύ άλλων «ζωγράφισαν» και «έπαιξαν», προσδιορίζονται από το πινέλο της εικονογράφου ως ζωγραφική στους τοίχους του σπιτιού, σε ό,τι αφορά το σκέλος τού «ζωγράφισαν», και ως μαξιλαροπόλεμος, σε ό,τι αφορά το σκέλος τού «έπαιξαν». Έτσι η Σαμαρτζή καθίσταται, κατά κάποιον τρόπο, συνδιαμορφώτρια της λογοτεχνικής ιστορίας.

Η αγαστή συνεργασία Τσίτα-Σαμαρτζή, που επιτρέπει στον λογοτέχνη να αποφεύγει τις φλυαρίες, απογειώνεται όταν το κεφάτο πινέλο της Σαμαρτζή αποθεώνει το χιούμορ: καθώς ο διευθυντής του πατέρα ενημερώνει τον Μάρκο για τα προβληματικά αρχιτεκτονικά σχέδια εκείνου προτείνοντάς του να ελέγξει το αποτέλεσμα με τη φράση «Κοίτα πώς βγήκε…», η Σαμαρτζή δεν περιορίζεται σε ένα σχέδιο που θα απεικόνιζε ίσως ένα στείρο αρχιτεκτόνημα του πατέρα, παρά χαρίζει στον μικρό αναγνώστη ένα παράδοξο κτίσμα, με τυφλές πόρτες που οδηγούν στον ουρανό και καμινάδες στραμμένες προς τη γη! Το ίδιο ισχύει και για τις σχεδιαστικές ατασθαλίες της μητέρας στα ρούχα που δημιουργεί σαν σχεδιάστρια μόδας. Οι επιλογές μάλιστα της εικονογράφου υπηρετούν οπωσδήποτε και τη χιουμοριστική διάθεση του κειμένου, ικανοποιώντας συνάμα και τις παράδοξες συνθήκες του ονείρου, εντός του οποίου εξελίσσονται τα αλλόκοτα συμβάντα.

Απολαυστική στιγμή της εικονογράφησης αποτελεί η επιλογή της Σαμαρτζή να αποδώσει τους ήρωες, κατά τη στιγμή που ο Μάρκος μαλώνει τους γονείς του, με ανεστραμμένο σωματότυπο από τον αναμενόμενο: ο μεν Μάρκος ψηλώνει, οι δε γονείς ζαρώνουν και αποκτούν τις διαστάσεις παιδιού! Επιπλέον, το ζάρωμα των γονιών συσχετίζεται και με την παραδοχή των σφαλμάτων τους και του δίκαιου χαρακτήρα της επίπληξής τους από τον Μάρκο, ενώ η αντιστροφή των ρόλων υπονομεύεται τρυφερά από τα ενδύματα των ηρώων, καθώς ο Μάρκος, παρά το ενήλικο ύψος του, εξακολουθεί να φορά τα αντικομφορμιστικά παιδικά του ρούχα, κάτι που ισχύει και για τους γονείς, οι οποίοι παραμένουν ντυμένοι σαν ενήλικες!

Ψυχαγωγική, καί με τη σημασία της διαπαιδαγώγησης καί με εκείνη της διασκεδαστικής απόλαυσης, η ιστορία του Τσίτα συμβάλλει στην ωρίμανση των μικρών αναγνωστών της και στην αυτογνωσία τους, μέσα από μια τεκμηριωμένη κατανόηση της θέσης των ενηλίκων, των ανησυχιών τους και της διάθεσής τους προς διάπλαση των «παίδων» τους. Συμβάλλει όμως παράλληλα και στην αποτελεσματικότερη ενδοσκόπηση των ίδιων των γονέων, που βρίσκουν, χάρη σ' αυτή την τόσο σοβαρή μα και τόσο κεφάτη συνάμα ιστορία, την ευκαιρία να αντιληφθούν και να υπερβούν τις προσωπικές τους υπερβολές, για τις οποίες κάλλιστα θα αναφωνούσε κανείς, και όχι μόνο επειδή οι γονείς συμπεριφέρονται στο όνειρο σαν παιδιά, «αχ, αυτοί οι γονείς»!

Μάκης Τσίτας, «Αχ, αυτοί οι γονείς», εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2013, σελ. 56.

 

            «[…] Ναι, είναι σίγουρος ότι οι γονείς του είναι υπερβολικοί. Μια τους εκνευρίζει το ένα, μια το άλλο, θυμώνουν, κάνουν παράπονα, παρατηρήσεις…

            Μα όλα στραβά τα κάνω εγώ; σκέφτεται και τον πιάνουν τα κλάματα. Τόσο κακό παιδί είμαι;

            Δεν έχει διάθεση για τίποτα, ξαπλώνει στο κρεβάτι και κοιτάζει το ταβάνι. Σε λίγη ώρα τα μάτια του κλείνουν.

            Το ξυπνητήρι χτυπάει δυνατά. Είναι κιόλας εφτά το πρωί! Ο Μάρκος πετάγεται απ' το κρεβάτι. Τρέχει στην κουζίνα και ετοιμάζει τοστ, γιαούρτι με φρούτα και καφέ για τους γονείς του, και γάλα με δημητριακά για τον ίδιο.

            Στις εφτά και δέκα μπαίνει στο δωμάτιο των γονιών του.

            "Ξυπνήστε!" φωνάζει και ανοίγει τις κουρτίνες.

            Δεν ξυπνάνε όμως ποτέ με την πρώτη. Αυτό το ξέρει κι έτσι σε τρία λεπτά επιστρέφει.

            "Ξυπνήστε, επιτέλους, θ' αργήσετε πάλι στη δουλειά!" […]»

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.