Οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές δυσπραγίες και δημοσιονομικές δυσκολίες στο Βυζαντινό Κράτος
Μέρος 6ο: Παράρτημα για τη νεότερη οικονομική ιστορία
Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*
Ο Χαρίλαος Τρικούπης υπήρξε μέγιστο φωτεινό μετέωρο στον πολιτικό ουρανό της Ελλάδος. Από το θάνατό του έως σήμερα, κανείς έλληνας πολιτικός δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων με το σθένος, τη γενναιότητα, την αυταπάρνηση και την παντελή έλλειψη λαικισμού που χαρακτήριζαν τον Τρικούπη. Αυτές εξάλλου οι ποιότητες τον συνόδευαν έως την ύστατη στιγμή της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Οι τελευταίες ημέρες του Χαρίλαου Τρικούπη
«Αποχώρησα από την πολιτική…
Και αποχωρώ και από την πατρίδα μου…
Δεν θα επανέλθω πλέον ποτέ…»
Προφητικά τα λόγια του μεγάλου πολιτικού. Δεν επανήλθε στην πατρίδα του. Δεν επανήλθε ποτέ. Άφησε την τελευταία του πνοή, ένα απόγιομα του Μάρτη του 1896 στα ξένα.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης ήταν οπωσδήποτε ο μεγαλύτερος πολιτικός της νεώτερης Ελλάδας. Ήταν ο πολιτικός ο οποίος με τις ηθικές του αρχές -πρωτόγνωρες γιά κείνον τον καιρό- και τις πολιτικές του ικανότητες σημάδεψε την εποχή του. Κύρια χαρακτηριστικά του ήσαν, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα και η πολιτική αρετή. Παράλληλα ήταν και ο πολιτικός που παρεξηγήθηκε τόσο πολύ από τον λαό της χώρας του. Ήταν ο πολιτικός που μπορεί να πει κανείς ότι εξαναγκάσθηκε σε αυτοεξορία.
Ο Χαρ. Τρικούπης γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1832 και απέθανε στις Κάννες της Γαλλίας την 30η Μαρτίου του 1896. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Παρίσι και πρωτοδιορίστηκε Γραμματέας στην ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο, όπου υπηρετούσε σαν Επιτετραμμένος ο πατέρας του, Σπυρ. Τρικούπης.
Το 1862 ο πατέρας του παραιτείται και την θέση του Επιτετραμένου και αναλαμβάνει ο Χαρίλαος. Από την θέση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα και κατάφερε να παρακαμφθούν σοβαρές δυσχέρειες που είχαν παρουσιαστεί.
Παραιτείται από την θέση του Επιτετραμμένου το 1865 και ασχολείται πλέον με την πολιτική. Το 1866 αναλαμβάνει το Υπουργείο των Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Αναγνωρίζεται, το 1872, σαν αρχηγός του κόμματος που είχε ιδρύσει μαζί με τους Κ. Λομβάρδο, Αθ. Πετμεζά, Κ. Σαραβά και άλλους, παρ΄ότι ήταν νεώτερος όλων.
Από τη θέση αυτή, του αρχηγού κόμματος, το 1874 αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Καιροί» σχολιάζοντας την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και μέσα από τα άρθρα του ρίχνει ευθύνες στο παλάτι για την πολιτική αστάθεια της εποχής.
Το 1875 αναλαμβάνει τον σχηματισμό κυβέρνησης η οποία γιά πρώτη φορά στην κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδας διενεργεί ελεύθερες εκλογές. Στις εκλογές αυτές το κόμμα του κερδίζει μόνο 25 έδρες και ο Τρικούπης παραιτείται. Όμως ηθικά είχε κερδίσει και είχε καταφέρει να θεμελιώσει στην Ελλάδα την κοινοβουλευτική αρετή.
Στην Οικουμενική κυβέρνηση, που σχηματίζει το 1877 ο Κανάρης αναλαμβάνει το Υπουργείο Εξωτερικών και μάλιστα σε μιά δύσκολη περίοδο λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου.
Στις εκλογές που ακολουθούν ο Χαρ. Τρικούπης γίνεται πρωθυπουργός με συνεργάτες του, τους Δ. Πάλλη, Κ. Λομβάρδο, Π. Καλλιγά, Αθ.Πετμεζά, Δ. Γρίβα.
Η εποχή της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Χαρ. Τρικούπη υπήρξε από τις λαμπρότερες πολιτικές περιόδους της χώρας. Αναδιοργώνωσε τον στρατό και τον στόλο, ανέπτυξε την οικονομία, αυξήθηκαν τα δημόσια έσοδα. Την περίοδο αυτή ναυπηγούνται τρία θωρηκτά, αγοράζεται στρατωτικός εξοπλισμός, κατασκευάζονται νέοι δρόμοι σε όλη τη χώρα και γενικά έπνευσε ανακαινιστικό πνεύμα. Σε μιά σειρά τριάντα περίπου χρόνων, με σκληρούς αγώνες, πρωταγωνίστησε στο πολιτικό προσκήνιο της Ελλάδας και διακρίθηκε γιά τις επιτυχίες του στην οργάνωση του κράτους και την προώθηση των μεταρυθμίσεων, που εδημιούργησαν μιάν Ελλάδα υπολογίσιμη.
Τα μέτρα όμως αυτά απαιτούσαν κάποιες θυσίες στις οποίες ο ελληνικός λαός δεν ήταν συνηθισμένος. Έτσι στις εκλογές του 1885 το κόμμα του ηττάται. Η κυβέρνηση, που ανέδειξαν οι εκλογές είχε βραχύτατο βίο και ο Τρικούπης καλείται και σχηματίζει κυβέρνηση, η οποία με την σθεναρή στάση της απένατι στις Μεγάλες Δυνάμεις αυξάνει το γόητρό του και στις εκλογές του 1886 κατήγαγε θρίαμβο. Όμως και πάλι τα μέτρα της κυβέρνησής του προκάλεσαν λαϊκή αντίδραση και χάνει τις εκλογές του 1889. Ακολουθεί μιά ακόμη εκλογική επιτυχία του τον Μάϊο του 1892 αλλά το φθινόπωρο του ιδίου έτους η κυβέρνησή του παραιτείται. Στις εκλογές που θα ακολουθήσουν ο Τρικούπης δεν θα εκλεγεί ούτε βουλευτής.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν έχασε γιατί δεν ήταν ένας ικανός πολιτικός. Νικήθηκε από την δημαγωγία των αντιπάλων του. Όμως το πλέον σκληρό χτύπημα το πήρε από την καταψήφιση στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, όπου οι κάλπεις δεν τον ανέδειξαν ούτε βουλευτή. Και αναφώνησε την ιστορική εκείνη φράση.
«Ανθ΄ ημών Γουλιμής»
Απόφασή του να εγκαταλείψει την πολιτική αλλά μαζί να εγκαταλείψει και την Ελλάδα. Μιά Ελλάδα που πλέον έχει εισέλθει σε πολιτικό χάος.
Φεύγοντας ο Χαρίλαος Τρικούπης αφήνει πίσω του μιάν Ελλάδα να παλαίει μέσα σ΄ένα πέλαγος πολιτκής ακολασίας. Μέσα από αυτήν την πολιτική ακολασία θα ξεπηδήσουν οι αρρωστημένες δυνάμεις, που μετά από δύο χρόνια θα οδηγήσουν τη χώρα στον εξευτελιστικό πόλεμο του 1897.
Αξίζει εδώ να σημειωθούν δυό φράσεις του Τρικούπη λίγες μέρες πριν φύγει από την Ελλάδα.
Στην αδελφή του Σοφία είπε. «Η μεγαλύτερή μου πίκρα είναι ότι εμπιστεύτηκα ανθρώπους οι οποίοι δεν ήσαν άξιοι εμπιστοσύνης».
Κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιούς εννοούσε ο μεγάλος αυτός πολιτικός. Και σε κάποιον πολιτικό του φίλο, ο οποίος σχεδόν παραβίασε την είσοδο του σπιτιού του γιά να τον συναντήσει, είπε. «Αποχώρησα από την πολιτική και αποχωρώ και από την πατρίδα μου. Συνταξιούχος πιά με μόνη σύνταξή μου τις αναμνήσεις μου. Δεν θα επανέλθω πλέον ποτέ.»
Φεύγει και με την αναχώρησή του αρχίζει γιά τον Χαρίλαο Τρικούπη, στα ξένα, μιά ζωή πόνου και μοναξιάς. Το οδοιπορικό της αυτοεξορίας του αρχίζει από τα μικρά χωριά της Νότιας Ιταλίας.
Συντροφιά του η μοναξιά και ο σκληρός πόνος των αναμνήσεων. Αποφεύγει τις μεγάλες πόλεις. Επιθυμία του να παραμείνει άγνωστος και ξένος μεταξύ ξένων.
Φτάνει στη Γένουα στις 28 Φεβρουαρίου του 1896. Εκεί όμως τον αναγνωρίζουν και δέχεται τις ενοχλητικές επισκέψεις του Έλληνα Προξένου, των Ιταλικών Αρχών αλλά αρκετών Ελλήνων της παροικίας. Όμως όλα αυτά τον ενοχλούν αφάνταστα. Σε γράμμα του στην αδελφή του Σοφία, γράφει:
«…Με ενοχλούν αυτές οι επισκέψεις… Θα αναζητήσω την ηρεμία μου και πάλι στα μικρά χωριά…»
Στις 10 Μαρτίου θα εγκαταλέιψει τη Γένουα. Προορισμός του αυτή τη φορά η κωμόπολις του Νέρβι. Ένα μικρό γραφικό χωριό με μόνο οκτακοσίους κατοίκους, εκείνη την εποχή. Διαμένει σ΄ένα φτωχικό ξενοδοχείο, που όμως το αισθάνεται σαν «…άσυλο γαλήνης..» όπως χαρακτηριστικά γράφει στην αδελφή του. Στο μικρό αυτό χωριό αφιερώνει το χρόνο του σε μακρυνούς περιπάτους και στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του τα οποία όμως ποτέ κανείς δεν θα διαβάσει αφού με εντολή του θα καταστραφούν τρεις ημέρες πριν από τον θάνατό του.
Εκεί, στο μικρό αυτό χωριό, ο Τρικούπης θα υποστεί και την πρώτη βλάβη της υγείας του. Μιά προσβολή γρίππης θα τον καθηλώσει γιά μέρες στο κρεββάτι.
Στο μικρό χωριό Νέρβι, θα δεχτεί την επίσκεψη του ζεύγους Τρασύτεμπεργκ, με τους οποίους από χρόνια συνδεόταν με μιά μεγάλη φιλία. Η φιλία αυτή θα γίνει ακόμη πιό θερμή όταν ο βαρώνος Τρασύτεμπεργκ θα υπηρετήσει στην Αθήνα ως επιτετραμένος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ της Αυστρίας. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η εκτίμηση του Τρικούπη προς τη βαρώνη αλλά και η βαρώνη ανταπέδιδε τη φιλία της με την ίδια θέρμη και εκτίμηση.
Συνοδευόμενος από το ζεύγος των φίλων του, ο Τρικούπης εγκαταλείπει το Νέρβι στις 22 Μαρτίου με προορισμό τις Κάννες. Προτιμήθηκε η πόλη αυτή με υπόδειξη της βαρώνης γιά το εύκρατο κλίμα της αλλά και γιά την δυνατότητα ικανοποιητικής ιατρικής περίθαλψης. Καταλύει στο ξενοδοχείο Gray et Albion και την επομένη προσβάλεται από οξεία αρθρητική εκδήλωση. Παραμένει στο κρεββάτι του από το οποίο δεν θα σηκωθεί ποτέ πιά. Κατεχόμενος από έντονη δυσπιστία προς τα ατελή μέσα της επιστήμης εκείνης της εποχής, όσον αφορά την διάγνωση αλλά και την θεραπεία, ο Τρικούπης αρνείτο επειμόνως κάθε ιατρική επίσκεψη. Όμως μετά από πολλές πιέσεις της βαρώνης Τρασύτεμπεργκ δέχτηκε να εξεταστεί από τον ιατρόν Φραγκ, παθολόγο, ο οποίος εθεωρείτο ως ο καλύτερος των συγχρόνων παθολόγων. Ο Φραγκ εκφράζεται με αισιοδοξία στον Τρικούπη όμως στην βαρώνη δηλώνει εμπιστευτικά ότι η αρθριτική προσβολή εμφανίζει ύποπτες εκδηλώσεις και δεν απέκλεισε τα απροσδόκητα.
Το πρωί της 24ης Μαρτίου ο Τρικούπης ξυπνάει με οιδήματα στα κάτω άκρα. Γι΄αυτή την κατάσταση της υγείας του όχι μόνο δεν λέει τίποτε σε κανέναν αλλά με κόπο σηκώνεται από το κρεββάτι του και μόνος του συντάσσει ένα τηλεγράφημα προς την αδελφή του Σοφία την οποία παρακαλεί να έλθει πλησίον του με τον ανηψιό τους Κωνσταντίνο Τρικούπη, το συντομώτερον.
Στις παρατηρήσεις της βαρώνης Τρασύτεμπεργκ θα απαντήσει προφητικά.
-Αισθάνομαι καλώς. Αισθάνομαι ότι εισήλθον εις εν ταξείδιον το οποίον ούτε η κόπωσις ούτε η ανάπαυσης θα δυνηθούν να μεταβάλουν.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε προαισθανθεί τον θάνατό του. Κι΄έμοιαζε να είναι βέβαιος γι΄αυτό. Απόδειξη τούτου είναι ότι την ίδια αυτή ημέρα δίνει εντολή στην βαρώνη να καταστρέψει το αρχείο του. Έτσι χάθηκαν πολύτιμα στοιχεία από την ζωή του και την πολιτική δράση του.
Τις ημέρες που ακολουθούν εκείνο που φαίνεται να βασανίζει τον Χαρ. Τρικούπη είναι η άφιξη της αδελφής του. Την περιμένει. Νομίζει κανείς ότι κρατιέται ακόμη στη ζωή μόνο περιμένοντας τον ερχομό της αδελφής του. Διαρκώς ερωτά τους γύρω του.
-Γιατί η Σοφία δεν ήλθε; Μήπως γνωρίζετε πότε θα έλθει;
Τελικά η Σοφία με τον ανηψιό του Κωνσταντίνο θα φτάσουν στις Κάννες το μεσημέρι της 28ης Μαρτίου.
Την επομένη 29η Μαρτίου ο Χαρ. Τρικούπης δεν διατυπώνει καμμιά αντίρρηση στην σύγκλιση ιατρικού συμβουλίου. Όμως τα αποτελέσματα είναι αποκαρδιωτικά. Το οίδημα ανεβαίνει προς την καρδιά κι΄ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Η κατάσταση του ασθενούς επιδεινώνεται ώρα με την ώρα.
Το πρωί της 30ης Μαρτίου μόλις καταφέρνει να ψελλίσει στην αδελφή του.
–Αισθάνομαι ότι αποθνήσκω. Αποθνήσκω εις ξένης γην. Και σε λίγο συμπληρώνει την τελευταία του επιθυμία.Επιθυμώ να ταφώ εις την γην της πατρίδος μου. Εις την γην των Αθηνών. Θέλησίς μου είναι να μην αποδοθούν τιμαί. Δεν επιθυμώ λόγους.
Στις 6.05 το απόγευμα της 30ης Μαρτίου του 1896 ο μεγάλος πολιτικός της Ελλάδας, ο οραματιστής, ο αναμορφωτής του ελληνικού πολιτικού βίου, ο άνθρωπος που άφησε την σφραγίδα του στον ελληνικό πολιτικό χώρο, αφήνει στις Κάννες την τελευταία του πνοή.
Από αυτή τη στιγμή θα αρχίσει η οδύσσεια του νεκρού Τρικούπη. Μια οδύσσεια με την οποία η πατρίδα του θέλησε να τον πληρώσει.
Ο Φίλωνας, Έλληνας πρόξενος στην Μασσαλία, ο οποίος βρισκόταν τις Κάννες παρακολουθώντας τις εξελίξεις την υγείας του Έλληνα πολιτικού, τηλεγραφεί στην Αθήνα τον θάνατό του. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Θεοδ. Δεληγιάννης βρίσκεται στην χοροεσπερίδα του Αυστριακού προξένου όταν λαβαίνει το τηλεγράφημα. Η Αθήνα αλλά και όλη η Ελλάδα βρίσκεται στο παραλήρημα της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων οι οποίοι θα αρχίσουν σε λίγες μέρες. Έτσι ο Δεληγιάννης θεωρεί σωστό να μην ανακοινώσει τίποτε αμέσως αλλά την επομένη 31η Μαρτίου, θα δώσει στο δημοσιογραφικό όργανο του κόμματός του, την ΠΡΩΙΑ, λίγες λέξεις.
«Απεβίωσεν εν Κάνναις Γαλλίας ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδος Χαρ. Τρικούπης.»
Μετά απ΄αυτό, το πένθος γιά τον αναμορφωτή της Ελλάδας ήταν ανύπαρκτο. Ο νεκρός του Χαρ. Τρικούπη ταριχευμένος, παραμένει στις Κάννες περιμένοντας την πατρίδα του να τον παραλάβει. Όμως η πατρίδα δεν δείχνει καμμιά προθυμία.
Στην Αθήνα τα στελέχη του κόμματός του συστήνουν μιά Επιτροπή στην οποία αναθέτουν να ασχοληθεί με την μεταφορά του νεκρού στην Αθήνα. Η Επιτροπή ζητά από την κυβέρνηση του Δεληγιάννη την αποστολή ενός πολεμικού σκάφους γιά την μεταφορά του νεκρού. Η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά με την δικαιολογία ότι τα έξοδα είναι υπερβολικά. Δέχεται μόνο να αναλάβει τα έξοδα γιά να μεταφερθεί ο νεκρός με το πλοίο της γραμμής. Σ΄αυτόν τον νεκρό πρωθυπουργό που έβγαλε από την αφάνεια το πολεμικό ναυτικό και το αναμόρφωσε η πατρίδα αρνείται να του παραχωρήσει ένα πλοίο γιά να επιστρέψει νεκρός και να ταφεί στα χώματά της.
Ο νεκρός του Τρικούπη μεταφέρεται από τις Κάννες στην Μασσαλία με μιά θαλαμηγό που προσέφερε κάποιος Γάλλος ονόματι Ροβιλί. Από εκεί με το πλοίο της γραμμής ο νεκρός Τρικούπης θα επιστρέψει στην πατρίδα του.
Εν τω μεταξύ στην Αθήνα από την 6η Απριλίου του 1896 έχουν αρχίσει οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Έτσι όταν στις 8 Απριλίου ο νεκρός Τρικούπης φτάνει στην Ελλάδα κανείς δεν δίνει σημασία σε μιά άμαξα που από τον Πειραιά ανεβαίνει προς την Αθήνα φορτωμένη με ένα φέρετρο.
Η σωρός του Έλληνα πολιτικού μεταφέρεται και τοποθετείται στο ιστορικό οίκημα των Τρικούπηδων, στην οδό Ακαδημίας. Η ταφή του θα γίνει το απόγευμα της 11ης Απριλίου, χωρίς να ακουστεί κανένας επικήδειος. Η επιθυμία του έγινε σεβαστή.
Με τον θάνατο του Τρικούπη κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Το πέρασμά του από τον πολιτικό στίβο πρόσφερε αξίες οι οποίες δεν εκτιμήθηκαν ποτέ, δεν αξιοποιήθηκαν ποτέ.
Η Βουλή των Ελλήνων από τότε μέχρι σήμερα πορεύεται συνεχώς πάνω στα ίδια δεδομένα. Άνθρωποι άσχετοι όλοι αυτοί που καταπιάνονται με την πολιτική στην Ελλάδα πιστεύουν την χώρα σαν ιδιοκτησία τους και τον λαό της σαν σκλάβους. Κάποιες αναλαμπές με την εμφάνιση του Ελευθ. Βενιζέλου μπορεί να πει κανείς ότι μάλλον έπεσαν στο κενό. Αλλά και κάποιες περιστασιακές δικτατορίες όχι μόνο δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν μιάν άξια πολιτική ζωή αλλά μάλλον χειροτέρεψαν όλα όσα βρήκαν. Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι από τον Τρικούπη μέχρι τον σημερινό πρωθυπουργό τίποτα δεν έχει αλλάξει μέσα στη Βουλή των Ελλήνων. Μάλλον όλα έγιναν χειρότερα.
Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη κατά το Μεσοπόλεμο
Τα κοινωνικά προβλήματα και οι οικονομικές κρίσεις που δημιουργήθηκαν μετά τον A’ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και η εφαρμογή των αμφισβητούμενων συνθηκών ειρήνης, έφεραν τα κράτη στα όριά τους και προλείαναν το έδαφος για την επικράτηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οι οπαδοί τους προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των ανέργων και των βετεράνων στρατιωτών. Οι μάζες αμφισβητούσαν αυτούς που τους έσυραν στον πόλεμο και αδυνατούσαν να τους βγάλουν από τις οικονομικές κρίσεις, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσαν κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλεια και την πρόοδό τους.
Οι επαναστάσεις και οι απεργίες κατέληξαν να είναι ενδημικά φαινόμενα των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ τα φιλελεύθερα καθεστώτα και οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αμφισβητήθηκαν. Ενισχύθηκαν τα μειοψηφικά κόμματα, ενώ νέα έκαναν της εμφάνισή τους. Οι ιδεολογίες του σοσιαλισμού, του εθνικισμού, του μιλιταρισμού, η πειθώ των ηγετών – Μουσολίνι, Χίτλερ, Λένιν – σε συνδυασμό με τα αντιπολεμικά ή φιλοπόλεμα συναισθήματα, καθώς και η μεγάλη οικονομική κρίση, οδήγησαν στον ολοκληρωτισμό του κομμουνισμού, του φασισμού και του ναζισμού.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος διαμόρφωσε ένα νέο πρότυπο βίας, που χαρακτήρισε τον 20ο αιώνα και έσπειρε διχόνοιες και μίση, απ’ όπου
ξεπήδησαν νέες και μεγαλύτερες συγκρούσεις στο μέλλον. Επιπλέον, διέλυσε το δυτικό πολιτισμό του 19ου αιώνα που ήταν καπιταλιστικός, φιλελεύθερος, αστικός και ένδοξος, καθώς και την πεποίθηση που είχε η Ευρώπη, ότι ήταν το κέντρο του κόσμου. Τα νέα δεδομένα, όπως διαμορφώθηκαν, την οδήγησαν να χάσει αργότερα και την ανεξαρτησία της, καθώς υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Ένας δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν προ των πυλών.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, μετά την γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας, θα ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Χίτλερ, ο οποίος στηρίζεται στον δυναμισμό της οικονομίας και του στρατού της Γερμανίας, καθίσταται ο αρχηγός του συνασπισμού των δικτατόρων της Ιταλίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Ο Μεσοπόλεμος θα φέρει την κρίση – οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ηθική. Οι φασισμοί θα είναι η ακραία κατάληξη της βίαιης σκλήρυνσης της πολιτικής ζωής. «Μέσα στο πλαίσιο εμφυλίων πολέμων και εργατικών εξεγέρσεων, οι οποίες συγκλονίζουν μεγάλο μέρος της ηπείρου μεταξύ 1918 και 1923 – από τη Ρωσία μέχρι τη Γερμανία, από την Ουγγαρία μέχρι την Ιταλία – ο φασισμός θα προσλάβει τη μορφή τυπικά αντεπαναστατικού, αντιδημοκρατικού και αντεργατικού φαινομένου. Υπό την οπτική αυτή, είναι ο κληρονόμος της αντεπανάστασης, η οποία συνόδευσε τον «μακρό» 19ο αιώνα, από την αντιγαλλική συμμαχία του 1793 μέχρι τις σφαγές του Ιουνίου του 1848 και την Κομμούνα».
Η διαφορά έγκειται στο ότι οι φασισμοί, που δεν κοιτάζουν προς το παρελθόν, επιβάλλουν ηγέτες οι οποίοι δεν προέρχονται από παλιές ελίτ αλλά από «κοινωνικά απόβλητα ενός ξεχαρβαλωμένου κόσμου. Είναι εθνικιστές δημαγωγοί οι οποίοι απαρνήθηκαν την αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή πληβείοι όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το ταλέντο τους ως ‘καθοδηγητές του πλήθους’, μέσα στην ατμόσφαιρα της γερμανικής ήττας».
Η προπαγάνδα, μέσο με το οποίο οι φασισμοί έπεισαν και κινητοποίησαν λαούς έδειξε τη σημασία της ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σαν μέσο ‘διαφώτισης’ της κοινής γνώμης, αλλά και αλλοίωσης των γεγονότων.
Για τους ναζί πάντως «η άμεση προπαγάνδα, είτε ομιλούσα είτε τυπωμένη, ήταν μονάχα η μια πλευρά μιας ευρύτερης επίθεσης στο μυαλό και τις αισθήσεις για να δημιουργηθεί η καινούργια ψυχολογία και τέλος ο ‘καινούργιος άνθρωπος’». Ο show man Μουσολίνι έδειξε τον δρόμο στον Χίτλερ. Δημόσιες τελετές και οπτικά τεχνάσματα κάθε είδους, τέχνη και μαζική κουλτούρα, αρχιτεκτονική, ‘μεγάλες πολιτιστικές καινοτομίες’ και νέες τεχνολογικές κατακτήσεις, τύπος, ραδιόφωνο, λογοτεχνία, μουσική, θέατρο, κινηματογράφος, χειραγωγούν λαούς, συγκαλύπτουν, πείθουν.
«Οι άνθρωποι κατά κανόνα έκαναν χώρο ανάμεσα στον ηγέτη και στον κομματικό μηχανισμό. Ο ηγέτης παρείχε έμπνευση και σιγουριά… Οι μαζικές συγκεντρώσεις, οι παρελάσεις και οι πορείες προσέφεραν στον κόσμο μια τελετουργία και εξέπεμπαν ένα αίσθημα δύναμης που υπογράμμιζε την ανημποριά του ατόμου».
Τα περισσότερα ιστορικά ντοκιμαντέρ που γυρίζονται σήμερα για την εποχή του φασισμού και του ναζισμού είναι θεματικού τύπου, δηλαδή αναπτύσσουν κινηματογραφικά ένα θέμα. Για παράδειγμα, η γερμανική σειρά «Hitler» 2002, εξετάζει σε 6 επεισόδια και μέσα από επίκαιρα και μαρτυρίες ανθρώπων τον Αδόλφο Χίτλερ ως προπαγανδιστή, εραστή, δικτάτορα κλπ. Τα ντοκιμαντέρ με θέματα από την ευρωπαϊκή Ιστορία, όπως η σειρά «Weapons of War» 1998, που πραγματεύεται τα οπλικά συστήματα Γερμανών και Συμμάχων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, καθώς και τα ντοκιμαντέρ όπως η σειρά «The World at War» 1973, που περιγράφει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελούν σημαντικές πηγές πληροφοριών για τον ιστορικό-ερευνητή αυτής της εποχής καθώς και εξαιρετικά ερεθίσματα περαιτέρω έρευνας και αναζήτησης για τον φοιτητή της Ιστορίας.
Πρέπει εδώ βέβαια να σημειώσουμε πως πολλάκις ο κινηματογράφος έχει χρησιμοποιηθεί για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, οι Ναζί γύρισαν πληθώρα ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους χρησιμοποιώντας τον κινηματογράφο ως κύριο προπαγανδιστικό όπλο. Η γνωστότερη είναι η ταινία «Olympia» της Leni Riefenstahl, που γυρίστηκε με αφορμή του Ολυμπιακούς αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, η τριλογία της σταλινικής περιόδου για τον Μαξίμ, των Κόζιντσφ και Τράουμπεργκ αλλά και διάφορα φιλμ που έχουν γυριστεί από τον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια πολέμων στον 20ο αιώνα. Οι ταινίες αυτές μπορούν να προβληθούν σε φοιτητές της Ιστορίας, οι οποίοι θα εξετάσουν τις διάφορες μεθόδους προπαγάνδας δια του κινηματογράφου.
Ένας κύριος λόγος, λοιπόν, για τον οποίο ο καθηγητής/ καθηγήτρια της Ιστορίας πρέπει να χρησιμοποιήσει ιστορικά ντοκιμαντέρ ή ταινίες στο μάθημα του είναι ακριβώς για να εκπαιδεύσει τους μαθητές/φοιτητές του στο πώς να παρακολουθούν τις κινούμενες εικόνες με κριτικό μάτι. Ο εκπαιδευόμενος παρακολουθεί επί καθημερινής βάσεως ειδήσεις, ντοκιμαντέρ και ταινίες στην τηλεόρασή του, χωρίς συνήθως να αναρωτιέται για την αξιοπιστία τους. Αυτό ακριβώς πρέπει να αλλάξει ο καθηγητής/ καθηγήτρια της Ιστορίας. Να διδάξει, δηλαδή, πώς πρέπει να παρακολουθεί ο σημερινός θεατής τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, τα ιστορικά ντοκιμαντέρ ή τις ταινίες με ιστορικά θέματα, τι πρέπει να προσέχει κατά την προβολή τους και πώς πρέπει να σκέφτεται όση ώρα παρακολουθεί αντί να είναι ένας απλός παθητικός θεατής.
info:
1) Jeffrey Herf, Αντιδραστικός μοντερνισμός. Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ΄ Ράϊχ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
2) Α. Γκλυκσμάν, Φασισμοί: Παλιός και νέος, Στοχαστής, Αθήνα χ.χ.
3) Στέφανος Ροζάνης, Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το τέλος του παραδοσιακού ουμανισμού, Παπαζήσης, Αθήνα χ.χ.
4) Κώστας Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1991.
5) Λιονέλ Ρισάρ, Ναζισμός και κουλτούρα, Αστέρι, Αθήνα 1980.
6) Σάλινς Μάρσαλ, Χρήσεις και καταχρήσεις της Βιολογίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997).
* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων