ΜΟΝΕΤΑΡΙΣΤΙΚΟΣ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ

ΜΟΝΕΤΑΡΙΣΤΙΚΟΣ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ:

Αυτή τη φορά, οι διασώστες θα είναι οι επενδυτές και οι καταθέτες, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ σκεφθεί ότι, τα χρήματα τους δεν είναι πουθενά τόσο ευάλωτα και ανασφαλή, όσο στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους – περί χρηματοοικονομικής καταστολής

 

Του Βασίλη Βιλάρδου*

 

"Κάνετε τα άτομα να πιστέψουν ότι, αυτά και μόνο αυτά είναι ένοχα για την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας τους, για τη διαφθορά και, κατ' επέκταση, για τα δεινά τους: εξαιτίας της οκνηρίας, της ανεντιμότητας, της ανεπάρκειας της νοημοσύνης τους, της φοροδιαφυγής, της ανικανότητας ή των ελλειμματικών προσπαθειών τους.

Έτσι, τα άτομα αντί να εξεγερθούν ενάντια σε εκείνους που τους καταπιέζουν, που υπεξαιρούν την περιουσία τους και τους εξαθλιώνουν, υποτιμούν τους εαυτούς τους και νιώθουν ενοχές – κάτι που δημιουργεί μια γενικευμένη κατάσταση κατάθλιψης, της οποίας απόρροια είναι η αναστολή της δράσης: η σιωπή των αμνών" (N. Chomsky με παρεμβάσεις).

Ανάλυση

Πριν ακόμη ξεκινήσουμε την ανάλυση μας, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι το 1990 οι Η.Π.Α., καθώς επίσης οι 27 χώρες της ΕΕ, ήταν υπεύθυνες για το 55% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, για το 57% των εξαγωγών, για το 59% του παγκόσμιου ΑΕΠ, καθώς επίσης για το 52% των επενδύσεων – παράλληλα, σχεδόν για το 60% της κατανάλωσης των αγαθών και υπηρεσιών, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αν και η συγκεκριμένη σχέση παραγωγής-κατανάλωσης διατηρήθηκε μέχρι το 2000, από τότε και μετά διαφοροποιήθηκε ραγδαία. Έτσι λοιπόν, το 2010 οι Η.Π.Α. και η ΕΕ αντιπροσώπευαν μόνο το 45% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, καθώς επίσης το 47% των εξαγωγών – με την κατανάλωση τους όπως να παραμένει ως είχε (60%).

Η αιτία είναι το ότι, η μεγάλη αύξηση της παραγωγής και των επενδύσεων στην Ασία, η οποία μείωσε το μερίδιο της Δύσης, δεν συνοδεύθηκε από μία παρόμοια αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης στην ίδια ήπειρο – με αποτέλεσμα, η παγκοσμιοποίηση να δημιουργήσει δύο αντίθετους πόλους παραγωγής και κατανάλωσης. Η κατάσταση αυτή, την οποία έχουμε ήδη επισημάνει από το 2010 (ανάλυση μας), είναι προφανώς μη ισορροπημένη και μη βιώσιμη – ασύμμετρη και επικίνδυνη.

Εάν δε προσθέσουμε το ότι, η παγκόσμια ελεύθερη ροή των κεφαλαίων έχει καταστήσει εφικτό το δανεισμό των Αμερικανών και Ευρωπαίων καταναλωτών από τους Ασιάτες παραγωγούς, επέτρεψε και διευκόλυνε δηλαδή τη δημιουργία των δύο αντιθέτων πόλων, τότε θα κατανοήσουμε τόσο το μέγεθος του προβλήματος, όσο και τις γενεσιουργούς αιτίες της υπερχρέωσης των δυτικών νοικοκυριών και κρατών.

Απλούστερα, οι χώρες που παράγουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, αυτές δηλαδή που εξάγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από όσα εισάγουν, δανείζουν τα χρηματικά πλεονάσματα τους στις ελλειμματικές οικονομίες – οι οποίες χρηματοδοτούν με τα δανεικά αυτά χρήματα εκείνο το ποσοστό της κατανάλωσης τους, το οποίο δεν καλύπτεται από τη δική τους παραγωγή (Πίνακας Ι).

ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010

Χώρα

Πλεόνασμα

Χώρα

Έλλειμμα

 

 

 

 

Γερμανία

201.737

Η.Π.Α.

-689.932

Κίνα

182.725

Μ. Βρετανία

-152.830

Σ. Αραβία

152.000

Ινδία

-106.540

Ρωσία

151.621

Γαλλία

-85.325

Ιαπωνία

77.218

Τουρκία

-71.598

Πηγή: WP

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Οι μεγαλύτεροι αποταμιευτές (οι αποταμιεύσεις χρηματοδοτούν τις επενδύσεις), είναι οι πολίτες των κυριότερων πλεονασματικών χωρών: της Κίνας και της Γερμανίας. 

Στα πλαίσια αυτά η Κίνα χρηματοδοτεί υποχρεωτικά, για παράδειγμα, τις Η.Π.Α. (εντός Ευρώπης η Γερμανία πολλές άλλες χώρες), οπότε ο κινέζος παραγωγός τον αμερικανό καταναλωτή – γεγονός που έχει καταστήσει εφικτό η ελεύθερη ροή κεφαλαίων και η παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Ειδικά όσον αφορά τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων, το 1990 ήταν της τάξης των 2 δις $ την ημέρα – ενώ μέχρι το 2008 είχαν αυξηθεί κατά 6.000%, στα 130 δις $ σε καθημερινή βάση. Τη  ίδια χρονική περίοδο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας έγινε ανεξέλεγκτος και παγκόσμιος, ξεπερνώντας κατά πολύ την αύξηση της υπόλοιπης οικονομίας – με αποτέλεσμα να εξελιχθεί στη μεγαλύτερη μηχανή χρήματος που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος.

Η τάση αυτή φαίνεται να συνεχίζεται σήμερα, όπου προβλέπεται η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από 4-5 παγκόσμιες υπερτράπεζες – τις οποίες είναι πλέον εμφανές ότι υπηρετεί σύσσωμη η πολιτική της Δύσης. Από την πλευρά της Ευρώπης φιλοδοξεί να συμμετέχει η γερμανική Deutsche Bank, καθώς επίσης η βρετανική HSBC – ενώ ο απόλυτος αυτοκράτορας φαίνεται να είναι ήδη η Goldman Sachs.

Η θέση μας αυτή  τεκμηριώνεται από το ότι, οι προβλέψεις της Goldman Sachs για την παγκόσμια οικονομία, τους τελευταίους μήνες, είναι σχεδόν πάντοτε επιτυχείς – κάτι που σημαίνει πως καθορίζει το μέλλον και δεν το προβλέπει, αφού κανένας δεν διαθέτει μαντικές ικανότητες. Το γεγονός αυτό οδηγεί με τη σειρά του στο συμπέρασμα πως οι «παρεμβάσεις» των μεγάλων, καθώς επίσης των κεντρικών τραπεζών στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, είναι πλέον καταλυτικές – χωρίς δυστυχώς να γνωρίζουμε που θα μας οδηγήσει η απίστευτη αυτή χειραγώγηση των πάντων, από μία κυρίαρχη «μειοψηφία των εκλεκτών».         

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας  η παθογένεια, η οποία κρύβεται πίσω από το σύνδρομο της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, αλλά και του δημοσίου σε αρκετές χώρες, δεν είναι τόσο τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού ή/και τα διάφορα χρηματοπιστωτικά εργαλεία – τα όπλα μαζικής καταστροφής δηλαδή, όπως έχουν αποκαλεστεί, τα οποία απλά διευκολύνουν τη διαδικασία. 

Η βασική, γενεσιουργός αιτία είναι το ότι, τα δάνεια αυτά «σπαταλήθηκαν» για καταναλωτικούς και όχι για επενδυτικούς σκοπούς – παρά το ότι γνωρίζουμε πλέον πως η κατανάλωση οφείλει να προέρχεται από τα εισοδήματα, ενώ τα δάνεια είναι εξαιρετικά ωφέλιμα, πόσο μάλλον τα χαμηλότοκα, εάν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για επενδύσεις.  

Κλείνοντας, όπως σε ένα νοικοκυριό η κατανάλωση δεν πρέπει να ξεπερνάει τα εισοδήματα, έτσι και σε μία χώρα η κατανάλωση δεν πρέπει να υπερβαίνει την παραγωγή – ένας κανόνας, ο οποίος δυστυχώς δεν τηρήθηκε όχι μόνο από την Ελλάδα ή από τον ευρωπαϊκό Νότο (όπου η κατανάλωση και η παραγωγή εξελίχθηκαν εκ διαμέτρου αντίθετα), αλλά ούτε καν από τη Δύση.

Ευτυχώς για την Ελλάδα, η τάση αυτή έχει πλέον αντιστραφεί – κρίνοντας από τον περιορισμό των ελλειμμάτων, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της πατρίδας μας. Το γεγονός αυτό δε είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα για την οικονομία μας – ενώ οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον ιδιωτικό της τομέα.      

Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Πριν από το ξεκίνημα της κρίσης, οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρηματοδοτούσαν τόσο τα ελλείμματα, όσο και τα χρέη των χωρών τους, επίσης άλλων κρατών, δανειζόμενες με χαμηλά επιτόκια από την ΕΚΤ και αγοράζοντας ομόλογα δημοσίου – συχνά, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας με μεγάλα, σχεδόν «τοκογλυφικά» κέρδη. Ουσιαστικά λοιπόν οι τράπεζες διέσωζαν τα κράτη, αποκομίζοντας μεγάλα οφέλη. 

Την ίδια εποχή, οι ροές κεφαλαίων (δάνεια) κατευθυνόταν από τον πλεονασματικό Βορά στον ελλειμματικό Νότο, μέσω των εμπορικών τραπεζών – μέχρι το ξεκίνημα της κρίσης, όπου οι εμπορικές τράπεζες του Βορά σταμάτησαν να δανείζουν τις συναδέλφους τους στο Νότο, υποχρεώνοντας την ΕΚΤ να παρέμβει για να αποφευχθεί η παγίδα ρευστότητας (η οποία θα προκαλούσε μαζικές χρεοκοπίες κρατών και τραπεζών).

Στα πλαίσια αυτά, η ΕΚΤ άρχισε να δανείζεται, για παράδειγμα, από τη γερμανική κεντρική τράπεζα, δανείζοντας την Τράπεζα της Ελλάδας – με τη βοήθεια του συστήματος διακανονισμού της Ευρωζώνης (Target II). Σε τελική ανάλυση, οι απαιτήσεις της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ ξεπέρασαν τα 700 δις € – τα οποία ουσιαστικά οφείλονται στην ΕΚΤ (άρα στη Bundesbank) από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ιρλανδία κοκ. Παράλληλα, οι ροές των κεφαλαίων αντιστράφηκαν – κατευθυνόμενες πλέον από το Νότο προς το Βορά.      

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της κρίσης χρέους, τα κράτη διέσωσαν τις χρεοκοπημένες τράπεζες τους – δημιουργώντας «κακές τράπεζες», στις οποίες «παρκάρισαν» τα τοξικά περιουσιακά τους στοιχεία, κυρίως αυτά που προέρχονταν από τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α.

Η Ευρώπη, αν και στην αρχή υπέθετε ανόητα ότι, το πρόβλημα αφορούσε μόνο τις αγγλοσαξονικές οικονομίες, ανακάλυψε έντρομη πως οι αμερικανικές τράπεζες είχαν «εξάγει» το 50% των «αποβλήτων» τους στις ευρωπαϊκές «συναδέλφους» τους – ειδικά στις γερμανικές, όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Επιλεγμένες κακές τράπεζες της ΕΕ, με τα αποθηκευμένα τοξικά αξιόγραφα κατά την εποχή της ίδρυσης τους, σε δις €

Τράπεζα

Χώρα

Ποσόν

 

 

 

RBS

Βρετανία

270

HRE

Γερμανία

176

WestLB

Γερμανία

78

HSH Nordbank

Γερμανία

77

LBBW

Γερμανία

71

Nama

Ισπανία

71

Bayern LB

Γερμανία

67

Sareb

Ισπανία

55

Societe Generale

Γαλλία

54

Commerzbank

Γερμανία

38

UniCredit

Ιταλία

37

UBS

Ελβετία

28

 

 

 

Σύνολο

 

1.022

Πηγή: McKinsey. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα ΙΙ, μόνο στις επιλεγμένες παραπάνω τράπεζες αποθηκεύτηκαν τοξικά περιουσιακά στοιχεία υποθετικής αξίας 1,022 τρις € – γεγονός που απεικονίζει το τρομακτικό μέγεθος του προβλήματος, ενώ αυξάνει τις πιθανότητες έκρηξης της τραπεζικής βόμβας μεγατόνων, η οποία είναι τοποθετημένη στα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης.

Από το ποσόν αυτό, τα 507 δις €, το μισό περίπου, αφορά της γερμανικές τράπεζες – παρά το ότι δεν συμμετέχει η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η Deutsche Bank, η οποία είναι αδύνατον να μη διαθέτει ανάλογα «απόβλητα», ενώ είναι εκτεθειμένη σε τεράστιους άλλους κινδύνους (παράγωγα κλπ.).

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ

Στη δεύτερη φάση της κρίσης, ορισμένα κράτη της Ευρωζώνης διέσωσαν κάποια άλλα, «συνεπικουρούμενα» από την ΕΚΤ – με κύριο στόχο να προλάβουν οι τράπεζες, κυρίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, να απομακρυνθούν από τις «διακεκαυμένες ζώνες» με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, έτσι ώστε να μην χρεοκοπήσουν. Η τακτική αυτή βγήκε στην επιφάνεια μετά τον εκβιασμό της Κύπρου, το έγκλημα και την απάτη που το συνόδευσε (ανάλυση μας).

Το Διάγραμμα Ι που ακολουθεί, πηγή του οποίου είναι τα επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ, τεκμηριώνει τη μαζική απόσυρση των καταθέσεων από τις κυπριακές τράπεζες, εκ μέρους κυρίως των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών – ενώ η κυβέρνηση του νησιού εμποδιζόταν ή καθυστερούσε σκόπιμα, ενδεχομένως ανόητα, να λάβει μέτρα.


Όπως φαίνεται από την πορεία της κόκκινης γραμμής, οι καταθέσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών αυξήθηκαν απότομα, λόγω των υψηλών επιτοκίων που προσέφεραν ανεύθυνα οι κυπριακές τράπεζες. Στη συνέχεια, οι «Ευρωπαίοι» απέδρασαν μαζικά – με όλους τους άλλους, όπως διαπιστώνεται από τις υπόλοιπες γραμμές, τους μη έχοντες δηλαδή εσωτερική πληροφόρηση, να διατηρούν μία σταθερή πορεία.  

Τελικά, το «έγκλημα εκ προμελέτης» ολοκληρώθηκε από την επόμενη κυπριακή κυβέρνηση – η οποία συμφώνησε με το «ολοκαύτωμα» του βασικότερου πυλώνα της οικονομίας της, ενώ παρέδωσε την πατρίδα της αμαχητί στους εισβολείς.

Συνεχίζοντας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ΕΚΤ συνέβαλλε στη διάσωση τόσο των κρατών, αγοράζοντας ομόλογα τους στη δευτερογενή αγορά, όσο και του τραπεζικού συστήματος – εφοδιάζοντας κυρίως τις εμπορικές τράπεζες του Νότου με ρευστότητα (ELA) η οποία, στην περίπτωση της Ελλάδας, ξεπέρασε τα 100 δις €.

Όσον αφορά την Ελλάδα συνέβαλλαν επίσης οι εμπορικές τράπεζες, οι ιδιώτες επενδυτές, τα ασφαλιστικά ταμεία και ο διάφοροι οργανισμοί του δημοσίου – οι οποίοι υποχρεώθηκαν σε διαγραφή μέρους των απαιτήσεων τους (PSI), δημιουργώντας ένα προηγούμενο, ένα «δεδικασμένο» καλύτερα, για χρήση στο μέλλον.

Αντίθετα, στην περίπτωση της Κύπρου υποχρεώθηκαν να συμβάλλουν οι μέτοχοι των τραπεζών, οι ομολογιούχοι, καθώς επίσης οι μεγάλοι καταθέτες τους – δημιουργώντας ένα δεύτερο «δεδικασμένο».

Για τη Γαλλία βέβαια επιλέχθηκε μία ιδιαίτερη, προνομιακή μεταχείριση – το πρόγραμμα STEP (άρθρο μας). Όσον αφορά την Ισπανία, εγκρίθηκε «μη συμβατικά» η χρηματοδότηση των τραπεζών της απ' ευθείας από το ESM – γεγονός που βοήθησε να μην υπαχθεί τελικά η χώρα στην Τρόικα, αφού οι ισπανικές τράπεζες χρησιμοποίησαν τα χρήματα της ΕΚΤ για την αγορά ομολόγων του δημοσίου.

Τέλος, μία αντίστοιχα θετική μεταχείριση είχε και η Ιρλανδία (ανάλυση μας) – επίσης το Βέλγιο, στην περίπτωση των τραπεζών του, ενώ περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί με την Ολλανδία (ανάλυση), η οποία είναι αναμφίβολα το νέο μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης. Πολλά μέτρα και πολλά σταθμά λοιπόν στην Ευρωζώνη – με μοναδικό ουσιαστικά μεγάλο θύμα την Κύπρο, τον ασθενέστερο κρίκο, ακολουθούμενη από την Ελλάδα.   

Η ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ

Όπως φαίνεται, με την κρίση να εξελίσσεται στο επόμενο στάδιο της, τόσο τα κράτη, όσο και οι τράπεζες θα βρεθούν μαζί στη θέση εκείνων, οι οποίοι θα χρειασθεί να διασωθούν. Αυτή τη φορά, οι «διασώστες» θα είναι από κοινού οι επενδυτές και οι καταθέτες, μικροί και μεγάλοι – οι οποίοι δεν είχαν μέχρι σήμερα ποτέ σκεφθεί ότι, τα χρήματα τους δεν είναι πουθενά τόσο «ευάλωτα», τόσο ανασφαλή, όσο στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Όπως λέγεται δε, τα μοναδικά χρήματα που είναι σίγουρα, είναι αυτά που έχουμε στην τσέπη μας. 

Φυσικά θα συμμετέχουν στη διάσωση και οι φορολογούμενοι – όπως σε όλες τις μέχρι τώρα διασώσεις. Κατά πολλούς δε, τα ασφαλιστικά ταμεία θα είναι αυτά που θα συνδράμουν με τη «μερίδα του λέοντος» – ενώ δεν πρόκειται να εξαιρεθούν οι χώρες του Βορά, οι οποίες είναι «εγκλωβισμένες» αφενός μεν από τα δάνεια τους στην ΕΚΤ, αφετέρου από τη συμμετοχή τους στα πακέτα στήριξης, καθώς επίσης από την έκθεση των τραπεζών τους σε επικίνδυνες πιστώσεις στις ελλειμματικές οικονομίες. Για την τεκμηρίωση των συμπερασμάτων μας αυτών, τα εξής:

Με δεδομένο το συνεχιζόμενο συναλλαγματικό πόλεμο μεταξύ της Δύσης και της Ασίας (ανάλυση μας), καθώς επίσης με τον ενεργειακό (άρθρο μας), οι κεντρικές τράπεζες της «τριάδας» (Η.Π.Α., Ευρώπη, Ιαπωνία), φαίνεται πως συνεργάζονται μυστικά – έχοντας υιοθετήσει μία κοινή πολιτική εκτύπωσης νέων χρημάτων.

Η πολιτική αυτή συνδέεται με τη διατήρηση των βασικών επιτοκίων σε μηδενικά επίπεδα, καθώς επίσης με τη χειραγώγηση της τιμής του χρυσού – έτσι ώστε αφενός μεν να μην υιοθετηθεί ο κανόνας του χρυσού από τη Ρωσία ή την Κίνα, αφετέρου να μην χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο από τους τρομοκρατημένους καταθέτες και επενδυτές.

Την ίδια στιγμή, μελετάται μυστικά η «χρηματοοικονομική καταστολή» (*financial repression) – η υποχρέωση ουσιαστικά των πολιτών να χρηματοδοτούν οι ίδιοι το δημόσιο χρέος της χώρας τους, αγοράζοντας εθνικά ομόλογα μηδενικού επιτοκίου (*επεξήγηση στο τέλος του κειμένου).

Οι κοινές αυτές πολιτικές οδηγούν αναμφίβολα στο να «αλυσοδεθούν» οι χώρες της Δύσης μεταξύ τους – σε έναν ευρύτερο χώρο συγκοινωνούντων δοχείων, ανάλογων με αυτών της ζώνης του ευρώ. Ειδικότερα, όπως οι χώρες της Ευρωζώνης είναι εγκλωβισμένες πια στο ευρώ, μη έχοντας τη δυνατότητα να υιοθετήσουν εθνικά νομίσματα, έτσι σχεδιάζεται να συμβεί και σε ολόκληρη τη Δύση – η οποία δυστυχώς δεν βρίσκει άλλον τρόπο, για να αμυνθεί απέναντι στην Ασία και στις υπόλοιπες ανερχόμενες οικονομίες, απειλούμενη μεταξύ άλλων από το παράδοξο του Minsky (ανάλυση μας).

Εάν από αυτή τη συνεργασία προκύψει κάποιο κοινό δυτικό νόμισμα ή εάν στηριχθούν οι ισοτιμίες σε ένα καλάθι νομισμάτων, αποτελούμενο από δολάρια, γεν, ευρώ, φράγκα κλπ., είναι κάτι που μάλλον μελετάται πολύ σοβαρά – με τη διατήρηση του ευρώ να θεωρείται «εκ των ουκ άνευ» από τους κυρίαρχους των αγορών, παρά τη μη σύμφωνη γνώμη αρκετών πλέον ευρωπαίων πολιτών (με εξαίρεση τους Γερμανούς).    

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΕΞΟΔΑ

Συνεχίζοντας στο θέμα μας, εν μέσω όλων αυτών των εξελίξεων το διεθνές χρηματοπιστωτικό καζίνο προσπαθεί να μετακινείται εκεί που τα χρήματα κοστίζουν το δυνατόν χαμηλότερα – γεγονός που, σε συνδυασμό με το ότι η «κερδοσκοπία» διεξάγεται με δανεικά, «μοχλευμένα» χρήματα, καθώς επίσης με την «αναζωπύρωση» των δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων στις Η.Π.Α.,  δημιουργεί μία επί πλέον εστία πυρκαγιάς.

Στα πλαίσια αυτά, η μαζική αύξηση της ποσότητας των χρημάτων (εκτύπωση) από τις κεντρικές τράπεζες, παράλληλα με τα χαμηλά επιτόκια, κατευθύνεται από τους διεθνείς επενδυτές στις χρηματιστηριακές αγορές – οδηγώντας όλους τους δείκτες σε συνεχώς νέα υψηλά, τα οποία δεν αιτιολογούνται σε καμία περίπτωση από τις εξαιρετικά αρνητικές συνθήκες (ανεργία, ύφεση κλπ.), οι οποίες επικρατούν στην πραγματική οικονομία.

Ουσιαστικά λοιπόν η μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων, οι ενέσεις κορτιζόνης δηλαδή, με τη βοήθεια των οποίων παύει να πονάει ο ασθενής υπογράφοντας ταυτόχρονα τη θανατική καταδίκη του, προκάλεσε εν πρώτοις πληθωρισμό παγίων στοιχείων – ενώ «αντισταθμίσθηκε» από τη μειωμένη ποσότητα εκείνων των χρημάτων, τα οποία (δεν) παράγουν οι εμπορικές τράπεζες, δημιουργώντας συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας στην πραγματική οικονομία. 

Για παράδειγμα, η ποσότητα χρήματος Μ3 στην Ευρώπη, η οποία συμπεριλαμβάνει αφενός μεν τα χρήματα που δημιουργούνται από την ΕΚΤ, αφετέρου αυτά που δημιουργούνται από τις τράπεζες, αυξήθηκε το 2011 μόλις κατά 1,1% μηνιαία – σε σχέση με το 2010. Για σύγκριση το 2007, πριν από την κρίση δηλαδή, η ποσότητα αυτή (Μ3) αυξανόταν κατά 11,2% σε σχέση με το 2010 – γεγονός που σημαίνει ότι, έρχονται συνολικά στην κυκλοφορία λιγότερα χρήματα και όχι περισσότερα, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

Βέβαια, η κατάσταση αυτή θα αντιστρεφόταν ραγδαία, όταν αποκαθίστατο η εμπιστοσύνη στις αγορές – οπότε θα άρχιζαν να παράγουν χρήματα, παράλληλα με τις κεντρικές και οι εμπορικές τράπεζες. Εάν τότε, όταν η Δύση δηλαδή επέστρεφε σε φυσιολογικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δεν κατάφερναν οι κεντρικές τράπεζες να απορροφήσουν έγκαιρα την υπερβάλλουσα ρευστότητα, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί ένας μεγάλου μεγέθους πληθωρισμός – κάτι που συνήθως προκαλεί τεράστιες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, αφού η αγοραστική αξία των χρημάτων συρρικνώνεται ραγδαία.

Σε κάθε περίπτωση, η απορρόφηση της υπερβάλλουσας ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες είναι μία εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία – αφού παρομοιάζεται με την οδοντόπαστα η οποία, όταν βγει από το σωληνάριο, είναι πολύ δύσκολο, εάν όχι αδύνατον, να «αναρροφηθεί».          

Η εντύπωση λοιπόν που δημιουργείται σήμερα είναι αυτή ενός «συστήματος χιονοστιβάδας», το οποίο πλησιάζει επικίνδυνα στο ζενίθ του – κάτι που νομοτελειακά ακολουθείται από ένα τόσο μεγάλο κραχ, όσο και η άνοδος που προηγήθηκε. 

Εάν τώρα οι κεντρικές τράπεζες αυξήσουν τα επιτόκια τους, για να αμβλύνουν τις πληθωριστικές πιέσεις, τότε πολλές εμπορικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της χρεοκοπίας – επειδή θα υποχρεωθούν να πληρώσουν υψηλότερα επιτόκια. Θα χρεοκοπήσουν επίσης πολλά ελλειμματικά ή/και υπερχρεωμένα κράτη – μη εξαιρουμένων των Η.Π.Α. οι οποίες βέβαια δεν χρεοκοπούν, αφού πληρώνουν τα χρέη τους σε δολάρια, αλλά βυθίζονται σε ένα οδυνηρό χάος, αντίστοιχο με τη χρεοκοπία.   

Από την άλλη πλευρά, εάν οι κεντρικές τράπεζες επέλεγαν να απορροφήσουν τη ρευστότητα πουλώντας, ως οφείλουν, **ομόλογα, οι επενδυτές θα εγκατέλειπαν μαζικά και ξαφνικά τις αγορές ομολόγων – οπότε πολλές χώρες θα οδηγούνταν στη χρεοκοπία.

Τέλος, εάν οι αγορές τρομοκρατηθούν, διαπιστώνοντας την αδυναμία των κεντρικών τραπεζών να δράσουν ορθολογικά, τότε θα αποσυρθούν «αγελαία» – δημιουργώντας συνθήκες αποπληθωρισμού, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν μαζική μείωση των αξιών των υφισταμένων περιουσιακών στοιχείων. Επομένως, συνθήκες χρεοκοπίας κρατών και τραπεζών. 

«Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» λοιπόν, μετά το νομισματικό (μονεταριστικό) εκτροχιασμό της Δύσης. Επομένως, αυτό που φαίνεται ότι θα επιλεχθεί από πολλές χώρες, θα είναι οι περαιτέρω «ειδικές εισφορές» των φορολογουμένων, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών, οι φοροεπιδρομές (ΣΔΟΕ), η δήμευση περιουσιακών στοιχείων, το κούρεμα καταθέσεων, η κήρυξη πολέμων στους φορολογικούς παραδείσους, οι διασώσεις κρατών ή τραπεζών κοκ.

Βέβαια, έως εκείνο το χρονικό σημείο όπου, η νομοτελειακή κατάρρευση θα είναι όσο το δυνατόν λιγότερο καταστροφική – υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι, δεν θα προηγηθεί μία μαζική έξοδος των κεφαλαίων από τη Δύση, προς άλλες κατευθύνσεις. 

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ

Συμπερασματικά, πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης, υιοθετώντας μία υπερβολικότερη από ποτέ, μία μοναδική στην ιστορία  μονεταριστική πολιτική, δημιούργησαν πολλές ταυτόχρονες κερδοσκοπικές φούσκες – στις αγορές μετοχών, εμπορευμάτων, κρατικών ομολόγων και τραπεζικών δανείων.

Όλες αυτές οι αγορές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους – μέσω των «μηχανών εκτύπωσης χρημάτων» της αμερικανικής, της ευρωπαϊκής, καθώς επίσης της ιαπωνικής κεντρικής τράπεζας. Μόνο η Fed, καθώς επίσης η BoJ τροφοδοτούν κάθε μήνα την παγκόσμια αγορά με 160 δις νέα δολάρια – με αποτέλεσμα να δημιουργείται η μεγαλύτερη φούσκα όλων των εποχών. 

Στις χρηματοπιστωτικές αγορές η φούσκα διαπιστώνεται πάρα πολύ εύκολα, από τη μέση απόδοση των κερδοσκοπικών μακροπρόθεσμων εταιρικών ομολόγων (Barclays high yield index) σε δολάρια, η οποία έπεσε κάτω από το 5% – σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό δηλαδή, σε σχέση με την τελευταία κερδοσκοπική υπερβολή, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008.

Την ίδια στιγμή, οι Η.Π.Α. ευρίσκονται σε πορεία ύφεσης – με κριτήριο την τιμή του χαλκού (θεωρείται ως ένας ασφαλής δείκτης ανάπτυξης), η οποία μειώθηκε κατά σχεδόν 20% από την αρχή του έτους. Παράλληλα, το πραγματικό εισόδημα των αμερικανών εργαζομένων περιορίσθηκε κατά 5,8% στο πρώτο τρίμηνο του 2013 (σε ετήσια βάση, χωρίς τις μεταβιβάσεις), σε σύγκριση με το προηγούμενο – γεγονός που σημαίνει ότι, η οικονομία της υπερδύναμης, η οποία στηρίζεται κατά 70% στην κατανάλωση, δεν θα αποφύγει την επιβράδυνση.

Ταυτόχρονα, οι μετοχές του χρηματιστηριακού δείκτη S&P θεωρείται πως διαπραγματεύονται έως και 50% πάνω από την πραγματική αξία τους – ένα μάλλον τρομακτικό ποσοστό. Εκτός αυτού, τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του 93% των αμερικανικών νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 4% (μέσος όρος), μεταξύ των ετών 2009 και 2011 – ενώ του υπολοίπου 7% αυξήθηκαν κατά 28%.

Με δεδομένο λοιπόν το ότι, το μεγαλύτερο πρόβλημα των Η.Π.Α., η μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων επιδεινώνεται, παρά τα μέτρα στήριξης της Fed, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης, με την ανεργία, η αναπόφευκτη ύφεση, με την οποία μάλλον θα ολοκληρωθεί η τρίτη φάση της κρίσης χρέους, φαίνεται πως θα οδηγήσει ξανά εκατομμύρια αμερικανούς στην απώλεια των θέσεων εργασίας και των σπιτιών τους.

Στην περίπτωση όμως μίας νέας, μεγάλης ύφεσης στις Η.Π.Α. (recession), πόσο μάλλον ενός διαφαινόμενου αποπληθωρισμού στη Νότια Ευρώπη (depression), ο οποίος θα οδηγούσε ίσως το Βορά σε ύφεση, οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης θα οδηγηθούν σε επικίνδυνα, πρωτόγνωρα μονοπάτια – αφού θα υποχρεωθούν να αποσβέσουν πολλά στοιχεία του ενεργητικού τους.

Με μηδενικά βασικά επιτόκια, καθώς επίσης με υπερδιογκωμένους ισολογισμούς (τόσο η Fed, όσο και η ΕΚΤ, πλησιάζουν τα 4 τρις $), γεμάτους από περιουσιακά στοιχεία αμφιβόλου αξίας, οι δυνατότητες των κεντρικών τραπεζών της Δύσης είναι πλέον εξαιρετικά περιορισμένες – ενώ η ώρα της κρίσης πλησιάζει με πολύ γρήγορο ρυθμό. 

Την ίδια στιγμή, οι Πολίτες της Δύσης, παρά το ότι χειραγωγούνται με διάφορους τρόπους, ακόμη και με «πλαστές» στατιστικές, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να υποστούν ακόμη μεγαλύτερες θυσίες – είτε άμεσα (μειώσεις μισθών, αύξηση της φορολογίας, περαιτέρω περιορισμός του κοινωνικού κράτους), είτε έμμεσα (χρηματοπιστωτική καταστολή).

Παράλληλα, ενοχοποιούν όλο και περισσότεροι το ευρώ για την κρίση και την πολιτική λιτότητας στις χώρες τους – γεγονός που δεν μπορεί πλέον να αποκλείσει την κατάρρευση του κοινού νομίσματος (ας ελπίσουμε την ελεγχόμενη, χωρίς να κινδυνεύσει η ειρήνη και η δημοκρατία), ειδικά όταν πληθαίνουν συνεχώς τα «σχέδια Β». 

Σε κάθε περίπτωση, ο διαπιστωμένος συνδυασμός του υπερπληθωρισμού στη χρηματοπιστωτική οικονομία, με την ύφεση έως και αποπληθωρισμό στην πραγματική, ειδικά στην Ευρώπη (στατιστικές ΕΕ), συνεπικουρούμενος από την παγίδα ρευστότητας, στην οποία έχουν οδηγηθεί δυστυχώς πολλά κράτη, ίσως αποδειχθεί θανατηφόρος.

Για παράδειγμα, στην Ιταλία οι περισσότερες επιχειρήσεις δανείζονται μόνο με «τιμωρητικά» επιτόκια – οπότε υφίστανται έμμεσα συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, μεταξύ των ιταλικών και των γερμανικών εταιρειών. Την ίδια στιγμή, η διάσωση των τραπεζών της Ιταλίας από το δημόσιο είναι αδύνατη, λόγω του χρέους, το οποίο πλησιάζει το 130% του ΑΕΠ της – γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την παροχή δανείων στην πραγματική οικονομία, οδηγώντας τη χώρα στην ύφεση και στην αυτοκτονία ή στην «ηρωική έξοδο» από το ευρώ.      

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αν και έχει σημάνει προ πολλού κόκκινος συναγερμός, φαίνεται πως δεν έχει βρεθεί ακόμη η «έξοδος κινδύνου» – εκτός εάν αποφασισθεί τελικά η λήψη ριζικών μέτρων, πριν ξεσπάσουν εμφύλιοι πόλεμοι ή αιματηρές επαναστάσεις.

Για παράδειγμα, ο «ορθολογισμός» (ή η διάλυση) του συστήματος των κεντρικών τραπεζών, η ρύθμιση των χρεών της Δύσης (δημοσίων, επιχειρηματικών και ιδιωτικών), ο ελεγχόμενος πληθωρισμός, τα ευρωομόλογα, ένα καινούργιο νομισματικό σύστημα, με καλυμμένα κατά 100% από καταθέσεις δανειακά χρήματα, καθώς επίσης ένα νέο «new deal» – όπως συνέβη μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (Bretton Woods). 

 Σημειώσεις κειμένου   

* Σημείωση 1: Η έννοια «χρηματοοικονομική καταστολή» ορίζει τη χειραγώγηση των επιτοκίων στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκ μέρους της κυβέρνησης, με τη βοήθεια της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας – έτσι ώστε τόσο οι αποταμιευτές, όσο και οι επενδυτές να υποστούν ζημίες, προς όφελος του κράτους.  

Για παράδειγμα, εάν η κεντρική τράπεζα υιοθετήσει μία πολιτική χαμηλών βασικών επιτοκίων, τότε οι ιδιώτες καταθέτες δεν μπορούν να απαιτήσουν μεγαλύτερα επιτόκια από τις τράπεζες, ακόμη και αν ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος – επειδή οι τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτούνται φθηνά από την κεντρική. Με τον τρόπο αυτό διατηρούνται χαμηλά τα επιτόκια των ομολόγων που εκδίδει το δημόσιο – οπότε ουσιαστικά ωφελείται, εις βάρος των αποταμιευτών και επενδυτών.

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους E.Shaw και R.McKinnon, η έννοια αφορά γενικά τα κρατικά μέτρα ρύθμισης των αγορών, με τα οποία μεταφέρεται μέρος των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτών στο δημόσιο. Κατά τους Reinhart και Sbrancia δε, τα ειδικά χαρακτηριστικά της «χρηματοοικονομικής καταστολής» είναι τα εξής:

(α) Τα επιτόκια των δημοσίων χρεών δεν επιτρέπεται να ξεπερνούν ένα ανώτατο όριο.

(β) Οι υφιστάμενες τράπεζες κρατικοποιούνται, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζεται η ίδρυση νέων τραπεζών

(γ) Οι κεντρικές τράπεζες υποχρεώνονται να αγοράζουν ομόλογα του κράτους τους ή να τα διατηρούν ως αποθεματικά κεφάλαια.  

(δ)  Επιβάλλεται έλεγχος στη διακίνηση κεφαλαίων

Προφανώς, ορισμένα από τα παραπάνω μέτρα έχουν επιβληθεί ήδη, άμεσα ή έμμεσα, σε κάποιες χώρες – ενώ δεν είναι απίθανο να ληφθούν όλα μαζί στο μέλλον από τα κράτη, εάν δεν βρεθεί τελικά μία λύση στην κρίση χρέους.              

 

** Σημείωση 2: Η Fed, όταν θέλει να αυξήσει την ποσότητα χρήματος στην αγορά, αγοράζει ομόλογα από τις τράπεζες, δίνοντας τους φρεσκοτυπωμένα δολάρια – νέα χρήματα δηλαδή, τα οποία δημιουργεί από το πουθενά. Στην περίπτωση αυτή, λόγω της μεγάλης ζήτησης εκ μέρους της, αυξάνονται οι τιμές (αποδόσεις) των ομολόγων και εγγράφει λογιστικά κέρδη στον Ισολογισμό της.

Αντίθετα, όταν η Fed θέλει να μειώσει την ποσότητα χρήματος, πουλάει ομόλογα στις τράπεζες και εισπράττει χρήματα – τα οποία στη συνέχεια καταστρέφει (επιστρέφουν στο πουθενά). Λόγω όμως της μεγάλης προσφοράς, μειώνονται οι τιμές των ομολόγων και εγγράφει ζημίες στον Ισολογισμό της – με αποτέλεσμα να περιορίζονται ή να χάνονται εντελώς τα κεφάλαια της.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 16. Μαΐου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.