ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΟΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ο ΘΟΔΩΡΗΣ (5.)
Του Άγγελου Καλογερόπουλου
"Ὁ Θοδωρὴς καθότανε στὸ τρίτο θρανίο ἀπὸ τὸ τέλος. Ἦταν, γενικά, ἕνας εὐχάριστος τύπος καὶ τὸν συμπαθοῦσαν οἱ συμμαθητές του. Γιὰ τὰ μαθήματα ἔδειχνε ἕνα ἰδιόρρυθμο ἐνδιαφέρον. Μερικὲς φορὲς χάζευε, ταξίδευε μὲ μιὰ λεξη ἢ μιὰ εἰκόνα. Ἄλλοτε πάλι τὸν συνέπαιρνε ἡ ἀφήγηση τοῦ μαθήματος τόσο ποὺ προκαλοῦσε ἔκπληξη στοὺς συμμαθητές του, γιατὶ τότε δὲν συμμετεῖχε στὴ συνήθη φασαρία ἢ καζούρα, στὴν ὁποία τὶς πιὸ πολλὲς φορές, εὐχαρίστως, ὄχι ἁπλῶς ἔπαιρνε μέρος ἀλλὰ καὶ πρωταγωνιστοῦσε κιόλας.
Μιὰ μέρα στὸ μάθημα τῆς Φυσικῆς, ὁ Θοδωρὴς ἐνῶ ἔδειχνε ὅτι εἶχε ἐπικεντρώσει τὴν προσοχή του, ξαφνικὰ σήκωσε τὸ χέρι του κι ἐνῶ ὁ καθηγητής, ἀλλὰ καὶ οἱ συμμαθητές του ἐπίσης, νόμισαν ὅτι κάτι ἤθελε νὰ ρωτήσει -μιὰν ἀπορία, ἴσως- αὐτὸς ζήτησε νὰ πάει στὴν τουαλέτα. Κάποιοι γέλασαν κι ὁ Θοδωρὴς σηκώθηκε, ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς αἴθουσας καὶ βγῆκε…
Ἀντὶ νὰ βρεθεῖ ὄμως στὸν μεγάλο διάδρομο, βρέθηκε ξαφνικὰ σ' ἕνα χωράφι μὲ ἐλιές. Κι ἀντίθετα ἀπ' ὅτι θὰ περίμενε κανείς, δὲ σάστισε καθόλου. Ὅλα τοῦ φάνηκαν ἀπολύτως φυσιολογικά. Κάποια πουλιὰ πέταξαν ἀνάμεσα στὰ φυλλώματα καὶ ξαφνικὰ ἀκούστηκε καλπασμὸς καὶ χλιμίντρισμα ἀλόγου. Ὅταν ἔφτασε κοντά του εἶδε ἕναν καβαλάρη ντυμένο μὲ ροῦχα ποὺ τοῦ θύμιζαν τὰ ροῦχα αὐτοκράτορα, ὅπως τὰ εἶχε δεῖ σὲ μιὰ εἰκόνα τοῦ σχολικοῦ του βιβλίου. Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθεῖ ποιοῦ. Τοῦ Ἡράκλειου, τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ ἢ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου; Τὸ ἄλογο σταμάτησε κι ὁ καβαλάρης του ἔπεσε κάτω. Ἦταν λαβωμένος κι ἀπὸ τὴν πληγὴ στὸ στῆθος του ἔτρεχε αἷμα. Ὁ Θοδωρὴς πῆγε κοντά του καὶ τοῦ μιλοῦσε. Ἀλλὰ αὐτὸ πραγματικὰ τὸν παραξένεψε: ἐνῶ ἔβγαινε ἡ φωνή του δὲν ἄκουγε τίποτα οὔτε καὶ εἶχε στὸ μυαλό του αὐτὰ ποὺ ἔλεγε. Ἔτσι γινόταν καὶ μὲ τὸν ἄλλον: ἔβλεπε τὰ χειλη του ν' ἀνοιγοκλείνουν ἀλλὰ δὲν ἀκουγόταν τίποτα. Ἀπὸ τὰ χείλη του μόνο ξεχώριζε κάτι συλλαβὲς σὰν : κρου….ρωμ…..σκουτά….καὶ σίγουρα τὴ λέξη: πόλιν. Προσπαθοῦσε ὁ Θοδωρὴς νὰ βγάλει ἄκρη, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λιγη ὥρα ὁ καβαλάρης ξεψύχησε. Σχεδὸν ἔμεινε στὰ χέρια του. Σηκώνει τὸ κεφάλι του ὁ Θοδωρὴς κοιτάζει δεξιὰ-ἀριστερά, σκέφτεται τί θἄπρεπε νὰ κάνει, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει καὶ ξαφνικὰ ἀκούει τ' ἄλογο νὰ χλιμιντρίζει, νὰ χτυπάει τρεῖς φορὲς τὴν ὁπλή του στὸ χῶμα καὶ νὰ σωριάζεται ψόφιο κατὰ γῆς.
Ρὲ κακὸ ποὺ με βρῆκε, λέει μέσα του ὁ Θοδωρὴς, κι ἀρχίζει νὰ τρέχει χωρὶς νὰ ξέρει γιὰ ποῦ, ἔχοντας πάντως τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ βρεῖ ἀπο κάπου βοήθεια. Σημειωτέον ὅτι δὲν τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι ζεῖ κάτι τὸ ἐξωπραγματικό. Τρέχει, λοιπόν, ὥσπου τὸν σταματάει ἕνα γαλήνιο μουρμουρητό. Κοιτάει καὶ τί νὰ δεῖ; Ἕνας ἄνθρωπος γονατιστὸς προσευχόταν. Τότε κατάλαβε τί θὰ πεῖ ἔκσταση. Ἔκσταση ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλά, πράγμα ποὺ ὅλως παραδόξως δὲν τὸ εἶχε προσέξει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁλόγυμνος. Τσιτσίδι, ὅπως τὸν ἔκανε ἡ μάνα του ποὺ λέμε. Ὡστόσο, τὸ σῶμα του δὲν προκαλοῦσε ντροπή. Εἶχε κάτι τὸ ἄσαρκο, ἂν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, ὄχι γιατὶ ἦταν ὑπερβολικὰ ἀδύνατος, ἀλλὰ γιατὶ ἡ ἴδια του ἡ σάρκα φαινόταν στὰ μάτια του σὰν καὶ ἡ ὕλη ἡ ἴδια νὰ εἶναι πνεῦμα.
Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη στιγμὴ ποὺ ὁ Θοδωρὴς σάστισε κι ἀναρωτήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ποῦ ἦταν καὶ ποῡ βρέθηκε. Στὸ μεταξύ, ὁ γυμνὸς ἄντρας σταμάτησε τὴν προσευχή του, κάθισε καταϊδρωμένος σ' ἕνα κούτσουρο ἐκεῖ στὸ πλάι καὶ μόλις ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι του παρατήρησε τὸν νεαρό. Τοῦ ἔγνεψε νὰ τὸν πλησιάσει. Ὁ Θοδωρὴς ἔμενε στὴ θέση του ἀκίνητος. Τότε ὁ ἄντρας ἔκανε ἕνα μορφασμὸ σὰ νἄλεγε «ἄ, κατάλαβα». Ἔσκυψε πλάι, πῆρε ἕνα μακρὺ χιτώνα σὰν αὐτὸν ποὺ φορᾶνε οἱ ἅγιοι στὶς ἐκκλησίες καὶ τὸν φόρεσε. Ἔκανε ξανὰ νόημα στὸν Θοδωρή. Ὁ Θοδωρὴς πλησίασε. Θὰ τοῦ ἔλεγε γιὰ τὸν καβαλάρη καὶ τ' ἄλογο. Ὅμως, ἄντε πάλι, ἡ φωνή του δὲν ἔβγαινε. Οὔτε καὶ τ' ἀλλουνοῦ.
Τότε ὁ παράξενος αὐτὸς ἄνθρωπος ξετύλιξε ἀπὸ τὸ θυλάκι τοῦ χιτώνα του κάτι σὰν τὶς παλιὲς περγαμηνὲς γιὰ τὶς ὁποῖες εἶχε διαβάσει στὰ βιβλία του. Δὲν καταλάβαινε ἂν ἦτανε περγαμηνὴ ἢ κάποιο ἄλλο ὑλικό, ἁπλῶς ἔτσι σκέφτηκε καθὼς ὁ ἄλλος τὸ ξεδίπλωνε μπροστά του σὰ ρολό. Τοῦ δείχνει λοιπὸν ἕνα κομμάτι. Ὁ Θοδωρὴς καταλάβαινε τὰ γράμματα, ἀλλὰ ἔτσι ὄπως ἦτανε γραμμένο δυσκολευότανε νὰ διαβάσει. Μὲ τὰ πολλὰ κατάφερε νὰ ξεχωρίσει κάποιες λέξεις καὶ τὶς διάβασε δυνατά: «Ὅλος ὅλως Χριστός…» καὶ κόμπιασε. Ἀλλὰ πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη τώρα ὄχι μόνο ἄκουσε τὴ φωνή του, ἀλλὰ ἀμέσως ἄκουσε καὶ τὸν ἄλλον ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Πολὺ ὡραῖα, συνέχισε!» Ὁ Θοδωρὴς ὅμως δὲ συνέχισε, ἀλλὰ ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία καὶ τοῦ κάνει: «Ἐδῶ πιὸ πέρα, ἕνας καβαλάρης, σὰ βασιλιάς, ἔπεσε νεκρός. Αὐτὸς καὶ τ' ἄλογό του». Ὁ ἄλλος ἔμεινε ἀτάραχος: «Ἔ, δὲ βαριέσαι», τοῦ λέει, «ὁ πρῶτος εἶναι ἢ ὁ τελευταῖος;» «Ἀφησέ τον αὐτόν. Θὰ τὸν φροντίσουν οἱ ἄγγελοι. Δὲν ἦρθες ἐδῶ γιὰ νὰ κηδέψεις τοὺς νεκρούς». «Καὶ ποῦ ξέρεις ἐσὺ γιατί ἦρθα ἐγὼ ἐδῶ;» ρωτησε ὁ Θοδωρὴς μὲ τὸ νεανικό του θράσος. Κι ἀμέσως, ἀλλάζοντας ὕφος νιώθοντας τὴν ἀδυναμία του, τὸν ρωτάει: «Ἀλήθεια, ποῦ ἦρθα;» Ὁ ἄλλος χαμογέλασε, τοῦ χάιδεψε λίγο τὸ κεφάλι -ὁ Θοδωρὴς ἔκανε νὰ τραβηχτεῖ γιατὶ τὸν φόβισε αὐτὴ ἡ οἰκειότητα- καὶ τοῦ ἀπαντάει κάπως αἰνιγματικά: «Ὄχι καὶ πολὺ μακριά, σχεδὸν στὸν τόπο σου». Καὶ συνέχισε:
«Σοῦ ἔχει τύχει καμιὰ φορὰ νὰ πηγαίνεις κάπου, ἀλλὰ ἀντὶ ν' ἀκολουθήσεις τὴ συνηθισμένη διαδρομὴ νὰ πάρεις ἕναν παράλληλο δρόμο; Καὶ τότε ἐνῶ βλέπεις τὸ ἴδιο τοπίο, τὸ βλέπεις ὅμως ἀπο μιὰ ἄλλη σκοπιὰ καὶ σοῦ φαίνονται ὅλα καινούργια. Ὄχι γιατι δὲν ὑπῆρχαν καὶ πρίν αὐτὰ ποὺ βλέπεις τώρα, ἀλλὰ γιατὶ ἀπὸ τὴ συνηθισμένη διαδρομὴ σοῦ κρυβόσαντε. Ἔ, κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ τώρα». «Μὰ δὲν εἶναι τόσο ἁπλό», τοῦ ἀπαντάει ὁ Θοδωρής. «Ἂν δὲν τἄχω τελείως χαμένα, ἐγὼ ἤμουν στὸ σχολεῖο μου, ἔκανα μάθημα -καὶ μάλιστα Φυσικὴ- καὶ ζήτησα νὰ βγῶ λίγο ἔξω. Καὶ τότε βρέθηκα ἐδῶ. Σὰ νὰ γύρισα αἰῶνες πίσω. Σὰ νὰ ταξίδεψα στὸ χρόνο». «Καλά, δὲν ἔχετε μάθει ἀκόμα πὼς ἡ φύση δὲν εἶναι ποτὲ ὅπως φαίνεται;»
«Ἄκου», τοῦ λέει, «ὑπάρχει κάποιος λόγος ποὺ βρέθηκες ἐδῶ. Σοῦ δόθηκε σὰ χάρη τώρα. Μὰ μετὰ ἀπαιτεῖ προσπάθεια γιὰ νὰ κατακτήσεις τὴν ἀλήθεια ποὺ θὰ σὲ ἐλευθερώσει. Μέχρι στιγμῆς μαθαίνεις αὐτὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι σκέφτονται, συμπεραίνουν μὲ τὸ νοῦ τους, ἑρμηνεύουν μὲ τὶς γνώσεις τους. Κανεὶς δὲν διηγεῖται αὐτὰ ποὺ εἶδε. Σ'αὐτὸ τὸν τόπο ποὺ ἦρθες δὲν ἔχουν τόσο μεγάλη σημασία οἱ βασιλιάδες, ἀλλὰ οἱ ἅγιοι. Ἄνθρωποι ἁπλοὶ ποὺ μᾶς ἔδειξαν ὅτι ὁ καθένας μπορεῖ νὰ ἀλλάξει, μπορεῖ νὰ ἀλλοιώσει τὴ φύση του καὶ νὰ δεχτεῖ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Κι αύτοὶ δὲ μᾶς λένε τί σκέφτηκαν, ἀλλὰ μᾶς διηγοῦνται τί ἔζησαν. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ πλοῦτος ποὺ θὰ χορτάσει αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὄχι οἱ βασιλιάδες καὶ τὰ σπαθιά».
Ἐκείνη τὴν ὥρα, ἦταν ἀκόμα πρωί, σήκωσαν καὶ οἱ δυὸ τὰ μάτια τους καὶ κοίταξαν πέρα. Τότε κατάλαβε ὁ Θοδωρὴς ὅτι μπροστά τους ἁπλωνόταν ἡ θάλασσα κι ὁ ἥλιος χρύσιζε ἀπάνω στὰ νερά της. «Μπορεῖς νὰ κοιτάξεις τὸν ἥλιο;» τοῦ λέει ὁ ἄλλος. «Ὄχι, βέβαια. Θὰ στραβωθῶ», τοῦ ἀπαντάει ὁ Θοδωρής. «Βλέπεις ὅμως τὸν ἥλιο καθὼς λάμπει στὰ νερὰ τῆς θάλασσας. Ὅταν θὰ γυρίσεις πίσω θὰ ψάξεις νὰ βρεῖς ἕνα σπίτι. Σ'αὐτὸ τὸ σπίτι εἶναι ἕνα σεντούκι κλειδωμένο καλά. Ἂν καταφερεις ν'ἀνοίξεις αὐτὸ τὸ σεντούκι τότε θὰ μπορέσεις νὰ δεῖς ἄφοβα καὶ τὸν ἥλιο». «Καὶ πῶς θὰ τὰ καταφέρω;» ρωτάει ὁ Θοδωρής. «Ἡ ψυχή σου», τοῦ ἀπαντάει ὁ ἄλλος, «ἔχει διάφορες ἐπιθυμίες. Κάθε ἐπιθυμία σου εἶναι σὰν ἕνα ἄλογο. Δῶσε τὸ χαλινάρι τοῦ κάθε ἀλόγου νὰ τὸ κουμαντάρει ὁ Θεὸς καὶ τότε θὰ ἀνοίξει τὸ σεντούκι».
Ὁ Θοδωρὴς ἔσκυψε τὸ κεφάλι του κι ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός. Μόλις σήκωσε τὰ μάτια του διαπίστωσε ὅτι ὁ ἄλλος εἶχε γίνει ἄφαντος. Σηκώθηκε ὄρθιος. Ξαφνικὰ ἀκούει φωνὲς κι ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ ἔτρεχαν γρήγορα στὸ διάδρομο τοῦ σχολείου. Μιὰ συμμαθήτριά του, ποὺ τὴν συμπαθοῦσε ἰδιαίτερα, στάθηκε δίπλα του. «Τί ἔγινε;» τοῦ λέει. «Ἄργησες. Χτύπησε γιὰ διάλειμμα. Μπορεῖ καὶ νὰ σοὔβαλε ἀπουσία ὁ Φυσικός». «Ἐντάξει, μωρὲ», τῆς ἀπαντάει χαμογελώντας ὁ Θοδωρὴς ποὺ διαπίστωνε τώρα ὅτι δὲν εἶχε ἀπομακρυνθεῖ περισσότερο ἀπὸ δυὸ μέτρα ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς αἴθουσας, «ὁ Φυσικὸς εἶναι καλὸς τύπος. Θὰ καταλάβει ὅτι μιὰ ἀπουσία ἐδῶ εἶναι μιὰ παρουσία ἀλλοῦ». «Δὲν σὲ κατάλαβα», τοῦ λέει ἐκείνη. «Καὶ ποῦ νὰ σοῦ ἐξηγήσω πῶς θὰ ἀνοίξεις τὸ σεντούκι», τῆς εἶπε. Καὶ κατέβηκαν μαζὶ στὸ προαύλιο…"