"Ευριπίδης Γαραντούδης, Ονειρεύτηκα τη Genova"

Αλήθειες του μύθου*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Σ' έναν στίβο ιδιαίτερων απαιτήσεων η «προθέρμανση» προσημαίνει τα επόμενα αγωνίσματα: το επίπονο «δέκαθλο», το κοπιώδες «έπταθλο». Η δικαίωση του αγώνα συνεπάγεται τον «γύρο του θριάμβου». Η άθληση συντελείται στην ποιητική συλλογή «Ονειρεύτηκα τη Genova» του Ευριπίδη Γαραντούδη. Μυημένος στη «μυστική άθληση» του Σικελιανού – και άλλων ρομαντικών ποιητών – στον λυρισμό, ο Γαραντούδης τον αξιοποιεί σαν δομικό υλικό των ποιημάτων του, επιχειρώντας να ανακαλέσει ένα αγνό, απλούστερο ερωτικό παρελθόν, που εδρεύει «στ' ακρογιάλι του πρώτου πνιγμού». Για τον πνιγμό στο ακρογιάλι δεν ευθύνεται όμως η θάλασσα, παρά η «σφιχτή θηλιά της αγάπης»



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 363, 16/3/2013.

Έρωτας κι ανάμνηση διατρέχουν τη συλλογή του Γαραντούδη, όντας βασικά της συστατικά. Ό,τι ωστόσο διεκδικείται, κρίνεται υποδόρια κι αμφισβητείται μέσω ανύποπτων αναφορών που δυναμιτίζουν τη διεκδίκηση. Ο αρχέγονος ερωτισμός είναι φορέας αθωότητας, μα συνάμα μωρίας, που οδηγεί στην κρεμάλα. Η συναίσθηση του γεγονότος από το ποιητικό υποκείμενο υπονομεύει την αρχική στόχευση, εφόσον η αξία της δεν είναι αδιαμφισβήτητη. Εδώ εισάγεται η ειρωνεία του Γαραντούδη, με τη βοήθεια της οποίας ο ποιητής μεταθέτει το θέμα του στο επίπεδο της λογοτεχνικής συγγραφής, μετατρέποντας συχνά τα ποιήματά του σε ποιήματα ποιητικής. Το «έπταθλο», άλλωστε, δεν τιτλοφορείται επιπροσθέτως τυχαία «Μ»· το μι, τελευταίο γράμμα του πληκτρολογίου, δίνει παράλληλα και το έναυσμα για μια νέα αρχή, κυρίως για την ποιητική δημιουργία.

Πραγματευόμενος τον έρωτα, ο Γαραντούδης κινείται διαρκώς μεταξύ της υπονόμευσης και της καινούριας αρχής. «Τι κι αν τα κέρδιζα όλα τα αγωνίσματα· το έπαθλό μου θα 'ταν να γίνω τρόπαιό σου. Αυτό κι αν θα 'ταν νίκη: ο γύρος του θριάμβου μας.» σχολιάζει το ποιητικό υποκείμενο, αποθεώνοντας μία ερωτική αντίληψη που σέβεται τον ερωτικό σύντροφο, χωρίς να τον υποδουλώνει· αντιθέτως, προτάσσει το δόσιμο που σηματοδοτεί την κοινή νίκη του ζευγαριού. Οι συνθήκες μιας ερωτικής άνθησης φαντάζουν ιδανικές. Δίπλα εκεί, ωστόσο, καραδοκεί και το ερωτικό ναυάγιο, «προσδοκώντας τη συγκατάνευση μιας άλλης».

Η ματαίωση της ερωτικής προσδοκίας αποτυπώνεται στην αδυναμία μετάδοσης του μηνύματος. Το ερωτικό ναυάγιο ξεβράζεται χωρίς πιθανότητα αποκατάστασης της πλευστότητάς του, χωρίς προοπτική επανασύνδεσης, καθώς το ποίημα-συγχώρεση, η «καλή ωδή», μπλέκεται και χάνεται στα «καλώδια» του ηλεκτρονικού υπολογιστή, δίχως να αποσταλεί. Στο μεταιχμιακό τούτο σημείο φαίνεται πως ο απτός έρωτας παραχωρεί τη θέση του σε μια θεωρητική πραγμάτευση, πραγματεία σωστή της ερωτικής ποίησης. Αν ο έρωτας μετριόταν στο άλμα εις ύψος, εκεί ψηλά που κάποτε φωσφόριζαν τ' αστέρια, τώρα περιορίζεται στο αδιέξοδο ύψος της περικλειόμενης οδύνης από τους καρυωτακικούς γύψους στο ταβάνι.

Η συνομιλία του Γαραντούδη με τους ποιητικούς προγόνους, κυρίως του ρομαντικού ρεύματος, τείνει να επανιδρύσει τον διασαλευμένο ερωτισμό. Με σκηνικά αναγόμενα σε κινηματογραφικά πλάνα, φευγαλέα στιγμιότυπα ταινίας, η σκηνοθεσία του Γαραντούδη επιστρατεύει τη νύχτα, τα νερά, την εραλδική πανσέληνο, τα σολωμικά μάγια, τα πλούσια εκφραστικά μέσα, το μέτρο και τον ρυθμό, που εισάγονται διακριτικά ακόμη κι όταν ο στίχος προσποιείται τον ελεύθερο, ενώ είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος: «Κι έρχεται η άλως της αυγής με τις θερμές της στάλες.» Κι εκεί που ο ποιητής αναπολεί το παλαμικό «λιβάδι με τα σπάρτα», έρχεται ξανά να ανατρέψει, να υπονομεύσει, επιστρατεύοντας την ειρωνεία.

Ο Ανδρέας Λασκαρίκος, πλαστός επίγονος του σατιρικού Ανδρέα Λασκαράτου και ποιητικό προσωπείο του Γαραντούδη, μετατρέπεται στην ιδανική αφορμή προς μια εκρηκτική ειρωνική χρήση της γλώσσας, όταν σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα («Sony και Word») εντάσσονται στην παραδοσιακή στιχουργική δομή ενός σονέτου, με την παράλληλη επιστράτευση των πιο απίθανων ομοιοκαταληξιών, με έμπνευση, έκπληξη και χιούμορ, όπως στο δίστιχο «Το πληκτρολόγιο να το ακούω σαν μελωδία/ […] Sony και Word να μου συνέθεταν μια ωδή, α!». Η κινητικότητα του Γαραντούδη από τον στίβο της αληθινής ζωής στην ποιητική θεωρία δεν μένει ασχολίαστη από τον ίδιο: «πολλές φορές αισθάνθηκα κι αισθάνομαι ως έσχατη ταπείνωση να κάνεις τη ζωή κάτι σαν ποίημα». Το βίωμα της ταπείνωσης, ωστόσο, γίνεται αντικείμενο εξομολόγησης περισσότερο με την έννοια μιας διαρκούς αμφιταλάντευσης μεταξύ των διανοιγόμενων οδών του βίου, παρά ως οριστικό κι αμετάκλητο συμπέρασμα. Άλλωστε στην παρούσα συλλογή η ζωή σαρκώνεται σε ποίημα χωρίς να ξεπέφτει στην ταπείνωση· κάθε άλλο μάλιστα.

Η παράλληλη αντιμετώπιση της ζωής, του έρωτα και της ποίησης πότε με σοβαρότητα και πότε με ειρωνεία ίσως είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή επισφαλή αμφιταλάντευση μεταξύ των διανοιγόμενων επιλογών. Τα συγκρουόμενα στοιχεία γοητεύουν διαρκώς τον Γαραντούδη. Η γοητεία μάλιστα φαίνεται πως απορρέει από τη σημαίνουσα λειτουργικότητα και των δύο σκελών των αντιτιθέμενων ζευγών. Με φιλοσοφικό στοχασμό που ανακαλεί τον Σωκράτη, ο Γαραντούδης αποδίδει τη γνώση στην άγνοια, στην αποχώρηση της ψευδούς παντογνωσίας («Γνώριζες τα πάντα/ Ο καρπός της άγνοιας»)· το φως στην τυφλότητα ενός Οιδίποδα, που μόνο τυφλός αποκτά συναίσθηση των πραγμάτων («Πρέπει να νιώσεις τυφλός/ για να ξαναδείς το φως»)· την αφυπνισμένη αθωότητα στον βαθύ ύπνο, που επιτρέπει την αποκόλληση από κάθε δύσπιστη υποψία («Να κοιμηθείς βαθιά/ Μέχρι να ξυπνήσεις βρέφος»). Έτσι επέρχεται απολύτως φυσιολογικά η τοποθέτηση «Ό,τι έζησες παρόν/ Ό,τι ζεις ανάμνηση», σε ένα συγκλονιστικό δίστιχο που στεγάζει – θαρρείς – το σύνολο της συλλογής, συγκερνώντας το παρόν και το παρελθόν, σκιαγραφώντας ένα παρόν που σκιάζεται από το παρελθόν, κι αδυνατεί να το προσπεράσει αυτονομούμενο.

Η επισφάλεια των συγκεκριμένων απαντήσεων αναδεικνύει την αξία της διαδικασίας. Η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη δεν είναι εντέλει σωτηρία· είναι τελμάτωση, αδράνεια, άπνοια, ασφυξία, «ο σίγουρος πνιγμός της σωτηρίας», επιβεβαιώνει ο Γαραντούδης τον Καβάφη. Γι' αυτό ίσως το ποιητικό υποκείμενο και να περιδιαβαίνει διαρκώς από τόπο σε τόπο: Βαρκελώνη (λούνα παρκ «Tibidabo»), Ρώμη, Σάμος, Μυκάλη, Κύμη, Ρέθυμνο, Κύθηρα, Αίγινα, «Genova». Τα «λάφυρα» βρίσκονται μόνο στην περιπλάνηση, και δη την ερωτική, κι ας ευθύνεται αυτή για την απουσία της ταυτότητας του «Κανένα», δηλαδή του ακαταστάλακτου ανθρώπου. Ο Γαραντούδης, περιγράφοντας καταστάσεις-«μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», επιμένει ουσιαστικά στη φιλοσοφική του προσέγγιση της αδυναμίας προς υιοθέτηση μίας και μόνης απάντησης στα ανακύπτοντα διλήμματα του βίου.

Η φιλοσοφική διάθεση επιτείνεται από τη δραστική χρησιμοποίηση του μύθου. Ο ομηρικός «Κανένας» σπεύδει να συναντηθεί με τη σύγχρονη λαϊκή παράδοση, με «το κουκί και το ρεβίθι», με το παραμύθι του λύκου και της Κοκκινοσκουφίτσας, όπου ο «έρως-έρις» περιγράφει την αιώνια αναμέτρηση του αρσενικού με το θηλυκό, κι όπου το θηλυκό έχει για τη γούνα του αρσενικού «πλήθος τα ράμματα», σ' έναν εξαίσιο περιπαικτικό παραλληλισμό, με τον οποίο δεν αποδίδονται απλώς οι αιτιάσεις του θηλυκού σε βάρος του «λύκου», παρά αξιοποιείται και το σκηνικό του παραμυθιού, που θέλει την Κοκκινοσκουφίτσα να γεμίζει με πέτρες την κοιλιά του λύκου και να του «ράβει τη γούνα», σε μια ακόμη γυναικεία νίκη. Το μετάλλιο από το ερωτικό αγώνισμα του επτάθλου απονέμεται.

Η ερωτική ήττα, σηματοδοτώντας έναν ληγμένο έρωτα, μελαγχολώντας με τη μαγεία που έπαψε να αχνοφέγγει, εξωθεί στην αναζήτηση άλλης παρηγοριάς. Η ανάκληση των αναμνήσεων, της παρελθούσας παιδικότητας, αποπνέει την ιδιότυπή της ζεστασιά, είτε αυτή στέκει κοντύτερα στην κυριολεξία, με τα κάρβουνα στο μαγκάλι, είτε ζεσταίνει μεταφορικά, με τη νοσταλγία μιας αλλοτινής μπουγάδας, απλωμένης στο «ταρατσάκι», με τα «ξύλινα μανταλάκια». Οι χάντρες της μνήμης επιστρατεύονται για να συνθέσουν ένα σχηματικό ποίημα, με στίχους που περιστρέφονται σε σχηματισμό κομπολογιού, επαναλαμβάνοντας με τις λέξεις-χάντρες τους θεματικά μοτίβα, κι αποτυπώνουν την τραυματική απώλεια και την αδυναμία επιστροφής, καθώς οι φίλοι εγκατοικούν πλέον στην «άλλη ζωή/ […] Σε μια σχεδία με Αργοναύτες/ στα σύννεφα». Και, προς ψυχική αποφόρτιση ενίοτε, η ζωή περιφέρει τον κύκλο της από τη μήτρα της μάνας στον κουρασμένο εφημερεύοντα γιατρό, από το παιδικό παιχνίδι της κρεμάλας στα πρόθυρα της «ανάληψης», με το ειρωνικό προσκλητήριο προς επιλογή «εφημερεύοντα» ή «εφημερίου»!

Η κατάδυση του Γαραντούδη στις αναμνήσεις, στην «ψαμμώδη» παραλία της παιδικότητας, λυτρώνει, αλλά όχι οριστικά. Ο μύθος λειτουργεί κι αυτός διττά, σαν παρηγοριά και σαν διάψευση. Κάπου εκεί, στην «ψαμμώδη ακτή» της νοσταλγίας, μα και της λογοτεχνίας, ο μύθος μεταστοιχειώνεται σε «ψάμμυθο», σχολιάζοντας τα «ψέματα της άμμου», τη συνολική διάψευση. Μα η επίγνωση της διάψευσης συνιστά την αποτελεσματικότερη ανάδειξη της αλήθειας. Επιπλέον, ο Γαραντούδης «επί της ψαμμώδους ακτής» δεν χτίζει μόνο τα εύθραυστα φιλοσοφικά του παλάτια, με τα αναπάντητα διλήμματα, παρά επιμένει να συνομιλεί με τους λογοτεχνικούς προγόνους: με την επίκληση στον «Θάνο Βλέκα» του Παύλου Καλλιγά υπογραμμίζει το πέρασμα απ' τον αιθεροβάμονα ρομαντισμό στη ρεαλιστικότερη ηθογραφία. Γι' αυτό και η ποίηση, σε μια προσωποποίησή της με «Λυρική κόρη», μοιάζει να θανατώνεται από την ίδια της τη μάνα, τη «μητέρα Φύση».

Τι καλύπτει, λοιπόν, το κενό που αφήνει πίσω της η «Λυρική κόρη»; Ο Γαραντούδης, με τα τρία επιλογικά του «ιντερμέδια», καταθέτει την πρόταση της συνέχειας: η στροφή στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική θεματολογία, με το ποίημα που αφορμάται από τη θανάτωση του έφηβου Αλέξη Γρηγορόπουλου, και το αμέσως επόμενο με τις τεκταινόμενες διαπλοκές από τον χώρο της πανεπιστημιακής κοινότητας, αξιοποιεί τον ποιητικό τρόπο κυρίως του Καβάφη, με παράλληλες αναφορές στην παράδοση του Σεφέρη ή του Γέιτς. Το επιλογικό «(συνεχίζεται)» του Γαραντούδη είναι αρκούντως διαφωτιστικό ως προς το γιατί ο ποιητής επιλέγει στο τέλος της παρούσας συλλογής να μη μιλά για «επίλογο» αλλά για «ιντερμέδια». Η υπόσχεση για τη συνέχιση της ποιητικής πραγμάτευσης κατατίθεται ανοιχτά. Το όνειρο της «Genova» απέδωσε τους καρπούς του: ο «εραλδικός» ρομαντισμός συνάντησε τους μεταφυσικούς προβληματισμούς της αναγεννησιακής τέχνης, σε μια κατεξοχήν αναγεννησιακή πόλη. Πλάι όμως στο ιστορικό της υπόβαθρο βρίσκονται και τα σύγχρονα καφέ, το «γωνιακό μπαρ», με το «άρωμα ενός παρηγορητικού cappuccino» και τη «γεύση δυο απολαυστικών panini». Η ζωή, συνεπώς, συνεχίζεται, μαζί της και η ποίηση. Η υπόσχεση του Γαραντούδη αφήνει τους λογαριασμούς τής παρούσας του συλλογής οπωσδήποτε ανοιχτούς.

Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ονειρεύτηκα τη Genova», εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2011, σελ. 96.


 

 

7. 7 × 7

 

Έβδομο. Μου έγραψες: «Το γέλιο σου ομορ-

φαίνει τη μέρα.» Τι κι αν χάθηκαν τα νησιά;

Δροσεροί βγαίνουμε στην ακτή του κρεβατιού

σου. Μας καλωσορίζουν οι ίσκιοι.

 

Κρυφή φωτογραφία με θαμπά χρώματα

που κείται κάπου στη δεκαετία του εβδομήντα.

Μικρό κορίτσι που αγκαλιάζει ένα αρνί

γελά στον χρόνο που κοιτάζει σαστισμένος.

Τον χρόνο που επινόησα τριάντα χρόνια μετά

να σε κοιτώ να μου γελάς παντοτινά γυναίκα.

Παγώνουν τα χαμόγελα; Ψυχραίνουν οι ψυχές;

 

Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ.

 

1. ΚΟΥΤΣΟ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

 

Ανοίξτε τα παράθυρα και πιάστε τη μολπή,

η Άνοιξη επελαύνει τροπαιοφόρα,

κι αν μας γαμεί, αδέλφια, μας γαμεί,

ολούθε, και παντάνασσα και εωσφόρα.

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΙΚΟΣ

 

«Πυρ πυρός ή Το γλεντοκόπι των Πριάπων»

 

Το πληκτρολόγιο να το ακούω σαν μελωδία

απ' τα γλυκά χέρια της μούσας μου παιγμένη.

Sony και Word να μου συνέθεταν μια ωδή, α!

για να λαμπρύνει ό,τι από μένα θ' απομένει.

 

Η αρχή το Μι, τέλος το Χι, το Ψι, τ' Ωμέγα,

πλήκτρα ποιήματα όσα τ' άστρα τ' ουρανού μου.

Του χοντρού Γιώργου, του Κωστή, του Ανδρέα του μέγα

Να τους ξοφλήσω για ν' ανέλθω στου κενού μου

 

τον αιθέρα, στης αραιότητας τη χτίση.

Μα τώρα, εδώ κι αν έφτασα, θολά τα βλέπω.

Σ' αυτό το ερημητήριο λίγων ξένων λέξεων

 

μπλεγμένων σε κουτσά σονέτα, μ' έμπνευση ίση

όσο για να τα σχίσω νέτα-σκέτα, δρέπω

τις πικρές δάφνες των σχολαστικών μου ορέξεων.

 

ΤΟ ΚΟΥΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΒΙΘΙ

 

(απονομή μεταλλίου)

 

Ο λύκος είμαι κι είσ' η Κοκκινοσκουφίτσα.

Το βλέμμα σου με καθρεφτίζει νέο κι ωραίο.

Μα ο χρόνος μ' έχει μεταμφιέσει σε νυφίτσα

που χώνεται σιγά σιγά μες στο μοιραίο

 

της ηλικίας βάραθρο, στου σώματός μου

το έλος. Είν' αργά για να ενωθούν οι πόλοι μας,

αργά ο φανός να ξανανάψει του αίματός μου.

Δεν είν', μικρή μου, ανταλλάξιμοι πια οι ρόλοι μας.

 

Τώρα, κάνε να πάψει τούτος ο έρως-έρις.

Πώς να ριχτώ στη σκληρή μάχη των σωμάτων;

Κι αν έμενα άγρυπνος και σώος ως τα χαράματα,

 

θα έκαιγα λέξεις στο βωμό των ασωμάτων

ποιημάτων. Άλλο ουδέν. Στο τέλος, πια το ξέρεις

πως θα 'χεις για τη γούνα μου πλήθος τα ράμματα.

 

Σκορπισμένες χάντρες

κομμένου κομπολογιού

 

Όπως

        Τότε

              Ποτέ

                     Ξανά

 

                     Ξανά

              Όπως

        Τότε

Ποτέ

 

Ποτέ

       Ξανά

             Όπως

                     Τότε

 

Τα κουρσούμια στις τσέπες

Το πλανητικό σου σύστημα

 

Μαζί σε στάσεις μάχης

κι οι μικροσκοπικοί στρατιώτες σου

 

Κι οι φίλοι απ' την άλλη ζωή

Ο Νίκος κι η Μαρία

 

Σε μια σχεδία με Αργοναύτες

στα σύννεφα

 

Ό,τι έζησες παρόν

Ό,τι ζεις ανάμνηση

 

Τα ψέματα της άμμου

Η Ψάμμυθος

 

Τα επελαύνοντα κύματα

επί της ψαμμώδους ακτής

 

Χνάρια στην παραλία

που τα σβήνει το νερό

 

Πώς σβήνει ο φλοίσβος

 

Θυμάσαι

Το ανατρίχιασμα

των σπιλιάδων στο πέλαγος

στα Κύθηρα στην Αίγινα

στην κοιλιά στις λαγόνες της

 

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ

 

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

 

«Με τον τρόπο του Γ.Σ.»

 

Εις μνήμην…

 

Σαν σκότωσαν οι Πραίτορες το αγένειο παιδί

– οι άφρονες γονείς του πώς δεν του 'παν

του προκομμένου τους, γόνου της καλής τάξεως,

να μη γυρνά σε λάθος τόπο λάθος ώρα;-

ο περισπούδαστος Παυλίστωρ, τρανός μας υπουργός

– της εξουσίας μας δόξα, αίμα των Καραμανλιδών –

αμέσως απεφάνθη, με τη δεινή του ευφράδεια,

σ' αυτούς που του ζητούσαν ένα σχόλιο:

«Μεμονωμένο ήταν το περιστατικόν.»

Και πρόσθεσε κατόπιν, μειλίχιος όπως πάντα:

«Αν πάλι γίνει κάπως – κάτι βεβαίως που απεύχομαι –

τότε θα είναι δύο τυχαία γεγονότα.

Κι αν πάλι κάνει ο διάολος και επαναληφθεί

τότε θα κάμω λόγον διά σπάνια συμβάντα.

Κι αν ολωσδιόλου τρελαθούν οι Πραίτορες –

άνθρωποι είμεθα δα! –

κι έχουν πυροβολήσει κοντά καμιά δεκάδα,

φρονώ πως θα μου γεννηθεί έντονη ανησυχία.»

Σοφό, όπως συνήθως, το σχόλιό του κρίναμε.

Εξαίφνης λίγες μέρες κατόπιν σ' όνειρό του

ο περισπούδαστος Παυλίστωρ είδε

της Ιστορίας τον άγγελο με πύρινη ρομφαία

να περιτριγυρίζει στις έρημες οδούς

και να φωτίζει άγριος την παγωμένη νύχτα.

Βαθέως ανησύχησε τον υπουργό το πράγμα·

τι άραγε να σήμαινεν ο πυροφόρος άγγελος;

Ασφαλώς άσχετα είναι τα δύο γεγονότα:

Το σκοτεινό το ενύπνιο και του νεαρού το ατύχημα.

Ωστόσο προσπαθούμε – και θα εξακολουθήσουμε,

Ύστερα απ' τις δικές του, τις αυστηρές συστάσεις –

κάποια ερμηνεία να δώσουμε στο όνειρο εκείνο.

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.