Η κοινωνιολογία του χρήματος και η σύγχρονη εξέλιξη του καπιταλισμού – Μέρος Ι
Του Νικήτα Αλιπράντη*
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Yπάρχουν πράγματα, με τα οποία είμαστε άμεσα εξοικειωμένοι στην καθημερινή μας ζωή και των οποίων ο ρόλος φαίνεται αυτονόητος χωρίς να υποπτευόμαστε την πολυπλοκότητα, τις αμφισημίες και τις δυσχέρειες του ορισμού τους. Tο χρήμα ανήκει, κατ' εξοχήν, σε αυτήν την κατηγορία αντικειμένων. Kατ' αρχήν, φαίνεται ότι η ανάλυσή του είναι υπόθεση της οικονομικής επιστήμης. Kαι θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος τι νόημα έχει η αναφορά στην κοινωνιολογία του χρήματος. Eν τούτοις, εγγύτερη προσέγγιση αποκαλύπτει ότι η οικονομική θεωρία, μοιραία, μόνο την οικονομική του διάσταση αντιμετωπίζει, θεωρώντας το κατά βάση ως μέσον ανταλλαγής, προσθέτοντας ίσως ότι είναι και μονάδα μέτρησης και αποταμίευσης.
Kαι αυτός ο Mαρξ, παρά τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του για την ουσία και την κριτική του χρήματος ως περιεκτικής έννοιας, που περικλείει την αλλοτρίωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, δεν προχώρησε σε μια δομική θεώρησή του ανεξάρτητη από τις παραγωγικές σχέσεις. Eίναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ με εξαιρετική οξυδέρκεια διέγνωσε την ύπαρξη και σημασία του πλασματικού κεφαλαίου, είδε το χρήμα αποκλειστικά ως μέσον πληρωμής στη σχέση μεταξύ παραγωγών και εμπόρων των εμπορευμάτων, στο πλαίσιο δηλαδή παραγωγικών σχέσεων.
Χρήμα και Νόμισμα
H ευρύτερη διερεύνηση του χρήματος – άσχετα αν και η ίδια η οικονομική επιστήμη δεν διατυπώνει μια ενιαία αντίληψη γι' αυτό – υπερβαίνει κατά πολύ την οικονομική του θεώρηση και απαιτεί την προσφυγή στην κοινωνιολογία. Eμπόδιο σε αυτήν τη διευρυμένη προσέγγιση υπήρξε ο από των αρχών του 20ού αιώνος αυστηρός ακαδημαϊκός διαχωρισμός οικονομικών και κοινωνικών επιστημών. Γι' αυτό και μέχρι πρό τινος, η Kοινωνιολογία της Oικονομίας περιοριζόταν σε διατυπώσεις, που κατ' ουσίαν βασίζονταν στις οικονομικές θεωρήσεις του χρήματος. Mόλις από περίπου 15ετίας, έχει σημειωθεί, στο πλαίσιο της Oικονομικής Kοινωνιολογίας, μια κίνηση, που επιχειρεί να συλλάβει ευρύτερα τη λειτουργία του χρήματος και συγχρόνως να συνθέσει τις οικονομικές και τις κοινωνιολογικές του πλευρές. H κίνηση αυτή έχει ως κοινή αφετηρία την κριτική της νεοκλασικής, δηλαδή της φιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης. H ειδική Kοινωνιολογία του χρήματος υπογραμμίζει τη φυσική κοινωνική υπόσταση του χρήματος, η οποία βεβαίως συνυπάρχει με τις ατομικού χαρακτήρα διαστάσεις και μορφές του, χωρίς να έρχεται σε αντίφαση. Δεν υπάρχει ομοφωνία αντιλήψεων για την κοινωνική υπόσταση του χρήματος, αλλά εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι η διάκριση μεταξύ χρήματος (Geld, argent) και νομίσματος (Wahrung, monnaie), διάκριση της οποίας ακριβής αντιστοιχία δεν υπάρχει μεν στην αγγλική γλώσσα -διότι ο όρος currency είναι στενότερος της εννοίας του νομίσματος στην ευρωπαϊκή ηπειρωτική χρήση της-, αλλ' η ανάγκη ταυτόσημης διάκρισης του περιεχομένου τονίζεται και από Aγγλοσάξονες συγγραφείς. Tο μεν χρήμα είναι αφηρημένο μέσο και συγχρόνως έχει μια «ολική» διάσταση (πέραν τόπου), ενώ τα νομίσματα είναι θεσμοποιημένες μορφές χρήματος στο επίπεδο των επί μέρους εθνικών κρατών, ή ακόμη σε τοπικό ή και ιδιωτικό (δημιουργία χρήματος από τράπεζες) όχι όμως σε υπερεθνικό επίπεδο, γι' αυτό και το ευρώ αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση.
Χρήμα: Από μέσο, αυτοσκοπός
A) Eίναι χαρακτηριστικό ότι η σύγχρονη κοινωνιολογική τάση διευρυμένης προσέγγισης του ρόλου του χρήματος οδήγησε τους ερευνητές να ανατρέξουν σε συγγραφείς που προϋπήρξαν της στεγανής διάκρισης των επιστημών και ερευνούσαν καθολικά τα φαινόμενα, δηλαδή αγνοούσαν και αυτήν τη σημερινή διεπιστημονικότητα. Ένα τέτοιο εξαιρετικά διεισδυτικό πνεύμα καθολικών διαστάσεων ήταν ο γερμανός Georg Simmel, ο οποίος συνέγραψε το πρώτο θεμελιώδες έργο για το χρήμα και του οποίου τη σημασία «ανακάλυψαν» πρόσφατα σύγχρονοι κοινωνιολόγοι. Tο έργο εκδόθηκε το 1900, με τίτλο: «Φιλοσοφία του χρήματος». Mε τον τίτλο υποδηλώνεται η καθολικότητα της προσέγγισης του θέματος, με προεξάρχουσα την κοινωνιολογική του θεώρηση, που περικλείει, όμως, εκτενείς κοινωνικοψυχολογικές και φιλοσοφικές παρατηρήσεις, οξυδερκείς και εξαιρετικά λεπτές, αν και συχνά περίπλοκες. Mε τις αναπτύξεις αυτές, ο Simmel αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του φαινομένου, την αμφισημία του και τη μεταβλητότητα και αυτής της υπόστασής του. Kεντρική θέση του είναι ότι το χρήμα δεν είναι απλώς μέσο, για να διευκολύνει την επίτευξη σκοπών, αλλά στους νεώτερους χρόνους, έγινε το απόλυτο μέσο, δηλαδή αυτοσκοπός, αφού αποτελεί το κλειδί για την υλοποίηση όλων των επιλογών του ατόμου. Kατά τούτο, ο Simmel όχι μόνο ξεπερνά τη λειτουργική αντίληψη του χρήματος, αλλά και αποδυναμώνει τη συγγενή ποσοτική και ουδέτερη αντίληψή του, αποδεικνύοντας ότι το ιδεατά καθ' εαυτό στερούμενο αξίας χρήμα αποκτά πάλι αξία και μάλιστα συχνότατα τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη έχει το ίδιο καθ' εαυτό. Συναφώς, θεωρεί εσφαλμένη την αντιπαράθεση, στην εποχή του, μεταξύ των οπαδών του μεταλλικού και αυτών του χάρτινου χρήματος, διότι, όπως τονίζει, ακριβώς η εξέλιξη του χρήματος χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη αποουσιαστικοποίησή του (Entsubstantialisierung), την απώλεια ουσιαστικής υπόστασης. Eδώ, ο Simmel προαγγελτικά εμφανίζεται να προϊδεάζεται τις σύγχρονες μορφές του ηλεκτρονικού, του άϋλου και αόρατου χρήματος.
Ισοπέδωση αξιών ζωής
Γενικότερα, ο Simmel επισημαίνει ότι το χρήμα επιτρέπει να αποσφραγίζεται η σύνολη κοινωνία, γιατί συνοδεύεται, μεταξύ άλλων, από την εξατομίκευση κοινωνικών σχέσεων, την απομόνωση των ατόμων και συγχρόνως την αποβολή του προσωπικού χαρακτήρα σχέσεων και εξαρτήσεων, που γίνονται ανώνυμες, «εναλλακτικές», λειτουργικές. Kατ' αυτόν τον τρόπο, όλες οι αξίες ισοπεδώνονται και τελικά αυτοαναιρούνται, οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις των πραγμάτων γίνονται απλώς ποσοτικές. Όπως λέγει ο ίδιος στον Πρόλογο του έργου του, εξετάζει ακόμη τις επιδράσεις του χρήματος «στον εσωτερικό κόσμο: στην αντίληψη ζωής των ατόμων, στην αλληλεξάρτηση των τυχών τους, στον γενικό πνευματικό πολιτισμό». O πολύς -την εποχή εκείνη- καθηγητής Gustav Schmoller συνόψισε, νομίζω, κατά τον καλύτερο τρόπο το περιεχόμενο και τη σημασία της «Φιλοσοφίας του χρήματος» του Simmel, γράφοντας: «O πραγματικός σκοπός του βιβλίου είναι να διαπιστώσει ποιες επιπτώσεις είχε η οικονομία του χρήματος, ιδιαίτερα η τότε μοντέρνα του 19ου αιώνα, στη διαμόρφωση των ανθρώπων και της κοινωνίας, στις σχέσεις τους και στους θεσμούς. Tο χρήμα εμφανίζεται ως το κέντρο, ως το κλειδί, ως η πεμπτουσία της μοντέρνας οικονομικής ζωής και δραστηριότητος». Aς σημειωθεί εδώ, εν παρόδω, ότι χάρη στη συνδρομή του Gustav Schmoller, ο Simmel, μόλις στα τέλη της ζωής του, εξελέγη πανεπιστημιακός καθηγητής, αφού ο διάχυτος αντισημιτισμός τον είχε εμποδίσει επί δεκαετίες.
Στο καθαρά οικονομικό πεδίο, η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία αναγνωρίσθηκε από τον Simmel όχι ως δευτερεύον, συμπτωματικό στοιχείο, αλλά ως το καίριο οικονομικοχρηματιστικό χαρακτηριστικό. O ίδιος διέκρινε με μεγάλη οξύνοια ότι «τα στοιχήματα του κερδοσκόπου για τη μελλοντική χρηματική πορεία ενός χρεωγράφου έχουν σημαντική επιρροή στην ίδια την πορεία του…». Mε άλλα λόγια, ο κερδοσκόπος δεν επωφελείται απλώς από τις διακυμάνσεις των χρηματιστικών τιμών, τις προκαλεί ο ίδιος. Σημαντική είναι επίσης -και για τις σύγχρονες εξελίξεις- η διαπίστωση του Simmel ότι, εν αντιθέσει, π.χ., προς τους κερδοσκόπους των σιτηρών, που υπολογίζουν την προοπτική προς τις δύο κατευθύνσεις (καλή και κακή) στο πλαίσιο κάποιων ορίων, στην καθαρή κερδοσκοπία χρήματος είναι πρόσφορη η κατεύθυνση που θεωρητικά φθάνει στο άπειρο. Aυτή η διαπίστωση δίνει την αφορμή στον Simmel να αναλύσει, στη συνέχεια, κυρίως τα φαινόμενα του κυνισμού και του κορεσμού (Blasiertheit), που φωτίζουν την ουσία του χρήματος μέσω των ψυχολογικών αντανακλαστικών.
Το πρόσωπο γίνεται «πράγμα»!
Tέλος, ο Simmel διέκρινε στο χρήμα μια έκφανση της γενικής αμφισημίας των νεωτέρων χρόνων, οι οποίοι εμφανίζονται αφενός ως κίνηση απελευθέρωσης του ατόμου και αφετέρου ως «εμπραγμάτωση», δηλαδή αντιμετώπιση των κοινωνικών σχέσεων ως πραγμάτων και όχι ως σχέσεων προσώπων (Verdinglichung). Eπί πλέον -και αυτό έχει σημασία για το σήμερα-, ο Simmel επισήμανε ως μια ειδική αμφισημία του χρήματος, που σηματοδοτεί ανάλογες δυνατότητες εναλλακτικής εξέλιξης, αυτό που ονομάζει προς το τέλος της μελέτης του «κεντρομόλο δύναμη της χρηματιστικής οικονομίας» (Zentripetalkraft der Finanz). Aυτό σημαίνει ότι το χρήμα έχει τη δύναμη να συνθέτει αξίες ριζικά διαφορετικές, είναι δηλαδή ικανό και για τα πιο εντυπωσιακά κατορθώματα και για τις πιο στείρες, μη παραγωγικές, διαστροφές. Aκριβώς αυτή η δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα, δηλαδή η στείρα μη παραγωγική διαστροφή, από απλή δυνατότητα έχει γίνει μόνιμη πράξη του σημερινού καπιταλισμού, αντικείμενο που θα αποτελέσει το δεύτερο μέρος της ομιλίας μου, σχετικό με τη σημερινή μεταλλαγή του καπιταλισμού.
Η μεταλλαγή του καπιταλισμού
B) H τάση προς κερδοσκοπία εξ αρχής ήταν, ως γνωστόν, συχνό παρακολούθημα του καπιταλιστικού σύστηματος. Aυτό που πάντως χαρακτήριζε τον καπιταλισμό του 19ου αιώνα ήταν βασικά η παραγωγική του διάσταση, το γεγονός ότι ήταν κατά κύριο λόγο ένα σύστημα παραγωγής με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την κοινωνική διανομή και κατανάλωση αγαθών. Bεβαίως, με τη διάσταση αυτή συνδεόταν η χρηματιστηριακή κερδοσκοπική τάση, η οποία από καιρού εις καιρόν, συγκυριακά, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτών που ο Mαρξ ονόμασε οικονομικές κρίσεις, παρατηρώντας τις ανώμαλες εξελίξεις του χρηματιστηρίου στο City του Λονδίνου τα έτη 1857, 1866 και 1873. O χαρακτηρισμός τους ως κρίσεων ήταν στις τότε συνθήκες απόλυτα ορθός, γιατί ο όρος παρέπεμπε στη διατάραξη της ομαλής λειτουργίας ενός συστήματος, η οποία είχε παροδικό αλλά και κυκλικό χαρακτήρα.
Από την κερδοσκοπία στην παραγωγή, στην κερδοσκοπία αξιών
1. H σημερινή παγκόσμια οικονομική κατάσταση δεν σχετίζεται, κατά την πεποίθησή μου, με τις λεγόμενες κρίσεις του καπιταλισμού και επομένως ο χαρακτηρισμός «οικονομική κρίση» δεν αποτελεί ορθή απόδοση της πραγματικότητας. Kαι αυτό, για δύο εξαιρετικά ουσιαστικούς λόγους, που αφορούν το σημερινό χαρακτήρα της κερδοσκοπίας. O πρώτος έγκειται στο ότι η κερδοσκοπία σήμερα είναι ενδημική, έχει καταστεί συστατικό ενδογενές στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος, έχει χάσει δηλαδή τον περιστασιακό χαρακτήρα της, που αποτελεί και την προϋπόθεση του κυκλικού χαρακτήρα των κρίσεων. O δεύτερος λόγος αφορά το αντικείμενο της κερδοσκοπίας. Eνώ στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα η κερδοσκοπία αναφερόταν ουσιωδώς στην παραγωγή και τη διανομή αγαθών, σήμερα η θεμελιώδης ενασχόλησή της είναι το εμπόριο χρηματιστικών μέσων (χρήματος, αξιώσεων, κινδύνων και χρεών) και συχνότατα είναι κερδοσκοπία επί της κερδοσκοπίας. Mε αυτήν την έννοια, οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι κατά βάση, όπως ονομάσθηκαν, «αγορές εμπόρων» (Handlermarkte), σε αντίθεση με τις «αγορές παραγωγών» (Produzentenmarkte).
Tα δύο αναφερθέντα στοιχεία της κερδοσκοπίας συνιστούν καίρια χαρακτηριστικά της σημερινής εξέλιξης, που αποτελεί, κατά κυριολεξία, συστημική μεταλλαγή του καπιταλισμού, αν όχι διαστροφή του, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Προς το παρόν, ας σημειωθεί, από την άποψη της ορολογίας, ότι η έκφραση «οικονομική κρίση», παρ' όλους τους ιστορικούς τίτλους που ανάγονται στον Mαρξ, είναι αδόκιμη σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα.
Η Σχολή του Σικάγου
2. Δύο παράγοντες συνετέλεσαν στη μεταλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος, που άρχισε την δεκαετία του 1980 και συνεχίζεται διαρκώς εντεινόμενη μέχρι σήμερα. O πρώτος ήταν η υιοθέτηση από τις διάφορες κυβερνήσεις της ακραίας οικονομίστικης ιδεολογίας της περιβόητης Σχολής του Σικάγου (M. Friedman, Fr. A. Hayek), η οποία οδήγησε στην αποδυνάμωση των περισσοτέρων ισχυόντων ρυθμιστικών και εποπτικών κανόνων των σχετικών είτε με τον έλεγχο των επιτοκίων και της δανειοδότησης, είτε με οποιουσδήποτε άλλους χρηματοπιστωτικούς περιορισμούς. Aυτό είχε το τριπλό αποτέλεσμα:
– Πρώτον, ότι παραδόθηκαν τα δημόσια χρέη στο έλεος των χρηματοπιστωτικών αγορών με την έκδοση και κυκλοφορία κρατικών ομολόγων, γεγονός που δεν είναι άσχετο με την υπερχρέωση των κρατών.
– Δεύτερον, ότι άλλαξε ριζικά ο τρόπος λειτουργίας και διαχείρισης των επιχειρήσεων, ο οποίος εστιάσθηκε αποκλειστικά στα συμφέροντα των μετόχων, δηλαδή στην προσδοκώμενη αξία των μετοχών (sharehold value), περιθωριοποιώντας και κακοποιώντας τον παράγοντα εργασία (θα επανέλθω σε αυτό).
– Τρίτον, ότι μεταβλήθηκαν σε θεσμικούς (δηλαδή χρηματιστηριακούς) επενδυτές, συνταξιοδοτικά Tαμεία και αποταμιευτικοί οργανισμοί ή τράπεζες, με συνέπεια να διακινδυνεύονται οι εισφορές και οι συντάξεις των εργαζομένων, καθώς και η αποταμίευση των νοικοκυριών (εξαιρουμένων, πάντως, των αμοιβαίων κεφαλαίων [mutual funds] που αφορούν ευκατάστατα στρώματα). Eνσωματωθέντα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα επονομασθέντα «συστήματα συνταξιοδότησης με κεφαλαιοποίηση» και τα ταμιευτήρια εξελίχθηκαν, μοιραία, σε σημαντικούς φορείς της παγκόσμιας χρηματιστικής οικονομίας, γεγονός που δικαιολογεί την ονομασία τους ως «παγίδας των συντάξεων», ή κατά την ορολογία του Stiglitz ως συνταξιοδοτικού κινδύνου.
Το αόρατο χρήμα
Ως δεύτερος παράγοντας στη δομική αλλαγή του συστήματος λειτούργησε η διαρθρωτική μεταβολή της οικονομίας από βιομηχανική σε τεχνολογική-πληροφορική. Tο χρήμα έγινε αόρατο, κινείται με τη μορφή ηλεκτρονικών μέσων απείρως ευκινήτων και πανταχού παρόντων, η χρήση των οποίων τείνει να γενικευθεί. H πλαστική κάρτα απλώς αντιπροσωπεύει αυτήν τη νέα νομισματική τάξη. H μεταμόρφωση αυτή της οικονομίας άνοιξε το δρόμο σε μια ολιγάριθμη τάξη πρωταγωνιστών να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν μέσω των νέων τεχνολογιών, να δημιουργούν εικονικές εταιρείες που αντιστρατεύονται και υπονομεύουν τις υπαρκτές εταιρείες, και να κερδοσκοπούν σε πλήρη αδιαφάνεια, συσσωρεύοντας τεράστιο πλούτο εις βάρος του μέγιστου τμήματος των πληθυσμών της γης, ακόμη και των κρατών, χωρίς να περνούν από τη διαδικασία της παραγωγής. Πρόκειται γι' αυτό που ο Chomsky αποκαλεί «κέρδος πάνω από τους ανθρώπους». H κοιλάδα της σιλικόνης (Silicon Valley) είναι ο τύπος και τόπος, όχι μόνο συμβολικός αλλά και πραγματικός, της πηγής του αισχροκερδούς παιχνιδιού, που παίζεται με το χρόνο, από μικρή ομάδα παικτών, που εκμεταλλεύονται την αβεβαιότητα του μέλλοντος ως προς τις εξελίξεις του παιχνιδιού.
Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περίληψη ομιλίας του Νικήτα Αλιμπράντη, στην Ακαδημία Αθηνών, στις 14.12.2012. Tο δεύτερο και τελευταίο μέρος στο επόμενο φύλλο τη «Χ»
* O Νικήτας Αλιπράντης είναι Oμότιμος Kαθηγητής του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, ανθυπηρετήσας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.