Επί ξύλου κρεμάμενος*
Του Γιάννη Στρούμπα
«Γιατί ο στραμμένος στο εν Κανά Νους, ψαράς στην απασχόλησή του, γνωρίζει ότι στη στεριά υπάρχει κάτι ακόμα λιγότερο από ένα κομμάτι ξύλο, που μας χωρίζει από την απώλεια του Παραδείσου.»
Βασίλης Ζηλάκος, «Φωνή δεύτερη (Te deum)»
– από την ποιητική συλλογή «Η κούπα του τσαγιού
(αποσπάσματα από τα τετράδια ενός τραυλού Ερημίτη)».
Ένα κομμάτι ξύλο, ένας κορμός, έρεισμα ζωής, αρκεί για να ορίσει, με την ύπαρξη ή την απουσία του, την κατάκτηση ή την απώλεια, αντίστοιχα, του Παραδείσου, διαλογίζεται ο Βασίλης Ζηλάκος στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Η κούπα του τσαγιού (αποσπάσματα από τα τετράδια ενός τραυλού Ερημίτη)».
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 365, 16/4/2013.
Την κεντρική τούτη ιδέα στο μέχρι στιγμής ποιητικό του έργο έρχεται να την επιβεβαιώσει και να την προεκτείνει με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «Ξύλο ξανθό π' αφράτεψε στο στόμα (αποσπάσματα από τις γραφές ενός Εξόριστου)». Λογοτεχνικά προσωπεία του ποιητή αμφότερα, ο Ερημίτης κι ο Εξόριστος αποτελούν φυσικό ζεύγος όπου το δεύτερο σκέλος διαδέχεται το πρώτο, αν όχι και ταυτόσημες οντότητες. Με κοινή δομή θεατρικού μονολόγου, διακρινόμενου στα τμήματα που ορίζει το είδος, οι ποιητικές συλλογές του Ζηλάκου στοχάζονται επί της επανένωσης του ανθρώπου με τη φύση, μέσα από μία εξομολογητική, καθαρτική διαδικασία.
Ο Εξόριστος, πρωταγωνιστής της νέας συλλογής του ποιητή, είναι φιγούρα μυστηριώδης. Απαιτείται να προσηλωθεί κανείς στις μυστικιστικές γραφές του, προκειμένου να κατανοήσει από πού έχει εξοριστεί. Ψυχή αλαφροΐσκιωτη, ο εξόριστος αφουγκράζεται τις έτερες ψυχές των νεκρών, που επιστρέφουν και διεκδικούν λίγη ζωή, ενώ ο θάνατος φαίνεται ότι επίκειται και για τον ίδιο τον Εξόριστο. Χθόνιος, συνομιλεί με το έδαφος διεκδικώντας τη γαλήνη, την ανάπαυση της οργής, την οικειότητα σε καθετί που φθίνει. Δικαίως, γιατί, αν το στέρεο έδαφος οποιασδήποτε αγνής ταπεινότητας υποχωρήσει, η αναμέτρηση με τους κινδύνους θα 'ναι αναπόφευκτη. Η αποκοπή από το χώμα και τις ρίζες γεννά αλλοτρίωση, αφήνοντας «άνυδρο» ένα τοπίο όπου ο πετεινός πια δεν λαλεί, και η ελιά θρηνεί γι' αυτό.
Θρήνο προκαλεί, γενικότερα, ό,τι «σκάβει» και πληγώνει την αγάπη και τον έρωτα. Μπορεί ιδανικό σκηνικό για τον Ζηλάκο να είναι τα βότσαλα, τα κοχύλια, οι αστερίες, τα κουκουνάρια και τα σύννεφα, πιο ψηλά όμως ακόμη κι απ' αυτά βρίσκεται μόνο ο έρωτας. Ο έρωτας μεγαλουργεί, μεγαλώνει το σύννεφο, το γεμίζει νερό, γίνεται δηλαδή πηγή ζωής. Αν όμως κανείς δεν γεμίζει τη στάμνα του απ' αυτό το νερό, τότε το σύννεφο διαλύεται, ακυρώνεται. Τη ζωή τη γονιμοποιεί μόνο η ζωή. Η έλλειψη ανταπόκρισης τη διαλύει. Μόνο η αγάπη κλείνει τις πληγές, ως φορέας της αθωότητας, της αγνότητας που υποδηλώνει ο γαληνεμένος ύπνος κάτω από τα δέντρα. Τούτη την ανεμελιά δικαιολογημένα η δυστυχία τη φοβάται.
Ο Ζηλάκος προκρίνει διαρκώς την ανθρωπιά. Ο μεθυσμένος γέροντας, επιβάτης ενός καραβιού-φαντάσματος, προσλαμβάνει μεγαλύτερη σημασία από τη «ζωή των λάμψεων». Μπορεί οι «λάμψεις» να χάνονται εξαιτίας του, να εγκαταλείπονται υπέρ του ρομαντισμού που αποπνέει το προσπερασμένο παρελθόν, το «ξύλινο ναυτικό κουφάρι» με τα «χιλιομπαλωμένα πανιά» του. Όμως έστω κι αν πρόκειται για την ερειπωμένη φιγούρα του καραβιού και του επιβάτη του, ακριβώς το ανθρώπινο άγγιγμα είναι εκείνο που αξίζει, αφού, αν ενωθούν τα χέρια, γίνονται τα πάντα! Και η συντροφικότητα διεκδικείται μέσω της επιχειρούμενης επανασύνδεσης του ανθρώπου με τη γη: «οι μόνοι μας σύντροφοι τα δέντρα!».
Ακόμη και η Ανάσταση συνδέεται με το ξέθαμα του δέντρου. Ένας Χριστός ο Εξόριστος του Ζηλάκου, αντιμάχεται τον θάνατο και την ίδια τη Μεγάλη Παρασκευή, αρνούμενος στον ποταμό τον ρόλο τού περαματάρη προς τον Άδη. Ο ποταμός οφείλει να ποτίζει τον αγρόκρινο, κι εκείνος να σπάει τα δεσμά του φράκτη που τον φυλακίζει. Η ελευθερία ριζώνει όπου υπάρχει σύμπνοια κι αγάπη. Έτσι ξορκίζεται ο θάνατος, κι ας είναι ο αέρας μαύρος από την παρουσία εκείνου, που συννεφιάζει την πόρτα του σπιτιού δύο γερόντων. Μα αυτοί χορεύουν αγκαλιασμένοι, με τις πνοές τους να λάμπουν, καθώς το μόνο τερματικό σημείο είναι η Ανάσταση!
Αντιθέτως, κάθε απομάκρυνση από το νερό σημαίνει εκτροπή προς τον δρόμο της εξορίας. Η εγκατοίκηση στο σκοτάδι συμπίπτει με το σκέπασμα των πηγαδιών. Η λύση εντοπίζεται στην εκ νέου αναζήτηση του νερού, με σχετικά ερωτήματα προς κάθε διαθέσιμο φίλο: «νερό τον ρωτώ μήπως άκουσε δίπλα/ στο παλιό μου σπίτι ν' αναβλύζει». Ο Ζηλάκος επιστρατεύει και μια πολύ προσεκτική σύνταξη των λέξεων, προκειμένου να ενισχύσει τα νοήματά του: ο ήχος της ροής αποδίδεται με την επανάληψη των όμοιων ηχητικά συλλαβών «ρο» (από το «νερό») και «ρω» (από το «ρωτώ») στο ξεκίνημα του συγκεκριμένου δίστιχου, ενώ και στο τέλος του το επίσης υγρό σύμφωνο «λ» («αναβλύζει») επιστεγάζει το εγχείρημα. Η συντακτική επιλογή του ποιητή, διαταράσσοντας την αναμενόμενη σειρά των λέξεων, πετυχαίνει επιπλέον, μέσω της νοηματικής δυσκαμψίας που προκαλείται, να ενισχύσει την εντύπωση του μυστικισμού ενός θρησκευτικού χαρακτήρα λόγου, ο οποίος εκπέμπεται από τον Εξόριστο, με την κρυπτικότητα που εμπερικλείει κάθε προφητεία.
Η επανασύνδεση, όμως, με τη φύση, την οποία διεκδικεί ο ποιητής, δεν περιορίζεται εντέλει μόνο στη γη. Ερειδόμενη στη γη, η ελιά επεκτείνει τα γεωγραφικά της όρια, σκαρφαλώνοντας «ψηλά σε μια ηλεκτρική κολώνα», και καταδεικνύοντας με τον τρόπο της πως ακόμη και η προηγμένη τεχνολογία από τη φύση είναι εξαρτημένη. Εκεί ψηλά πετούν και τα πουλιά, στο πέταγμα των οποίων περιέχεται επίσης το πέταγμα των συντρόφων τους. Η συναισθηματική ισορροπία, ξανά εντοπισμένη στη συντροφικότητα, απογειώνεται στους αιθέρες, στα πουλιά, που αίρουν τη θλίψη.
Μα αν ο αέρας κάποτε νεκρώσει, ποια δίοδος διαφυγής διανοίγεται; Το προσκλητήριο του Ζηλάκου, όταν κυριαρχούν ο θάνατος, τα αίματα, οι αναίτιες φωνές, είναι η συνάντηση με «τον Οδυσσέα»: ο Οδυσσέας, πνεύμα ανήσυχο, μηχανεύεται διαρκώς πρακτικές για να τερματίζει την ατέρμονη φθορά. Χαρές και λύπες, λοιπόν, της χρονικότητας του ανθρώπινου βίου, πρέπει να εγκαταλειφθούν πίσω, με στόχο τη διεκδίκηση της περιπέτειας, των πρωτόγνωρων παραστάσεων, της γνώσης. Το νέο ταξίδι το διασφαλίζει για μία ακόμη φορά η φύση, καθώς το δέντρο, θυσιάζοντας τα «ναυτικά μαλλιά του», δηλαδή προφανώς τη φυλλωσιά του, γίνεται χάρη στην ξυλεία του καράβι, έτοιμο να διεκπεραιώσει όχι μόνο το ταξίδι στον χώρο, μα και το ταξίδι στον χρόνο, από τον Όμηρο ως τον Καβάφη, σε μία νύξη για τον εξίσου θεραπευτικό και ζωογόνο ρόλο της ίδιας της Ποίησης.
Πέρα όμως από την Ποίηση, οι παραινέσεις του Εξόριστου για τη θεραπεία της ψυχής δεν ξεστρατίζουν από τις κεντρικές του κατευθύνσεις. Η ψυχή θεραπεύεται με την αγάπη που επιφέρει «τη γαλήνη στον τρομαγμένο»· με τον έρωτα· με την ανθρώπινη επαφή, που λιώνει τη μοναξιά· «με του Αρνημένου μεθώντας το κρασί», δηλαδή με το αγκάλιασμα του Κυρίου, που τον αρνήθηκαν ακόμη κι οι στενότεροι μαθητές Του, ομοίως και με το αγκάλιασμα κάθε αρνημένου κι απορριπτόμενου· με τη μετοχή στη θεία κοινωνία, αλλά και με την κοινωνία στον θάνατο του άλλου, με το ενδιαφέρον και τη συμπόνια «καθώς τη μαύρη χολή του καταπίνεις». Κι όλα τούτα σε μια σύμπλευση νικηφόρα, γιατί «Αυτή είναι η τέλεια συμμαχία της Αγάπης»!
Αν, λοιπόν, ο μόνος τρόπος να μην κουράζεται κανείς «σαν όλα χαμένα/ μοιάζουν και θέλει διακαώς να ζήσει» είναι να ενταχθεί ξανά στη φύση, κολυμπώντας «ίσα με τη δύναμη του νερού», τότε πιθανότατα η φύση είναι η «σκοτεινή αδελφή» της σχετικής αποστροφής, η ίδια κι η «μυστικοφόρα γη». Η ένωση μαζί της ανακαλεί τόπους ρομαντικούς, σύμφωνα με τους οποίους το είναι εκτείνεται και ταυτίζεται με το φυσικό περιβάλλον.
Στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης πορείας, που ευτυχεί να ευοδώνεται, ως φυσική απόρροια ακολουθεί η «έξοδος», όπου ο Εξόριστος βρίσκει την ψυχή του να αποδημεί, «μετρώντας/ την απόσταση από τον έναν τόπο ζωής στον άλλον», σ' ένα «σχεδόν αιώνιο […] ταξίδι». Βέβαια, τα κέρδη της προηγούμενης διεκδίκησης καθόλου δεν διαψεύδονται, μήτε κι εγκαταλείπονται. Τα λάφυρα είναι εκ νέου το «μήλο», τα «λάχανα στους αγρούς», ακόμα και το «καλώδιο/ της εταιρείας ηλεκτρισμού», που δικαιώνεται όταν ανθίζει («ανθισμένο»), καθώς και το «νερό» και η «ομίχλη». Προκύπτει, ωστόσο, το ερώτημα πόσοι άλλοι θα μπορούσαν να φανούν συνταξιδιώτες σ' αυτή την επανενεργοποίηση της φύσης, μιας που το αίτημα της συντροφικότητας παραμένει θεμελιακό στη συλλογή.
Η απουσία συνταξιδιωτών στη μοναχική του πορεία, πιθανώς να εξωθεί τον Εξόριστο σε νέα εξορία, στη φυγή προς το αιώνιο ταξίδι, όπου κι εκεί ίσως αποδειχτεί πάλι «εξόριστος», τούτη όμως τη φορά σ' ένα διαφορετικό πλέον επίπεδο, αφού το ταξίδι πετυχαίνει την ισορροπία του: «μήτε ξερό μήτε μουσκεμένο»! Επί ξύλου κρεμάμενος, ο εξόριστος σταυρώνεται, συνάμα όμως ανασταίνεται. Η ακύρωση της ξηρασίας («ξερό») αλλά και της μούχλας («μουσκεμένο»), επιβεβαιώνει τον τίτλο της συλλογής: το «ξύλο» το «ξανθό» τιθασεύεται, «αφρατεύει», χάνει τη δυσκαμψία του. Τον σημαντικότερο ίσως ρόλο προς την επιθυμητή εξέλιξη τον διαδραματίζει το «στόμα». Διά του στόματος, ο λόγος, η εκλογίκευση, η εξομολόγηση, οι «γραφές» του Εξόριστου: η γλώσσα, που κόκαλα τσακίζει, που λειαίνει, που παρηγορεί, που συμφιλιώνει, που «αφρατεύει». Η γλώσσα, η γραφή, η καθαρτική ποίηση. Ο Παράδεισος εκπορθείται.
Βασίλης Ζηλάκος, «Ξύλο ξανθό π' αφράτεψε στο στόμα (αποσπάσματα από τις γραφές ενός Εξόριστου)», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2012, σελ. 72.
ΑΦΙΕΡΩΣΗ ή ΤΟ ΑΝΙΣΧΥΡΟ ΚΑΙ ΣΚΙΩΔΕΣ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Μ' ένα δεμάτι πράσινο χορτάρι οργιές δώδεκα κέρδισε ανάμεσα στους νέους
Ξάφνου μουσικές ακούει, γέλια μες σ' ένα σπίτι ταπεινό μα στην πόρτα του σα φτάνει το ένα του πόδι στο έδαφος χτυπά
Δυο γέροντες χορεύουν εκεί αγκαλιασμένοι και τι παράξενο λάμπουνε οι πνοές τους στον μαύρο αέρα. |
ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ (!)
Κρύβει η γη τους εναπομείναντες καρπούς της
Οι δεσμοφύλακες των αιμάτων τραγουδάνε τη νίκη
τους:
πάνω απ' τις αναίτιες φωτιές και τις στάχτες
νεκρός βασιλεύει ο αέρας
Ο θάνατός του είναι ένα σταματημένο εκκρεμές
Ανάμεσα στους ηλίανθους και τους σμίλακες.
Πέτα τα δίχτυα σου και πιάσε τον Οδυσσέα:
ξεστράτισε πίσω απ' τον μαύρο και τον άσπρο χρό-
νο των ανθρώπων. |