Το ΠΑΜΕ Εκπαιδευτικών και το 1821 ή, αλλιώς, Το ταλέντο να χάνεις το δίκιο σου
Του Αλκιβιάδη Σωζόμενου
Πριν από μερικές μέρες, στο site του ΠΑΜΕ εκπαιδευτικών (www.edupame.gr) εμφανίστηκε μια επιστολή προς τους μαθητές, η οποία έχει τη φιλοδοξία να αναδείξει το «αληθινό» νόημα της 25ης Μαρτίου και τη σημερινή σημασία του για το λαϊκό κίνημα. Η ίδια επιστολή, που αναδημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο «Ριζοσπάστη» της 16ης Μαρτίου, υπήρξε το έναυσμα για την έναρξη συζητήσεων σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και έγινε στόχος επιθέσεων από ποικίλους αντιδραστικούς κύκλους.
Αξιέπαινη, οπωσδήποτε, η πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών του ΠΑΜΕ, με πυρήνα τους κομμουνιστές εκπαιδευτικούς, να ανοίξουν μια συζήτηση με τους μαθητές, για το κομβικό, για την ιστορία της Ελλάδας (ενδεχομένως και του κόσμου) γεγονός και, μάλιστα, σε μια εποχή που η σχολική ιστοριογραφία βρίσκεται στην … εντατική και η επίθεση, από την πλευρά της άρχουσας τάξης στην ιστορική μνήμη εντείνεται και οξύνεται. Θα περίμενε δε κανείς, γνωρίζοντας και τη μεγάλη ιστοριογραφική παράδοση του ίδιου του ΚΚΕ, σε σχέση με την Επανάσταση του `21, αλλά και την εν γένει παράδοση της μαρξιστικής ιστοριογραφίας στην Ελλάδα, ότι το κείμενο θα συνδύαζε με άρτιο τρόπο την αποτύπωση των ιστορικών πραγματικοτήτων του 19ου αιώνα, τη διδαχή των νομοτελειών της ιστορίας, με το σήμερα∙ θα περίμενε επίσης να δει ένα κείμενο που το ύφος του θα χαρακτηρόταν από καλλιέπεια και επιστημονικότητα, ένα κείμενο παιδαγωγικά ελκυστικό.
Η ανάγνωση ωστόσο του κειμένου επιφυάσσει μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη: η – ας την πούμε – ιστοριογραφική παρέμβαση των εκπαιδευτικών του ΠΑΜΕ δεν είναι παρά ένα κείμενο κακογραμμένο, ασύντακτο, χωρίς λογική δομή, που δεν διακρίνει ανάμεσα στο κύριο και το επουσιώδες. Ένα συνονθύλευμα από κακοχωνεμένες επεξεργασίες των κλασικών μαρξιστών ιστορικών και ιστοριοδιφών που ούτε στους εφιάλτες τους δεν φαντάζονταν τη μεταχείριση που επεφύλαξαν στις απόψεις τους οι … επίγονοί τους (;). Ένα κείμενο γραμμένο σε ύφος … καφενέ, όπου διάφοροι δοκησίσοφοι μεταξύ πρέφας, κολτσίνας και ούζου εκφράζουν άποψη επί παντός του επιστητού και άλλων τινών. Εννοείται ότι οι θαμώνες των καφενείων απανταχού της επικράτειας καλά κάνουν: δείγμα υγείας είναι αυτές οι συζητήσεις, κατάλοιπο της αρχαίας αγοράς. Δεν επιτρέπεται όμως αυτό το ύφος να υιοθετείται από κομμουνιστές επιστήμονες που εντέλλονται να υπηρετήσουν την επιστημονική και ιστορική αλήθεια, από την πλευρά της υπεράσπισης των πρωτοπόρων κοινωνικών δυνάμεων του καιρού μας. Δεν επιτρέπεται σε παιδαγωγούς που έχουν πίσω τους την παράδοση του Γληνού, του Παπαμαύρου, της Ιμβριώτη.
Πέρα όμως από το ύφος και την αντιεπιστημονικότητα του κειμένου, υπάρχει ένα πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα: η απόλυτη υποταγή της ιστορικής πραγματικότητας στις σύγχρονες ιδεολογικές και πολιτικές ακροβασίες της καθοδήγησης του ΚΚΕ. Για να γίνω πιο σαφής, θα παραθέσω, κατά παράγραφο, τα επίδικα τμήματα της επιστολής (με έντονα γράμματα) και θα τα συνοδεύσω με τις δικές μου παρατηρήσεις και σχόλια. Ο σύνδεσμος είναι, βεβαίως, στη διάθεση των αναγνωστών του «Εργατικού Αγώνα», ώστε να επιβεβαιώσουν ότι τα αποσπάσματα παρατίθενται ακριβώς όπως είναι γραμμένα αλλά και να διαβάσουν ολόκληρη την επιστολή. [1]
«Αγαπητέ μαθητή, μαθήτρια
Ίσως έχεις βαρεθεί να ακούς συνέχεια για επετείους και γιορτές, ειδικά σήμερα που η πολιτική της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του συστήματος των εφοπλιστών, των επιχειρηματιών κάνουν επίθεση στη ζωή σου και στην οικογένειά σου.
Κράτα όμως το εξής: ό,τι επίθεση και να σου κάνουν, δε θα σταματήσουν ποτέ να στοχεύουν στο μυαλό σου. Γι' αυτό σου λένε ψέματα και μισές αλήθειες και για την 25η Μαρτίου, όπως κάνουν και για την 28η Οκτώβρη αλλά και για το Πολυτεχνείο».
Αντιπαρέρχομαι το ύφος και τις ασυνταξίες. Θα ήθελα όμως να σχολιάσω δύο πράγματα. Πρώτα – πρώτα, οι συντάκτες του κειμένου έχουν σίγουρα οποιαδήποτε σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία; Η επιστολή απευθύνεται σε μαθητές, σε παιδιά, δηλαδή, από έξι έως 18 χρονών. Πόσο «πατάει» πάνω στη ζωή, πόσο ανταποκρίνεται στο γνωσιολογικό και συνειδησιακό πεδίο αυτών των ηλικιών, μια πιθανή σύνδεση των σημερινών προβλημάτων της ελληνικής οικογένειας με την «ανία» των γιορτών και των επετείων; Ή να υποθέσουμε ότι, προ κρίσης, τις σχολικές γιορτές παρακολουθούσε η σχολική κοινότητα με σεβασμό και προσήλωση; Δυστυχώς, η επίθεση ενάντια στην ιστορική μνήμη, έχει κάνει – και εδώ – πολύ καλά τη δουλειά της …
Η δεύτερη παράγραφος, ωστόσο, γεννά άλλου είδους ενστάσεις και ερωτηματικά; Ποιοι είναι αυτοί που λένε τα ψέματα και τις μισές αλήθειες; Η απάντηση, στην πραγματική ζωή, δεν είναι τόσο σαφής και συγκεκριμένη όσο – θέλω να ελπίζω – στο μυαλό του συντάκτη: αν εννοεί την άρχουσα τάξη και τη σχολική ιστοριογραφία έχει καλώς (για να είμαι μάλιστα δίκαιος, οφείλω να πω ότι παρακάτω η επιστολή αναφέρεται στα σχολικά βιβλία). Η έλλειψη όμως υποκειμένου στη συγκεκριμένη πρόταση φοβάμαι ότι «τσουβαλιάζει» και τους εκπαιδευτικούς: ακόμη και τους κομμουνιστές ή εν γένει προοδευτικούς εκπαιδευτικούς που με μόχθο και σε αντίξοες συνθήκες προσπαθούν να διδάξουν την ιστορική αλήθεια, είτε μέσα από το μάθημα, είτε με τη διοργάνωση των σχολικών εορτών.
Ο συντάκτης της επιστολής επιλέγει να ξεκινήσει την αντιπαράθεση με την επίσημη ιστοριογραφία, ασχολούμενος με την ημερομηνία της Επανάστασης, η οποία καθιερώθηκε – όντως – μεταγενέστερα, για να ταυτιστεί με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού και να αποκτήσει το γεγονός θρησκευτική χροιά.
Η – ορθή – αυτή παρατήρηση δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι το κύριο σημείο σε μια μαρξιστική ανάγνωση της ημέρας ούτε μπορεί να αποτελεί το αφετηριακό σημείο της αντιπαράθεσης με την αστική ιστοριογραφία.
Αμέσως παρακάτω, η επιστολή προσπαθεί να οριοθετήσει τις κοινωνικές δυνάμεις που πήραν μέρος στην ελληνική επανάσταση. Εδώ λοιπόν μας λέει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
(…) «Ένας από τους κοτζαμπάσηδες, δηλαδή τους έλληνες άρχοντες της εποχής, είπε «κάλλιο οι Τούρκοι κι ο ραγιάς υπόδουλος, παρά λεύτερο έθνος με το λαό να' χει δικαιώματα»!
Ποιοι ήταν οι έλληνες άρχοντες της εποχής; Τι σημαίνει «κοτζάμπασης»; Ποιος είναι ο συγκεκριμένος κοτζάμπασης και σε ποια πηγή αναφέρεται αυτή η φράση; Και το ότι ένας κοτζάμπασης είπε τη συγκεκριμένη φράση, στοιχειοθετεί τη στάση ενός ολόκληρου κοινωνικού στρώματος; Στη βάση αυτής της μεθοδολογίας, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ένας άλλος «κοτζάμπασης», ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, απελευθέρωσε την Καλαμάτα! Η περιπτωσιολογία δεν συνιστά συγκρότηση ιστορικής γνώσης (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι όντως οι κοτζαμπάσηδες ανήκουν στα συντηρητικά στρώματα που πήραν μέρος στην επανάσταση, εκείνα που επιθυμούν να διατηρήσουν και στο υπό σύσταση κράτος τα προνόμια που είχαν επί οθωμανικής κυριαρχίας).
Και συνεχίζει το κείμενο, μερικές παραγράφους παρακάτω:
(…) «Η επανάσταση του 1821 ήταν σύγκρουση με τον Οθωμανικό Δεσποτισμό και συνδέονταν με την απελευθέρωση. Όλοι οι Έλληνες δεν ήταν υπέρ της επανάστασης. Μάλιστα υπήρχαν Έλληνες που ήταν μέρος του Οθωμανικού Συστήματος εξουσίας».
Είναι εντελώς σαφές ότι η επανάσταση του 1821 δεν ήταν απλώς σύγκρουση με τον Οθωμανικό Δεσποτισμό ούτε απλώς συνδεόταν με την απελευθέρωση. Αυτή η έρμη η απελευθέρωση δεν έχει κανένα επιθετικό προσδιορισμό; Τι να ήταν άραγε; Κοινωνική; Ψυχολογική; Μήπως … σεξουαλική; Κερδίζει το κουϊζ όποιος απαντήσει ότι η απελευθέρωση ήταν εθνική, αλλά η χρήση του όρου συνεπάγεται … πιπέρι στο στόμα από την «αντιεθνικιστική» καθοδήγηση. Στο ζήτημα όμως αυτό θα επανέλθω αναλυτικά παρακάτω.
Και συνεχίζει ο ρέκτης συντάκτης του πονήματος:
(…) «Στην επανάσταση του 1821 δεν ήταν όλοι οι Έλληνες μαζί γιατί είχε κοινωνικό χαρακτήρα».
Είναι σαφές ότι οι συντάκτες της επιστολής αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τους όρους «εθνικός» και «εθνικοαπελευθερωτικός».
Το σύνολο ωστόσο των μαρξιστών και κομμουνιστών ιστορικών θεωρεί την επανάσταση του 1821 ως εθνικοαπελευθερωτική. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν συγκροτούνται τα έθνη και διεκδικούν είτε την εθνική τους χειραφέτηση είτε την εθνοκρατική τους ολοκλήρωση. Εξ άλλου, μια από τις βασικές αρχές του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, είναι ακριβώς η Αρχή των Εθνοτήτων, σύμφωνα με την οποία κάθε έθνος οφείλει να έχει δική του κρατική οντότητα. Στη μεγάλη γαλλική επανάσταση, η αρχή των εθνοτήτων (καθώς ή Γαλλία ήταν ήδη συγκροτημένο έθνος – κράτος) δεν εκφράστηκε με την πάλη για εθνική απελευθέρωση, αλλά με τη συγκρότηση του εθνικού στρατού, κατ` αρχήν ως στρατού εθελοντών και σε αντιπαράθεση με τους μισθοφορικούς στρατούς του μεσαίωνα. Ένας τέτοιος στρατός, αποτελούμενος από τους «αβράκωτους» της επανάστασης, που τραγουδούσαν τη «Μασσαλιώτιδα» πέτυχε, το 1792, μια περήφανη νίκη πάνω στους συνασπισμένους στρατούς των φεουδαρχιών της Ευρώπης, αποδεικνύοντας την ανωτερότητα του νέου οικονομικο – κοινωνικού σχηματισμού πάνω στον ιστορικά απερχόμενο.
Στον υπό οθωμανική κυριαρχία ελλαδικό χώρο, η αρχή των εθνοτήτων βρήκε την πληρέστερη αποτύπωσή της, αν και προηγουμένως υπήρξαν εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τόσο στα Βαλκάνια (εξέγερση των Σέρβων το 1808) όσο και εκτός χερσονήσου, για παράδειγμα στην Ιταλία και στην Ισπανία, αλλά και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ο κυρίως εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της επανάστασης το `21 δεν αναιρεί καθόλου τις κοινωνικές παραμέτρους του, ίσα – ίσα τις τονίζει. Κατά το 19ο αιώνα, φορέας της εθνικής ιδέας, της ιδέας της εθνικής χειραφέτησης είναι η προοδευτική, την εποχή εκείνη, αστική τάξη. Εννοείται ότι το σχήμα αυτό, ισχύει και για το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, το οποίο, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, διασχίζεται κάθετα από κοινωνικές τάξεις και στρώματα. Για να εξετάσουμε ποιες είναι αυτές οι κοινωνικές τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα, θα πρέπει να δούμε πρώτα μέσα σε ποιο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο αυτά συγκροτούνται.
Το οθωμανικό καθεστώς είναι δεσποτικό και σκληρό. Η σκληρότητά του οφείλεται στον έντονα συντηρητικό χαρακτήρα των κοινωνικών δομών της αυτοκρατορίας (φεουδαρχία). Επί πλέον, το γεγονός ότι η οικονομία της αυτοκρατορίας παραμένει αγροτική – φεουδαρχική, σε μια εποχή που ο υπόλοιπος κόσμος βαδίζει προς τον καπιταλισμό, καθώς και το γεγονός ότι η αυτοκρατορία είναι υποχρεωμένη να συναλλάσσεται με εκχρηματισμένες οικονομίες, δημιουργεί στην Πύλη (τη σουλτανική διοίκηση) άσβεστη δίψα για χρήμα: έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία των φόρων είναι σε χρήμα, κάτι που δυσκολεύει αφάνταστα τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Κυριότερος και πιο γνωστός φόρος είναι το χαράτσι (κεφαλικός φόρος) που αφορά όλους τους άρρενες κατοίκους της αυτοκρατορίας.
Μετά την τουρκική κατάκτηση, οι έλληνες αναδιπλώνονται από τους παραδοσιακούς χώρους όπου ζούσαν (πεδιάδες – παράλια) προς τα βουνά και τα νησιά. Εκεί, ελλείψει εκτεταμένων εδαφών προς καλλιέργεια, στρέφονται κυρίως προς τη βιοτεχνία και το εμπόριο (θαλασσινό και εμπόριο με καραβάνια μέσω των ορεινών δρόμων). Το ελληνικό εμπόριο στηρίζεται από την οθωμανική διοίκηση, (γι` αυτό παρέχονται και ειδικά φορολογικά προνόμια σε ορισμένες περιοχές) ακριβώς επειδή οι ίδιοι οι οθωμανοί δεν ασχολούνται με αστικές οικονομικές δραστηριότητες, αλλά μόνο με τον πόλεμο και, κατά δεύτερο λόγο, με τη διοίκηση. Εξ άλλου, και στη διοίκηση, χρησιμοποιούν το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης.
Μέσα σε αυτό το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο διαμορφώνονται οι κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα του ελληνισμού που, σχηματικά, είναι τα εξής:
– Φαναριώτες. Πρόκειται για την εμπορική και διοικητική αριστοκρατία των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (πήραν το όνομά τους από τη συνοικία Φανάρι, όπου και διαβιούσαν). Οι οθωμανοί τους χρησιμοποιούσαν σε υψηλές διοικητικές θέσεις, σημαντικότερες από τις οποίες είναι: α) μεγάλος δραγουμάνος της Πύλης (υπουργός εξωτερικών της αυτοκρατορίας), β) δραγουμάνος του στόλου (υπαρχηγός του στόλου), γ) ηγεμόνας στην ημιαυτόνομη περιοχή της Μολδοβλαχίας, δηλαδή στη σημερινή Ρουμανία, από τις αρχές του 18ου αιώνα).
– Τσιφλικάδες, εκμισθωτές φόρων, τοπάρχες: δεν πρόκειται για ενιαία κοινωνική τάξη, αλλά για κοινωνικά στρώματα που χαρακτηρίζονται είτε από μεγάλη οικονομική επιφάνεια είτε από την εμπλοκή τους με τον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό, γι` αυτό και είναι ιδιαίτερα αντιπαθείς στους έλληνες.
– Αστική τάξη (υπό διαμόρφωση): έμποροι και καραβοκύρηδες που πλουτίζουν και προκόβουν. Όταν το οθωμανικό οικονομικό και διοικητικό πλαίσιο τους γίνεται ασφυκτικό, εγκαθίστανται στο εξωτερικό, όπου συγκροτούν ανθηρές οικονομικά παροικίες. Πρόκειται για την πιο ριζοσπαστική κοινωνική μερίδα του ελληνισμού που, αργότερα, θα καθοδηγήσει την ελληνική επανάσταση.
– Αγροτιά: εδώ, συμπεριλαμβάνονται οι ακτήμονες αγρότες, οι καλλιεργητές που έχουν μικρό δικό τους κλήρο και οι «κολλήγοι», οι εξαρτημένοι χωρικοί των τσφλικιών. Είναι το πιο καταπιεσμένο κοινωνικό στρώμα και, γι` αυτό το λόγο, το πιο μαχητικό στη διάρκεια της επανάστασης. Από τις γραμμές του, προέρχεται η «δύναμη κρούσης» της, δηλαδή τα αντάρτικά σώματα των κλεφτών.
Από όλες αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, εκείνοι που δεν παίρνουν μέρος στην επανάσταση και, μάλιστα, την εχθρεύονται ανοιχτά, είναι ο σκληρός πυρήνας της διοικητικής αριστοκρατίας της Κωνσταντινούπολης, μαζί και ο ανώτατος κλήρος. Ωστόσο (και, να γιατί ο ιστορικός δεν μπορεί να καταφεύγει στην περιπτωσιολογία) υπήρξαν Φαναριώτες οι οποίοι ανήκουν στα ριζοσπαστικά στοιχεία της επανάστασης, όπως για παράδειγμα ο αγνός και ριζοσπάστης πατριώτης Δημήτριος Υψηλάντης, παρά το – ρωσικό – τίτλο ευγενείας που έφερε.
Στην κυρίως Ελλάδα, οι τοπάρχες συμμετείχαν στην επανάσταση, για τούτο και ανέφερα παραπάνω το όνομα του πατριάρχη των Μαυρομιχαλαίων, Πετρόμπεη [2]. Είναι ωστόσο σαφές ότι κάθε κοινωνική τάξη και κάθε κοινωνικό στρώμα συμμετέχει στην επανάσταση από τη δική του ταξική σκοπιά και με την προσπάθεια να υποστηρίξει τα οικεία συμφέροντα στο υπό σύσταση κράτος. Οι τοπάρχες (και, μαζί τους, ο κλήρος) δεν θέλουν να χάσουν τα προνόμια που είχαν επί οθωμανών: μερίδα των εκπροσώπων της αστικής τάξης επιθυμεί διακαώς (και το καταφέρνει, μέσω των δανείων) να προσδέσει στενά το υπό σύσταση κράτος στο αγγλικό κεφάλαιο∙ [3] η αγροτιά παλεύει να εξασφαλίσει κλήρο.
Η πολυπλοκότητα των κοινωνικών αντιθέσεων κατά τη διάρκεια της επανάστασης βρίσκεται πίσω από την αρχική διαπάλη μεταξύ οπλαρχηγών (εκφραστών του αγροτικού στοιχείου) και Φιλικών (η πιο ριζοσπαστική πολιτικά μερίδα της αστικής τάξης) και προκρίτων (ας πούμε, για να συνεννοηθούμε, «κοτζαμπάσηδων») από την άλλη. Αποτελεί όμως και το υπόβαθρο των εμφυλίων πολέμων, κατά τους οποίους οι αντιπαραθέσεις και οι συμμαχίες είναι πάρα πολύ περίπλοκες και όχι πάντα αυτονόητες: κάποια στιγμή πολεμούν όλοι εναντίον όλων, οι ρουμελιώτες με τους πελοποννήσιους, οι πελοποννήσιοι με τους νησιώτες (κυρίως τους υδραίους) κλπ. Όσον αφορά δε το – μη ξεκαθαρισμένο ιστορικά – θάνατο του κορυφαίου στρατιωτικού ηγέτη της επανάστασης, του Γεώργιου Καραϊσκάκη, εδώ εμπλέκεται ένας παράγοντας που σχετίζεται μεν με τις εσωτερικές αντιπαλότητες αλλά και βρίσκεται πάνω από αυτές: η εμπλοκή της Μεγάλης Βρετανίας στα πράγματα της επαναστατημένης Ελλάδας. Αυτό όμως το εξαιρετικά σημαντικό, το πραγματικά κομβικό σημείο της ιστορίας (την εμπλοκή δηλαδή των μεγάλων δυνάμεων και την προσπάθειά τους να χειραγωγήσουν την επανάσταση), η επιστολή με αφορμή την οποία γράφεται αυτό το κείμενο το έχει αποστείλει στο χωνευτήρι μιας διαστημικής μαύρης τρύπας. Δεν ταιριάζει, βλέπετε, με το μοντέρνας κοπής ιδεολογικό (ου μην αλλά και ιστοριογραφικό) σχήμα της σημερινής καθοδήγησης του ΚΚΕ, σύμφωνα με το οποίο ο ξένος παράγοντας δεν έχει παίξει δα και κανένα σπουδαίο ρόλο στα ελληνικά πράγματα, από τότε που η Ελλάδα έγινε κράτος …
Η κοινωνική πραγματικότητα της επανάστασης λοιπόν και οι κοινωνικές της αντιθέσεις είναι εξαιρετικά περίπλοκες και, οπωσδήποτε, δεν χωράνε στο δυαδικό – μανιχαϊστικό σχήμα «κακός κοτζάμπασης (και ιεράρχης) vs «καλός λαός», ένα σχήμα, σε τελευταία ανάλυση, εντελώς αντιδιαλεκτικό. Προκρίθηκε όμως από τους συντάκτες της επιστολής είτε λόγω δραματικής έλλειψης ιστορικής και μαρξιστικής παιδείας, είτε για να γίνει αντιπαράθεση με σημερινά αστικά ιδεολογήματα περί εθνικής ενότητας, με παραδείγματα όμως παρμένα από άλλες εποχές και από άλλες κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες.
Εκεί όμως που πραγματικά «κεντάει» η επιστολή, είναι το παρακάτω απόσπασμα που παραθέτω αυτούσιο:
(…) «Στην επανάσταση του 1821 δεν πήραν μέρος μόνο ορθόδοξοι Χριστιανοί και Έλληνες το γένος. Πήραν μέρος, κατ' αρχήν, οι λεγόμενοι Φιλέλληνες, από το χώρο της Δυτικής Ευρώπης.
Εκτός από τους Φιλέλληνες, ωστόσο, πήραν μέρος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και Βλάχοι, Μολδαβοί, Βούλγαροι, Αλβανοί, Σέρβοι, Τσιγγάνοι, Ούγγροι, Πολωνοί και άλλοι.
Ξέρεις άραγε ότι στα πλοία του Μιαούλη, το πλήρωμα δεν ήξερε καθόλου την ελληνική γλώσσα και ότι μιλούσε Αρβανίτικα;
Ξέρεις ότι οι επαναστάτες του 1821 δεν χωρίζανε το λαό σε Έλληνα και ξένο; Ο Ρήγας Φεραίος καλούσε Χριστιανούς και Τούρκους σε κοινό αγώνα για το γκρέμισμα της οθωμανικής κυριαρχίας και στη δημιουργία μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας».
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Εννοείται ότι, στην ελληνική επανάσταση πήραν μέρος και οι φιλέλληνες, οι οποίοι είχαν ιδεολογικά κίνητρα για τη συμμετοχή τους αυτή. Ωστόσο, η επανάσταση είναι των ελλήνων και η δράση των προοδευτικών στοιχείων όλων των λαών στο πλευρό τους είναι επικουρική. Οπωσδήποτε δε είναι πρόωρο ιστορικά να μιλά κανείς για διεθνισμό, σε μια εποχή κατά την οποία ακόμη συγκροτούνται τα έθνη και υποστηρίζουν σθεναρά την ιδιοπροσωπεία τους.
Για να πάμε αμέσως παρακάτω, εκείνη η έρμη η εξέγερση στη Μολδοβλαχία πόσο κράτησε; Πόσους (ποσοστιαία και αριθμητικά) ντόπιους ή γειτονικούς πληθυσμούς συμπαρέσυρε; Πόση διάρκεια είχε η εξέγερση των λαών που αναφέρει η επιστολή; Τελικά, δηλαδή, κατά το συντάκτη της, η επανάσταση ήταν παμβαλκανική – κεντροευρωπαϊκή και όχι ελληνική; Και γιατί τα αντίστοιχα έθνη – κράτη συγκροτήθηκαν τόσο αργότερα από το ελληνικό;
Σε καμμία περίπτωση, δεν υποτιμώνται και δεν επιτιμώνται οι αναφερόμενοι λαοί, επειδή δεν πραγμάτωσαν τη δεδομένη ιστορική στιγμή τη δική τους εθνική χειραφέτηση. Στον ελληνικό κόσμο όμως συντελέστηκαν εκείνες οι κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες που οδήγησαν στη διαμόρφωση αστικής τάξης και στη συνακόλουθη διατύπωση του αιτήματος για την εθνική απελευθέρωση. [4] Γι` αυτό, εξ άλλου, και το παμβαλκανικό όραμα του Ρήγα, μ` όλη την τεράστια σημασία του και τον προοδευτικό, πέρα ακόμη και από την ίδια την εποχή του, χαρακτήρα του, έμεινε κενό γράμμα και παρασύρθηκε, μαζί με τον – προδομένο από τους αυστριακούς και εκτελεσμένο από τους τούρκους εμπνευστή του – από τα νερά του Δούναβη…
Ως προς τη γλώσσα που μιλούσαν τα πληρώματα του Μιαούλη, είναι όντως γνωστό ότι δεν μιλούσαν ελληνικά αλλά αρβανίτικα. Αρβανίτικα επίσης μιλούσαν, κοντά έναν αιώνα αργότερα, τα πληρώματα που χρησιμοποιούσε ο – επίσης υδραίος – ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, στη ναυαρχίδα του «Αβέρωφ», στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Είναι μάλιστα γνωστό ότι το παράγγελμα «Πυρ!», δινόταν από τον Κουντουριώτη στα αρβανίτικα: «Βρας!» (υπάρχει και ομότιτλο ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου). Ωστόσο, η γλώσσα, αν και ισχυρό, δεν είναι το απόλυτο κριτήριο για την ένταξη σε ένα έθνος: οι εμποροκαπεταναίοι της Ύδρας, πρωτοπόροι στη συγκρότηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στον ελλαδικό χώρο, υπήρξαν αντίστοιχα πρωτοπόροι και ως προς τη συγκρότηση εθνικής συνείδησης. Ο Ανδρέας Βώκος – Μιαούλης, που όντως μίλαγε αρβανίτικα, ονόμαζε τη ναυαρχίδα του στα χρόνια της επανάστασης «Θεμιστοκλής».
Το αριστούργημα της επιστολής είναι η αποστροφή ότι «οι επαναστάτες δεν χώριζαν το λαό σε έλληνες και ξένους» – όλα αυτά σε εποχή, επαναλαμβάνω, συγκρότησης των εθνών! Ο συντάκτης μεταφέρει αυτούσια την – ορθή – θέση για το σήμερα, ότι οι μετανάστες αποτελούν τμήμα της ελληνικής εργατικής τάξης στην ιστορική πραγματικότητα των αρχών του 19ου αιώνα. Σε αυτό το σημείο, το πόνημα αρχίζει να αποκτά λογική … Ρεπούση και «συνωστισμού». Και συνεχίζει ακάθεκτος ο συντάκτης:
«Η επανάσταση του 1821 δεν ήταν θρησκευτικός πόλεμος, ξεσηκωμός των Χριστιανών κατά των Μωαμεθανών.
Ήρθαν στιγμές που Έλληνες και Τούρκοι πολέμησαν μαζί, εναντίον των Βενετών, των Ισπανών και του Πάπα (και αντίστροφα), προτιμώντας οι Ελληνες ραγιάδες την τουρκική από τη δυτικοευρωπαϊκή φεουδαρχία, αφού η τελευταία υπήρξε κατά πολύ σκληρότερη της τουρκικής».
Μακριά από μένα κάθε θρησκευτικός και εκκλησιαστικός μύθος με τον οποίο η επίσημη, αστική ιστοριογραφία έχει περιβάλει το `21. Εννοείται (και είναι κοινός τόπος για τους ιστορικούς) ότι «Κρυφό Σχολειό δεν υπήρχε∙ είναι επίσης κοινός τόπος – και δεν θα αντιδικήσουμε εδώ με την επιστολή – ότι ο ανώτατος κλήρος δεν ήθελε την επανάσταση, ως βασικό συστατικό στοιχείο της οθωμανικής διοίκησης. Ωστόσο, αντικειμενικά, ως στοιχείο του εποικοδομήματος, της κοινής συνείδησης, η θρησκεία και το δόγμα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση του ελληνικού έθνους. Πρώτα – πρώτα, γιατί το Πατριαρχείο (που απέκτησε για πρώτη φορά πολιτική ισχύ επί οθωμανικής κυριαρχίας) υπήρξε ο συνεκτικός κρίκος για τους ελληνόγλωσσους ορθόδοξους της αυτοκρατορίας: αλλά επίσης και γιατί η ιδιότητα του χριστιανού διαφοροποιούσε τους υπόδουλους από την εθνότητα που ασκούσε τη διοίκηση και που είχε μουσουλμανικό θρήσκευμα, ενώ το ίδιο συνέβαινε με το δόγμα στις λατινοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου.
Ως προς τον κοινό πόλεμο ελλήνων και τούρκων ενάντια στους δυτικούς κυριάρχους (και δεν μπορώ να μη σχολιάσω το «αντίστροφα»: τι ακριβώς εννοεί; Με … αντίστροφη σειρά;), υπάρχει μια ορθή διατύπωση: η σκληρότητα της δυτικοευρωπαϊκού τύπου φεουδαρχίας. Από εκεί και πέρα όμως, αρχίζει η τρικυμία εν κρανίω: συμμαχία με συνειδητά, ακόμη και ταξικά – επαναστατικά χαρακτηριστικά, όπως αυτά που υπαινίσσεται το κείμενο, μεταξύ ελλήνων και τούρκων εναντίον των δυτικών δυνάμεων δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξαν ιστορικά τέτοιου είδους «συμμαχίες» κατά τους πρώιμους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης, ήταν όμως αμφίπλευρες και, οπωσδήποτε, δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη η εθνική συνείδηση. Αναφέρω, για παράδειγμα, τη «συμμαχία» του αγροτικού στοιχείου της Κρήτης με τους οθωμανούς, κατά τη διάρκεια των τουρκοβενετικών πολέμων, την ίδια περίοδο κατά την οποία οι αστοί (και, προφανώς, η αριστοκρατία) ήταν στο πλευρό των βενετών. Από την άλλη όμως πλευρά, ελληνικά πληρώματα πολέμησαν στο πλευρό του χριστιανικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου κατά των Οθωμανών (1571). Αυτού του είδους οι συμπράξεις (τουλάχιστον χριστιανών – τούρκων) φαίνεται να σταματούν με την άλωση του Χάνδακα (1669).
Τι τμήμα της επιστολής που σχολίασα παραπάνω γράφτηκε με πρόσχημα να εξυπηρετήσει τη διαπάλη με τον αστικό εθνικισμό, ωστόσο ρέπει επικίνδυνα προς την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, δηλαδή τον κοσμοπολιτισμό. Η πραγματική αιτία είναι, θαρρώ, η αλλεργία που αισθάνεται ο πυρήνας της καθοδήγησης του ΚΚΕ που ασχολείται με ζητήματα ιστορίας και ιδεολογίας, μπροστά στον όρο «έθνος». Ας μην ξαναπούμε τα αυτονόητα: ο μαρξιστικός ορισμός του έθνους, διατυπωμένος από το Στάλιν βρίσκεται πάντα σε ισχύ. Και, οπωσδήποτε, η ιστορική κατηγορία «έθνος», δεν καταργείται βουλησιαρχικά, επειδή η ύπαρξή του θεωρείται βάση για την ανάπτυξη του εθνικισμού, πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για το 19ο αιώνα, αιώνα ακριβώς των εθνικών χειραφετήσεων.
Η επιστολή κλείνει με τις αναμενόμενες προτροπές, με τις οποίες δεν θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει. Κάπου εκεί, προς το τέλος, ο συντάκτης της «θυμάται» να κάνει μνεία της «Ιεράς Συμμαχίας», μνημονεύοντάς την ως εκφραστή της τότε αντίδρασης. Το κύριο, δηλαδή η δυνατότητα ενός λαού να σπάσει ένα παγιωμένο, αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, υποβαθμίζεται, ενώ αποσιωπάται ολωσδιόλου ο ρόλος των δανείων. Η τοποθέτηση της συγκεκριμένης περί Ιεράς Συμμαχίας αποστροφής προς το τέλος του – μακροσκελέστατου – κειμένου, θαρρώ ότι σε ένα μαθητή (στον οποίο υποτίθεται ότι απευθύνεται) δεν λειτουργεί ως κατακλείδα, αλλά ακριβώς δηλώνει αυτή την υποβάθμιση.
Συμπερασματικά: η κάκιστη γραφή, το ανακάτεμα ιστορικών αληθειών με μη αφομοιωμένες ιστορικές πληροφορίες, αλλά, πάνω απ` όλα, η πλήρης υποταγή του κειμένου στα τελευταίας κοπής ιδεολογήματα της καθοδήγησης του ΚΚΕ, καθιστά το κείμενο αυτό αρνητική προσφορά στην ελληνική νεολαία. Δεν πρόκειται για ένα μαρξιστικό κείμενο, αλλά για ένα ιδιόρρυθμο υβρίδιο ρεπούσειας λογικής και αγοραίας αμπελοφιλοσοφίας. Το ίδιο το κείμενο τελειώνει με τη θρυλική στροφή από τον «Ύμνο του ΕΛΑΣ»:
«Με χίλια ονόματα μια χάρη – ακρίτας είτε αρματολός
Αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι – πάντα είν` ο ίδιος ο λαός».
Ο γράφων πιστεύει βαθειά στο νόημα αυτών των στίχων. Οι συντάκτες της επιστολής;
Παραπομπές
[1] Επίσης, για κάθε «καλοπροαίρετο» θέλω να τονίσω ότι, σε κάθε περίπτωση, η κριτική που γίνεται στο εν λόγω κείμενο εναντιώνεται επίσης στην κριτική που αυτό δέχτηκε από ακροδεξιούς – εθνικιστικούς κύκλους που, πάγια, και σε πείσμα της ιστορικής πραγματικότητας, αναπαράγουν και υπερασπίζονται μύθους όπως το «Κρυφό Σχολειό», το «λάβαρο της Αγίας Λαύρας» κλπ. Αυτό γιατί, δυστυχώς, και στην άτυπη και στην ανοιχτή, επίσημη πολιτική διαπάλη, η καθοδήγηση του ΚΚΕ συνηθίζει τελευταία να κάνει όχι αντιπαράθεση με επιχειρήματα, αλλά δίκη προθέσεων.
[2] Η Μάνη ήταν ημιαυτόνομη περιοχή, οι άρχοντες της οποίας (ντόπιοι) έφεραν τον οθωμανικό τίτλο του μπέη. Στην άνυδρη και άγονη Μάνη, οι δυνατότητες για άσκηση οποιασδήποτε δημιουργικής οικονομικής δραστηριότητας ήταν εξαιρετικά περιορισμένες και έτσι οι μεγάλες οικογένειες που ηγεμόνευαν στην περιοχή ακολουθούσαν εξω – οικονομικές μεθόδους συσσώρευσης, με πρώτη και καλύτερη την πειρατεία. Οι μανιάτες ήταν ναυαγιστές, προκαλούσαν δηλαδή ναυάγια για να ληστεύουν τους επιβάτες των πλοίων.
Ειδικώς η οικογένεια Μαυρομιχάλη ανήκει στην πιο συντηρητική πτέρυγα των επαναστατών και έμεινε στην ιστορία, μεταξύ άλλων, για την οξεία αντιπαράθεσή της με τον Ιωάννη Καποδίστρια, που οδήγησε στη δολοφονία του κυβερνήτη. Η αντιπαράθεση αυτή ήταν απόδειξη της τάσης των παλιών τοπαρχών να διατηρήσουν τα προνόμια που είχαν επί οθωμανικής κυριαρχίας.
[3] Ταυτόχρονα όμως, αυτή η κοινωνική μερίδα είναι και η πιο καταρτισμένη πολιτικά. Η συμβολή του – κατά τα άλλα μηχανορράφου και πιστά αγγλόφιλου – Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στη συγκρότηση των συνταγμάτων της επανάστασης – εξαιρετικά ριζοσπαστικών για τα δεδομένα της εποχής – είναι εκ των ων ουκ άνευ.
[4] Παραπέμπω σε παλιότερο άρθρο μου στον «Εργατικό Αγώνα», με τίτλο «Η ελληνικότητα ως εξέγερση», όπου αναφέρω αναλυτικά τους παράγοντες που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους.
ΠΗΓΗ: Παρασκευή, 29 Μάρτιος 2013, Εργατικός Αγώνας