Η ηγεμονία τού «άδειου»
Του Γιάννη Στρούμπα
Σ' έναν «Αόμματο Καιρό», όπου τα μάτια των ψυχών παραμένουν σφαλιστά και νυσταγμένα, ζητείται φορέας πνευματικότητας, που θα κοινωνήσει την όραση στους τυφλούς και θα άρει τη σύγχυση. Τον φορέα αυτό ο Γιάννης Πατίλης, στην ποιητική του συλλογή «Αποδρομή του αλκοόλ», τον εντοπίζει σε μία γραμματοσειρά, την Calibri. Πρόκειται για γραμματοσειρά με ιδιαίτερο νοηματικό φορτίο, αφού χρησιμοποιήθηκε για τα πρώτα ανάγλυφα βιβλία προς χρήση από τους τυφλούς. Αν λοιπόν κάποτε εξυπηρέτησε ανθρώπους κυριολεκτικά τυφλούς, σήμερα καλείται να βγάλει απ' το μεταφορικό σκοτάδι τα ξεστρατισμένα πνεύματα, προσφέροντας το «σαρκίο» της στα ποιήματα, τους δραστικότερους φορείς στοχασμών.
«Αγκαζέ», λοιπόν, με την Calibri, ο Πατίλης μάς προσκαλεί να ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε, και να εκκινήσουμε απ' το «Σημείο Μηδέν». Αναγόμενο στο νεοελληνικό κυρίως παρελθόν, το «Σημείο Μηδέν» τοποθετείται στο ξεκίνημα μιας ιστορικής θεώρησης μέσω ποιητικών υλικών, η οποία αναπαριστά στα μάτια του σύγχρονου θεατή σκηνές από την πολιτική ιστορία του τόπου, σαν τις σκηνές μιας αρχαίας τραγωδίας, με τραγική κατάληξη την «έξοδο» του δράματος, τη σηματοδοτούμενη ωστόσο από τον εγκλωβισμό σε αυτό. Με λόγο πυκνό και υπαινικτικές αναφορές, ο Πατίλης ανασκαλεύει τη διάψευση των προσδοκιών στη γενιά της μεταπολίτευσης, που πίστευε πως θα αντιστεκόταν στην κυρίαρχη Δύση, όμως αφομοιώθηκε απ' αυτήν, περιοριζόμενη σε ηχηρά, σαν των γλάρων, «επαναστατικά» στριγκλίσματα.
Καυστικά ειρωνικός ο ποιητής, περιδιαβαίνει από την περηφάνια της αρβανίτικης φυλής πριν από έναν αιώνα, η οποία ήδη διέφερε από τους εκφυλισμένους Ρωμιούς, στη σύγχρονη αφομοίωση των Νεοελλήνων με την -καί οικονομική- αλβανική μιζέρια, σε μια πορεία παρακμής, που μοιάζει χωρίς τέλος («Εθνολογικά 2008»). Η μιζέρια, ωστόσο, που περισσότερο πονά, είναι για τον Πατίλη η πνευματική. Γι' αυτό καυτηριάζει τη χρήση των «γκρίκλις» στη γραφή, ιδίως στα ηλεκτρονικά μέσα, δηλαδή της ιδιότυπης γραφής της ελληνικής γλώσσας στο λατινικό αλφάβητο. Η πίκρα για την ηγεμονία «του άδειου» κορυφώνεται μέσω του συσχετισμού με τις προσδοκίες του Ανδρέα Κάλβου, που αδυνατούσε να φανταστεί ότι η ελληνική γραφή θα οδηγούνταν κάποτε σε αντίστοιχο εκπεσμό, όταν ο ίδιος αποφάσιζε να συνθέσει την πρώτη του ωδή στα ελληνικά. Ο όλος εκπεσμός, ακυρώνοντας την πιθανότητα της ίασης, καθιστά ειρωνικό τον τίτλο «Αποδρομή του αλκοόλ» του συγκεκριμένου ποιήματος, αλλά και όλης της συλλογής.
Στη σκηνή του Πατίλη παρελαύνουν αναγνωρίσιμες φιγούρες της νεοελληνικής πραγματικότητας, που, ακόμη κι όταν προέρχονται από τον χώρο των τεχνών, επιδεικνύουν ανάρμοστες στάσεις, επιβεβαιωτικές της όλης παρακμιακής εικόνας. Μάκης Ψωμιάδης και Ντίνος Χριστιανόπουλος απεικονίζονται από τον Πατίλη σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όσο ο Ψωμιάδης, επιχειρηματίας στον χώρο της νύχτας και μεγαλοπαράγοντας ποδοσφαιρικών ομάδων, ταυτίζεται με τον υπόγειων διαδρομών καταφερτζή, που επιβάλλεται κινούμενος παρασκηνιακά («Ο Μάκης Ψωμιάδης σε καφετέρια στα Σκόπια»), άλλο τόσο ο ποιητής Χριστιανόπουλος αποτυπώνει τη μορφή του πνευματικού ανθρώπου που άγεται και φέρεται από μικρότητες κι από την εγωπάθειά του, κι ας προσποιείται ο Πατίλης ότι στο επεισόδιο μεταξύ του ποιητή και της δημοσιογράφου Πόπης Τσαπανίδου επικρίνει την τελευταία για την άγνοιά της («On air»). Ο ηθικός εκπεσμός είναι ο στόχος των βελών του Πατίλη, που καταδεικνύεται ακόμη εναργέστερα μέσω της σύγκρισης με παρελθοντικές μορφές, πρωταγωνίστριες στην ιστορία, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, άγαλμα στην πλατεία των Σκοπίων, όπου διέφυγε ο Ψωμιάδης. Η τοποθέτηση των δύο προσώπων πλάι πλάι, καθιστά τη σύγκρισή τους ανίερη.
Τούτη η παρακμιακή πορεία αποτυπώνεται ακόμη εναργέστερα στο ποίημα «Τίτλοι τέλους», το οποίο μεταλλάσσει την προαναφερθείσα θεατρική παράσταση σε κινηματογραφική ταινία. Πρωταγωνιστές στην ταινία δηλώνονται επώνυμες φιγούρες της νεοελληνικής ιστορίας, ενώ κομπάρσοι όλοι εμείς, σε μια ταινία με «κίνηση ευρωπαϊκή πολλή», που, ξιπασμένη από τη Δύση, παραγκωνίζει τον Μακρυγιάννη και κάθε άλλη αυθεντική παράδοση του ελληνισμού. Οι τίτλοι τέλους, λοιπόν, φυσιολογικά επιφέρουν τον προβληματισμό για την πορεία που οδηγεί όχι μόνο την ταινία στο τέλος της, μα και την ελληνική κρατική υπόσταση. Καθόλου τυχαία το «Νεώριον», του ομότιτλου ποιήματος, θυμίζει ναυπηγείο για πλεούμενα προς τον Άδη, «ναυπηγείο» αδιαφορίας κι αφασικής απάθειας, καθώς ενώ ο τόπος κείται νεκρός και θάβεται, οι κάτοικοί του λουφάζουν στο θέατρο ή στο καφενείο, αποτελειώνοντας τον τόπο τους με την τελευταία φτυαριά χώμα στον τάφο του.
Η ψυχική φθορά αποτυπώνεται από τον Πατίλη με μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα τεχνική: αντιστοιχίζει ανθρώπινα συναισθήματα και στάσεις στη λειτουργία τεχνολογικών επιτευγμάτων. Οι σύγχρονοι ηλεκτρικοί διακόπτες φωτισμού, που σβήνουν σταδιακά, περιγράφουν το σβήσιμο της ψυχής («Dimmer εποχή»). Το κρύο φως ενός ψυγείου με αναψυκτικά δηλώνει την παγωμάρα της ανθρώπινης απώλειας («Αναχωρήσεις»). Η ανθρώπινη σχέση παρομοιάζεται με λάμπα, που καίγεται και πετιέται στα σκουπίδια («Ο ρακοσυλλέκτης»).
Τα ανθρώπινα ήθη σκιαγραφούνται από τον Πατίλη με μία ακόμη αξιόλογη τεχνική: την προβολή στη σύγχρονη εποχή όσων συντελέστηκαν σε μια ιστορική στιγμή. Η «τειχοσκοπία» του ομότιτλου ποιήματος, δηλαδή το οφθαλμόλουτρο των γερόντων της Τροίας στα κάλλη της Ωραίας Ελένης, την ώρα που εκείνη βρισκόταν στα τείχη της πόλης, μεταφέρεται στη σύγχρονη πραγματικότητα, όπου άντρας «θαμμένος» στην «πέτρινη κουστουμιά» της μεζονέτας του, περιορίζεται στη θέα της Ωραίας Γειτόνισσας, καθώς απλώνει τη μπουγάδα στη βεράντα της. Παράλληλα, το ηρωικό κλίμα του αρχαίου σκηνικού αποκτά τραγική διάσταση, όταν μεταλλάσσεται σε πεζό, κυριαρχούμενο από τη μοναξιά. Στο ποίημα «"Νοσοκομείον η Ελπίς" ή Η δύσκολη επικράτησις του Τώρα», το σχόλιο για τη σύγχρονη πρόκριση της σεξουαλικότητας κατατίθεται επίσης μέσω όρων ιστορικών: η υπεράσπιση του «Στάλινγκραντ της Ηδονής» παραπέμπει στην υπεράσπιση της πόλης από τα ρωσικά στρατεύματα, απέναντι στη γερμανική επέλαση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ιστορική αναλογία με τη σύγχρονη κατάσταση εμπλουτίζεται, σε άλλες περιπτώσεις, από την εισαγωγή ανατροπών κι από τον σαρκαστικό τόνο του Πατίλη. Στο ποίημα «Παρθενοπίπης», μέσω της αναγωγής στον ομηρικό Πάρη, ο οποίος έφερε το συγκεκριμένο προσωνύμιο ως άντρας που τόξευε με τις ερωτικές του ματιές τις παρθένες, ο Πατίλης χαρίζει στους «ματάκηδες όλου του κόσμου» κι όλων των εποχών μια «ένδοξη» καταγωγή. Ενώ όμως προσποιείται ότι τους συμπαρίσταται, ανατρέποντας τους ισοπεδώνει, διαπιστώνοντας πόσο «ωραία δυστυχισμένοι» είναι, «εντοιχισμένοι διά παντός/ στη φυλακή/ του βλέμματός» τους, χωρίς να χαίρονται τον έρωτα. Οι «εντοιχισμένοι ματάκηδες», μάλιστα, συναντούν τον προαναφερμένο «θαμμένο» άντρα στην «πέτρινη κουστουμιά» της μεζονέτας του, εφόσον θυμίζουν τους νεκρούς Φαραώ, τους «θαμμένους» ή «εντοιχισμένους» στον πολυτελή τάφο των Πυραμίδων τους. Ο οίκτος του Πατίλη για τους ματάκηδες ξεχειλίζει σαρκασμό.
Τα ιστορικά πισογυρίσματα του ποιητή, άλλοτε, συναντούν τις συνομιλίες του με προγενέστερα ποιήματα. Το ποίημα «Νεότερα στοιχεία για τη γυναίκα του Μενούση» ακολουθεί τη λογική του τίτλου «Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε» από το ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου. Το κοίταγμα στο παρελθόν, ωστόσο, δεν αποκλείει μία ακόμη αναγωγή στο παρόν: το πηγάδι στο οποίο κατευθύνεται για την προμήθεια νερού η γυναίκα του Μενούση, όντας, τρόπον τινά, το «νυφοπάζαρο» της εποχής της, μετατρέπεται στο «καφέ-μπαρ "Πηγάδι"», δηλαδή το σύγχρονο «νυφοπάζαρο». Τα δρομολόγια του Πατίλη στον χρόνο τονίζουν τον διαχρονικό τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις. Ο τίτλος, πάλι, «Ο Μάκης Ψωμιάδης σε καφετέρια στα Σκόπια» μιμείται ποιήματα που εμπεριέχουν στους τίτλους τους σημαίνουσες προσωπικότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν όλα τα ποιήματα του Νάσου Βαγενά στη συλλογή «Στη νήσο των Μακάρων», με ενδεικτικότερη περίπτωση αντιστοιχίας το ποίημα «Ο Γιώργος Σεφέρης ανάμεσα στα αγάλματα», δεδομένου πως καί στα δύο ποιήματα οι τίτλοι δομούνται με βάση το ίδιο συντακτικό σχήμα: ένα πρόσωπο με ονοματεπώνυμο ως υποκείμενο, απουσία του ρήματος, που εννοείται, κι εμπρόθετος προσδιορισμός τόπου. Η επιλογή, ωστόσο, του Πατίλη να ηρωοποιήσει ένα πρόσωπο αντιηρωικό, όπως ο Μάκης Ψωμιάδης, λειτουργεί εντέλει σαρκαστικά, δεδομένου πως ο «Μάκαρος» Ψωμιάδης, έστω εν ζωή, εντάσσεται στη χορεία των… «Μακάρων»!
Ο σαρκασμός του Πατίλη, υψηλής ηθικής επικινδυνότητας, δικαιώνεται όταν επιστρέφει στον ίδιο ως αυτοσαρκασμός. Ο ποιητής σαρκάζει τον εαυτό του άλλοτε μάλλον έμμεσα, όπως στο ποίημα «Παλιοθήλυκο εσύ αντιφατικότητα» (άλλη μία ποιητική συνομιλία), καθώς, τιμώντας τους «Αντιφα[σίστες]» της παλιάς του γειτονιάς και το σθένος τους να εμπλέκονται σε διενέξεις, παραδέχεται ουσιαστικά τη δική του αποτελμάτωση, που καταντά αναπηρία· άλλοτε ο αυτοσαρκασμός είναι άμεσος, όπως στο ποίημα «Ομογέρων», όπου ο ποιητής αναγνωρίζει, στα πρώτα του γεράματα, νοσήματα της παιδικής ηλικίας. Όσο πάντως κι αν επιχειρεί ο Πατίλης να μετριάσει την οξύτητα των ποιητικών του σχολίων μέσω του αυτοσαρκασμού, ο ομηρικός χαρακτηρισμός που επιφυλάσσει στον εαυτό του στο τελευταίο ποίημα τού ανήκει δικαιωματικά, όχι ως προς το -αδιάφορο, εν προκειμένω- περιεχόμενό του, όσο επειδή οι ιδεολογικές καταθέσεις του ποιητή, μαχητικές κι ηρωικές, εύλογα προσιδιάζουν σε σύγχρονο ιδεολογικό μονομάχο, σε σύγχρονο ομηρικό ήρωα.
Συνθέτοντας και μία ενότητα με ποιήματα αφιερωμένα στην τέχνη της ποίησης, ο Πατίλης απευθύνει προσκλητήριο πένθους για κάθε μέρα της ανθρώπινης ζωής που στερήθηκε την ποίηση. Άλλωστε η ζωή και η ποίηση μοιάζουν μεταξύ τους, καθώς εμπεριέχουν τραγική ειρωνεία. Συχνά, μάλιστα, η ζωή αποδεικνύεται πολλαπλώς τραγικότερη, ξεπερνώντας τη θεατρική δραματικότητα. Με διεισδυτικότητα ο ποιητής διαπιστώνει πόσο τραγική και τραγικά ειρωνική υπήρξε η μοίρα δύο δραματουργών, του Αισχύλου στην αρχαιότητα και του Θόδωρου Αγγελόπουλου στη σύγχρονη εποχή, οι οποίοι, μετά τους θανάτους που σκηνοθέτησαν στα έργα της τέχνης τους, βρέθηκαν απρόσμενα πρωταγωνιστές στον προσωπικό τους αδόκητο και τραγικά ειρωνικό χαμό.
Η ποίηση όμως, εκτός από τραγικά ειρωνική, είναι κι εξαγνιστική και καθαρτήρια. Αν μάλιστα, «Είκοσι έξι Δεκέμβρη», ανήμερα της γιορτής του Κυρίου, αποδεικνύεται θεϊκό πεδίο δράσης, ας μας επιτραπεί ο εξής συνειρμός: «Κύριος» δεν αποκαλείται μόνο ο Χριστός, αλλά και κάθε καθηγητής από τους μαθητές του. Ο Πατίλης, όντας καθηγητής φιλόλογος, θα μπορούσε να συνιστά τη γέφυρα ανάμεσα στα θεία και τη φιλολογία, καθιστώντας τη δεύτερη ιερή. Κατ' επέκταση, η θεϊκή ποίηση και η ιερή φιλολογία συναντιούνται και καθαγιάζονται στο κατάλληλο πρόσωπο: τον ποιητή και φιλόλογο Γιάννη Πατίλη.
Γιάννης Πατίλης, «Αποδρομή του αλκοόλ και άλλα ποιήματα», εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2012, σελ. 88.
ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ
Μνήμη σημαίνει να ξεχνάς τους ορισμούς
λέξη σημαίνει πλέξη με το άλεκτο
βλέπω σημαίνει λείπω απ' τ' ορατό
Απείραχτο άσε το Κεφάλαιο του Κόσμου
και ζήσε από τους τόκους
Μέσα στο σάλο των γνωστών πραγμάτων
γίνε εσύ και πάλι το Σημείο Μηδέν
και βγάλε το ψωμί της κάθε μέρας
|
Ο ΜΑΚΗΣ ΨΩΜΙΑΔΗΣ ΣΕ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ ΣΤΑ ΣΚΟΠΙΑ
Εγώ μπροστά τους είμαι λευκή περιστερά οι τελειωμένοι που θέλαν να ρεφάρουν με τον Άζαξ γι' αυτό κι ο Αγαπούλας πέρασε τα σύνορα Τι σχέση έχει ο Γιωργάκης με τον Μάκαρο; στο σύστημά τους πάντα χάνει ο λαός ενώ ποιος πόνταρε ποτέ στο Μάκη Μπόι κι έχασε Πολιτικός κρατούμενος και θύμα του συστήματος στο μέρος τούτο νιώθω πλέον ασφαλής μικρό αλωνάκι ο τόπος για μεγάλους Σ' αυτή την καφετέρια εγώ ο Μπιγκ Μακ πίνω ατάραχος τη φραπεδιά μου και κοιτώ τον καβαλάρη Μπιγκ Άλεκ στην πλατεία |
ΝΕΩΡΙΟΝ
Σε τόπο που μοιάζει νεκρό με το ρολόι που τον θάψαν κι ο χτύπος του το χώμα ανατριχιάζει και τις ρίζες των φυτών όλα βαθιά αλλάζουν κι από μέσα πρώτη φορά ο ζωντανός το βλέμμα δίχως απέξω κυριότητα στο κυριότερο σημείο της ύπαρξής του εστιάζει κι ό,τι κι αν κάνει σαν να γίνεται θα μοιάζει πρώτη φορά ενώ οι παλιές του οι συνήθειες κι οι κινήσεις στο καφενείο ή στο θέατρο αν πάει αν πάει να πιάσει την εφημερίδα ή την καρέκλα με τις φτυαριές τις τελευταίες θα μοιάζουν που αποχαιρετούν για πάντα τον νεκρό |
ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
Πρωί και κρύο φως απ' το ψυγείο με τ' αναψυκτικά και ώρα δέκα αναχώρηση απ' τον διάδρομο τον πρώτο κατάσαρκα για Λάρισα φορώντας μαύρα υλικά που κάνουνε την ομορφιά σου να ραγίζει Παιδί μάνα πατέρας μορφή αγαπημένη το σώμα πάντα θα πονάει στον χωρισμό Δεν είν' η θλίψη στο Σώμα το Αστυνομικό από τον θάνατο στον Τύρναβο του συναδέλφου μα του οχτάχρονου παιδιού που το μαθαίνει στο σχολειό Δεν πάει κάτω η Μαύρη Τρύπα που την ύπαρξη ρουφάει το κάθισμα το άδειο που για λίγο την αύρα σου κρατά τα μάτια μου τα μάτια σου που δεν θα ξαναδούν |
ΤΕΙΧΟΣΚΟΠΙΑ
λάινον χιτῶνα
Στης μεζονέτας του την πέτρινη θαμμένος κουστουμιά για όσα κακά στον εαυτό του έχει κάνει η αντίμαχή του μοίρα τού προκάνει βάσανο και γλυκιά παρηγοριά
ωραίας γειτόνισσας να βλέπει τον χορό όταν τα ρούχα στη βεράντα της απλώνει ή όταν σκύβει να τινάξει το σεντόνι της ομορφιάς της σπέρνοντας εικόνες στο κενό |
ΝΕΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕΝΟΥΣΗ
Απ' το Δημόσιο Σήμα δεξιά γωνία Πλαταιών και Λεωνίδου καθώς βροχούλα σιγανή λεπτή σκιά έχει φτάσει στο καφέ-μπαρ «Πηγάδι» ασυνόδευτη και θαρρετά κοιτά η ελικῶπιξ μπιρμπιλομάτα αστερομάτα όπως κι αν την πεις για ό,τι λαχταρά παίζει το μάτι κουβέντες που τις δέχονται τα σωθικά γλυκό τραγούδι και νύχτα ασημένιο μεσοφόρι χρυσό πουλί στην πιο πτυχή του τη βαθιά κρυμμένο μόνο γι' αυτόν που είδε μα ποτέ δεν μολογά
Κανείς δεν θα τη σφάξει τελικά κανείς δεν θα την κλάψει Παλλόμενη κι αλλόκοτα γερή σαν τη βροχή που πέφτει τώρα με ορμή πίσω απ' το τζάμι |
ON AIR
μονόλογος θηλυμανούς τηλεθεατού
Γιατί δάκρυσε η Πόπη Τσαπανίδου μπαίνω στον σκάι μόνο για την Πόπη μαζί της θα πήγαινα και στο κανάλι της Βουλής για την κορμοστασιά της την αέρινη τα θηλυκά της τα μαλλιά στο τουίτερ στην Αστυπάλαια παντού από πίσω εξαίσια όσο κι από μπρος και από πόδια αν έχεις δει http://www.youtube.com/watch?feature=end-screen&NR=1&v=Rcm0a_Yxuc0 δεν ξεχνάς κι ακόμη Πανάθα αν και Θεσσαλονικιά τι τον ήθελες τον παππούλη πωστονλένε με τη ρόμπα να σου χαλάσει το πρωί ο ανώμαλος που του δίνανε βραβείο κι αυτός σφυρούσε κλέφτικα κι έκανε την Ποπάρα μας να κλάψει πως τάχα μου δεν ξέρει τη φάτσα της θεάς δεν ξέρει καν ποια είναι αλλά την έκοψα εγώ τη μουστακάτη τη μαϊμού του τζιναβότοπου τον μπαλαμό τη λούγκρα |