Απόγνωση δίχως λύτρωση
Του (παπα) Κώστα Ε. Μπέη*
Την περασμένη εβδομάδα, ύστερα από σύντομες εμφανίσεις μου στις πρωινές εκπομπές των φίλων Γιώργου Παπαδάκη και Γιώργου Αυτιά, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο με κατέκλυσε με τα μηνύματα απόγνωσης πλήθους ταλαίπωρων συμπατριωτών μας, που προδήλως νιώθουν διπλή την τραγωδία της φτώχειας τους, καθώς εκείνων η πονεμένη φωνή χάνεται μέσα στην αδυσώπητη ανωνυμία.
Το ελάχιστο λοιπόν που μπορώ να κάνω είναι, με την καλοπροαίρετη συγκατάθεση της διεύθυνσης της «Ε», να μεταφέρω σήμερα, κατ’ εξαίρεση, σε τούτην εδώ τη φιλόξενη στήλη, κάποιον στοιχειώδη απόηχο από τη διαρκή τραγωδία των απελπισμένων:
– «Είμαι ένας μη οσφυοκάμπτης και γι’ αυτό άνεργος δημοσιογράφος (…) πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών και διανύω ήδη το εξηκοστό πρώτο έτος της ζωής μου. Λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή μου ανανέωσα το ναυτικό μου φυλλάδιο (ουδέποτε ταξίδεψα με τα καράβια) και βρίσκομαι τώρα σε αναζήτηση πλοίου για να βγάλω τον καημό μου σεργιάνι στο πέλαγος και να εξοικονομήσω κάποια χρήματα, μέχρις ότου συνταξιοδοτηθώ (…)».
– «Αποφοίτησα πρώτος από το Λύκειο του Αμερικανικού Κολλεγίου το 1991 και εισήχθην στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά. Οι γονείς μου με έμαθαν να είμαι τίμιος, όμως εξαιτίας αυτής της τιμιότητας καταστράφηκα οικονομικά από τη δόλια πρακτική των τραπεζών, και κατέστρεψα την οικογένειά μου, που μου συμπαραστέκεται αδιαμαρτύρητα. Είμαι 39 ετών και η ζωή μου, όπως και πολλών άλλων νέων ανθρώπων, βρίσκεται στο τέλμα (…). Πριν από 2 έτη εξαναγκάστηκα σε στάση πληρωμών προς την τράπεζα λόγω ανωτέρας βίας (οικονομική κρίση). Η τράπεζα αποφάσισε να εκπλειστηριάσει ένα προσημειωμένο αγροτεμάχιο αξίας εκτίμησης της ίδιας της τράπεζας 900.000 ευρώ, αντί τιμήματος 600.000 ευρώ (…). Η τράπεζα εξασφάλισε νέα δικαστική απόφαση, και πάλιν ερήμην, αφού και πάλι δεν είχαμε να καταβάλουμε τα δικαστικά έξοδα (…)».
Κάποιος άλλος θεατής έστειλε το ακόλουθο ηλεκτρονικό μήνυμα:
– «Με τους αχρείους πολιτικούς (…) έχουμε ήδη πιάσει πάτο και γλείφουμε λάσπη! (…) Διότι το παλαιό των γονέων μας «να μπεις στο Δημόσιο, βρέξει χιονίσει ο μισθός θα πέφτει!» μας έφερε στις ρεμούλες, στα δωράκια των 500 εκατομμυρίων, στο «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», στο «λεφτά υπάρχουν!», στο να ζούμε με δανεικά, πιστωτικές, χρέη, καταπίεση, φόρους, ανέχεια, φτώχεια, χωρίς παιδεία, πολιτισμό, εξαθλίωση, με υψωμένα χέρια για μια σακούλα δωρεάν λαχανικά!».
Απόσπασμα από άλλη απελπισμένη επιστολή:
«Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα, γιατί τα χέρια μου τρέμουν από τα νεύρα».
– Κι ύστερα;
Ένα εύλογο ερώτημα, που ίσως (αν μη, ασφαλώς!) έρχεται στα χείλη του φίλου αναγνώστη: «Κι ύστερα;». Με το πρόδηλα επιθετικό νόημα: «Από τη δική σου πια πλευρά, σαν τι τάχα επακολούθησε ύστερα;».
Ο σεβασμός της ειλικρίνειας με πειθαναγκάζει να συνομολογήσω και να καταγράψω τη δική μου φυγή… Δυο φορές, αυτές τις τελευταίες μέρες, ένιωσα πως εγώ πια είμαι εκείνος που λιποτακτεί από τα χαρακώματα, όπου θα όφειλα να αντιστέκομαι κι εγώ! «Και μόνος και μετά πολλών...», κατά τον όρκο των αρχαίων Αθηναίων εφήβων. Αντί τούτου, έχοντας πάψει, από πολλές δεκαετίες, να παριστάνω τον έφηβο (!), ξεφεύγω, προσπαθώντας ν’ αναζητώ υποκατάστατα. Και κάποτε – όντως – βρίσκω ανακουφιστική καταφυγή σε ιδανικά βιώματα, τα οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Ακριβώς, δε, επειδή η καταφυγή που βρίσκω – όταν τη βρίσκω – δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, αυτή η καταφυγή μου παίρνει διαστάσεις άτακτης φυγής και λιποταξίας από το χρέος της μετωπικής αντίστασης.
Να δώσω εγγύτερη εξήγηση:
Αμέσως μετά την προαναφερόμενη συνέντευξη στο φίλο Γιώργο Παπαδάκη, πήγα στο Contra Channel, όπου – αντάμα με εκλεκτούς συναδέλφους – πάνω από δύο ώρες είχαμε συναρπαστικό διάλογο για τη δίκη και τη θανάτωση του Σωκράτη και του Ιησού. Ένας τεκμηριωμένος διάλογος, που όμως θα μπορούσε να εκληφθεί και ως παγερή παραφωνία, μέσα στη γενική χρεοκοπία της πατρίδας, του λαού, αλλά και καθενός μας ατομικά. Έτσι όπως, πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, το είχαν πει οι ικέτες Ίωνες στους αμέριμνους Αθηναίους, μέσα στο θέατρο του Διονύσου: «των οικιών ημών εμπιμπραμένων, υμείς άδετε…».
Παρόμοια αμήχανος και – συγχωρήστε την εξομολόγησή μου – με δάκρυα στα μάτια, προσφάτως, μέσα στο δώμα του Μίκη Θεοδωράκη, άκουγα κι εγώ τη θεσπέσια μουσική της δικής του «Μήδειας», αντικρίζοντας απέναντι φωταγωγημένα τα ιερά σεβάσματα του Παρθενώνα, της Απτέρου Νίκης και των Προπυλαίων… Και με το σταθερό καημό: «Αχ, χιλιοβασανισμένη κι ένδοξη Πατρίδα! Σε ποιο βάραθρο κατέληξες με την ευθύνη όλων μας…».
– Και τώρα, τι θα γίνει;
Ήμουν παιδί έντεκα χρόνων, την επαύριο των Δεκεμβριανών (έτος οδυνηρό, 1944), όταν κάποιο αγγλικό πολεμικό αεροπλάνο είχε κάνει την εμφάνισή του στο συννεφιασμένο ουρανό της πόλης μας (της Χαλκίδας) και είχε ρίξει προκηρύξεις μ’ αυτό το προκλητικό, όσο και παγερό, ερώτημα: «Και τώρα, τι θα γίνει;».
Μακάρι τώρα να περισσέψει η φρόνηση, που τότε είχε λείψει. Μακάρι να μη θρηνήσουμε καινούργιες εμφύλιες συρράξεις. Ιδίως όμως, μακάρι, εμείς οι παλαιότεροι, να κλείσουμε τα μάτια μας δίχως να έχουμε θρηνήσει τη φυγή στο εξωτερικό των παιδιών και των εγγονιών μας.
ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013, http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=343339