Η ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ:
H λύση που φαίνεται περισσότερο αποτελεσματική αλλά και λιγότερο επικίνδυνη, για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την καταστροφή, είναι το άτοκο «πάγωμα» των υπερβολικών χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, σε όλη την έκταση της Δύσης
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
"Η συνεχιζόμενη υπερχρέωση των κρατών, μεταξύ άλλων σαν αποτέλεσμα της διάσωσης των χρεοκοπημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τους, οδηγεί στην κλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού τους – οπότε στην ασύμμετρη αύξηση των κεφαλαιακών (τοκογλυφικών) κερδών, εις βάρος των εισοδημάτων από την εργασία.
Όσο κλιμακώνονται τώρα τα εισοδήματα από τους τόκους, τόσο μειώνονται τα αντίστοιχα από την εργασία – έως εκείνη τη χρονική στιγμή όπου, οι οφειλέτες αδυνατούν να πληρώσουν τους πιστωτές, επειδή τα εισοδήματα τους από την εργασία (φορολογικά για τα κράτη), δεν φτάνουν πια για την εξόφληση των τόκων και των δανείων τους. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το πρόβλημα λύνεται είτε με αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις, ανάλογες της Γαλλικής επανάστασης, είτε με πολέμους".
Ανάλυση
Είμαστε σχεδόν απολύτως πεπεισμένοι ότι, ο μοναδικός δρόμος εξόδου από την τεράστια κρίση χρέους που βιώνουμε, είναι το κάποιου είδους «άτοκο πάγωμα» τόσο των δημοσίων, όσο και των ιδιωτικών χρεών – αφού η όποια υγιής ανάπτυξη, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, είναι εντελώς ανέφικτη.
Η διαπίστωση μας αυτή δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα ή/και τον Ευρωπαϊκό Νότο, αλλά ολόκληρη τη Δύση – κυρίως δε την Ιαπωνία, τη Μ. Βρετανία και τις Η.Π.Α. Εκτός αυτού έχουμε την άποψη ότι, πλησιάζουμε σύντομα στο σημείο χωρίς επιστροφή, αφού πολλά κράτη χρησιμοποιούν ήδη «μη συμβατικές» μεθόδους για την επιβίωση τους – όπως για παράδειγμα η Ισπανία, η κυβέρνηση της οποίας «υπεξαίρεσε» κρυφά τα συνταξιοδοτικά της ταμεία, για να μην οδηγηθεί στο μηχανισμό στήριξης και στα «νύχια» της Τρόικας. Στα πλαίσια αυτά τα παρακάτω:
ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ
Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο κείμενο μας, όταν το δημόσιο χρέος μίας χώρας υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ της, ο ρυθμός ανάπτυξης της επιβραδύνεται συνεχώς – ακόμη και σε εποχές παγκόσμιας ευημερίας. Σήμερα, ο μέσος όρος των δημοσίων χρεών της Ευρωζώνης υπερβαίνει το κρίσιμο ποσοστό του 90%, των Η.Π.Α. πλησιάζει το 115% του ΑΕΠ και της Ιαπωνίας το 230% του ΑΕΠ – χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τα «κρυφά χρέη», τα οποία προέρχονται από τις «ακάλυπτες» μελλοντικές υποχρεώσεις των ασφαλιστικών ταμείων.
Εάν τώρα η συγκεκριμένη χώρα ή το περιβάλλον της έχει επί πλέον τραπεζικά προβλήματα, πόσο μάλλον ανάγκη «διάσωσης» των τραπεζών της (η βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της Ευρώπης), τότε είναι φύσει αδύνατον να αναπτυχθεί – ακόμη και αν το δημόσιο χρέος της δεν υπερβαίνει το 50% του ΑΕΠ της (όπως τεκμηριώθηκε πρόσφατα στην περίπτωση της Κύπρου και της Ισπανίας).
Η αιτία είναι το ότι, τα χρήματα για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της «εκβάλλουν» στο δημόσιο χρέος (μεταφέρονται έμμεσα στους εκάστοτε φορολογουμένους), αυξάνοντας το ανάλογα.
ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
Όσον αφορά τα συνολικά χρέη, τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά δηλαδή, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 200% του ΑΕΠ μίας χώρας – εάν θέλει να συνεχίσει να αναπτύσσεται υγιώς.
Όμως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, "τα συνολικά χρέη στις 18 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, τα οποία ήταν στο 160% του ΑΕΠ τους το 1980, έχουν εκτοξευθεί σήμερα (2011) στο 321% του ΑΕΠ τους…Αποπληθωρισμένα δε, οι κυβερνήσεις έχουν τετραπλάσια χρέη σε σχέση με το 1980, τα νοικοκυριά εξαπλάσια και οι επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας τριπλάσια".
ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Με κριτήριο τις παραπάνω βασικές διαπιστώσεις, είναι προφανώς αδύνατον να επιτευχθεί ανάπτυξη – εκτός εάν αυξηθεί βέβαια πληθωριστικά η ποσότητα του χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.
Όμως, αφενός μεν η ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών δεν κατευθύνεται στην πραγματική οικονομία, αφετέρου χωρίς ανάπτυξη είναι αδύνατον ποτέ να πληρωθούν τα συσσωρεμένα την τελευταία τριακονταετία, τεράστια χρέη των δυτικών κρατών, επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών.
ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ
Συνεχίζοντας, η επίλυση του προβλήματος αποκλειστικά και μόνο με τη βοήθεια του πληθωρισμού (αύξηση της ποσότητας χρήματος), έτσι όπως επιχειρείται σήμερα, κυρίως από την Ευρώπη (ΕΚΤ), τις Η.Π.Α. (Fed), τη Μ. Βρετανία (BoE) και την Ιαπωνία (BoJ), αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη – αφού είναι εύκολο να χαθεί ο έλεγχος του, με οδυνηρά αποτελέσματα εάν τυχόν «μεταλλαχθεί» σε υπερπληθωρισμό.
Ειδικά όσον αφορά τον πληθωρισμό, σύμφωνα με τη νεοκλασική και μονεταριστική θεωρία, η τιμή ενός προϊόντος καθορίζεται από το σημείο τομής της καμπύλης ζήτησης, με την καμπύλη προσφοράς.
Εάν εμφανισθεί αυξημένη ζήτηση για ένα προϊόν (μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης προς τα δεξιά), ή μειωμένη προσφορά του (μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς προς τα αριστερά), τότε αυξάνεται η τιμή πώλησης του. Το φαινόμενο του (υπερ)πληθωρισμού στην οικονομική θεωρία περιγράφεται, κάπως απλουστευμένα, από την κατωτέρω «ποσοτική εξίσωση»:
ΠΠ x ΕΤ = ΧΠ x ΤΚ
στην οποία το ΠΠ (πραγματική παραγωγή) επί το ΕΤ (επίπεδο τιμών), είναι ίσο με το ΧΠ (ποσότητα χρήματος) επί το ΤΚ (ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος). Επίσης από την «παραλλαγή» αυτής της εξίσωσης (με το x να σημαίνει επί, ενώ το / διά),
ET = (XP x TK) / ΠΠ
όπως και από το ότι, η διαφορά του επιπέδου των τιμών (Δ ΕΤ) είναι ίση με τη διαφορά της ποσότητας χρήματος (Δ ΧΠ) συν τη διαφορά της ταχύτητας κυκλοφορίας (Δ ΤΚ), μείον τη διαφορά της πραγματικής παραγωγής αγαθών (Δ ΠΠ).
Δ (ΕΤ) = Δ (ΧΠ) + Δ (ΤΚ) – Δ (ΠΠ)
Από τις παραπάνω εξισώσεις, καθώς επίσης από τις «παραλλαγές» τους μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, το επίπεδο των τιμών των προϊόντων, μέσω του οποίου μετρείται ο πληθωρισμός, αυξάνεται συνεχώς (με σταθερά τα εκάστοτε δύο άλλα μεγέθη), όταν:
(α) μεγεθύνεται η ποσότητα χρήματος
(β) αυξάνεται η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (αν και σύμφωνα με εμπειρικές μελέτες, η ταχύτητα του χρήματος μακροπρόθεσμα είναι σταθερή) και
(γ) μειώνεται η πραγματική παραγωγή.
Η παραπάνω «ποσοτική εξίσωση» έχει αποδειχθεί εμπειρικά πως ισχύει ως έχει, κυρίως από το ότι η αύξηση της ποσότητας χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες οδηγεί σε μεγέθυνση του πληθωρισμού, ο οποίος είναι δυνατόν να μετατραπεί σε υπερπληθωρισμό – εάν τυχόν η κεντρική τράπεζα δεν καταφέρει να περιορίσει (αναρροφήσει) την ποσότητα χρήματος, την οποία έχει αυξήσει για να καταπολεμήσει την ύφεση, όταν η αγορά επιστρέφει σε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης.
ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
Όπως φαίνεται, η σημερινή κρίση χρέους της Δύσης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υπερχρέωση των τραπεζών, έχει προκαλέσει ορισμένες «επιπλοκές» στο σύστημα – η κυριότερη των οποίων είναι πως η αύξηση της ποσότητας του χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, δεν οδηγείται στην πραγματική οικονομία (σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη δε, ο μέσος τραπεζικός δανεισμός των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην Ευρώπη συνεχίζει να μειώνεται).
Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, αφενός μεν οι εμπορικές τράπεζες, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ τους, δεν δανείζουν η μία την άλλη, αφετέρου στις συνθήκες που επικρατούν στην πραγματική οικονομία – λόγω της αυστηρής πολιτικής λιτότητας που δυστυχώς ακολουθείται (ύφεση, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, χρεοκοπίες κλπ.). Σε αντίθεση δε με την προηγούμενη κρίση (κραχ του 1987), οι τράπεζες επιτρέπεται πια να κάνουν τα πάντα – έχουν δηλαδή εντελώς «απορυθμισθεί», όπως αποκαλείται συνήθως η ασυδοσία τους.
Στα πλαίσια αυτά, τα επί πλέον χρήματα που προσφέρουν οι κεντρικές τράπεζες, είτε παραμένουν ανέπαφα στους λογαριασμούς που έχουν οι εμπορικές τράπεζες σε αυτές, είτε οδηγούνται στα χρηματιστήρια – δημιουργώντας τεράστιες και εξαιρετικά επικίνδυνες φούσκες στις μετοχές, στα εμπορεύματα κοκ.
Το συμπέρασμα μας αυτό αποδεικνύεται από τη συνεχιζόμενη αύξηση των δεικτών όλων σχεδόν των χρηματιστηρίων του πλανήτη – σε πλήρη σχεδόν αναντιστοιχία με την κερδοφορία, καθώς επίσης με τις μελλοντικές προοπτικές των επιχειρήσεων της πραγματικής οικονομίας. Όσο αυξάνονται οι δείκτες βέβαια, τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται μία ενδεχόμενη κατάρρευση τους (κραχ) – αφού οι αλλαγές στα χρηματιστήρια, σε αντίθεση με την πραγματική οικονομία, είναι ξαφνικές, απρόβλεπτες, απότομες, μαζικές (αγελαίες) και ραγδαίες.
Ειδικά όσον αφορά την ΕΚΤ, το γεγονός ότι συνδέει την αγορά ομολόγων των ελλειμματικών χωρών από τη δευτερογενή διαπραγμάτευση, με τη υποχρέωση τους να εφαρμόζουν την αυστηρή πολιτική λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία, δημιουργεί περισσότερες επιπλοκές – ενώ τα επιτόκια δανεισμού των χωρών του Νότου έχουν περιορισθεί σε τέτοιο βαθμό, επειδή ουσιαστικά η ΕΚΤ εγγυάται την πληρωμή των ομολόγων.
Είναι όμως η ΕΚΤ σε θέση να τηρήσει τις υποσχέσεις της, χωρίς να προκαλέσει μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού; Τι θα συμβεί εάν εντελώς απρόοπτα οι αγορές, κυριευμένες από κάποιον πανικό, προσπαθήσουν να «εξαργυρώσουν» τις εγγυήσεις της, «πλημμυρίζοντας» το σύστημα με κρατικά ομόλογα προς πώληση;
ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΩΜΕΝΑ ΧΡΕΗ
Η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει τεκμηριώσει το ότι, τα μη εξυπηρετούμενα, τα επισφαλή δηλαδή σε μεγάλο βαθμό δάνεια, μειώνουν ουσιαστικά την ταχύτητα κυκλοφορίας χρήματος – με αποτέλεσμα να εμποδίζουν τη δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων, όπως συμβαίνει σήμερα, παρά την αύξηση της ποσότητας χρήματος από όλες σχεδόν τις κεντρικές τράπεζες της Δύσης. Στην ποσοτική μας εξίσωση λοιπόν συμβαίνει το εξής:
(α) Πριν από την αύξηση της ποσότητας χρήματος, ο πληθωρισμός (επίπεδο των τιμών) ήταν, για παράδειγμα, ΕΤ = (ΧΠ x ΤΚ) / ΠΠ ήτοι ΕΤ = (100 x 10) / 10 = 100.
(β) Μετά την αύξηση της ποσότητας χρήματος από 100 στα 200 (τυχαίοι αριθμοί), όπου όμως η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος μειώθηκε από 10 στα 5, με σταθερή (ακόμη) την παραγωγή, ο πληθωρισμός στην πραγματική οικονομία παρέμεινε σταθερός – ήτοι: ET = (200 x 5) / 10 = 100.
Αντίθετα, ο πληθωρισμός στην «κερδοσκοπική οικονομία» (μετοχές, παράγωγα κλπ.) μεγεθύνθηκε σε μεγάλο βαθμό – επειδή εκεί οδηγήθηκε η αύξηση της ποσότητας χρήματος, ενώ δεν περιορίσθηκε η ταχύτητα κυκλοφορίας του (ΕΤ = 200 x 10 / 10 = 200, ήτοι 100% αύξηση των τιμών) – εάν υποθέσουμε ότι δεν αυξήθηκε πάνω από το 10 του παραδείγματος.
Ουσιαστικά λοιπόν και παρά τις αντίθετες απόψεις, έχουμε πληθωρισμό και απειλούμαστε με υπερπληθωρισμό – ο οποίος δεν επηρεάζει (ακόμη) την πραγματική οικονομία, αλλά την «κερδοσκοπική» (αν και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες έχει προκληθεί ήδη επισιτιστική κρίση, λόγω της δυσανάλογης αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων, στα αντίστοιχα χρηματιστήρια).
(γ) Περαιτέρω εάν, μετά την αύξηση της ποσότητας χρήματος, καθώς επίσης τη μείωση της ταχύτητας κυκλοφορίας του, μειωθεί η παραγωγή (ενδεχόμενο πολύ πιθανόν), τότε ο πληθωρισμός θα αυξηθεί και στην πραγματική οικονομία – ήτοι θα είναι: ET = (200 x 5) / 5 = 200. Στην περίπτωση αυτή, τα αποτελέσματα θα είναι εξαιρετικά οδυνηρά για την πλειοψηφία των ανθρώπων – αφού η αγοραστική αξία των υφισταμένων εισοδημάτων θα περιορίζεται συνεχώς, λόγω της αύξησης των τιμών των προϊόντων.
(δ) Για να διατηρηθεί τώρα ο πληθωρισμός στα ίδια επίπεδα, εάν περιορισθεί η παραγωγή, θα πρέπει οι κεντρικές τράπεζες να μειώσουν την ποσότητα χρήματος στα 100 – οπότε η εξίσωση θα είναι: ΕΤ = (100 x 5) / 5 = 100.
Με δεδομένο όμως το ότι, η ποσότητα χρήματος μειώνεται, μεταξύ άλλων, είτε με την αύξηση των βασικών επιτοκίων, είτε με την πώληση κρατικών ομολόγων εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας, η διαδικασία θα προκαλούσε άνοδο των επιτοκίων δανεισμού των διαφόρων χωρών – δυστυχώς, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της ύφεσης, τις χρεοκοπίες κλπ.
ΕΜΜΕΣΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΩΝ
Εάν επιλέξουμε τώρα τη «μονεταριστική λύση» του προβλήματος, θα πρέπει να βρούμε καινούργια «εργαλεία» – όπου, στην προκειμένη περίπτωση, οφείλει να αυξομειώνεται η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, με τη βοήθεια του «παγώματος» και «ξεπαγώματος» μέρους των χρεών.
Ειδικότερα, αντί οι κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν την ποσότητα χρήματος (με κινδύνους αφενός μεν να μην οδηγείται η νέα ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και να δημιουργούνται φούσκες, αφετέρου να μην μπορούν να τη μειώσουν όταν ξεπεραστεί η κρίση), θα μπορούσαν να παγώσουν άτοκα ένα ορισμένο ποσοστό δημοσίων και ιδιωτικών χρεών έτσι ώστε, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, να τα «ξεπαγώνουν» σταδιακά.
Με τον τρόπο αυτό θα κατευθυνόταν τα (παγωμένα) χρήματα απ' ευθείας στην πραγματική οικονομία, αφού θα ελαφρυνόταν οι δανειακές επιβαρύνσεις (τοκοχρεολύσια) όλων των «συντελεστών παραγωγής» – οπότε δεν θα δημιουργούνταν φούσκες, δεν θα μειωνόταν η παραγωγή προϊόντων και δεν θα προκαλούνταν πληθωριστικές πιέσεις.
Η εξίσωση μας λοιπόν θα ήταν ET = (200 x 5) / 10 = 100 και στη συνέχεια ΕΤ = (200 x 10) / 20 = 100 – αφού θα αυξανόταν η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος στα προηγούμενα επίπεδα, μέσω του (ξε)παγώματος των χρεών, ανάλογα με το ρυθμό αύξησης ή μείωσης της παραγωγής (σύμφωνα με την εξέλιξη των εισοδημάτων των εργαζομένων, με την κερδοφορία των επιχειρήσεων κοκ.).
Εάν δεν επιθυμούσαμε την αύξηση της παραγωγής, θα επαναφέραμε την ποσότητα χρήματος στο 100 – οπότε η εξίσωση στο παράδειγμα μας θα ήταν ΕΤ = (100 x 10) / 10 = 100. Ουσιαστικά λοιπόν ο πληθωρισμός θα ρυθμιζόταν από το ύψος των χρεών, χωρίς τις επιπλοκές της ενδιάμεσης λειτουργίας των τραπεζών – ενώ δεν θα μεταφερόταν στην «κερδοσκοπική οικονομία».
Ολοκληρώνοντας, εάν επί πλέον οι τράπεζες δεν υποχρεώνονταν να «καλύψουν» τα, νόμιμα παγωμένα, χρέη των οφειλετών τους στους Ισολογισμούς τους, δεν θα υπήρχε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης τους, στη σημερινή έκταση – με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται και από εδώ η ομαλότερη λειτουργία της Οικονομίας.
Η ΕΛΛΑΔΑ
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, δεν μειώθηκε σημαντικά η ποσότητα χρήματος (προφανώς δεν αυξήθηκε), κυρίως λόγω του ειδικού δανεισμού (ELA) των τραπεζών από την ΤτΕ και την ΕΚΤ – ενώ ο περιορισμός της ταχύτητας κυκλοφορίας των χρημάτων αντισταθμίστηκε από τη σχετική μείωση της παραγωγής (υποθετικά στην εξίσωση μας ET = 90 x 7 / 6 = 105, ήτοι 5% αύξηση).
Η εσωτερική υποτίμηση δε (μείωση μισθών κλπ.), η οποία θα προκαλούσε λογικά την (τεχνητή) αποκλιμάκωση των τιμών, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, επειδή υπερκαλύφθηκε από τη μεγάλη αύξηση της φορολογίας (άμεσους και έμμεσους φόρους) – με αποτέλεσμα οι τιμές να παραμείνουν υψηλές, απέναντι σε συνεχώς χαμηλότερα εισοδήματα, οπότε να καταρρεύσει το βιοτικό μας επίπεδο.
Το αργότερο όμως όταν μειωθεί σημαντικά η παραγωγή (προσφορά), κάτι που δεν θα αργήσει να συμβεί, εάν δεν μεσολαβήσει κάποια μεγάλη αλλαγή, οι περισσότερες τιμές (με την ίδια ή ελαφρώς χαμηλότερη ποσότητα και ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος) θα εκτοξευθούν στα ύψη (ΕΤ = 90 x 7 / 3 = 210), αφού η ζήτηση θα υπερκαλύπτει την προσφορά – κάτι που πολύ δύσκολο δεν θα προκαλέσει, μάλλον ξαφνικά, μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, εάν όχι αιματηρές εξεγέρσεις.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με βάση την παραπάνω πρόχειρη ανάλυση, αλλά και την Ιστορία, η λύση που φαίνεται περισσότερο αποτελεσματική, χωρίς να διακινδυνεύσει το σύστημα (όπως θα μπορούσε να συμβεί εάν αποφασιζόταν η διαγραφή χρεών – η σεισάχθεια δηλαδή), είναι το άτοκο «πάγωμα» των υπερβολικών χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, σε όλη την έκταση της Δύσης – σε συνδυασμό με έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό, καθώς επίσης με την καταπολέμηση τόσο των ευρωπαϊκών, όσο και των παγκόσμιων ασυμμετριών, όπως τις έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα μας.
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη υπενθυμίζουμε ότι (άρθρο μας), θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ειδικό «ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποπληρωμής χρεών» («bad bank» ουσιαστικά), στο οποίο να «οδηγηθούν» εκείνα τα χρέη των χωρών της ΕΕ που υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ τους – έτσι ώστε να παγώσουν και να αποπληρωθούν σταδιακά, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή/και το επιβάλλουν, για να μην προκληθεί υπερπληθωρισμός (κάτι ανάλογο θα μπορούσε να δρομολογηθεί και για τα ιδιωτικά χρέη).
Παράλληλα, η πολιτική λιτότητας οφείλει να γίνει πολύ πιο ήπια (με τα «χρόνια προσαρμογής» περισσότερα), έτσι ώστε να αποφευχθεί η ύφεση και τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί – όπως διαπιστώθηκε κυρίως στην περίπτωση της Ελλάδας (ανεργία, χρεοκοπίες, κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, φτώχεια, αυξημένη εγκληματικότητα, κοινωνικές εξεγέρσεις, εθνικές αντιπαλότητες κοκ.).
Φυσικά πρέπει να συνοδευθεί με μέτρα ανάπτυξης όλων των χωρών της ΕΕ, αφού διαφορετικά είναι αδύνατη η μακροπρόθεσμη επίλυση της κρίσης χρέους – ενώ ο «επιτρεπόμενος» πληθωρισμός οφείλει να αναπροσαρμοσθεί στο 4%, από το 2% σήμερα. Επίσης, με μέτρα ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού κλάδου, όπου το κυριότερο όλων οφείλει να είναι ο διαχωρισμός των επενδυτικών από τις αμιγώς «εμπορικές» τράπεζες – στις οποίες πρέπει να απαγορεύεται η κερδοσκοπία με τις καταθέσεις των πελατών τους.
Στη συνέχεια πρέπει να δρομολογηθεί ένα νέο δημοσιονομικό σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο όμως να απαγορεύει τις ασυμμετρίες στα εξωτερικά ισοζύγια συναλλαγών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης – με τα οποία κάποιες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ.), αναπτύσσονται εις βάρος των υπολοίπων.
Τέλος, τονίζουμε ξανά ότι, το ESM θα ήταν σωστό να εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, το οποίο να λειτουργεί όπως το ΔΝΤ από την ίδρυση του μέχρι τη δεκαετία του 1970 – με κύριο στόχο την συμμετρική ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ. Πόσο μάλλον αφού, η μη ισορροπημένη εξέλιξη των κρατών, καθιστά αδύνατη την εφαρμογή μίας κοινής νομισματικής πολιτικής – για παράδειγμα, στη Γερμανία απαιτούνται υψηλά επιτόκια, ενώ στην Ιταλία χαμηλά.
Το «ταμείο» αυτό θα έπρεπε βέβαια να συνοδευθεί από την ίδρυση ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης, έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται το μονοπώλιο των τριών αδελφών (Fitch, S&P, Moody's) – οι οποίες αξιολογούν ουσιαστικά την πιστοληπτική ικανότητα των διαφόρων χωρών, σύμφωνα με τις οικονομικές ανάγκες, την εξωτερική πολιτική (γεωπολιτική) και τα υπόλοιπα στρατηγικά σχέδια της υπερδύναμης.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 06. Ιανουαρίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.