ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ:
Η Fed θυμίζει ένα επενδυτικό κεφάλαιο μεγάλου ρίσκου, ένα hedge fund δηλαδή με «χαρτοπαίκτες» διαχειριστές, παρά μία κεντρική τράπεζα – ενώ οι πολίτες της υπερδύναμης χρησιμοποιούνται σαν πειραματόζωα, με την ανοχή της κυβέρνησης τους
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
"Η σχέση ιδίων προς ξένα κεφάλαια της Fed είναι περίπου 1:50 – μία εξαιρετικά επικίνδυνη αναλογία για οποιαδήποτε τράπεζα του πλανήτη, αφού σε κάθε δικό της δολάριο αντιστοιχούν πενήντα ξένα, δανεικά ουσιαστικά. Η καθαρή θέση της στις αρχές του 2011, αυτό που θα απέμενε δηλαδή εάν αφαιρούσε κανείς τις υποχρεώσεις από τα περιουσιακά της στοιχεία, με την αξία που η ίδια τα αποτιμά αυθαίρετα, ήταν μόλις 60 δις $ – έναντι συνολικού ισολογισμού 3 τρις $ (60 δις $ : 3 τρις $ = 1:50).
Αυτό σημαίνει ότι, εάν τα περιουσιακά στοιχεία της Fed, τα οποία αποτελούνται κυρίως από ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, έχαναν μόλις το 2% της αξίας τους, άρα 60 δις $, τότε το κεφάλαιο της θα μηδενιζόταν. Επομένως, η κεντρική τράπεζα της υπερδύναμης, η οποία είναι 100% ιδιωτική και όχι κρατική, με μετόχους τις μεγαλύτερες τράπεζες των Η.Π.Α., θα χρεοκοπούσε.
Η μείωση τώρα των περιουσιακών της στοιχείων θα ήταν αναπόφευκτη, τη στιγμή που θα αναγκαζόταν να πουλήσει ομόλογα, για να μειώσει την ποσότητα χρήματος** – κάτι που αργά ή γρήγορα θα συμβεί, αφού κάποια στιγμή η Fed θα υποχρεωθεί να τελειώσει τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (QE 1, 2, 3), είτε από δική της πρωτοβουλία, είτε από το φόβο αντιποίνων εκ μέρους της Κίνας (όπως θα αναλύσουμε σε επόμενο κείμενο μας).
Εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε σήμερα, εάν δηλαδή η Fed σταματούσε να τροφοδοτεί συνεχώς με νέα χρήματα την αγορά (περί τα 85 δις $ μηνιαία), θα κατέρρεαν ξαφνικά πολλές αξίες – μεταξύ των οποίων οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις αρκετών εταιρειών, οι μετοχές των οποίων αυξάνονται, παρά την κακή πορεία της οικονομίας, καθώς επίσης οι τιμές των εμπορευμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, παρά το ότι η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α. μπορεί να αδιαφορεί για τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων, αφού δεν είναι υποχρεωμένη να τα αποτιμά στις τρέχουσες τιμές αγοράς, όταν θα πουλήσει υποχρεωτικά ομόλογα του δημοσίου, για να περιορίσει τη ρευστότητα στην αγορά, θα υποχρεωθεί να καταγράψει τα ακριβή, μειωμένα έσοδα στα βιβλία της – οπότε τις ζημίες και τη χρεοκοπία της, εάν δεν χρησιμοποιούσε τη «δημιουργική λογιστική»".
Ανάλυση
Ελάχιστοι ίσως άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει πως ο χρυσός, παρά το ότι χειραγωγείται τα μέγιστα από τις κεντρικές τράπεζες του πλανήτη (άρθρο μας), από τα 35 $ που κόστιζε η ουγγιά την εποχή που καταργήθηκε ο ομώνυμος κανόνας (1971), έχει πλησιάσει σήμερα τα 1.600 $ – κοστίζει δηλαδή πενήντα φορές περισσότερο, μέσα σε 40 περίπου χρόνια. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, η Fed δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να διατηρήσει σταθερές τις τιμές – κάτι που αποτελεί βασική υποχρέωση της.
Την ίδια στιγμή, τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (επεξήγηση στο τέλος του άρθρου μας «Το παράδοξο του Minsky»), έχουν προ πολλού εξελιχθεί σε μία βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια του συστήματος – αφού έχουν ξεπεράσει τα 600 τρις $ (Πίνακας Ι), έναντι 60 τρις $ συνολικού παγκόσμιου ΑΕΠ.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Μεγάλες τράπεζες (ορισμένες μέτοχοι της Fed) και έκθεση τους σε παράγωγα (2009)
Τράπεζες |
Παράγωγα (σε τρις $) |
Πάγια (σε τρις $) |
Παράγωγα/πάγια (%) |
|
|
|
|
JP Morgan |
79.941 |
1.663 |
4.807 |
Goldman Sachs |
40.772 |
119 |
34.262 |
Bank of America |
39.064 |
1.450 |
2.694 |
Citibank |
31.943 |
1.165 |
2.742 |
Wells Fargo |
5.111 |
1.100 |
465 |
HSBC |
3.152 |
158 |
1.995 |
Bank of NY Mellon |
1.271 |
162 |
785 |
Πηγή: Marketoracle uk. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σημείωση: Στο πρόσφατο stress test που διεξήγαγε η Fed, η Morgan Stanley είχε μόλις 5,7% ποσοστό ιδίων κεφαλαίων (tier one ratio), ενώ η JP Morgan 6,3% – με πιο επικίνδυνη την Goldman Sachs (5,8% και ρίσκο 20 δις $). Η κρατική πλειοψηφικά Ally Financial είχε δείκτη μόλις 1,5% – προφανώς «εξωφρενικοί» αριθμοί, με τους οποίους δεν θα μπορούσε να επιβιώσει καμία επιχείρηση της πραγματικής οικονομίας.
Οι υποσχέσεις λοιπόν ορισμένων οικονομολόγων, σύμφωνα με τις οποίες η κατάργηση του κανόνα του χρυσού θα φρόντιζε να υπάρχουν τα απαιτούμενα χρήματα για μία συνεχή ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς επίσης ότι τα ρίσκα θα διατηρούταν ελεγχόμενα, με τη βοήθεια των παραγώγων και τη σωστή χρήση τους (αντιστάθμισμα κινδύνων), εκ μέρους ικανών ανθρώπων, δεν φαίνεται να έχουν αντίκρισμα – κάτι που αποδείχθηκε με το χειρότερο δυνατό τρόπο, μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2008). Τελικά, το μοναδικό πράγμα που πετύχαμε, μετά την έξοδο μας από τον κανόνα του χρυσού, ήταν η υπερχρέωση του πλανήτη – κρατών, τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς επίσης ολόκληρης της οικονομίας, αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή, με τη βοήθεια μαζικών κρατικών παρεμβάσεων, μέσω των οποίων κοινωνικοποιήθηκαν οι ζημίες – με εγγυήσεις για τις τράπεζες, με κεφάλαια για την εξασφάλιση του διατραπεζικού δανεισμού, με τη μεγάλη αύξηση της ποσότητας χρήματος από όλες σχεδόν τις κεντρικές τράπεζες κοκ.
Εν τούτοις, δεν επιλύθηκαν πολλά άλλα προβλήματα, με κυριότερο την ανεργία – η οποία στην Ευρώπη έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια της ανοχής και αντοχής των πολιτών, ενώ στις Η.Π.Α., το 2011, ήταν αντίστοιχη με την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης (1930), εάν χρησιμοποιούσε κανείς σήμερα τις ίδιες μεθόδους μέτρησης με τότε.
Οι δύο βασικές υποχρεώσεις λοιπόν των κεντρικών τραπεζών (κυρίως της Fed, αφού η ΕΚΤ έχει αναλάβει μόνο τη νομισματική σταθερότητα), αλλά και των κυβερνήσεων, η διατήρηση των τιμών δηλαδή, καθώς επίσης η αύξηση της απασχόλησης, δεν έχουν εκπληρωθεί – γεγονός που θα μας οδηγήσει σε δύσβατα μονοπάτια στο μέλλον (μία από τις λύσεις του προβλήματος έχει αναπτυχθεί στο κείμενο μας «ΕΚΤ, η λύση των λύσεων»).
Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ Η.Π.Α.
Ήδη από το 2008 τα στελέχη της Fed συζητούσαν με μέλη του Κοινοβουλίου τις δυνατότητες έκδοσης ομολόγων εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας, δικών της ομολόγων δηλαδή, έτσι ώστε να μην χρεοκοπήσει – κάτι που όμως απαιτούσε την έγκριση της αμερικανικής Βουλής. Με τη βοήθεια αυτών των ομολόγων, η Fed θα μπορούσε να σταματήσει τα προγράμματα ποσοτικής διευκόλυνσης, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να πουλήσει τα ομόλογα δημοσίου, τα οποία έχει στην κατοχή της.
Ειδικότερα, αντί η Fed να πουλήσει τα αμερικανικά ομόλογα, για να περιορίσει την ποσότητα χρήματος, εγγράφοντας υποχρεωτικά ζημίες στον ισολογισμό της και χρεοκοπώντας, θα είχε τη δυνατότητα πια να πουλήσει, για τον ίδιο σκοπό, τα νέα, δικά της ομόλογα – τα οποία δεν θα έχαναν σε αξία, όπως τα ομόλογα του δημοσίου, εάν άρχιζε να τα πουλάει. Επειδή όμως το Αμερικανικό Κοινοβούλιο αρνήθηκε εύλογα να εγκρίνει κάτι τέτοιο, υπήρξε μία «ειδική συμφωνία» μεταξύ της Fed και του υπουργείου οικονομικών, η οποία δεν απαιτούσε την έγκριση της Βουλής – ένας πραγματικά εντυπωσιακός ελιγμός, μια παράκαμψη των δημοκρατικών κανόνων, ερήμην των βουλευτών και επομένως των πολιτών. Παράλληλα, υπήρξε μία ακόμη «παράβαση της νομοθεσίας» εκ μέρους της Fed – ξανά με «συνεργό» της το υπουργείο οικονομικών της υπερδύναμης.
Αναλυτικότερα, η κεντρική τράπεζα κερδίζει ετήσια μεγάλα ποσά από τους τόκους, τους οποίους αποφέρουν τα ομόλογα δημοσίου που έχει στην κατοχή της. Τα κέρδη της αυτά, βάσει νομοθεσίας, αποδίδονται ετήσια στο υπουργείο οικονομικών.
Σε συμφωνία όμως με το υπουργείο, η Fed σταμάτησε να μεταφέρει τα κέρδη της στο δημόσιο, για ένα απεριόριστο χρονικό διάστημα – παρακρατώντας τα σε έναν ειδικό λογαριασμό του παθητικού της. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει – πόσο μάλλον αφού πρόκειται για κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι σήμερα στην ιστορία της.
Παρά το ότι λοιπόν η Fed υπολογίζει να εγγράψει ζημίες από την πώληση των ομολόγων που κατέχει, δεν θα μειωθεί τελικά το κεφάλαιο της, όπως συνήθως συμβαίνει – επειδή, αντί αυτού, θα αυξηθούν οι υποχρεώσεις της, απέναντι στο υπουργείο οικονομικών. Σε τελική ανάλυση δηλαδή, η Fed θα εκδώσει «ιδιωτικά γραμμάτια» προς το υπουργείο οικονομικών, λαμβάνοντας χρήματα, με τα οποία θα αποφύγει τη χρεοκοπία – θα λύσει δηλαδή τα προβλήματα της στα χαρτιά, πλασματικά, με τη βοήθεια μίας πρωτοφανούς «δημιουργικής λογιστικής».
Προφανώς, εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε σε μία οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική επιχείρηση, ο διευθυντής της θα οδηγούταν αμέσως στη φυλακή – πόσο μάλλον όταν το υπουργείο οικονομικών των Η.Π.Α. είναι ένας κρατικός οργανισμός, ενώ η Fed μία ιδιωτική επιχείρηση (με μετόχους εμπορικές τράπεζες, οι οποίες διασώζονται και πλουτίζουν εις βάρος των φορολογουμένων Αμερικανών πολιτών).
Η ΜΟΝΕΤΑΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, ο βασικός κανόνας του μονεταρισμού είναι το ότι, οι αλλαγές στην ποσότητα χρήματος αποτελούν την κύρια αιτία των διαφοροποιήσεων του ΑΕΠ. Οι αυξήσεις τώρα του ΑΕΠ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: (α) στις πραγματικές αυξήσεις, οι οποίες δημιουργούν κέρδη σε μία οικονομία, καθώς επίσης (β) στις πλασματικές, οι οποίες οφείλονται στον πληθωρισμό – οπότε είναι «ουτοπικές».
Περαιτέρω ο πραγματικές αυξήσεις, μαζί με τις πλασματικές (πληθωριστικές), αποκαλούνται «ονομαστικές» – μετρούμενες στο εκάστοτε εθνικό νόμισμα. Η μονεταριστική εξίσωση τώρα, η οποία αποδίδεται στον M.Friedman και ονομάζεται «ποσοτική θεωρία του χρήματος», είναι η εξής:
M x V = P x Y
όπου Μ =ποσότητα χρήματος, V = ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, P = επίπεδο τιμών και Y = πραγματικό ΑΕΠ. Απλούστερα, η ποσότητα χρήματος που υπάρχει στην αγορά (Μ), πολλαπλασιαζόμενη επί την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (V), είναι ίση με το ονομαστικό ΑΕΠ – το οποίο αποτελείται από το πληθωριστικό ΑΕΠ ή P (αλλαγές του επιπέδου τιμών) και από το πραγματικό ΑΕΠ ή Y.
Ο σημαντικότερος παράγοντας εδώ είναι προφανώς η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, το V δηλαδή – αφού η ποσότητα του χρήματος (Μ) μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να ελεγχθεί από την εκάστοτε κεντρική τράπεζα, είτε «τυπώνοντας» χρήματα (αγορά ομολόγων, έναντι νέων χρημάτων), είτε αποσύροντας τα υφιστάμενα (πώληση ομολόγων, με την καταστροφή χρημάτων).
Η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος τώρα (V), είναι ουσιαστικά η μέτρηση του πόσο γρήγορα «αλλάζουν χέρια» τα χρήματα. Για παράδειγμα, όταν κάποιος ξοδεύει ένα ευρώ, αγοράζοντας κάτι, ενώ αυτός που το παίρνει κάνει το ίδιο, τότε η ταχύτητα κυκλοφορίας αυτού του ευρώ είναι 2 – επειδή «άλλαξε χέρια» δύο φορές. Εάν όμως το ευρώ δεν ξοδεύεται, αλλά κατατίθεται στην τράπεζα, τότε η ταχύτητα κυκλοφορίας του είναι μηδέν – επειδή δεν άλλαξε καθόλου χέρια.
Περαιτέρω, για πολλά χρόνια αναρωτιόταν κανείς, σε σχέση με την παραπάνω εξίσωση, εάν υπάρχουν κάποια φυσικά όρια, όσον αφορά την πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας, πριν δημιουργηθεί, προτού προκληθεί καλύτερα πληθωρισμός (ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών).
Ειδικότερα, από αυτήν την οπτική γωνία, η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ καθορίζεται από τον αριθμό των εργαζομένων, καθώς επίσης από την παραγωγικότητα τους. Εάν λοιπόν ο πληθυσμός μίας χώρας αυξάνεται κατά 1% ετήσια, ενώ η παραγωγικότητα κατά 2%, τότε η πραγματική ανάπτυξη, ο συνδυασμός δηλαδή των δύο αυτών παραγόντων, είναι της τάξης του 3%. Διακρίνουμε λοιπόν τα εξής:
(α) Εάν ο πληθυσμός μειώνεται ή/και η ανεργία κλιμακώνεται, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, με την παραγωγικότητα να μην αυξάνεται ή να περιορίζεται, κυρίως λόγω έλλειψης επενδύσεων, τότε δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ανάπτυξης. Στον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί, απεικονίζεται η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Η διαμόρφωση του ΑΕΠ με κριτήριο τους εργαζομένους και την παραγωγικότητα τους
Έτος |
Εργατικό δυναμικό |
Ανεργία (%) |
Εργαζόμενοι |
ΑΕΠ (δις €) |
*Παραγωγικότητα |
|
|
|
|
|
|
2008 |
4.951.000 |
10% |
4.455.900 |
239,14 |
53.668 |
2012 |
4.951.000 |
25% |
3.713.250 |
199,28 |
53.668 |
2012 |
4.951.000 |
25% |
3.713.250 |
194,00 |
52.245 |
2013 |
4.951.000 |
28% |
3.564.720 |
186,24 |
52.245 |
* Η παραγωγικότητα ορίζεται εδώ από το ΑΕΠ δια τους εργαζομένους
Σημείωση: Το ύψος του ΑΕΠ σε μία χώρα είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ευημερία της – αφού από αυτό εξαρτώνται τα δημόσια έσοδα, ο δανεισμός της (συνάρτηση του δείκτη χρέος/ΑΕΠ), η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της και πάρα πολλά άλλα.
Πηγή: ΥΠΟΙΚ, CIA. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σύμφωνα με τον Πίνακα ΙΙ, η Ελλάδα το 2008 παρήγαγε 239,14 δις €, με 4.455.900 εργαζομένους – με το ποσοστό ανεργίας στο 10%. Το 2012, με το ποσοστό ανεργίας στο 25% και με το ίδιο εργατικό δυναμικό, εάν η παραγωγικότητα έμενε σταθερή (δεύτερη σειρά, με πλάγια γράμματα), το ΑΕΠ της θα διαμορφωνόταν στα 199,28 δις €. Εν τούτοις (τρίτη σειρά), μειώθηκε ακόμη περισσότερο, στα 194 δις € – γεγονός που οφείλεται είτε στην πτώση της παραγωγικότητας, κυρίως λόγω έλλειψης επενδύσεων, είτε στη μείωση του εργατικού δυναμικού (λόγω μετανάστευσης), είτε στους ανέργους που δεν καταγράφονται στατιστικά.
Το 2013, ξανά με το ίδιο εργατικό δυναμικό (τέταρτη σειρά), αλλά με 28% ανεργία, καθώς επίσης με σταθερή παραγωγικότητα, το ΑΕΠ θα περιοριζόταν στα 186,24 δις €. Εν τούτοις, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, θα ανέλθει στα 183,05 δις € – επειδή μειώνεται τόσο το εργατικό δυναμικό, όσο και η παραγωγικότητα (ενώ αυξάνεται η ανεργία).
Είναι λογικό επομένως να αναρωτιέται κανείς που οδηγείται η χώρα, με την εγκληματική πολιτική λιτότητας που της επιβάλλεται – αν και η απάντηση είναι προφανής (λεηλασία του δημοσίου και ιδιωτικού πλούτου της, η οποία προϋποθέτει την κατάρρευση του ΑΕΠ, των τιμών, καθώς επίσης όλων των αξιών).
(β) Από την αντίθετη πλευρά, εάν ο πληθυσμός αυξάνεται, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, στην οποία μεταναστεύουν συνεχώς νέοι εργαζόμενοι, παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας (λόγω νέων επενδύσεων, χαμηλών επιτοκίων, εισόδου εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού από την υπόλοιπη ΕΕ κλπ.), σαν αποτέλεσμα της κρίσης χρέους των υπολοίπων κυρίως, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ είναι απολύτως σίγουρη. Επομένως, εξασφαλίζεται η ευημερία και η πρόοδος της χώρας – στην προκειμένη περίπτωση, εις βάρος των ευρωπαίων «εταίρων» της.
Συνεχίζοντας, ένας «μονεταριστής», ο οποίος θα ήθελε να ορίσει επακριβώς την πολιτική χρήματος της κεντρικής τράπεζας, θα πρότεινε μία ετήσια αύξηση της ποσότητας χρήματος, αντίστοιχη με την πραγματική αύξηση του ΑΕΠ – οπότε, στο παραπάνω παράδειγμα (1% άνοδος του πληθυσμού, συν 2% υψηλότερη παραγωγικότητα), θα αποφάσιζε μία ετήσια αύξηση της ποσότητας χρήματος της τάξης του 3%.
Εν τούτοις, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα στο συγκεκριμένο «αυτοματισμό», το οποίο δεν μπορεί να επιλύσει η «εκτυπωτική μηχανή» των κεντρικών τραπεζών: η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθεί, αφού εξαρτάται από υποκειμενικά κριτήρια – όπως, για παράδειγμα, από το πως αξιολογεί το εκάστοτε άτομο (κατ' επέκταση το κοινωνικό σύνολο), τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές του. Στις Η.Π.Α., η ανώτατη ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος διαπιστώθηκε το 1997 (2,12) – έκτοτε δε περιορίζεται συνεχώς (1,80 το 2008, καταρρέοντας στο 1,67 το 2009).
Η μείωση της ταχύτητας κυκλοφορίας του χρήματος, στις περισσότερες δυτικές χώρες, οφείλεται σήμερα στην κρίση – αφού οι καταναλωτές προσπαθούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, αποφεύγουν το νέο δανεισμό, αποταμιεύουν περισσότερο κλπ. Στην περίπτωση αυτή, η μείωση του ΑΕΠ είναι δυνατόν να αποφευχθεί μόνο με την αύξηση της ποσότητας χρήματος, όπως συμπεραίνεται εύκολα από τη μαθηματική εξίσωση μας – γεγονός που έχει οδηγήσει τη Fed (όπως επίσης την τράπεζα της Ιαπωνίας και άλλες), να τυπώνει «σαν τρελή» χρήματα.
Επί πλέον όμως στη συμπεριφορά των καταναλωτών, υπάρχει ένα ακόμη πρόβλημα, το οποίο δεν επιτρέπει το «αντιστάθμισμα» της μειωμένης ταχύτητας κυκλοφορίας, με την εκτύπωση νέων χρημάτων – μόνο με την αύξηση της ποσότητας τους δηλαδή, εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας.
Ειδικότερα, η ποσότητα χρήματος, την οποία «τυπώνει» μία κεντρική τράπεζα (νομισματική βάση) αποτελεί ένα μικρό μόνο μέρος της συνολικής ποσότητας, η οποία κυκλοφορεί σε μία αγορά – περίπου το 20%. Το υπόλοιπο 80% δημιουργείται από τις εμπορικές τράπεζες, είτε όταν δανείζουν τους πελάτες τους, είτε με άλλους τρόπους (άρθρο μας). Στις Η.Π.Α., από το τέλος του 2007, έως τις αρχές του 2011, η Fed αύξησε την ποσότητα χρήματος (Διάγραμμα Ι), κατά 234% – ενώ η συνολική ποσότητα αυξήθηκε «μόλις» κατά περίπου 34%.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Ι
Η δυσαναλογία αυτή οφείλεται προφανώς στο ότι, οι τράπεζες διστάζουν να δανείσουν χρήματα σε περιόδους μεγάλων κρίσεων – έχοντας να αντιμετωπίσουν παράλληλα τις ήδη υπάρχουσες επισφάλειες (κόκκινα δάνεια), καθώς επίσης τα υπόλοιπα προβλήματα τους (επικίνδυνη έκθεση στην αγορά παραγώγων κοκ.). Την ίδια στιγμή, τόσο οι καταναλωτές, όσο και οι επιχειρήσεις, αφενός μεν αποπληρώνουν τα χρέη τους, αφετέρου αποφεύγουν το νέο δανεισμό – οπότε συρρικνώνεται η ποσότητα χρήματος, η οποία δημιουργείται από τις εμπορικές τράπεζες.
Ολοκληρώνοντας, όταν η αύξηση της ποσότητας χρήματος δεν είναι ανάλογη της μείωσης της ταχύτητας κυκλοφορίας, τότε δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου σήμερα, στις οποίες έχει επιβληθεί η εγκληματική πολιτική λιτότητας – ταυτόχρονα με την περιορισμένη αύξηση της ποσότητας χρήματος εκ μέρους της ΕΚΤ (δεν αντισταθμίζεται η μείωση της ποσότητας χρήματος από τις εμπορικές τράπεζες, η οποία συνοδεύεται από την κατάρρευση της ταχύτητας κυκλοφορίας).
Πρόκειται λοιπόν, χωρίς καμία αμφιβολία, για ένα εξαιρετικά εκρηκτικό μίγμα «τριπλής ισχύος», το οποίο απειλεί να καταστρέψει τον πλανήτη – ενώ έχει προ πολλού «πυροδοτηθεί», δυστυχώς ερήμην των εθνικών κυβερνήσεων (σε κράτη που θυσιάζονται στην κυριολεξία, στο βωμό της αντιμετώπισης της κινεζικής εισβολής, όπως θα αναλύσουμε σε επόμενο κείμενο μας).
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ FED
Οι επεμβάσεις της Fed (QE 1,2,3 – αύξηση της ποσότητας χρήματος), δεν επενεργούν τόσο γρήγορα, όσο χρειάζεται για να αναπτυχθεί η αμερικανική οικονομία και να καταπολεμηθεί η ανεργία. Επομένως, η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α., «υπέρμαχος του μονεταριστικού δόγματος», είναι υποχρεωμένη να επηρεάσει και να επιταχύνει εκείνες τις ενέργειες, οι οποίες θα αύξαναν την παροχή δανείων από τις εμπορικές τράπεζες.
Είναι αναγκασμένη επίσης να επιδιώξει την αύξηση της ταχύτητας κυκλοφορίας των χρημάτων, εκ μέρους των επιχειρήσεων και των καταναλωτών – έτσι ώστε να αυξηθούν η κατανάλωση και οι επενδύσεις (υπενθυμίζουμε εδώ την εξίσωση: ΑΕΠ = Κατανάλωση + Επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + {Εξαγωγές – Εισαγωγές}, από την ανάλυση μας "Χρέη εκτός ελέγχου").
Επειδή τώρα η αύξηση της ταχύτητας κυκλοφορίας του χρήματος και η κατανάλωση εξαρτώνται από την ψυχική διάθεση των ανθρώπων (δανειστών, δανειζομένων και καταναλωτών), η Fed είναι αναγκασμένη να επηρεάσει την συμπεριφορά τους – γεγονός που απαιτεί διάφορες «παραπλανητικές κινήσεις», χειραγώγηση και προπαγάνδα.
Ο επηρεασμός τώρα της διάθεσης των ανθρώπων, προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η κεντρική τράπεζα, επιτυγχάνεται με δύο βασικούς τρόπους: (α) με τη δημιουργία συναισθημάτων ευφορίας και πλούτου (β) με το φόβο του πληθωρισμού.
(α) Η δημιουργία συναισθημάτων ευφορίας και πλούτου είναι εφικτή, κυρίως με την άνοδο των αξιών – οι βασικότερες εκ των οποίων, λόγω του ότι γίνονται ευρέως αντιληπτές, είναι οι τιμές των ακινήτων, καθώς επίσης οι δείκτες των χρηματιστηρίων.
Επειδή όμως τα ακίνητα ήταν στο επίκεντρο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, παρά το ότι επιδιώχθηκε η αύξηση των τιμών τους, μέσω της παροχής φορολογικών ελαφρύνσεων, τα αποτελέσματα στην ψυχολογία των Αμερικανών ήταν μηδαμινά.
Έτσι λοιπόν, η Fed επικέντρωσε τις προσπάθειες της (χειραγώγηση της κοινής γνώμης) στα χρηματιστήρια – όπου φαίνεται να έχουν στεφθεί με επιτυχία, κρίνοντας από τα συνεχώς νέα ιστορικά ρεκόρ των βασικών δεικτών (S&P, Dow Jones). Εν τούτοις, επειδή η πλειοψηφία των πολιτών απέχει πλέον από τις χρηματιστηριακές επενδύσεις, κυρίως μετά τις επώδυνες εμπειρίες της φούσκας του διαδικτύου (2000), δεν δημιουργήθηκαν τα απαιτούμενα συναισθήματα πλούτου και ευφορίας – παρά την εξαιρετική «χειραγώγηση» των δεικτών.
(β) Μετά την παραπάνω αποτυχία της η Fed, αν και συνεχίζει να επενδύει στη μέθοδο των χρηματιστηρίων, έχει πλέον καταφύγει στη δεύτερη εναλλακτική λύση: στη δημιουργία πληθωριστικών φόβων, έτσι ώστε τόσο οι καταναλωτές, όσο και οι επιχειρήσεις, να δαπανούν περισσότερα χρήματα, καθώς επίσης να αυξάνουν το δανεισμό τους.
Οι παράγοντες τώρα, με τη βοήθεια των οποίων επιτυγχάνεται η συγκεκριμένη «χειραγώγηση», είναι (α) το ονομαστικό επιτόκιο, (β) το πραγματικό επιτόκιο και (γ) ο αναμενόμενος πληθωρισμός – σε ποιο ύψος δηλαδή πιστεύουν οι καταναλωτές ότι θα αυξηθεί ο πληθωρισμός, στο άμεσο μέλλον.
Αναλυτικότερα, εάν το ονομαστικό επιτόκιο διατηρείται χαμηλό, για παράδειγμα στο 2%, ενώ ο αναμενόμενος πληθωρισμός τοποθετείται στο 4%, τότε το πραγματικό επιτόκιο είναι αρνητικό (2-4 = -2%). Στην περίπτωση αυτή, συμφέρει η λήψη δανείων, αφού η πραγματική αξία τους θα μειώνεται κατά 2% ετήσια – επομένως, αυξάνονται οι δαπάνες και οι επενδύσεις, οπότε η κεντρική τράπεζα επιτυγχάνει το στόχο της.
Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι αναζητούν άλλους τρόπους εξασφάλισης της αγοραστικής αξίας των χρημάτων τους, αντί να τα τοκίζουν με αρνητικά επιτόκια – οπότε τα επενδύουν, μεταξύ άλλων, στα χρηματιστήρια ή στα ακίνητα, διευκολύνοντας την πρώτη μέθοδο (δημιουργία συναισθημάτων ευφορίας και πλούτου).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κατά τα φαινόμενα, η Fed έχει πετύχει ήδη το δεύτερο στόχο της – τη δημιουργία δηλαδή πληθωριστικών φόβων στους Αμερικανούς πολίτες και όχι μόνο. Στην επιτυχία της αυτή έχουν αναμφίβολα συμβάλλει, εκούσια ή μη, πολλοί άλλοι – αφού οι κίνδυνοι πληθωρισμού τονίζονται σχεδόν από το σύνολο των «συναλλασσομένων» (από τα ΜΜΕ, από την ΕΚΤ, από την Κίνα, από τους αστέρες οικονομολόγους, από τους διεθνείς επενδυτές, από τις εταιρείες αξιολόγησης, από τη Γερμανία κοκ.).
Εν τούτοις, οι φόβοι αυτοί, παρά το ότι οφείλονται στη «χειραγώγηση» της Fed, δεν είναι σε καμία περίπτωση πλασματικοί – πόσο μάλλον όταν η ίδια η μονεταριστική θεωρία γνωρίζει ότι, τα αποτελέσματα από την αύξηση της ποσότητας χρήματος εμφανίζονται καθυστερημένα, βοηθώντας μόνο παροδικά στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ. Στη συνέχεια, ο πληθωρισμός αφενός μεν εξαφανίζει τα αρχικά θετικά αποτελέσματα στην οικονομία (αύξηση του ΑΕΠ, μείωση της ανεργίας, επενδύσεις κλπ.), αφετέρου απειλεί τα μέγιστα την ίδια τη χώρα.
Παραστατικά, όταν αυξάνει η κεντρική τράπεζα την ποσότητα χρήματος σε μία χώρα, είναι σαν να πιέζει προς τα έξω μία οδοντόπαστα – αφού είναι πολύ δύσκολο, εάν όχι αδύνατον, να την επαναφέρει στο σωληνάριο, πόσο μάλλον τη σωστή χρονική στιγμή, όταν θελήσει να αποσύρει τα νέα χρήματα από την αγορά.
Η Κίνα, η Αραβία, η λοιπή Ασία, η Βραζιλία και πολλές άλλες χώρες, οι οποίες υποφέρουν ήδη από τον πληθωρισμό που έχουν «εισάγει» από τις Η.Π.Α., ενώ γνωρίζουν φυσικά τους τεράστιους κινδύνους της συγκεκριμένης πολιτικής της Fed, σε συνδυασμό με τον παγκόσμιο πόλεμο που διεξάγεται (άρθρο μας), διαμαρτύρονται έντονα – ενώ φυσικά σχεδιάζουν τη δική τους νομισματική, ενδεχομένως μία περιορισμένη συμβατική, καθώς επίσης μία ενεργειακή αντεπίθεση εναντίον της Δυτικής Τρόικας (ΕΕ, Η.Π.Α. και Ιαπωνία).
Αυτοί που πιθανότατα δεν γνωρίζουν τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθενται αφενός μεν από την κυβέρνηση τους, αφετέρου από τη Fed, είναι οι Αμερικανοί πολίτες – οι οποίοι δεν μπορούν φυσικά να φανταστούν τι ακριβώς σημαίνει η κατάρρευση ενός νομίσματος.
Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τη μονεταριστική θεωρία, το πρόβλημα της δεν είναι οι μεταβλητές της εξίσωσης, οι οποίες δεν είναι λανθασμένες, αλλά η πολύ μεγάλη δυσκολία ελέγχου τους από τις κεντρικές τράπεζες – αφού επεμβαίνει ο ανθρώπινος παράγοντας (κάτι που δεν συμβαίνει με τον κανόνα του χρυσού).
Ολοκληρώνοντας, ένας επόμενος κίνδυνος είναι η πιθανότητα να καταλάβουν οι Αμερικανοί πολίτες πως γίνεται προσπάθεια εκμετάλλευσης και χειραγώγησης τους – πολύ περισσότερο, ότι χρησιμοποιούνται στην κυριολεξία σαν πειραματόζωα, στα πλαίσια της διεξαγωγής ενός νέου πειράματος, ακριβώς αντίθετου από την πολιτική που επιλέχθηκε το 1930. Ενδεχομένως τότε να χαθεί οριστικά η εμπιστοσύνη τους στους Θεσμούς – με όλα όσα δεινά κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
ΥΓ: Υπενθυμίζουμε ότι η Fed, στα πλαίσια του παγκόσμιου συναλλαγματικού πολέμου, έχει έναν ακόμη σοβαρό στόχο, ο οποίος επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της «εκτύπωσης» νέων χρημάτων: την υποτίμηση του δολαρίου, έτσι ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές των Η.Π.Α., παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών.
** Σημείωση: Η Fed, όταν θέλει να αυξήσει την ποσότητα χρήματος στην αγορά, αγοράζει ομόλογα από τις τράπεζες, δίνοντας τους φρεσκοτυπωμένα δολάρια – νέα χρήματα δηλαδή, τα οποία δημιουργεί από το πουθενά. Στην περίπτωση αυτή, λόγω της μεγάλης ζήτησης εκ μέρους της, αυξάνονται οι τιμές (αποδόσεις) των ομολόγων και εγγράφει λογιστικά κέρδη στον Ισολογισμό της.
Αντίθετα, όταν η Fed θέλει να μειώσει την ποσότητα χρήματος, πουλάει ομόλογα στις τράπεζες και εισπράττει χρήματα – τα οποία στη συνέχεια καταστρέφει (επιστρέφουν στο πουθενά). Λόγω όμως της μεγάλης προσφοράς, μειώνονται οι τιμές των ομολόγων και εγγράφει ζημίες στον Ισολογισμό της – με αποτέλεσμα να περιορίζονται ή να χάνονται εντελώς τα κεφάλαια της.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 09. Μαρτίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.