Χρονικογράφος του αιώνιου

Χρονικογράφος του αιώνιου*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Η υφή, ως η υποσυνείδητη συνύφανση στοιχείων που συνέχουν το σκοτεινό πρόπλασμα του ποιήματος, συμβάλλοντας στο να αποκτήσουν τα στοιχεία αυτά ιδιότητες απρόβλεπτες, αποκτά κάποτε διαστάσεις υπέρογκες, ικανές να αφανίσουν το ύφος. Άλλοτε οδηγεί όμως σε μια συμπαγέστερη σύνθεση των στοιχείων που διαμορφώνουν το ύφος. Η συμπλοκή της υφής με το ύφος επιβάλλει την αντιπαραβολή τους, προκειμένου να επιχειρηθεί ένας πρώτος εντοπισμός των ψηγμάτων ποιητικής που περικλείει ένα ποιητικό έργο.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 371, 16/7/2013.

Η αντιπαραβολή υφής και ύφους καθίσταται αποδοτικότερη, όταν το ύφος είναι ακόμη αδιαμόρφωτο, οπότε και διαγράφεται καθαρότερα η διαδικασία του σχηματισμού του. Από την πρώιμη ποιητική παραγωγή της Κικής Δημουλά εκκινεί, λοιπόν, την έρευνά του ο Κώστας Παπαγεωργίου στη μελέτη του «Κική Δημουλά, χρονικογράφος του εφήμερου», επιχειρώντας να διαρρήξει τις προθέσεις του ποιητικού δημιουργού.

«Από το έρεβος… επί τα ίχνη» τιτλοφορεί ο Παπαγεωργίου το εναρκτήριο του τόμου του μελέτημα, στο οποίο παρακολουθεί την πρώιμη ποιητική διαδρομή της Δημουλά, ενώ το πόνημά του συμπληρώνεται από πέντε βιβλιοκριτικές του που αφορούν το μεταγενέστερο έργο της ποιήτριας. Περιδιαβαίνοντας στην πρώιμη ποίηση της Δημουλά, ο Παπαγεωργίου εντοπίζει ήδη απ' το ξεκίνημα της ποιήτριας την οριοθέτηση δύο βασικών της ποιητικών χώρων: εκείνου της οικογενειακής και κοινωνικής σύμβασης, με την υποταγή που εμπερικλείει στους νόμους της καθημερινότητας, και του χώρου των ονειροπολημάτων και κάθε τεχνάσματος που σκαρώνει η ψυχή, αναζητώντας παυσίλυπα απέναντι στην ανία της καθημερινότητας.

Οι δύο χώροι της Δημουλά, επισημαίνει ο Παπαγεωργίου, μοιράζονται μια κοινή ατμόσφαιρα, συνθεμένη από τα στοιχεία της θλίψης, της μελαγχολίας, της ανίας, της θανάσιμης πλήξης. Η φθινοπωρινή αυτή ατμόσφαιρα δεν αναστέλλει, πάντως, την αισιοδοξία της ποιήτριας, η οποία σχετίζεται με την εξάρτησή της από τη ζωή. Η Δημουλά επιλέγει, πιθανώς, τη φθινοπωρινή ατμόσφαιρα, επειδή το φθινόπωρο καθρεφτίζει φευγαλέα συναισθήματα, που εναλλάσσονται με ταχύτητα, κατ' αντιστοιχία με τις φθινοπωρινές καιρικές μεταστροφές. Ωστόσο η ποιήτρια διεκδικεί πεισματικά τον ζωτικό χώρο που της ανήκει. Γι' αυτό ο Παπαγεωργίου υποστηρίζει πως η μελαγχολία της Δημουλά είναι μελαγχολικός άνεμος της ζωής. Έτσι μάλλον εξηγείται και το γεγονός πως ακόμη και η φθορά κι ο οδυνηρός θάνατος αντιμετωπίζονται από την ποιήτρια μέσω της προσωποποίησης πραγμάτων και αφηρημένων εννοιών, τα οποία υποκαθιστούν τους απόντες αποδέκτες των εξομολογήσεών της. Η ατμόσφαιρα της Δημουλά, συναρτημένη με τα περασμένα, ποτίζεται από μια παράξενη γοητεία. Η μνήμη καθιστά τα περασμένα οικεία και παραμυθητικά, συνάμα όμως τα διαβρώνει εξαιτίας της υγρασίας της νοσταλγίας.

Στη δεύτερη συλλογή τής Δημουλά με τον τίτλο «Ερήμην» (1958), το ποίημα μοιάζει να προκύπτει ερήμην της ποιήτριας, χάρη στη διαμεσολάβηση φευγαλέων ερεθισμάτων. Ωστόσο η ποιήτρια δεν παραιτείται από τη λογική, που τη συνδράμει αφενός στον αυτοπροσδιορισμό της σε σχέση με τον εαυτό της και το περιβάλλον της, κι αφετέρου στη διατύπωση της πρώιμης ποιητικής της. Αυτή η ποιητική περιλαμβάνει συγκρίσεις ανάμεσα στο πριν και στο τώρα, ενώ υποβόσκει παράλληλα μια κριτική αλλά κι αυτοκριτική διάθεση. Οι συναισθηματικές αναταράξεις που βιώνει στο μεταξύ η ποιήτρια γκρεμίζουν τις ποιητικές της βεβαιότητες, γι' αυτό και ρέπει σε μια προσιδιάζουσα στη φθινοπωρινή της ιδιοσυστασία αίσθηση της ματαιότητας. Καθώς επιχειρεί να οριοθετήσει τον χώρο της ποίησης, η Δημουλά πραγματοποιεί τον πρώτο διαχωρισμό ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό, γεγονός συνεπαγόμενο μία λανθάνουσα πρόθεση κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Τον «καταδιωγμένο» ένδον κόσμο της η ποιήτρια επιχειρεί να τον προστατέψει από τους ρύπους της καθημερινότητας, προσφεύγοντας στην επικράτεια της ποίησης. Η αναγκαστική επιστροφή από εκεί της επιβάλλει να απωθήσει το όνειρο και την ελευθερία. Κάποτε η επαναφορά συντελείται εξαιτίας του ημερήσιου φωτός, που διακόπτει βίαια το όνειρο και την ευτυχία. Στη Δημουλά, συναίσθημα και λογική αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Το συναίσθημα δείχνει να προστατεύεται από τη λογική, ώστε να μην κατακρημνιστεί στις ένδον χαράδρες. Κι εκείνο όμως με τη σειρά του διαπερνά τη λογική, καθιστώντας την προσηνή και διαλλακτική.

«Επί τα ίχνη» (1963) πλέον των βημάτων της, η Δημουλά ακολουθεί την ανάγκη της να κινηθεί σε χώρους κάπως ευρύτερους, πρόσφορους για αφηγηματικές αναπτύξεις. Η ποιήτρια γίνεται περισσότερο εξομολογητική, με τη νοσταλγία να ερείδεται σε αντικείμενα τόσο του στενού εσωτερικού, όσο και του ευρύτερου εξωτερικού χώρου. Τέτοια ερείσματα είναι οι φωτογραφίες και τα αγάλματα, τα οποία μάλιστα, ενώ υποτίθεται ότι διαφυλάσσουν τις απεικονίσεις τους από τη φθορά και την απουσία, αποδεικνύονται τελικά ακριβώς οι αδιάψευστοι μάρτυρες αυτών. Τα αγάλματα ανάγονται σε σύμβολα του μέλλοντος όσων κινούνται στον χώρο τους. Για τις γυναίκες, μάλιστα, τροφοδοτούν στοχασμούς σχετικά με τη μοίρα του γυναικείου φύλου. Η βαριά γυναικεία μοίρα αναγκάζει την ποιήτρια να καταφύγει στον ύπνο, όπου εδρεύει το όνειρο και η ελευθερία. Το ακριβό αντίτιμο όμως είναι η διαρκής αγρυπνία της μνήμης. Τόσο τα αγάλματα όσο και οι φωτογραφίες, ενδυόμενα τον διαβρωτικό μανδύα της μνήμης και της νοσταλγίας, υποδαυλίζουν το παρόν διαφυλάσσοντας το παρελθόν. Οι εξομολογητικές εκμυστηρεύσεις, λοιπόν, της Δημουλά, καθιστούν σιγά-σιγά την ποίησή της αφηγηματική. Η ποιήτρια, όσο αφηγείται, κατανοεί τον κόσμο, καθώς εντοπίζει πτυχές του χαραγμένες εντός της.

Η Δημουλά λοιπόν, βαδίζοντας «Επί τα ίχνη» των βημάτων της, γίνεται εγκάτοικος του εαυτού της, προετοιμάζοντας το έδαφος για την πρώτη εντός της κορύφωση με τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου» (1971). Ως το σημείο αυτό την κατευθύνει ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης μα και δημιουργίας, με κατακτημένο το κλειδί που ξεκλειδώνει την «κλειδαριά των αισθημάτων». Τα αισθήματα, πάλι, τα κοσμεί με μνημεία φθοράς και παντοειδών απουσιών προσώπων και πραγμάτων, από τα οποία τη χωρίζει μονάχα ένα αέρινο στρώμα θλίψης, ίσως και νοσταλγίας.

Ο Παπαγεωργίου, ολοκληρώνοντας την εντρύφησή του στο πρώιμο έργο της Δημουλά, εμπλουτίζει τον τόμο του με πέντε ακόμη κριτικές για έργα της ποιήτριας κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα (2001-2010). Η φαινομενικά κενή κριτικά από τον Παπαγεωργίου τριακονταετία της Δημουλά (1971-2001) καλύπτεται από τις καίριες επισημάνσεις του συγγραφέα για το υπόλοιπο έργο της. Η συλλογή «Ήχος απομακρύνσεων» (2001) εκπλήσσει με τον περιορισμένο ρόλο των φωτογραφιών. Ο Παπαγεωργίου αποδίδει το γεγονός στην επιφυλακτικότητα πλέον της ποιήτριας απέναντι στις τραυματικές ψευδαισθήσεις, επιφυλακτικότητα που προσδίδει στον λόγο της μια πρωτοφανέρωτη νηφάλια στοχαστικότητα. Το φορτίο πείρας της Δημουλά την κρατά αμετακίνητη στα θέματά της ως χρονικογράφο του εφήμερου. Το «νέο» εκλείπει, δεδομένων των θανάτων που οριοθετούν τον κόσμο της ποιήτριας.

Στη «Χλόη θερμοκηπίου» (2007) η Δημουλά ομολογεί την ταπεινότητά της μπροστά στον πανδαμάτορα χρόνο. Οι μνήμες διατηρούν πάντα την εκρηκτικότητά τους, ενώ η επικοινωνία με τους αγαπημένους απόντες στηρίζεται στην εξοικείωση της ποιήτριας με τη σκηνοθεσία ατμοσφαιρικών συμβάντων από την επώδυνη πραγματικότητα. Με λόγο αμεσότερο από ποτέ, χαρτογραφώντας το τοπίο του πάσχοντος σύγχρονου ανθρώπου, η ποιήτρια συνειδητοποιεί πικρά τις απρόβλεπτες διαστάσεις της ζωής. Τη σώζει ωστόσο η ικανότητά της να συλλαμβάνει την ουσία των πραγμάτων και να εναρμονίζει τα αντίθετα, εισερχόμενη έτσι στο ποιητικό τοπίο.

Συμπληρώνοντας ένα έργο διάρκειας μεγαλύτερης από πεντηκονταετία, η Δημουλά, με τη συλλογή «Μετακομίσαμε παραπλεύρως» (2007), μετακινείται παραπλεύρως της καθηλωτικής ζωής της, δηλώνοντας ανοιχτή στα νέα ενδεχόμενα του παρόντος. Αν και δεν εγκαταλείπει σημαίνοντα στοιχεία της ποιητικής της, μετακινείται ενδίδοντας στην ανάσυρση στοιχείων απωθημένων. Αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στον έρωτα και στον θάνατο, κατευθύνεται ξανά προς την οδυνηρή αποκάλυψη της ψευδαίσθησης. Έτσι οδηγείται εκ νέου στο ποίημα, στο απώτερο βάθος της εσωτερικής κι εξωτερικής πραγματικότητας, πετυχαίνοντας μια ακόμη κορύφωση στη θαυμαστή ποιητική της πορεία.

Μία περιπλάνηση τόσο πλούσια στον χώρο της ποίησης αποδίδει εξίσου πλούσιους καρπούς. Την ανταμοιβή της απ' όσα της χάρισε η ποίηση η Δημουλά την αποτυπώνει στον τίτλο «Τα εύρετρα» τής ποιητικής της συλλογής τού 2010. «Εύρετρα» είναι η ανταμοιβή για τα ποιήματα που σύνθεσε η ποιήτρια αγρυπνώντας, αλλά και τα ίδια τα ποιήματα. Η Δημουλά εξακολουθεί να αποτυπώνει την υπαρξιακή της αγωνία, τώρα όμως η σκιά του θανάτου δεν είναι πια ζοφερή, κι αντιμετωπίζεται με διάθεση υποδορίως ειρωνική ή διαπερνάται ακόμη κι από ριπές ζωής. Η ποιήτρια κατασταλάζει πλέον πως με την έλευση του θανάτου δεν καταργείται τελικά η ζωή, αλλά αυτοαναιρείται ο ίδιος ο θάνατος. Περιλαμβάνοντας στη συλλογή της όλες τις ευφρόσυνες και τις τραυματικές εκδοχές του βίου της, η Δημουλά κατορθώνει, στην ποίηση απολογισμού και υπερβατικής άσκησης που καλλιεργεί, διογκώνοντας τον μεταφορικό λόγο, να υποκαταστήσει την «έκταση» από το «βάθος».

Ο Παπαγεωργίου ολοκληρώνει την περιδιάβασή του στο λογοτεχνικό έργο της Δημουλά με την κριτική θεώρηση τού «Εκτός σχεδίου» (2004), ενός βιβλίου όπου η ποιήτρια συγκεντρώνει κείμενα δημοσιευμένα στο μηνιαίο περιοδικό «Κύκλος» της Τραπέζης της Ελλάδος, στην οποία η Δημουλά εργάστηκε για μια εικοσιπενταετία. Τα κείμενα αυτά χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του '50 ως τη δικτατορία του '67, οπότε και η έκδοση του περιοδικού διακόπτεται. Τα στοιχεία της ταυτότητας που έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνει η ποιήτρια εντοπίζονται και στα κείμενα αυτά. Η Δημουλά λειτουργεί και σε τούτα τα αφηγηματικά κείμενα σαν χρονικογράφος του εφήμερου, διεισδύοντας σε βαθύτερα επίπεδα της ύπαρξης, ηνιοχημένη από τη λογική φαντασία. Τα θέματά της μαρτυρούν την αμετακίνητη πρόθεσή της να «ξεκλειδώσει» αισθήματα που επωάζονται από τη φθορά και την απουσία. Παρελθόντα και παρόντα την ενεργοποιούν, καθώς «τρέχουν» επί ενός ακατασίγαστα ρέοντος χρόνου.

Συγκεντρώνοντας τις κριτικές του εργασίες για το έργο της Δημουλά, ο Παπαγεωργίου προσφέρει στη σχετική βιβλιογραφία ένα μελέτημα διεισδυτικό, που παρακολουθεί μία σημαίνουσα ποίηση εν τη γενέσει της, αποκρυπτογραφώντας την με ευαισθησία και χαρτογραφώντας την με τεκμήρια. Αν η Δημουλά αποδεικνύεται «χρονικογράφος του εφήμερου», ο Παπαγεωργίου, αποκωδικοποιώντας μία ποίηση προορισμένη να διαρκέσει, αποδεικνύεται «χρονικογράφος του αιώνιου». Το μελέτημα του Παπαγεωργίου όμως, πέρα από τον διαμεσολαβητικό του ρόλο ανάμεσα στο ποιητικό έργο και τον αναγνώστη, αποκτά προοπτική αυθυπαρξίας χάρη στον εξαιρετικά σμιλεμένο λόγο του, έναν κριτικό λόγο εφάμιλλο σε ποιότητα με τον ποιητικό της Δημουλά -δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως ο Παπαγεωργίου είναι κι ο ίδιος ποιητής-, που καθιστά το πόνημα απολαυστικό για τον απαιτητικό αναγνώστη.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Κική Δημουλά, χρονικογράφος του εφήμερου», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2013, σελ. 160.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.