Προσέλκυση επενδυτών, εκπατρισμός πολιτών*
Του Γιάννη Στρούμπα
Ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς συναντήθηκε στις 17/12/2012 με τους εκπροσώπους δεκατριών πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων της «Cosco», της «Ρhilip Morris», της «Nestle», της «Procter and Gamble», της «Unilever» και της «Pepsico», προκειμένου να συζητήσει μαζί τους τις προοπτικές ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, με στόχο τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, πληροφορεί το ηλεκτρονικό «Έθνος» (http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=63754498).
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 359, 16/1/2013.
Ο κ. Σαμαράς επιχείρησε να διαβεβαιώσει τους εκπροσώπους των εταιρειών πως το νέο επενδυτικό νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση θα παράσχει κίνητρα για επενδύσεις, ώστε όσες επιχειρήσεις προσελκυστούν να συναντήσουν φιλικό περιβάλλον ανάπτυξης. Ο πρωθυπουργός επισήμανε πως για τις επιχειρήσεις διανοίγεται κι η προοπτική ενίσχυσης από το τραπεζικό σύστημα, εφόσον μετά από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα υπάρξουν μεγαλύτερες δυνατότητες στήριξης των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.
Η εφαρμογή ενός νομοθετικού πλαισίου που θα επιτρέψει την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων είναι οπωσδήποτε υγιής στόχος. Αν γίνει δεκτό πως επιχειρήσεις με ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα αποτρέπονται από τη γραφειοκρατία της χώρας και την απουσία ενός σταθερού οικονομικού, κυρίως φορολογικού, περιβάλλοντος, οπότε κι εμποδίζεται ο αποτελεσματικός προγραμματισμός των επιχειρηματικών κινήσεων, καθίσταται κατανοητή η ανάγκη εξορθολογισμού στη λειτουργία της αγοράς. Πώς ακριβώς, όμως, αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τον σχετικό εξορθολογισμό και σε ποιους αυτός απευθύνεται; Προφανώς ο προσδιορισμός του «λογικού» επισυμβαίνει με διαφορετικά κριτήρια από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Τίνος τη «λογική» υιοθετεί και πραγματώνει η κυβέρνηση;
Ο κ. Σαμαράς, απευθύνοντας το επενδυτικό του προσκλητήριο στους εκπροσώπους των πολυεθνικών εταιρειών, επικαλέστηκε τη σαφή βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» στην Ελλάδα. Ο υπαινιγμός είναι σαφής: το νέο περιβάλλον εργασίας στη χώρα επιτρέπει την απασχόληση φτηνού εργατικού δυναμικού. Επομένως, τα μισθοδοτικά έξοδα της υποψήφιας εργοδοσίας μειώνονται, άρα το ελληνικό επενδυτικό περιβάλλον θα πρέπει να λογίζεται ελκυστικό. Φυσικά, η παραπάνω απλοϊκή συλλογιστική δεν απεικονίζει τη σύνθετη κατάσταση. Η μείωση των μισθών στους εργαζομένους δεν διασφαλίζει την εμπορική επιτυχία μιας επιχείρησης. Αντιθέτως, ένα καταναλωτικό κοινό με περιορισμένη αγοραστική δύναμη αδυνατεί να καταναλώσει. Γι' αυτό ακόμη και πολυεθνικές επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα αναγκάστηκαν το 2012 να εγκαταλείψουν τη χώρα, κρίνοντας την παραμονή τους ανούσια. Η βροντερότερη αποχώρηση ήταν εκείνη της αλυσίδας σουπερμάρκετ «Carrefour», η οποία κατέστησε τον όμιλο Μαρινόπουλου αποκλειστικό δικαιοδόχο της (franchisee) στην Ελλάδα, καθώς και σε άλλες βαλκανικές χώρες (1/1/2013, http://news247.gr/eidiseis/afieromata/poies_epixeirhseis_eipan_antio_sthn_ellada_to_2012.2059162.html). Χαρακτηριστική ήταν, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα του «News247», και η μεταφορά της έδρας της από την «Coca-Cola Hellenic» στην ελβετική Ζυρίχη, ενώ και η ελληνική εταιρεία «ΦΑΓΕ» ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, μεταφέροντας την έδρα της στο Λουξεμβούργο.
Οι επιχειρηματικές κινήσεις μεταφοράς της έδρας δεν είναι άσχετες, βέβαια, με την επιδίωξη αποφυγής της φορολόγησης απ' όσες επιχειρήσεις σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τις διευκολύνσεις χωρών που λειτουργούν σαν φορολογικοί παράδεισοι. Η Ελβετία και το Λουξεμβούργο ανήκουν στους ευρωπαϊκούς φορολογικούς παραδείσους. Πέρα όμως από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, και πάντα αναφορικά με την ερμηνεία του επιδιωκόμενου εξορθολογισμού στη λειτουργία της αγοράς από την κυβέρνηση, προκύπτει πως η κυβερνητική πολιτική προκρίνει, προκειμένου να ανακόψει την αιμορραγία θέσεων εργασίας, την παροχή κινήτρων μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις, και μάλιστα ούτε καν στις εγχώριες, παρά σε πολυεθνικές της αλλοδαπής! Ενώ η κρίση και η μνημονιακή πολιτική έχουν πλήξει συνολικά τις επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, εγχώριες ή πολυεθνικές, ο κ. Σαμαράς και το οικονομικό του επιτελείο επιλέγουν να διευκολύνουν μόνο τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, σε μια πολιτική άνισων αποστάσεων κι ευκαιριών απέναντι στο σύνολο των επιχειρηματιών. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για το πρώτο τετράμηνο του 2012, εξωθήθηκαν στη διακοπή της λειτουργίας τους 56.664 επιχειρήσεις, ενώ η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) υπολογίζει σε περισσότερες από 100.000 τις επιχειρήσεις που έπαψαν να λειτουργούν τη διετία 2011-2012 και σε περίπου 500.000 τις χαμένες θέσεις απασχόλησης.
Ποια λογική, λοιπόν, υπαγορεύει την προνομιακή μεταχείριση των πολυεθνικών εταιρειών απέναντι σε όλες τις υπόλοιπες; Το άνοιγμα θέσεων εργασίας που υπόσχονται οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι μικρότερο από εκείνο που θα προέκυπτε, αν οι μικρές επιχειρήσεις δεν είχαν υποστεί την ανελέητη φορολογική επιδρομή του μνημονίου. Το όφελος για την ελληνική πολιτεία θα 'ταν ακόμη μεγαλύτερο από την ενίσχυση των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, δεδομένου πως αυτές δεν φυγαδεύουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους, ενώ αναλαμβάνουν με συνέπεια τις υποχρεώσεις τους, σε αντίθεση με τις πρακτικές των πολυεθνικών. Σαν να μην αρκούν όλα αυτά, ο κ. Σαμαράς προτρέπει τις ξένες εταιρείες να παράγουν νέα προϊόντα στην Ελλάδα! Δηλαδή, τον ρόλο που θα έπρεπε να τον επιφυλάσσει, με τα κατάλληλα κίνητρα και τις αντίστοιχες διευκολύνσεις, στο εγχώριο δυναμικό, τον εκχωρεί σε εξωτερικούς παράγοντες, αρνούμενος να προβεί στις κινήσεις που θα καθιστούσαν τη χώρα αυτοεξυπηρετούμενη κι αυτάρκη.
Πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την άσκηση κριτικής στην πελαγοδρομούσα «λογική» της; Ως επίθεση ενάντια στην επιχειρηματικότητα κι ως αντίδραση στην έλευση καινούριων ιδεών! Γι' αυτό κι ο κ. Σαμαράς περιφέρει την ανάγκη προς «απενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας» (17/12/2012, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=63754498), ενώ ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Χατζηδάκης δηλώνει αποφασισμένος «να μην επιτρέψει σε όσους φοβούνται το καινούριο και να κρατήσουν την Ελλάδα στο παρελθόν» (11/12/2012, http://www.iefimerida.gr/node/80880#ixzz2EkChDKB2). Υπηρετώντας τις υπαγορεύσεις των μνημονίων, που 'χουν πισωγυρίσει οικονομικά και κοινωνικά τη χώρα στην πέτρινη δεκαετία του 1960 και της μετανάστευσης, θα πρέπει ο κ. Χατζηδάκης να αντιλαμβάνεται το παλιό και το καινούριο εντελώς αφελώς μοναχά σαν γραμμική χρονική εξέλιξη. Μα αν το νεοφιλελεύθερο δόγμα είναι ό,τι πιο πρόσφατο εφαρμόζεται στην πολιτική σκηνή από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, τα αποτελέσματά του κάθε άλλο παρά το καινούριο υπηρετούν, καθώς η στόχευσή του αποβλέπει στην παλινόρθωση του μεσαίωνα, της φεουδαρχίας και της δουλοπαροικίας. Πώς γίνεται, επομένως, ο υπερασπιστής του «νέου» να εφαρμόζει στην πράξη ό,τι πιο απαρχαιωμένο, ό,τι πιο σαθρό κι αντικοινωνικό;
Μα και το επιχείρημα του κ. Σαμαρά δεν υστερεί σε απλοϊκότητα, αν όχι και σε αφέλεια, από εκείνο του κ. Χατζηδάκη. Γιατί όταν ο κ. Σαμαράς εκθειάζει την «επιχειρηματικότητα», έχει στο νου του μια εξαιρετικά επιλεκτική επιχειρηματικότητα, που προορίζεται μονάχα για τις αλλοδαπές πολυεθνικές επενδύσεις ή για τις μεγαλοϊδιωτικές! Για εγχώριες συνεταιριστικές επιχειρήσεις, για μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, για επιχειρήσεις του ελληνικού δημοσίου δεν περισσεύει πουθενά χώρος στη συλλογιστική του κ. Σαμαρά! Αν καλπάζει σήμερα η ενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας, καλπάζει σε βάρος ακριβώς των προηγούμενων μορφών επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, κι όχι σε βάρος της πολυεθνικής επιχειρηματικότητας, την οποία υπερασπίζεται ο Έλληνας πρωθυπουργός σαν να υπερασπίζεται συμφέροντα εθνικά, ενώ αντιθέτως τα υπονομεύει. Γιατί εθνικά συμφέρον είναι το κοινωνικά συμφέρον. Και κοινωνικά συμφέρον είναι ό,τι προάγει την ποιότητα ζωής των πολλών βασιζόμενο σε ανθρωπιστικές αξίες και στις αρχές των ίσων ευκαιριών και της δικαιοσύνης, και όχι ό,τι ευνοεί την υπερσυγκέντρωση του πλούτου σε λίγους και την άνθηση μόνο εκείνων.
Η πολιτική, συνεπώς, που κατεξοχήν θα επέτρεπε την ανάκαμψη της χώρας και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της λοιδορείται και καταδιώκεται: αντί να επιβραβεύονται οι μικροί επαγγελματίες και να ενισχύεται με διευκολύνσεις η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία της χώρας, στραγγαλίζονται από τις φοροεπιδρομές των μνημονίων· αντί να αναδεικνύεται η τεχνογνωσία των Ελληνικών Πετρελαίων από την πολύχρονη αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Θάσου, η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται ή παρακάμπτεται υπέρ των πολυεθνικών, ώστε τα οφέλη να αποδημούν από τη χώρα· αντί να επιστρατεύεται η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων για την άμυνα της χώρας, παροπλίζεται και διαλύεται προς όφελος των αλλοδαπών βιομηχανιών όπλων, ρίχνοντας την ελληνική άμυνα σε κώμα, ετοιμοθάνατη στην εντατική· αντί να οργανώνεται η γεωργική παραγωγή προς εξασφάλιση της επάρκειας σε τρόφιμα, επωάζονται τα παντοειδή καρτέλ που λυμαίνονται την αγορά, ενώ οι υγιείς δημόσιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να λειτουργούν ανταγωνιστικά συγκρατώντας τις τιμές. Να ποια πραγματικά είναι η ενοχοποιημένη επιχειρηματικότητα.
Ο δρόμος της ανάκαμψης διέρχεται εμφανώς από την υγιή λειτουργία των επιχειρήσεων και την επίτευξη της παραγωγικής αυτονόμησης της χώρας. Στην πορεία αυτή προφανώς κι έχει θέση η σύννομη ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Είναι όμως αδιανόητο να ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα με όρους μεροληπτικούς υπέρ συγκεκριμένων ιδιωτικών επενδύσεων, που καταστρατηγούν τον δίκαιο ανταγωνισμό, η δε μεροληψία να αποδίδεται στον εκβιασμό μιας πιθανής αποχώρησης των ιδιωτικών εταιρειών από τη χώρα και στην απώλεια θέσεων εργασίας. Οι αντίστοιχοι εκβιασμοί πάντα βρίσκουν ερείσματα στην ανυπαρξία εναλλακτικών προτάσεων. Αν η πολιτική αποφασίσει με σθένος να ακυρώσει τα ιδιωτικά μονοπώλια, ακόμη και με την ενεργοποίηση μιας υγιούς κρατικής επιχειρηματικότητας, οι σχετικοί εκβιασμοί θ' αποβούν μετέωροι.
Χωρίς να αναμένεται μια ειλικρινής αναμέτρηση της κυβερνητικής πολιτικής με τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά της, η πικρή γεύση της φοβικής υποχωρητικότητας, της υπονόμευσης των εθνικών συμφερόντων, της ανελέητης καταδίωξης κι εξαθλίωσης των πλατιών κοινωνικών στρωμάτων εξακολουθεί να δηλητηριάζει έναν λαό που παρακολουθεί την προσέλκυση αλλοδαπών επιχειρήσεων στην επικράτειά του μέσω των παρεχόμενων σ' αυτές διευκολύνσεων, όταν οι δικές του οικονομικές δραστηριότητες κατατρέχονται κι ο ίδιος εξωθείται σε εκπατρισμό, στην εγκατάλειψη της εστίας του και στη μετανάστευση: τη μετανάστευση που θα επιτρέψει στο κυβερνητικό επιτελείο να «επενδύει» ολομόναχο, να περιαυτολογεί ολομόναχο, και να χρεοκοπεί εντέλει ολομόναχο.