Οικουμενικός πολιτισμός*
Θανάσης Μουσόπουλος, «Βυζαντινή Οικουμένη. Θέματα ιστορίας και πολιτισμού», Ξάνθη 2012
Του Γιάννη Στρούμπα
Το 330 μ.Χ. η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρεται από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, το οποίο μετονομάζεται σε Κωνσταντινούπολη, από το όνομα του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας καταλύθηκε το 476 μ.Χ. Το ανατολικό τμήμα, συναιρώντας το ελληνικό στοιχείο, τη ρωμαϊκή κρατική οργάνωση και τον χριστιανισμό, δημιούργησε μια κρατική οντότητα που συνέχισε να υπάρχει ως το 1453 μ.Χ., οπότε αλώθηκε η Πόλη. Την πορεία του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας εξετάζει ο Θανάσης Μουσόπουλος στο βιβλίο του «Βυζαντινή Οικουμένη», όπου πραγματεύεται «θέματα ιστορίας και πολιτισμού», όπως εύγλωττα δηλώνει κι ο υπότιτλος του βιβλίου.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 364, 1/4/2013.
Ο Μουσόπουλος εξηγεί γιατί επιλέγει τον όρο «Βυζαντινή Οικουμένη», αντί του βιβλιογραφικά καθιερωμένου «Βυζαντινή Αυτοκρατορία»: μπορεί η ελληνική, η ρωμαϊκή παράδοση και ο χριστιανισμός να συνδιαμόρφωσαν τη βυζαντινή φυσιογνωμία, μπορεί το «ελληνικό» υλικό, επηρεασμένο, βέβαια, από τις νέες συνθήκες, να διαπότισε και να συνένωσε τα ποικιλόμορφα στοιχεία της αυτοκρατορίας, γεγονός που αποτυπώνεται στον στοχασμό, στη θρησκεία και στην τέχνη, όμως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε υπερεθνική, η δε πρωτεύουσά της είχε διαρκώς ρόλο οικουμενικό. Η χιλιετής πρωταγωνιστική πορεία της ανατολικής αυτοκρατορίας γεωπολιτικά, πολιτισμικά και οικονομικά – το βυζαντινό σολδίο (solidus) ήταν χρυσό και συνιστούσε το διεθνές νόμισμα του μεσαίωνα – δικαιώνει τον Μουσόπουλο για την ορολογία που προκρίνει.
Οι πολιτιστικές πτυχές του Βυζαντίου, που αποτελούν το κεντρικό αντικείμενο πραγμάτευσης του Μουσόπουλου, χρειάζονται βεβαίως κι ένα όργανο έκφρασης. Τούτο δεν είναι άλλο από τη γλώσσα. Δικαίως λοιπόν ο συγγραφέας προβαίνει σε εξέταση της γλωσσικής κατάστασης στο Βυζάντιο. Επίσημη κρατική γλώσσα την εποχή που γίνεται πρωτεύουσα η Κωνσταντινούπολη ήταν η λατινική. Στους πληθυσμούς κυριαρχούσε η ελληνική, η οποία στον 7ο περίπου αιώνα επιβάλλεται και στο κράτος. Η ομιλούμενη από τον λαό προφορική κοινή, η γραπτή κοινή και η αττικίζουσα γραπτή συνιστούν τη βυζαντινή τριγλωσσία. Η κοινή γραπτή αποτυπώνεται στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Τους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες των διωγμών η Εκκλησία χρησιμοποίησε απλή γλώσσα. Από τον 4ο αιώνα όμως, καθώς ο χριστιανισμός συμφιλιώθηκε με το κράτος και νίκησε την ειδωλολατρία, η Εκκλησία υιοθέτησε την αρχαΐζουσα γλώσσα, ιδανικό της ελληνικής παιδείας αυτή την εποχή, αποσκοπώντας στον ευκολότερο προσηλυτισμό των μορφωμένων αλλά και στην καταπολέμηση των αιρέσεων με ένα πολύ δουλεμένο γλωσσικό όργανο. Γι' αυτό η ιστορικός Βάσω Βαρμάζη διαπιστώνει πως η επιβολή του αρχαϊσμού στον γραπτό λόγο οφείλεται καί στην Εκκλησία. Η νεοελληνική γλώσσα, πάλι, είναι ήδη διαμορφωμένη στα χρόνια των ακριτικών τραγουδιών, ενώ στα χρόνια της άλωσης είναι πλέον παγιωμένα τα βασικά χαρακτηριστικά των διάφορων νεοελληνικών διαλέκτων.
Η γλωσσική ανάλυση κατείχε ιδιαίτερη θέση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Σύμφωνα με την ερευνήτρια Χριστίνα Αγγελίδη, σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η εκπαίδευση στηριζόταν στη συστηματική γραμματική, λεξιλογική, συντακτική και υφολογική ανάλυση επιλεγμένων αρχαιοελληνικών κειμένων. Οι Βυζαντινοί μελετούσαν τους αρχαίους και τους νέους συγγραφείς όλους μαζί, χωρίς διάκριση. Άλλωστε η αρχαιοελληνική γραμματεία διασώθηκε χάρη στο Βυζάντιο, κι όχι τη λατινική Δύση, όπως δέχεται μια εσφαλμένη αντίληψη. Ο εκπαιδευτικός προσανατολισμός των Βυζαντινών φανερώνει πως η άποψη ότι στο Βυζάντιο υπήρχε μόνο θεολογία και τίποτε περισσότερο, δεν ευσταθεί. Ο Βασίλειος Τατάκης ανέτρεψε τη σχετική εντύπωση, αναδεικνύοντας τον κλάδο της Φιλοσοφίας στο Βυζάντιο, κι επιβάλλοντάς τον ως όρο.
Η βυζαντινή φιλοσοφική παράδοση υπήρξε πλούσια. Η καθιερωμένη αντίληψη ότι η ελληνική φιλοσοφία βρίσκει τραγικό τέλος το 529 με το κλείσιμο της Ακαδημίας των Αθηνών, δεν είναι παρά ένας συμβατικός μύθος, σημειώνει ο Μουσόπουλος. Η βυζαντινή φιλοσοφία είναι κάτι πολύ περισσότερο: μια άμεση, ζωντανή συνέχεια της ελληνικής φιλοσοφίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην πλατωνική και την αριστοτελική φιλοσοφία, που διαμόρφωσε τη χριστιανική γενικά, και ιδιαίτερα τη βυζαντινή σκέψη. Ο Φώτιος τον 9ο αιώνα, πανεπιστήμονας αριστοτελικής κοπής, προτιμά τον Αριστοτέλη, απορρίπτοντας συνάμα τις πλατωνικές Ιδέες. Η φιλοπλατωνική κίνηση κορυφώνεται τον 11ο αιώνα με τον Μιχαήλ Ψελλό. Ο Ψελλός, το καθολικότερο μυαλό του Βυζαντίου, θεωρεί τους Έλληνες φιλοσόφους προδρόμους του χριστιανισμού. Οι Έλληνες αποκαθίστανται, κι έτσι αρχίζει η αναγέννηση. Στις τελευταίες δεκαετίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός καταγγέλλει τον Αριστοτέλη και τάσσεται ανεπιφύλακτα με τον Πλάτωνα. Ο Πλήθων θεωρούσε ότι με την ελληνική παιδεία και τον παραμερισμό του χριστιανισμού θα αποτρεπόταν η επερχόμενη καταιγίδα. Πιστεύει στην κοινοκτημοσύνη και στον κρατικό παρεμβατισμό, ενώ στις ριζοσπαστικές και πρωτοπόρες ιδέες του περιλαμβάνονται ο εθνικός στρατός, η τόνωση του εμπορίου, η ενίσχυση της εθνικής παραγωγής, ο πόλεμος ενάντια στα εισαγόμενα είδη πολυτελείας. Ο Πλήθων κι ο Βησσαρίωνας όχι μόνο προετοιμάζουν την αναγέννηση, μα την προσφέρουν έτοιμη στους δυτικούς στο φιλοσοφικό πεδίο.
Η λογοτεχνία στο Βυζάντιο είναι ένας ακόμη πολιτισμικός τομέας, τον οποίο πραγματεύεται ο Μουσόπουλος. Η πρωτοβυζαντινή περίοδος δεν παραδίνει ποιητικά αριστουργήματα. Ως τα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα τα ποιήματα είναι σχεδόν όλα διδακτικά, ενώ κατά τον 5ο και 6ο αιώνα εμφανίζονται μυθολογικά ποιήματα στις τελευταίες τους αναλαμπές. Από τον 5ο αιώνα καταργείται η προσωδία και γράφονται θρησκευτικά ποιήματα μεγάλης αξίας. Οι ποιητές ονομάζονται μελωδοί, επειδή εκτός από τους στίχους γράφουν και τη μουσική μελωδία. Ύψιστος ποιητής θεωρείται ο Ρωμανός ο Μελωδός (6ος αιώνας). Ένας από τους γνωστότερους ύμνους της εποχής, ξεχωριστός για τον λυρισμό, την περίτεχνη δομή και τον πλούτο των εικόνων του, είναι ο Ακάθιστος Ύμνος. Τον 8ο αιώνα διακρίνεται ο Ιωάννης Δαμασκηνός, που διαμόρφωσε ένα νέο μουσικό είδος, τον κανόνα. Οι κανόνες, μαζί με τα τροπάρια και τη μουσική, κυριαρχούν στις τελετές της ορθόδοξης εκκλησίας. Τον 11ο αιώνα κυριαρχεί ο Μιχαήλ Ψελλός, που έγραψε και σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Στην ακριτική ποίηση ξεχωρίζει το μεγαλόπνοο έπος «Βασίλειος Διγενής Ακρίτας», το οποίο σώζεται σε πολλές διασκευές. Την υστεροβυζαντινή εποχή η ανάμιξη του ελληνικού και του δυτικού πολιτισμού δίνει μια σειρά έργων, τα ιπποτικά ή ερωτικά μυθιστορήματα, που εξιστορούν τις περιπέτειες ενός ερωτικού ζευγαριού, έχοντας για πρότυπά τους δυτικά έργα, χωρίς όμως να απουσιάζουν οι επιρροές από ανατολίτικα στοιχεία αλλά και από στοιχεία της λόγιας βυζαντινής παράδοσης.
Το πεδίο της ιστοριογραφίας, με τον διακριτό διαχωρισμό ιστοριογράφων και χρονογράφων, συνιστά άλλη μία βυζαντινή πολιτισμική εκδήλωση. Ο ιστορικός, εξηγεί ο Μουσόπουλος, αναφέρεται συνήθως στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, προτιμά την αττικίζουσα διάλεκτο και ανήκει μάλλον στην ανώτερη τάξη. Ο χρονογράφος προτιμά μια απλούστερη γλώσσα, ανήκει σε κατώτερη κοινωνική τάξη, καταγράφει τα γεγονότα με τη σειρά της διαδοχής τους, χωρίς αναφορά στη σημασία τους ή στην αιτιώδη σχέση που τα συνδέει. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο καθαυτό ιστοριογράφος είναι ο Προκόπιος. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο προστάτης των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, μεταξύ των οποίων και της ιστορίας, υπήρξε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος. Τον 11ο αιώνα διακρίνεται η ιστορικός Άννα Κομνηνή, η οποία, παρακολουθώντας, όχι αντικειμενικά, την πορεία του αυτοκράτορα πατέρα της Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, φωτίζει και την Α΄ Σταυροφορία, καθώς και τη σχέση του Βυζαντίου με τους Σελτζούκους. Ο Νικήτας Χωνιάτης ζει και εξιστορεί την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους το 1204. Η άλωση του 1453 καλύπτεται από τους τέσσερις «ιστορικούς της άλωσης»: τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, τον Δούκα, τον Γεώργιο Φραντζή ή Σφραντζή και τον Μιχαήλ Κριτόβουλο. Η χρονογραφία, πάλι, διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της Ανατολής. Πατέρας της θεωρείται ο Ιωάννης Μαλάλας, εξελληνισμένος Σύρος.
Στο Βυζάντιο ευδοκίμησε και η μουσική, κοσμική κι εκκλησιαστική. Η κοσμική μουσική δεν ήταν γραπτή, και περνά στη νεότερη παράδοση προφορικά, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Η βυζαντινή μουσική έκφραση παρακολούθησε τη ζωή των ανθρώπων. Η εκκλησιαστική μουσική από την άλλη, με ανατολίτικες επιδράσεις, είναι, κατά βάση, εξέλιξη της ελληνικής. 7.000 μουσικοί κώδικες έχουν καταγραφεί σε όλον τον κόσμο, γεγονός ενδεικτικό του πλούτου και της συνέχειας της ελληνικής εθνικής μουσικής στα μέσα και νεότερα χρόνια. Η εκκλησιαστική μουσική είναι μελωδική και μονοφωνική, καθαρά φωνητική.
Χαρακτηριστικό της τέχνης στο Βυζάντιο, διαπιστώνει ο Μουσόπουλος, είναι η σύνδεσή της με τον χριστιανισμό. Στην αρχιτεκτονική, ο ναός της Αγίας Σοφίας θεωρείται το σύμβολο της Βυζαντινής Οικουμένης, και είναι βασιλική με τρούλο, ένας καθαρά βυζαντινός αρχιτεκτονικός τύπος. Ο τρούλος του ναού, μιμούμενος την ουράνια σφαίρα, δίνει την εικόνα ενός ολόφωτου θόλου που αγκαλιάζει το σύμπαν, δηλαδή τη Βυζαντινή Οικουμένη. Η βυζαντινή ζωγραφική συνδέεται επίσης με τη λατρεία κι εκφράζεται σε φορητές εικόνες, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, εικονογραφημένα χειρόγραφα. Παρά λοιπόν το γεγονός πως αρχικά ο χριστιανισμός κυνήγησε τον ελληνισμό, στην πορεία συμφιλιώθηκαν, και ο ελληνισμός καθόρισε τη μορφή του χριστιανισμού και τη χριστιανική ορολογία.
Η άλωση του 1453 αναγκάζει πολλούς λογίους να εγκαταλείψουν το Βυζάντιο. Επειδή όμως, όπως διαπιστώνει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, είχαν κατακτήσει την έννοια της εθνικότητας πολύ πριν αυτή ωριμάσει στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, είχαν τη βαθύτερη ιδέα ότι δεν εργάζονται για τον εαυτό τους, παρά για την πατρίδα. Γι' αυτό και διέσωσαν περισσότερα από 20.000 μεσαιωνικά ελληνικά χειρόγραφα, συμβάλλοντας στον μέγιστο ρόλο του Βυζαντίου στη διάσωση της αρχαίας γραμματείας, καταπώς επισημαίνει ο Στυλιανός Αλεξίου.
Έχοντας εκπονήσει ένα έργο που προβάλλει την παραγνωρισμένη από το πλατύ ανειδίκευτο κοινό πολιτιστική προσφορά του Βυζαντίου στην οικουμένη, ο Μουσόπουλος εξηγεί πως το πόνημά του στοχεύει ακριβώς στον αναγνώστη ο οποίος στη μέση εκπαίδευση γνώρισε λίγο αυτή τη σημαντική πτυχή του Βυζαντίου. Ο Μουσόπουλος μπορεί να μην παράγει πρωτότυπη έρευνα, ανταποκρίνεται όμως με επιτυχία στον στόχο του, κατορθώνοντας να συνοψίσει με ευσυνειδησία, μεθοδικότητα και καίρια επιλογή των ουσιωδών χαρακτηριστικών, τους τομείς στους οποίους το Βυζάντιο διέπρεψε πολιτισμικά. Σεβόμενος τις πηγές, με πλήθος παραπομπών σε ειδήμονες μελετητές, ο Μουσόπουλος δομεί ένα εγχειρίδιο χρηστικό και χρήσιμο για όσους επιθυμούν μια πρώτη προσέγγιση με τη βυζαντινή τέχνη.
Θανάσης Μουσόπουλος, «Βυζαντινή Οικουμένη. Θέματα ιστορίας και πολιτισμού», Ξάνθη 2012, σελ. 212.
Γιάννης Στρούμπας
«Το Βυζάντιο, αντίθετα προς τη φεουδαρχική Ευρώπη, είχε αστικά κέντρα, εκτός από την Κωνσταντινούπολη (την οποία όταν αντίκρισαν το 1204 οι Ευρωπαίοι "έπαθαν"). Οι κάτοικοι των πόλεων είτε ασκούσαν αγροτικά επαγγέλματα, είτε αστικές εργασίες, κυρίως στη βιοτεχνία και στο εμπόριο. Για τους διάφορους κλάδους υπήρχαν συντεχνίες – συστήματα, στα οποία το κράτος ασκούσε έλεγχο. Για ορισμένα προϊόντα και κλάδους υπήρχε κρατικό μονοπώλιο (π.χ. πορφύρα, όπλα, μετάξι).
Το νόμισμα του Βυζαντίου ήταν το solidus (σολδίο) που ήταν χρυσό, ήταν όπως γράφει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ το δολάριο του Μεσαίωνα, και έμεινε ακιβδήλευτο από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου ως την εποχή του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, για οκτακόσια ολόκληρα χρόνια. Στους επόμενους αιώνες το νοθεύουν και το υποτιμούν. Βέβαια, να λάβουμε υπόψη ότι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε κανείς να δανείσει χρήματα παρά μόνο με τον καθορισμένο από το κράτος τόκο, που ήταν σχετικά χαμηλός, δεδομένου του γεγονότος ότι η εκκλησία ήταν εναντίον του τοκισμού των χρημάτων.
Εκτός από τη βιοτεχνία, πολύ διαδεδομένο ήταν το εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο, που λειτουργούσε με τους ίδιους κανόνες που ίσχυαν για τη βιοτεχνία. Σε τοπικό επίπεδο υπήρχε αυτάρκεια αγαθών πρώτης ανάγκης. Έτσι το εμπόριο κυρίως αναφερόταν σε είδη πολυτελείας. Από τον 10ο αιώνα σιγά σιγά το εμπόριο περνάει στα χέρια των ναυτικών πόλεων της Ιταλίας, της Βενετίας και της Γένουας. Παραχωρώντας προνόμια στις πόλεις αυτές, υπέσκαπτε το Βυζάντιο την ίδια την υπόστασή του. Να σημειώσουμε ότι οι Τούρκοι, μετά την άλωση, με την απειλή των κανονιών τους, άρχισαν να εισπράττουν οι ίδιοι τους φόρους.» |
«Η βυζαντινή κοινωνία ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Είναι εξωπραγματικό να φανταζόμαστε ότι οι κάτοικοι του Βυζαντίου μόνο προσεύχονταν, νήστευαν και πήγαιναν στην εκκλησία. Επίσης εξωπραγματικό είναι να πιστεύουμε ότι όλο το "πολιτιστικό παρελθόν" των χριστιανών από τη μια μέρα στην άλλη ακυρωνόταν. Επιπλέον, η αμάθεια, ο φόβος, οι προκαταλήψεις και οι δεισιδαιμονίες ήταν παρόντα στην καθημερινή ζωή και σε όλα τα στρώματα. Μόνο να διαβάσει κανείς το τι απαγορεύουν οι πατέρες της εκκλησίας, μπορεί να κατανοήσει τι επικρατούσε στις διασκεδάσεις, στην ενδυμασία, στα ήθη και έθιμα, στις θεατρικές, μουσικές και χορευτικές προτιμήσεις των κατοίκων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – της Βυζαντινής Οικουμένης, της Ρωμανίας.»
|