Δειλοί και άβουλοι μπρος στην Ανηφοριά
Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Η νέα κυπριακή κρίση έχει λειτουργήσει ως καταλύτης στην ιστορική αφασία της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, αποκαλύπτοντας πλήρως την κακουργία των ευρω-δωσιλογικών λόμπυ και ηγεσιών, αλλά και την γύμνια των λεγόμενων «αντιμνημονιακών» δυνάμεων.
Ανέκαθεν η ιστορία της Κύπρου υπερέβαινε κατά πολύ το μέγεθός της. Το νησί της Αφροδίτης, στο σταυροδρόμι των τριών ιστορικών κόσμων, ήταν πάντα το «μήλον της έριδος» όλων των κατά καιρούς ισχυρών μνηστήρων της ανατολικής Μεσογείου.
Η Μεσόγειος Θάλασσα για χιλιετίες υπήρξε το μοναδικό εκείνο φυσικό στοιχείο και το γεωγραφικό επίκεντρο της πνευματικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Εδώ όλες οι θρησκείες, οι φιλοσοφίες, οι τέχνες και οι επιστήμες γεννήθηκαν και από εδώ ο πανάρχαιος ελληνικός Λόγος ξεχύθηκε σ' όλες τις μεριές του κόσμου.
Πανίσχυρο φρούριο υψίστης στρατηγικής σημασίας μέσα στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου το «χρυσοπράσινο φύλλο», το «μεγάλο νησί», η Κύπρος. Και, λόγω της στρατηγικής της θέσης, ασπίδα για όλο τον Ελληνισμό, όποτε το πελέκι του κυνισμού και της βαρβαρότητας χτυπούσε την Μεσόγειο.
Από τότε που ο πέλεκυς έπεσε απότομα στην Κύπρο, όταν στις μέρες του Βυζαντίου, τον 12ο αιώνα, οι Φράγκοι (όνομα που δινόταν σ' όλους τους γερμανικούς λαούς) μαζί με τους τραπεζίτες της Μεσογείου -τους δόγηδες της Βενετίας- ξεκίνησαν να αλώσουν την περιοχή, μέχρι τις μέρες μας, η αλήθεια αυτή επιβεβαιώνεται.
Σήμερα, το τελεσίγραφο του Eurogroup βασίστηκε πάνω στο πρωτοφανές κλίμα κυνισμού και συνωμοσίας με το οποίο χαράζεται ο παγκόσμιος χάρτης τα τελευταία «παγκοσμιοποιημένα» χρόνια …στο Βελιγράδι, την Βαγδάτη, την Δαμασκό, την Λευκωσία.
Μεγάλο θύμα αυτών των δύο ιστορικών κακών, του κυνισμού και της συνωμοσίας, είναι το μαρτυρικό ελληνικό νησί από τότε που ο Άγγλος αποικιοκράτης πάτησε πρώτη φορά το ποδάρι του πάνω στα χώματά του, πριν από 135 χρόνια, το 1878.
Στις 12 Ιουλίου του 1878 υψώθηκε από ένα αγγλικό απόσπασμα η βρετανική σημαία στην Λευκωσία. Η άφιξη των νέων κυρίαρχων είχε αναζωπυρώσει τους εθνικούς πόθους, ότι η Βρετανία θα έδινε την Κύπρο στην Ελλάδα όπως είχε κάνει 14 χρόνια νωρίτερα με τα Επτάνησα. Αυτός ο ευσεβής πόθος ζέστανε τον αγώνα των Κυπρίων μέχρι το 1931. Όμως, οι Άγγλοι επιδόθηκαν συστηματικά στην εδραίωση της κυριαρχίας τους και, βασιζόμενοι στην πάγια πολιτική τους του «διαίρει και βασίλευε», που κληρονόμησαν από τους Ρωμαίους, καλλιέργησαν την αντιπαλότητα ανάμεσα στην Ελληνική πλειοψηφία και την Τουρκική μειοψηφία.
Έτσι φθάσαμε στην εξέγερση του 1931 και έκτοτε άρχισε να εκφράζεται δυναμικά ο ελληνικός αλυτρωτισμός και το σύνθημα της Ένωσης με την Ελλάδα. Όλα αυτά τα χρόνια και στους δύο παγκόσμιους πολέμους, οι Κύπριοι εθελοντές κατά χιλιάδες πολεμούσαν στον πλευρό της Ελλάδας.
Την 1η Απριλίου 1955, η Λευκωσία σείστηκε από τις εκρήξεις. Ήταν η αρχή μιας νέας γενηάς ηρώων στην αστείρευτη ιστορία του Ελληνισμού: Καραολής, Αυξεντίου, Μάτσης, Μόδεστος… «χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά»…
Πράγματα ακατανόητα για τους «ληστές με το ένα χέρι» της υπερεθνικής τοκογλυφίας της αφασικής νέας παγκόσμιας τάξης που βλέπουν τις εθνικές σημαίες σαν πειρατικές νεκροκεφαλές.
Η ιστορία, όμως, είχε αρχίσει κρυφά την αντίστροφη μέτρηση: από τους πανηγυρισμούς για την ανεξαρτησία μέχρι το πραξικόπημα και την εισβολή του Αττίλα. Η 20η Ιουλίου 1974 είναι από τις ημερομηνίες-σταθμούς, τις σημαδιακές που σημαδεύουν ανεξίτηλα γενηές ολόκληρες.
Η τραγωδία του 1974 στην Κύπρο και οι συνέπειες της τουρκικής εισβολής συνιστούν ένα διαρκές πολλαπλό και απεχθές έγκλημα, ένα μοναδικό ίσως φαινόμενο διεθνούς ανομίας: το 33% του πληθυσμού μιας χώρας, που είναι εκτοπισμένο με την βία, οι χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι, ο σφετερισμός της γης και των περιουσιών, οι λεηλασίες και οι καταστροφές της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού το αποδεικνύουν.
Όλα αυτά τα 39 χρόνια, εμείς οι Ελλαδίτες, που πηγαίναμε στην «μοιρασμένη» πρωτεύουσα δίπλα στην πράσινη γραμμή, νομίζαμε ότι η Κύπρος πλουτίζει και ευημερεί αδιαφορώντας για την κατοχή και την σημαία με το μισοφέγγαρο που κυματίζει πιο πέρα.
Τώρα αποδείχθηκε περίτρανα ότι ο Αττίλας ήταν πάντα εκεί και ότι «οι βάρβαροι» έφθαναν από παντού με προσωπεία «φίλων».
Δεν το άφηνε, όμως, αυτό να γίνει αντιληπτό τις τελευταίες δεκαετίες, η δράση ενός «λόμπυ» πολιτικών, διπλωματών, δημοσιογράφων, καθηγητάδων και αναλυτών «δεξαμενών σκέψης» καθώς και άλλων πολιτειακών και οικονομικών παραγόντων που υπονόμευε συστηματικά τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα και την εθνική στρατηγική.
Στις 24 Απριλίου του 2004, η Κύπρος, που από την αρχαιότητα πολεμάει με τους δυνατούς της γης, κατάφερε να μείνει όρθια σε μια από τις πιο δύσκολες και κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της με το ΟΧΙ του Ελληνοκυπριακού λαού που σταμάτησε στην Λευκωσία τους «ληστές με το ένα χέρι».
Η απάντηση του Τάσσου Παπαδόπουλου, ότι δεν παραδίδουμε την δημοκρατική πατρίδα, που μας δίνει οντότητα και ελευθερία, για να «αγοράσουμε ελπίδα» και φούμαρα, που μας πλασάρουν οι έμποροι της «ιστορικής αμνησίας», είναι μάθημα σύγχρονης στρατηγικής.
Στην άγρια επέλαση της παγκοσμιοποίησης, η Κύπρος έδωσε περήφανη το στίγμα της αντίστασης μαζί, τότε, με την Φαλούτζα και την Ραμάλα.
Σήμερα, η κυπριακή Βουλή στις 19 Μαρτίου αντέταξε ένα νέο σθεναρό ΟΧΙ που απέτρεψε την μεγαλύτερη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων, αλλά αυτό υπονομεύθηκε αμέσως από την εξωνημένη κυβέρνηση του Αναστασιάδη και το ανύπαρκτο «εθνικό κέντρο».
Η εγκατάλειψη της «μάνας» Ελλάδας πόνεσε επανειλημμένα την Μεγαλόνησο: 1930, 1955-59, 1967-74, 2002-2004, 2013. Σε όλους τους αγώνες και τα «όχι» της, η Κύπρος ήταν κατά βάση μόνη της και απροστάτευτη απέναντι στα θηρία που την ορέγονταν. Μόνο για λίγα χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του '60, η εξοπλισμένη ελληνική μεραρχία στάθηκε φύλακας-φρουρός του νησιού για νάρθει η χούντα να το ξαναπροδώσει.
Αυτή την φορά δεν ήταν, όμως, απλή εγκατάλειψη, αλλά εγκληματική συνέργεια σε βάρος της αυθυπαρξίας και της ελευθερίας των Κυπρίων από το δωσιλογικό καθεστώς της Αθήνας, προδοσία κυνικότερη κι από την αντίστοιχη χουντική του '74, που είχε εν πολλοίς και τον χαρακτήρα της θερμοκέφαλης «εθνικοφροσύνης».
Αλλά, δεν ήταν μόνον η κακουργία της δυτικόδουλης άρχουσας ελίτ που έλαμψε στις «ειδούς» του φετινού Μαρτίου, μιας κάστας αποκομμένης πλήρως από την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Ήταν ακόμα το απόλυτο φιάσκο της νεόκοπης «ελληνοϊσραηλινής» συμμαχίας, με αποκορύφωμα την συγγνώμη Νετανυάχου προς τον Ερντογάν. Ήταν, όμως, και η ανυπαρξία εναλλακτικής διπλωματικής στρατηγικής από τις πολιτικές δυνάμεις και τα κινήματα που εκφράζουν την αντίσταση στον ολετήρα των τραπεζιτών σε Ελλάδα και Κύπρο.
Ακούσαμε οικονομικές και μαρξιστικές αναλύσεις για την κρίση, που παραβλέπουν πλήρως τις παραμέτρους του Κυπριακού ως ζητήματος εισβολής και κατοχής και το γεγονός ότι ο τραπεζικός τομέας, με την συμμετοχή και των Ρώσσων μεγαλοκαταθετών, αν κλονισθεί, χάνεται το οικονομικό οχυρό της ανεξαρτησίας των Ελληνοκυπρίων.
Η Τουρκία επιχαίρει γι' αυτό και ακονίζει τα νύχια της για την τελική αρπαγή του νησιού μετά από μια επερχόμενη λύση με όρους πιο επονείδιστους κι από του σχεδίου Ανάν.
Είδαμε τα «αντιμνημονιακά» επιτελεία στην Αθήνα να αντιδρούν κατόπιν εορτής με νεφελώδεις τοποθετήσεις και να μην είναι σε θέση ούτε ένα σοβαρό συλλαλητήριο να οργανώσουν τις κρίσιμες ώρες των διαβουλεύσεων για να στηρίξουν το «ΟΧΙ».
Γίναμε, τέλος, μάρτυρες «σοφών» συμβουλών για σύνεση «μην μας βρει χειρότερο κακό»… από «αντιμνημονιακές» φωνές που ελάχιστα διαφέρουν από τις συμβουλές για «ευρωπαϊκή λύση» των θιασωτών του Μνημονίου.
Έχουμε ξεχάσει, με λίγα λόγια, το προφητικό απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, «Θεωρία του Πολέμου», ότι «ακριβώς ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας».
Μα πιο πολύ λησμονήσαμε σαν λαός τους στίχους από το ποίημα του έφηβου ήρωα της Κύπρου Ευαγόρα Παλληκαρίδη: «Θα πάρω μιαν Ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που παν στην Λευτεριά»!
Αντίθετα, θυμίζουμε τους «μοιραίους» του Βάρναλη όσο μένουμε δειλοί, άβουλοι και μουδιασμένοι παρατηρητές της ολοκληρωτικής μας καταστροφής και δεν βρίσκουμε το σθένος για μια γενικευμένη παλλαϊκή συστράτευση και αντίσταση σε Ελλάδα και Κύπρο.
ΠΗΓΗ: Hellenic Nexus, τ.73, Απρίλιος 2013.