Κυπριακό: Τελευταία τοποθέτηση
Του Παναγιώτη Ήφαιστου*
Από το μήνυμα πιο κάτω είναι ολοφάνερη μια ακόμη πτυχή των αιτίων της τραγωδίας των Ελλήνων. Από την μια πλευρά βρίσκεται ο κατευναστικός όχλος των θιασωτών του παραλογισμού των χαμένων ευκαιριών και από την άλλη πλευρά οι εκατέρωθεν του ιδεολογικού φάσματος δογματισμένοι και φανατισμένοι. Ενδιαμέσως, όπως εδώ, καλόπιστοι φιλοπάτριδες που συνεχίζουν να συνθλίβονται αδιάκοπα από σουρεαλιστικές συζητήσεις για ιστορικά ζητήματα που είναι καιρός να δούμε με ρεαλιστικό μάτι.
Ακόμη, είναι οι κομματικές και ιδεολογικές συμπληγάδες: Ενώ οι Έλληνες ποτέ δεν έπρεπε να ματώσουν στο όνομα ιδεολογικών σαπουνόφουσκων του 18 και 19 αιώνα το μοιραίο έτος 2013 οι συζητήσεις ολοφάνερα είναι βυθισμένες σε ιδεολογικές και κομματικές διαιρέσεις του παρελθόντος που μας τύφλωσαν πολιτικά ακυρώνοντας την συγκρότηση ισχυρών Πολιτειακών οντοτήτων και ισχυρών εθνικών στρατηγικών (αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα του προγενέστερου σημειώματός μου που βλέπω παραβλέπεται).
Αντιπαρέρχομαι την οξύτητα κάποιων διατυπώσεων, τα αυθαίρετα άλματα και τις μπερδεμένες ή τις λειψές αναφορές στα δικά μου γραφόμενα -ο καθείς μπορεί να τις διαβάσει, είναι αναρτημένες- και με όλο τον σεβασμό, και με την ειλικρινή διαβεβαίωση ότι δεν με αφορούν ή αγγίζουν ή θίγουν προσωπικά πολιτικές θέσεις άλλων παρά μόνο όταν αυτές αφορούν την επιβίωση της πατρίδας μου όπως το σχέδιο Αναν- παρακαλώ θερμά, όταν αναφέρεται κάποιος σε εμένα να προσέχει τι διαβάζει από τα κείμενά μου και όχι ότι θέλει ή ότι βολεύει τα πάθη και τα μίση μιας παρωχημένης και άχαρης εποχής.
Πρώτον, στο επίμαχο σημείωμά μου το 90% των αναφορών μου για την περίοδο που συζητάμε αφορούσε το στρατηγικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1950 και 1960 και τις αναρίθμητες!!! μεταβλητές του που οι συνομιλητές μου δεν λαμβάνουν υπόψη, πριν και τώρα. Αυτό ήταν επιστημολογικά σκόπιμο, αναγκαίο και μη εξαιρετέο.
Δεύτερον, προσπάθησα να αντικρούσω ιδεολογικά και κομματικά παραμύθια και μικρό-γεγονότα στιγμιαίας σημασίας ιστορικά μη επαρκώς διερευνημένα (το ένα ή άλλο χαρτί ή «παλιοχαρτί», όπως λένε οι ερευνητές όταν ψάχνουν στα αρχεία προσπαθώντας να διαβαθμίσουν ιεραρχικά την σημασία του ενός ή άλλου εγγράφου – και έδωσα και μια αναφορά στον Κάρρ γι’ αυτό που επιδεικτικά παραγνωρίστηκε!) για να εξηγήσω στοιχειωδώς ότι τότε και τώρα αυτό που μετράει είναι το στρατηγικό μας εκτόπισμα κατιτί που δεν αποκτάται με ιδεολογικές προσκολλήσεις, σοβιετοφιλίες, αγγλοφιλίες, αμερικανοφιλίες, κομμουνιστοφοβίες, αμερικανοφοβίες, Ανανοφιλίες, Χανευφιλίες, κτλ.
Αποκτάται με σωστή (μη ιδεολογική) κοσμοθεωρητική προσκόλληση στο οικείο Πολιτειακό εθνικό συμφέρον και εξαρτάται από την σωστή κατανόηση του εθνικού συμφέροντος μέσα σε ένα λειτουργικά κα φυσιογνωμικά άκαμπτο διεθνές σύστημα συγκεκριμένης δομής και συγκεκριμένων λειτουργιών ((κυριαρχία, αναρχία, απουσία διεθνούς δικαιοσύνης, απουσία διεθνούς ή παγκόσμιας κυβέρνησης). Πως να το καταλάβει ένας οποιοσδήποτε, όμως, εάν και όταν είναι διαποτισμένος το δηλητήριο-ψέμα που πολλοί καλλιεργούσαν ένα ολόκληρο αιώνα ότι δηλαδή η ΕΣΣΔ ή οι ΗΠΑ θα μας έσωζαν από την κακή μας μοίρα (παρακαλώ, ρίξτε μια μόνο ματιά για μιας εβδομάδας μόνο εναλλαγές τακτικών κινήσεων στην Συρία οι οποίες είναι ενταγμένες όλες σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο αποφάσεων που για την υποκείμενη χώρα που επέτρεψε να γίνει έρμαιο ποτέ δεν θα σταθεροποιηθεί μέχρι την πλήρη εκμηδένισή της).
Που να καταλάβει κανείς τέτοια στοιχειώδη και λογικά πράγματα όταν εάν δεν γνωρίζει ότι στην διεθνή πολιτική ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας και ότι τα συμφέροντα των άλλων είναι ρευστά και αστάθμητα και ότι μόνο η δική μας ισχύς μπορεί να μας σώσει, μεταξύ άλλων, με εσωτερική ενδυνάμωση και με σωστές και προσεκτικές συμμαχίες (και με στρατηγικές στάσεις ακόμη και εντός συμμαχιών όπως αυτές που προσεκτικά ανέφερα σε σχέση με την γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας, την δική μας εθνική στρατηγική και πάγιες στρατηγικές στάσεις των μεγάλων δυνάμεων).
Κοντολογίς, στους συσχετισμούς αυτούς, θα είχαμε κάποια οφέλη μόνο αν είχαμε το στρατηγικό και πολιτικό έρεισμα που μας αναλογεί και την αναγκαία πολιτειακή συνοχή και οργάνωση που στηρίζει την εθνική μας στρατηγική. Και αντί αυτού του μείζονος, παθιαζόμαστε με τον Μακάριο, τον Παπανδρέου, τον Γρίβα και κάθε άλλο που ήταν χάρτινα καραβάκια στην κορυφή μεγάλων κυμάτων και οι οποίοι πασίδηλα έκαναν μαύρα μεσάνυχτα για την διεθνή πολιτική (διαφορετικά δεν λειτουργούσαν έτσι στις μεταξύ τους σχέσεις όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα) και οι οποίοι σε κάθε περίπτωση και να ήξεραν και ήθελαν δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν πάνω σε ένα σωστό και βιώσιμο πολιτειακό βάθρο).
Τότε και τώρα, το μείζον είναι ικανότητα στρατηγικής αποτροπής της Τουρκίας και αναίρεσης (ως προς τα ελληνοτουρκικά) της μονομέρειας των μεγάλων δυνάμεων και τυχόν παραστάσεων α) ότι η Ελλάδα χωρίς κόστος είναι αναλώσιμη και β) ότι για να μην είναι αναλώσιμη απαραιτήτως πρέπει (η Ελλάδα) να μπορεί να αναιρέσει την τουρκική γεωπολιτική σημασία στην οποία οι άλλοι τόσο πολύ πόνταραν. Όπως είπαμε με σωστή εθνική αποτρεπτική στρατηγική. Μια τέτοια θεώρηση δεν προϋποθέτει άσκοπο ανταγωνισμό με τους σκοπούς των μεγάλων δυνάμεων ούτε καν ακύρωση και έξοδο από τις συμμαχίες (ενδεχομένως και ανάλογα με την περίπτωση να ισχύει το αντίθετο!).
Τρίτον, τίποτα από ότι διαβάζω εδώ ή που θα μπορούσα να διαβάσω από επιπρόσθετες πληροφορίες (πχ έγγραφα μεταγενέστερα της επιστολής Ερκιν) δεν αναιρεί το ακλόνητο επιχείρημα ότι τα δικά μας μυαλά φταίνε τότε και τώρα. Προτού αποφανθούμε με τόσο απόλυτο τρόπο περί χρυσών συνταγών (και με ιδεολογικοκομματικές σούπες-δηλητήρια για να τα ρίξουμε στον σημερινό προεκλογικό αγώνα) απαιτείται να καταλάβουμε ότι με τα μαύρα χάλια της Ελλάδας και της Κύπρου τις δεκαετίες που διέρρευσαν μετά το 1945, με δεδομένη την διαλεκτική σχέση των στρατηγικών με τις τακτικές επιλογές των μεγάλων δυνάμεων, με δεδομένη την στρατηγική κατάσταση της εποχής και τον πλήρη πολιτικό μας έλεγχο από ξένους, κτλ, λογικά θα πρέπει να είμαστε πολύ ευχαριστημένοι που η υπόθεση του σχεδίου Άτσεσον δεν προχώρησε!
Αν μου επιτραπεί και εμένα μια λογική εκτίμηση πέραν της περιγραφής (και έχοντας κατά νου τι ακολούθησε μέχρι και σήμερα): Μάλλον καθολική απώλεια θα είχαμε την δεκαετία του 1960 – της Κύπρου και εν πολλοίς και της παραπαίουσας μετά-εμφυλιακής Ελλάδας – εάν η ίδια η Τουρκία δεν απέρριπτε τελεσιδίκως το σχέδιο Άτσεσον και εάν συνεχίζαμε να συρόμαστε πιόνι στο ρευστό τακτικό παιχνίδι της τότε στρατηγικής συγκυρίας.
Τώρα, μας τουλάχιστον έχουμε την μισή Κύπρος και με λίγο μυαλό τον Φεβρουάριο μπορούμε να το διαφυλάξουμε για να ανασυνταχθούμε για τα περαιτέρω: Ανάκτησης δυνάμεων και ανάπτυξη στρατηγικής για βιώσιμη λύση αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό ή άρνηση αποδοχής αυτοκτονικών προτάσεων όπως το σχέδιο Αναν.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο, ακριβώς λίγα ακόμη για το περιβόητο σχέδιο Άτσεσον. Βέβαια, διάλογος δεν μπορεί να γίνει αν βλέπουμε αυτά που θέλουμε και όχι τα πρωτεύοντα επιχειρήματα για την τότε κατάσταση. Αφήνω κατά μέρος το κύριο και πρωτεύον που είναι η τότε στρατηγική συγκυρία (εκλεκτικά δίνω βιβλιογραφία πιο κάτω για το γενικότερο πλαίσιο) και ξαναπιάνω το έτερον σκέλος που ήταν η δική μας κατάσταση ως προς την οποία ήδη πολλά ανέφερα κα πολλά υπαινίχθηκα.
Πρώτον, από ότι μέχρι στιγμής γνωρίζουμε για τα διαμειφθέντα μεταξύ Αθήνας-Λευκωσίας και ΗΠΑ, τότε -για να ξεχάσαμε το αμίμητο «να φωνάξουμε την Ρωσία» για το οποίο πολλοί θα έπεσαν από την καρέκλα όταν το άκουσαν και με τους ρυθμούς του οποίου τελικά όλοι σιωπηρά ή ενθουσιωδώς τελικά χόρεψαν-, επαληθεύει ότι αφορούσε τακτικά ζητήματα και όχι στρατηγικά. Δηλαδή, πχ οι συνομιλίες με τους αμερικανούς ηγέτες, το είδος και η αλληλουχία των σχεδίων κτλ, φανερώνουν και επαληθεύουν την αγωνία της Ουάσινγκτον να δράσουν τακτικά για να εξυπηρετήσουν την γεωπολιτικά σημαντική Τουρκία. Ακόμη σημαντικότερο ελίσσονταν φαινομενικά αντιφατικά πλην στρατηγικά λογικά εις βάρος μας με υποσχέσεις, ραβδιά και καρότα για να το επιτύχουν. Ταυτόχρονα, επιβεβαιωτικά, βλέπουμε την αδιατάραχτη αυτοπεποίθηση της Τουρκίας να απορρίπτει και να ζητά περισσότερα σε κάθε νέα συζήτηση και σε κάθε περίπτωση να ελίσσεται χωρίς ποτέ να μπορεί όλο αυτό να κατάληγε σε κάποια συμφωνία που θα άλλαζε την Συνθήκη της Λοζάνης δημιουργώντας μιας νέα σταθερή σχέση (μέμνησον αυτά που ανέφερα για τον μετά το 1922 εγγενή και συστημικό χαρακτήρα των στάσεών της).
Δεύτερον, η συζήτηση αυτή εξ αντικειμένου καταντά σουρεαλιστική, παντελώς υποθετική και εκτός πραγματικότητας εάν σταθερά η μια πλευρά στέκεται στα δευτερεύοντα και εξαρτημένα και όχι στα πρωτεύοντα επιχειρήματα (για την τότε κατάσταση): Προγενέστερη ή μεταγενέστερη αμερικανική ή αγγλική στάση και «χαρτιά» που κυκλοφορούσαν εντάσσονταν στην αδιαμφισβήτητη παγκόσμια-στρατηγική και περιφερειακή-στρατηγική συγκυρία, καθώς επίσης και στην συγκυρία της δικής μας πολιτειακής κακής μοίρας (στην Ελλάδα και Κύπρο). Το τονίσαμε και είναι μείζον. Γιατί δεν προσέχθηκε! Είναι αυτή σοβαρή συζήτηση;
Αφήνω κατά μέρος το ένα κύριο και πρωτεύον που είναι η τότε στρατηγική συγκυρία (εκλεκτικά δίνω βιβλιογραφία πιο κάτω για το γενικότερο πλαίσιο) και καταπιάνομαι με το έτερο σκέλος που ήταν η δική μας κατάσταση για να εστιάσω την προσοχή σε κάποιες σημαντικές πτυχές.
Πρώτον, από ότι ξέρουμε πως ειπώθηκε μεταξύ Αθήνας-Λευκωσίας και ΗΠ|Α, τότε, επαληθεύει ότι από την δική μας πλευρά σκεπτόμασταν τακτικά παραγνωρίζοντας τους στρατηγικούς καταναγκασμούς (εξ ου και τα συναισθηματικού χαρακτήρα παράπονα για την στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Ελλάδα και το Κοινοβούλιο). Φανερώνουν και επαληθεύουν την αγωνία της Ουάσινγκτον να δράσουν τακτικά για να εξυπηρετήσουν την γεωπολιτικά σημαντική Τουρκία και ακόμη σημαντικότερο να ελιχθούν αντιφατικά και εις βάρος μας για να το επιτύχουν. Τι προγενέστερο, ή μεταγενέστερο της επιστολής Ερκιν έγγραφο κτλ: Εντάσσονται στην ίδια λογική. Κανείς είτε το κατανοεί λογικά είτε μονολογεί αποσπασματικά.
Δεύτερον, οτιδήποτε γνωρίζουμε (ή οι μεγαλύτεροι βιώσαμε) εκείνη την περίοδο καταμαρτυρεί ότι η Ελλάδα και η Κύπρος δεν διέθεταν εσωτερική πολιτική συγκρότηση σε επαρκή βαθμό που να εμποδίσει να γίνουν έρμαια των τακτικών αυτών κινήσεων. Όλα τα μεταγενέστερα γεγονότα μέχρι και σήμερα με τελευταία αποκορύφωση το σχέδιο Αναν το επιβεβαιώνουν και επαληθεύουν καθημερινά.
Τρίτον, γιατί ανέφερα την επιστολή Έρκιν; Μεθοδολογικά κα επιστημολογικά έστω και στο πλαίσιο μιας συζήτησης όπως η παρούσα, επιβαλλόταν. Η επιστολή Ερκίν αν και εκδηλώθηκε στο τακτικό πλαίσιο μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης ανάγεται στο στρατηγικό επίπεδο το οποίο και επηρεάζει και γι’ αυτό την ανέφερα. Πρωτίστως, καταμαρτυρεί την πάγια τουρκική στάση. Πιο σημαντικό την πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων της να λειτουργήσει ισότιμα και πελατειακά με τις ΗΠΑ ενώ εμείς δεν μπορούσαμε! Φωτίζει δηλαδή αφενός την αδυναμία μας και αφετέρου το πρωτεύον, ότι δηλαδή η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας της επέτρεπε να απαιτεί ανεξάντλητα, να διαπραγματεύεται εκ του ασφαλούς, να συμφωνεί και να αθετεί, να συμφωνεί για να δημιουργήσει εφαλτήρια περεταίρω αναθεωρητισμού, να απορρίπτει κατά το δοκούν και να δέχεται τακτικά κάποια πράγματα ως εφαλτήριο για περαιτέρω αξιώσεις (αυτό δεν έκανε από το 1974 μέχρι σήμερα και αυτό δεν κάνει τώρα;).
Τέταρτον, τα μαύρα μας τα χάλια που αν συνεχίζαμε αυτή την διελκυστίνδα θα ήταν τελεσιδίκως μοιραία, αφορούν κάτι ακόμη «τακτικό» που αγγίζει όμως βαθειά τα πρωτεύοντα και που επηρέασε πολλούς ημέτερους (ελληνικούς στην Ελλάδα και Κύπρο) δρώντες (καθώς επίσης και, λογικά, την υπόθεση της Μεραρχίας). Ότι δηλαδή η Αθήνα κυριολεκτικά παιδαριωδώς κα επικίνδυνα, χωρίς στέρεες στρατηγικές συμφωνίες με την Δύση, χωρίς σταθερότητα στις σχέσεις της με την αναθεωρητικά άγρια Τουρκία (μέμνησον το 1955 μόλις μερικά χρόνια πριν), από θέση γεωπολιτικής και εσωτερικής αδυναμίας και με ολοφάνερη άγνοια των μεγάλων ιστορικών κυμάτων της εποχής, ερωτοτροπούσε με πολιτικοστρατιωτικές ανατροπές στην Κύπρο οι οποίες θα ήταν πολύ χειρότερες από αυτές του 1974. Εξ αντικειμένου και λογικά θα επεκτείνονταν και σε διαίρεση στην μητροπολιτική Ελλάδα.
Ας κάνουμε την λογική εκτίμηση ότι σίγουρα ανεπίγνωστα (είπαμε: εμείς ποτέ δεν κάνουμε δίκη προθέσεων αλλά αναφερόμαστε μόνο σε βεβαιότητες όπως η συνενοχή πολιτικών προσώπων και διανοουμένων στην θανατηφόρα Ανανική εκτροπή), οι απλουστευτικές ερμηνείες της τότε εποχές κουβαλούν νερό στις πραξικοπηματικές αθλιότητες πριν το 1974, δικαιολογούν το ενδεχόμενο να είχε τότε ανατραπεί προγενέστερα η πολιτειακή νομιμότητα στην Ελλάδα και Κύπρο, δικαιολογούν την πολιτική αθλιότητα συζητήσεων για διζωνικές παρακρούσεις και δικαιολογούν την κατάληψη σήμερα της εξουσίας από καταστάσεις που δεδηλωμένα θα μας επιφέρουν την χαριστική βολή με το να καταργήσουν την ΚΔ και να μας εντάξουν στον τουρκικό χώρο.
Έτσι, για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να μιλά σοβαρά για αυτή την ιστορική συγκυρία αν δεν συνεκτιμήσει (ενισχυτικά των πιο πάνω) διάφορα γνωστά γεγονότα όπως η στάση του στρατηγού Λαναρά (και αυτό ένα τακτικό ζήτημα που φωτίζει όμως τα πρωτεύοντα του δεύτερου σκέλους των επιχειρημάτων μου). Αν δεν συνεκτιμήσει ότι ο στρατηγός αυτός, για παράδειγμα, ο οποίος το 1964 επιλέγει να αναλάβει τη αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων στη Κύπρο, τελικά αρνήθηκε τη εντολή, όταν του ειπώθηκε ότι μεταξύ των καθηκόντων του θα μπορούσε να ήταν και η πολιτειακή ανατροπή στην Κύπρο. Όποιος έχει κουράγιο ας ψάξει ιστορικά αυτές τις πτυχές και να τις εντάξει στο πνεύμα και τις συγκυρίες της τότε εποχής ας το κάνει. Ας το κάνει και να συνδέσει τα ευρήματα με το γεγονός ότι καθ’ όλη την μεταγενέστερη περίοδο η εξαρτημένη Μητρόπολη συνειδητά ή ανεπίγνωστα, εκλογικεύοντας ή κυνικά και καταναγκασμένη ή αφελώς, ενεργούσε κατά της Κύπρου ως εντολοδόχος τρίτων. Ναι ή όχι; [Παρενθετικά, δεν μπορώ να παρατηρήσω ότι ο Γιώργος Λιλλήκας είναι ο πρώτος έλληνας ηγέτης που βλέπει, μεταξύ άλλων, αυτά τα πράγματα διαφορετικά. Για παράδειγμα, με το να κατανοεί την στρατηγική σχέση Ελλάδας-Κύπρου και το γεγονός ότι όταν η Ελλάδα βήχει η Κύπρος παθαίνει πνευμονία].
Εάν επίσης κανείς δεν μιλά βάσιμα αν δεν συνεκτιμήσει τις αδιάλειπτα ρευστές συζητήσεις για τις βάσεις και τους πληθυσμούς που ζούσαν στις περιοχές αυτές, τις ρευστές συζητήσεις για παράδοση ελληνικού εδάφους στην Τουρκία (γιατί άραγε δεχόμασταν αυτή την αθλιότητα μιας και για την Κύπρο υπήρχε η Λοζάνη, πως αφήσαμε να μπλεχθούμε έτσι;), την σπασμωδική βιασύνη μερικών να μιλούν για κατάργηση της ΚΔ χωρίς να υπάρχει κατιτί σταθερό και αμετάκλητο ως συμφωνία, τις συζητήσεις πριν και μετά τον αγώνα για «Tridominium»), και τα λοιπά από τα ελάχιστα!! που γνωρίζω αλλά επαρκή για να είμαι επιφυλακτικός και όχι απόλυτος και οπαδός της μεγαλύτερης πολιτικοστοχαστικής αθλιότητας των συγχρόνων Ελλήνων, τις θεωρίες δηλαδή περί «χαμένων ευκαιριών». Σε κάθε ιστορική συγκυρία κάποιος ξεφουρνίζει παραμύθια για «χαμένες ευκαιρίες» για να απεμπολήσουμε το εθνικό συμφέρον που στηρίζεται στην διεθνή νομιμότητα και που με σωστή στρατηγική διαφυλάσσεται.
Εδώ μέσα στα ηλεκτρονικά μηνύματα δεν κάνω ιστορική ανάλυση παρά μόνο ταπεινά – όπως τόνισα ακόμη και κυρίως όταν επικαλούμαι την επιστημονική μου ιδιότητα – τονίζω τα λογικά και στοιχειώδη. Όποιος θέλει να κάνει ιστορική έρευνα ας την κάνει αλλά τα δύο κύρια σκέλη επιχειρημάτων που κατάθεσα ως συνεισφορά στον προβληματισμό δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Κυρίως πολιτισμένος πολιτικός και επιστημονικός διάλογος δεν μπορεί να γίνει όταν οι συζητήσεις γίνονται με όρους παραμυθιών των ιδεολογικά μεταμφιεσμένων ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος που εισέρευσαν μέσα στην πολιτειακή μας ζωή, μας διέβρωσαν, μας εμπόδισαν να είμαστε φιλοπάτριδες με τον σωστό τρόπο, μας εμπόδισαν να λειτουργούμε ανεξάρτητα και ισότιμα με τα άλλα κράτη και που οδήγησαν σε ένα χάος κομματικών και ιδεολογικών παθών μέσα στα οποία δυστυχώς πολλοί ακόμη βράζουν.
Ιδού η (πολύ μεγάλη!!) ευκαιρία: Τον Φεβρουάριο να αφήσουμε πίσω αυτό το κακό παρελθόν. Αυτή είναι η εκτίμησή μου, σέβομαι την αντίθετη άποψη, έστω και αν την θεωρώ απόφαση αυτοχειριασμού γιατί η διζωνική παράκρουση αυτοκτονία είναι. Ας μην τολμήσει κανείς όμως να μας απαγορεύσει να την λέμε, αν και, λέω με νόημα, δεν το αποκλείω αν κυριαρχήσουν στην Κύπρο τραμπουγκίστικες νοοτροπίες της περιόδου 1979-74 όταν ακόμη και καλόπιστοι πατριώτες κύλισαν μέσα στον χείμαρρο που μας έστησαν ξένοι.
Τέλος, κάπου η συζήτηση είναι και άσκοπη γιατί καταντά διάλογος κωφαλάλων. Μοιάζει με εκείνη την εναέρια εικόνα όπου ταξιδιώτες που επιβαίνουν σε δύο ή περισσότερα αεροπλάνα προσπαθούν να συνομιλήσουν, παρά το γεγονός ότι τα αεροπλάνα αυτά κινούνται σε διαφορετικό ύψος, διαφορετικό προσανατολισμό και διαφορετικές εποχές.
Η παρούσα ίσως θα είναι η τελευταία μου παρέμβαση εδώ γιατί θεωρώ αθλιότητα (δική μου) αν δεχθώ να συζητώ με ιδεολογικά-κομματικά προκατειλημμένες αντιλήψεις. Με εκτοξεύσεις υποθέσεων που συνιστούν απαράδεκτη δίκη προθέσεων, με μετατροπή αυτής της λίστας συζητήσεων σε δικαστήριο καταδίκης του ενός ή άλλου, με διαστρεβλώσεις ή παραβλέψεις αυτών που γράφω, με παθιασμένα σύνδρομα περί μιας και μοναδικής αλήθειας (που όπως μπήκα στον κόπο να εξηγήσω δεν ισχύουν για εμένα αλλά και για κανένα) και γενικότερα με συμμετοχή μου σε μια συζήτηση που αποπροσανατολίζει από το γεγονός ότι κύριο ζήτημα σήμερα είναι η εκλογή υποψηφίου από τον οποίο διατρέχουμε τους λιγότερους κινδύνους κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο καθείς διατηρεί όπως βλέπω τις θέσεις και ζει στον δικό του κόσμο. Θα ξαναμιλήσουμε, μάλλον, μετά τον Μάρτιο του 2013. Όταν όπως υποθέτω μερικοί νομίζουν ότι θα εισέλθουμε στον ανθόσπαρτο πεδίο όπου αν και αμετανόητοι δράστες παρελθουσών πολιτικών εγκλημάτων κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας ( δηλαδή του θεσμού συλλογικής μας ελευθερίας που συνηγόρησαν στην κατάργησή της) θα κρατούν το πηδάλιο μεταμορφωμένοι σε σοφούς πολιτικούς κυβερνήτες, Καθόλα όπως νομίζεται ικανοί:
θα συνεκτιμήσουν επαρκώς το αχανές και πρωτοφανώς ρευστό μεταψυχροπολεμικό στρατηγικό περιβάλλον (είναι ίσως το μεγαλύτερο διεθνές ναρκοπέδιο της ιστορίας),
θα συνεκτιμήσουν επαρκώς την σημασία των υποθαλάσσιων πόρων και συμφερόντων (και θα κάνουν διαρκώς σωστές συναλλαγές κα συμφωνίες),
θα απαλλαγούν από ιδεολογικά και κομματικά πάθη του παρελθόντος και θα λειτουργήσουν εθνικά
θα διαβάσουν επιτέλους υποθέτω το Στρατηγικό βάθος και το Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες του Αχμέτ Νταβούτογλου για να εμπεδώσουν τι σημαίνει ένας παρά φύση διζωνικός γάμος με την Τουρκία,
θα συνεκτιμήσουν την ακόμη χειρότερη σε σύγκριση με την δεκαετία του 1960 κατάσταση της Ελλάδας,
θα συνεκτιμήσουν πλήρως όχι μόνο τις στρατηγικές δομές και συμφέροντα αλλά και τις συναρτημένες περιφερειακές εξελίξεις,
Και τα λοιπά.
Για να λειτουργήσουν όπως κάποιοι εδώ υπονοούν σωστά, εάν κάποιο σωτήριο περιφερόμενο χαρτί αλά Άτσεσον μας προταθεί. Ακόμη και αν δεν το δεχθεί η Τουρκία αυτοί θα εμμένουν γιατί σοφοί είναι και ξέρουν τι κάνουν. Κρατούν τα νήματα των στρατηγικών και τακτικών κινήσεων των μεγάλων δυνάμεων. Που θα είναι τόσο οξυδερκείς ούτως ώστε το καράβι μας θα πλεύσει τα κύματα του Ποσειδώνα για να ησυχάσουμε, επιτέλους, να φθάσουμε στην Ιθάκη. [Μόνο βέβαια, που Ιθάκη δεν υπάρχει στο σύγχρονο διεθνές σύστημα αλλά αυτοί κάτι θα κάνουν].
Τώρα, γελώ με τις αστειότητες για τα κτυπήματα κάτω από την ζώνη για τον επιστημονικό μου ρόλο, όταν βασικό δικό μου επιχείρημα είναι πως λίγα ξέρω. Όταν πάγια επιστημολογική μου στάση δηλωμένη σε δημοσιευμένα κείμενα χιλιάδων σελίδων είναι πως ένα οίδα ότι ουδέν οίδα και ότι απόλυτος κανείς δεν μπορεί να είναι όταν εκτιμά τα ιστορικά γεγονότα στο υπόστρωμα των οποίων δρουν μύριοι αστάθμητοι και δυναμικά συμπλεκόμενοι παράγοντες. Όμως, τποτα το προσωπικό και σέβομαι τους καλοπροαίρετους πατριώτες έστω και αν είναι βυθισμένοι στο ιδεολογικοκομματικό πάθος, τις προσωπικές αντεκδικήσεις, την εθελοτυφλία, την μονομέρεια, τα αυτοκτονικά σύνδρομα, κτλ. Ανθρώπινα όλα αυτά και προϊόν κάθε ατελούς πολιτειακής ζωής.
Μέρες που είναι από τα χιλιάδες κείμενα που θα μπορούσα να αναφέρω για να μιλά κάποιος στο έδαφος και όχι καθισμένος σε σύννεφα -και μιας και είναι τώρα γιορτές που επιτρέπουν κάποιο διάβασμα – προτείνω τα εξής σημαντικά κείμενα:
John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα) (κατανόηση τι κάνουν μονίμως οι μεγάλες δυνάμεις και λογική κατανόηση τι κάνουν όσοι κινούνται μονίμως μέσα σε συμπληγάδες)
Π. Κονδύλης, Πλανητική εποχή (Εκδόσεις Θεμέλιο) (κατανόηση των μεγάλων κυμάτων του 20 αιώνα)
Π. Κονδύλης, Από τον 20 στον 21 αιώνα (Εκδόσεις Θεμέλιο) (κατανόηση του ανελέητου χαρακτήρα της «διεθνούς κοινότητας» του 21ου αιώνα)
Π. Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού (εκδόσεις Θεμέλιο) (κατανόηση ότι όσοι πολώθηκαν στις ιδεολογικές συγκρούσεις και έφτιαξαν κόμματα για να υπηρετήσουν τα ιδεολογικά δόγματα ζουν πνευματικά στον 18 και 19 αιώνα – αν ζουν και τώρα τους αξίζει να πάθουν ότι τους αξίζει).
Καλή Πρωτοχρονιά
Υστερόγραφο: Για τα εκφραστικά και ορθογραφικά λάθη δεν επανέρχομαι λόγω φόρτου, δυστυχώς.
* Π. Ήφαιστος – P. Ifestos, www.ifestosedu.gr – info@ifestosedu.gr
Σημείωση: Το άρθρο μου ήλθε με e-mail.