Μια φορολογική παγκοσμιοποίηση

Μια φορολογική παγκοσμιοποίηση*

Του Γιάννη Στρούμπα

Το προσκλητήριο  που απεύθυνε στις 17/12/2012 ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς προς συγκεκριμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις με την υπόσχεση της παροχής κινήτρων προκειμένου να επενδύσουν στην Ελλάδα εκφράζει εύγλωττα μια πολιτική αντίληψη παραίτησης της πολιτείας από κάθε διάθεση προς οργάνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, κι εγκατάλειψης των σχετικών πρωτοβουλιών σε εξωγενείς παράγοντες. Όταν όμως η πολιτική εγκαταλείπει το δικαίωμα μα και την ταυτόχρονη υποχρέωσή της να οργανώνει και να διευθετεί την επιχειρηματικότητα, εκχωρώντας τη συγκεκριμένη λειτουργία σε αλλογενείς φορείς, από τον έλεγχο μάλιστα των οποίων παραιτείται οικειοθελώς, προικίζοντάς τους με ασυδοσία, εύλογα καθιστά τον εαυτό της αιχμάλωτό τους.


* α΄ δημοσίευση: εφημερίδα «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 361, 16/2/2013.

Οντότητες με γιγαντιαίες διαστάσεις, όπως τα κράτη, εμφανίζονται να «παρακαλούν» ιδιωτικούς φορείς, που λειτουργούν σαν κράτος εν κράτει, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ιδεολογικά ευνουχισμένα, τα σύγχρονα δυτικά κράτη συμπεριφέρονται σαν εντελώς ανίκανα να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά, με συνέπεια να ευνουχίζονται και οικονομικά. Η ύπαρξή τους εναποτίθεται στην «ιδιωτική πρωτοβουλία». Γι’ αυτό και μια σειρά πολιτικών ενεργειών πηγάζει από τον φόβο πως οι ιδιώτες επενδυτές θα ‘ταν πιθανό να αποχωρήσουν από την οικονομία ενός κράτους. Αντίστοιχες προθέσεις αποχωρήσεων δημιουργούν την αίσθηση ενός γενικευμένου οικονομικού ναυαγίου για τον τόπο που απειλείται από το «πλήγμα». Στην εντύπωση της αποτροπής του ναυαγίου εντάσσεται η κίνηση του κ. Σαμαρά να δελεάσει τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Στη φοβική υποχωρητικότητα των κρατών βλασταίνουν απροσχημάτιστοι εκβιασμοί, που αποφέρουν στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» σκανδαλωδώς προνομιακές φοροαπαλλαγές.

Όπου τα ιδιωτικά αιτήματα φοροαπαλλαγών δεν εισακούονται, το επενδυτικό κεφάλαιο εκβιάζει με την απειλή της αποχώρησης. Ιδιαιτέρως προβλήθηκε η περίπτωση του Γάλλου ηθοποιού, κινηματογραφικού παραγωγού και σκηνοθέτη κ. Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ο οποίος αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, όταν η κυβέρνηση του κ. Φρανσουά Ολάντ γνωστοποίησε την πρόθεσή της να φορολογηθούν με το υψηλότατο ποσοστό του 75% τα εισοδήματα των ζάπλουτων Γάλλων. Ο κ. Ντεπαρντιέ θεωρεί, από τη σκοπιά του, πως το υψηλότατο ποσοστό φορολόγησης συνιστά δίωξη ενάντια στο ταλέντο. Υπερασπίζοντας τον εαυτό του σημειώνει πως σ’ όλη του την καριέρα έχει καταβάλει στο γαλλικό δημόσιο το ποσό των 152 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ μόνο το 2012 οι φόροι και οι ασφαλιστικές του εισφορές ανήλθαν στο 85% των εισοδημάτων του, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Η Καθημερινή» (21/12/2012,  http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_3_21/12/2012_505754).

Το φορολογικό ποσοστό είναι πράγματι ιλιγγιώδες. Ένας πρόχειρος υπολογισμός πάντως, που δέχεται σαν δεδομένο ότι οι εισφορές του κ. Ντεπαρντιέ σκαρφάλωναν στο 85% των εισοδημάτων του όχι μόνο το 2012, μα σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, προσδιορίζει τα καθαρά του εισοδήματα στα 27 εκατομμύρια ευρώ περίπου. Ίσως το ποσό να είναι ανεπαρκές για να στηρίξει μια επιχείρηση ακριβών κινηματογραφικών παραγωγών. Είναι οπωσδήποτε επαρκές για να χρηματοδοτήσει μια πολυτελέστατη ζωή. Ένας άνθρωπος με μέσης κλίμακας εισοδήματα σίγουρα θα ένιωθε αμηχανία ως προς το πώς να επενδύσει ανάλογα αστρονομικά ποσά. Ας σημειωθεί εδώ ότι η περίπτωση του κ. Ντεπαρντιέ δεν είναι μοναδική. Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ της «Καθημερινής», 6.300 Γάλλοι φορολογούμενοι μετοίκησαν τη δεκαετία 2001-2010 σε γειτονικές χώρες, όπως το Βέλγιο, η Ελβετία ή η Αγγλία, προκειμένου να αποφύγουν τον φόρο επί του πλούτου.

Η αποχώρηση του κ. Ντεπαρντιέ από τη Γαλλία υπήρξε απροσχημάτιστη, ενώ ο Γάλλος ηθοποιός υπερασπίστηκε και θεωρητικά την επιλογή του. Στην Ελλάδα το μοντέλο αθέτησης των φορολογικών υποχρεώσεων λειτουργεί εξίσου απρόσκοπτα, μόνο που εδώ, όσοι το εκμεταλλεύονται, προτιμούν να τηρούν τα προσχήματα. Στην «Καθημερινή» της 14/10/2012 φιλοξενείται συνέντευξη του επικεφαλής της «Coca- Cola Hellenic» κ. Δημήτρη Λόη, ο οποίος αναλύει τις «στρατηγικές κινήσεις» της εταιρείας. Ο κ. Λόης διαχειρίζεται με εξαιρετικό τακτ την επιλογή της εταιρείας του να εισαχθεί στο χρηματιστήριο του Λονδίνου και να μεταφέρει την έδρα της στην Ελβετία, ώστε να μην κραυγάζει η μελετημένη πολιτική της εταιρείας να εξαιρεθεί από τη φορολογική μοίρα των υπόλοιπων ελληνικών εταιρειών και των Ελλήνων πολιτών, με τη μεταφορά της έδρας της στον φορολογικό παράδεισο της Ελβετίας.

Ο κ. Λόης προβάλλει τη βούληση της εταιρείας του να αναδειχτεί ο διεθνής της χαρακτήρας μέσω της εισαγωγής της στο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο, με την υψηλότερη «εμπορευσιμότητα» στην Ευρώπη. Υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της «Coca- Cola Hellenic» στον δείκτη FTSE100 θα επαυξήσει την εμπορευσιμότητα της μετοχής και θα δημιουργήσει πρόσθετη αξία για τους μετόχους. Ας υπολογίζεται, ασφαλώς, και η δημιουργία πρόσθετης αξίας για την ίδια την εταιρεία, εφόσον με την είσοδο στο νέο χρηματιστήριο θα εισπράξει άπαξ και διαπαντός το κεφάλαιο από τη διάθεση των μετοχών, την ώρα που οι επενδυτές σε μετοχές θα εισπράττουν σε αντάλλαγμα τον κοπανιστό αέρα των χάρτινων τίτλων της εταιρείας. Ως εδώ, βέβαια, καμία ένσταση: έτσι λειτουργεί το σύστημα, κατανοητή η διάθεση της εταιρείας να αυξήσει τα κέρδη της, και προσωπική υπόθεση των επενδυτών η επιλογή να ρισκάρουν τα κεφάλαιά τους σε μια επισφαλή μορφή επένδυσης, όπως το χρηματιστήριο. Δίκαιοι εξάλλου είναι και οι φόβοι που εκφράζει η εταιρεία, λόγω των ασκούμενων πιέσεων από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης «Standard & Poor’s» και «Moody’s», οι οποίοι υποβάθμισαν τη μετοχή της, «ανησυχώντας» για την επίδραση της ελληνικής κρίσης χρέους στη μητρική εταιρεία. Όλα τα παραπάνω ίσως ευσταθούν. Ποια πραγματική ανάγκη όμως υποχρεώνει την εταιρεία να αλλάξει και την έδρα της, επιλέγοντας ως νέα της βάση την Ελβετία;

Επιχειρώντας να διασκεδάσει την εντύπωση της μεταφοράς της έδρας με στόχο τη φοροαπαλλαγή, ο κ. Λόης διευκρινίζει ότι στην Ελλάδα φορολογείται η εταιρεία «Coca-Cola Τρία Έψιλον», η οποία θα συνεχίσει να παράγει και να πουλά προϊόντα στην ελληνική αγορά, άρα ούτε το ελληνικό δημόσιο ούτε η χώρα χάνουν φορολογικά έσοδα. Ισχύει όμως αυτό; Ο πειρασμός να παρατεθεί εδώ χωρίο απ’ το βιβλίο του Νίκολας Σάξον,  «Offshore, τα νησιά των θησαυρών», είναι ακαταμάχητος: «οι πολυεθνικές μπορούν να μεταφέρουν τα κέρδη σε έναν φορολογικό παράδεισο με χαμηλό συντελεστή, και το κόστος σε χώρες με υψηλή φορολογία, όπου μπορεί να εκπέσει από το φορολογητέο εισόδημα». Επιπλέον, η εξήγηση του κ. Λόη πως η επιλογή της Ελβετίας «προσφέρει  απόλυτα σταθερό οικονομικό και κανονιστικό περιβάλλον, και γεωγραφικά παρέχει εύκολη πρόσβαση στις υπόλοιπες χώρες», επισύρει το αμείλικτο ερώτημα: γιατί να επιλεγεί η Ελβετία και όχι η Αυστρία ή η Τσεχία ή, πολύ περισσότερο, η Γερμανία, που εμφανίζουν αντίστοιχα πλεονεκτήματα σταθερότητας και γεωγραφικής θέσης; Ο στόχος της ελαχιστοποίησης του φορολογικού κόστους είναι κάτι περισσότερο από εμφανής. Άλλωστε, και το επιχείρημα της μεταφοράς για λόγους «αναγνωρισιμότητας» αποδεικνύεται εξίσου ανίσχυρο, εφόσον η εταιρεία ήδη ήταν αναγνωρίσιμη, όπως ο επικεφαλής της παραδέχεται, όταν την προσδιορίζει ως τον δεύτερο μεγαλύτερο εμφιαλωτή τής «The Coca-Cola Company» στον κόσμο και τον μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Ποιος, συνεπώς, δεν γνωρίζει μια εταιρεία κορυφαίων επιδόσεων, ώστε να χρειάζονται συστάσεις; Η αντίφαση είναι καταφανέστατη.

Πανομοιότυπα δρομολογήθηκαν οι κινήσεις της εταιρείας «ΦΑΓΕ», με τη μεταφορά της έδρας της στο Λουξεμβούργο. Ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας κ. Χρήστος Κολοβέντζος εξηγεί στην εφημερίδα «Ημερησία» της 9/10/2012 (http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26519&subid=2&pubid=112933349) ότι στόχος της εταιρείας είναι η μεγαλύτερη διεθνοποίηση των εργασιών της και η καλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές και σε νέους επενδυτές. Ο κ. Κολοβέντζος αρνείται κατηγορηματικά πως η μεταφορά της έδρας σχετίζεται με φορολογικούς λόγους ή με την εγχώρια κρίση. Η «Ημερησία» ωστόσο σχολιάζει: «Η μεγαλύτερη ζημιά, όπως εξηγούν οικονομολόγοι, αφορά τα ταμεία του κράτους, καθώς η μεταφορά της έδρας πρακτικά σημαίνει ότι τα κέρδη που παράγει η «ΦΑΓΕ» στις διάφορες χώρες θα φορολογούνται πλέον στο Λουξεμβούργο, όπου είναι η νέα έδρα του ομίλου, και όχι στην Ελλάδα, όπως συνέβαινε μέχρι χθες.» Πλάι στην πραγματικότητα του ευρωπαϊκού φορολογικού παραδείσου του Λουξεμβούργου στέκει και η πραγματικότητα πως η μεταφορά της έδρας αδυνατεί να δικαιολογηθεί από την όποια πρόθεση «διεθνοποίησης» των εμπορικών δραστηριοτήτων. Μια περιήγηση στην ιστοσελίδα της «ΦΑΓΕ» αποδεικνύει ότι η εταιρεία, εδρεύοντας στην Ελλάδα, διέθετε ήδη ένα αξιοθαύμαστο δίκτυο διεθνούς διείσδυσης (http://www.fage.gr/markets.asp), ενώ η αποτελεσματικότατη προϋπάρχουσα προώθηση των προϊόντων της στο εξωτερικό (http://www.fage.gr/press.asp?cat=115) συνιστά το πειστικότερο τεκμήριο ότι η επιτυχής εμπορική δραστηριοποίηση στο εξωτερικό δεν απαιτεί την αλλαγή της έδρας. Ηλίου φαεινότερη ως στόχευση η φορολογική ελάφρυνση.

Όλες οι παραπάνω παράλληλες εξελίξεις σκιαγραφούν μια πραγματικότητα οξύμωρη, όπου οι εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνταν στην ελληνική αγορά υποχρεώνονται σε εσπευσμένη έξοδο τόσο για να αποφύγουν τη φορολόγηση όσο και για να αποδεσμευτούν από την ασφυξία των μνημονιακών μέτρων, ενώ για την κάλυψη του κενού επιχειρείται η προσέλκυση αλλοδαπών εταιρειών με την απαλλαγή τους ουσιαστικά από φορολογικές υποχρεώσεις. Η αντιφατική ελληνική πολιτική, αν δεν εξυπηρετεί τις επιδιώξεις εξωγενών παραγόντων, αντικατοπτρίζει την αμηχανία και τον κομπογιαννιτισμό του κυβερνητικού επιτελείου, που, πανικόβλητο μπροστά στην πυρπόληση των θέσεων εργασίας από τη μια, και την κατάρρευση των φορολογικών εσόδων από την άλλη, κινείται σπασμωδικά και τυχοδιωκτικά για να περισώσει ό,τι θα κατόρθωνε, ώστε να μη μείνουν εντελώς άδεια τα κρατικά ταμεία.

Σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο, ωστόσο, σύστημα, όπου τα κεφάλαια περιπλανώνται αναζητώντας την πιο φιλόξενη γι’ αυτά «πατρίδα», ποια ρεαλιστική πολιτική θα αντιμετώπιζε τη φοροαποφυγή; Ας επαναληφθεί για μία ακόμη φορά πως υπόκειται σε αδιέξοδα και εκβιασμούς μόνο όποιος αρνείται να δομήσει εναλλακτικές λειτουργίες. Η προώθηση ακόμη και μιας υγιούς κρατικής επιχειρηματικότητας, ικανής να καλύψει τις ενδεχόμενες ελλείψεις από την αγορά, εφόσον εκδηλωθούν εκβιαστικές κινήσεις, είναι μια λύση. Λύση όμως είναι να αντιμετωπίζονται επιθετικά, κι όχι παθητικά και μεμψίμοιρα, όσοι εκβιάζουν. Η φορολόγηση κάθε ιδιώτη, έστω και με διαβάθμιση στη φορολογική κλίμακα, ανάλογα με τις δυνατότητες καθενός, ιδίως των «εχόντων», συνιστά υποχρέωση τόσο της πολιτείας όσο και των πολιτών της. Είναι αδιανόητο να εναποτίθεται στην ευγενική προαίρεση του καθενός το αν θα φορολογηθεί ή όχι. Όσοι το αρνούνται πρέπει να υπόκεινται σε κυρώσεις, κι όχι απλώς να παρακολουθούνται προς την έξοδό τους σε άλλη χώρα. Εξάλλου, όποιος προκρίνει την παγκοσμιοποίηση, οφείλει να παραδέχεται πως δίκαιη παγκοσμιοποίηση είναι εκείνη που παγκοσμιοποιεί και τις φορολογικές υποχρεώσεις.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.