ΒΙΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟΙ:
Τα σφάλματα της Ελλάδας, τα «κατηγορώ» των ευρωπαίων πολιτών, η τευτονική αλαζονεία, το σενάριο της εξόδου της Γερμανίας από την Ευρωζώνη, οι δυνατότητες της Ευρώπης, το εθνικό νόμισμα και το μέλλον της πατρίδας μας μετά το τέλος της κρίσης
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
"Είναι πραγματικά απίστευτο, δεν είναι εύκολο δηλαδή να κατανοήσει κανείς το πώς κατάφερε η Πολιτική μίας τόσο πλούσιας χώρας, όπως η Ελλάδα, να την οδηγήσει στην αδυναμία πληρωμών των οφειλών της – από εκεί, αμέσως μετά, χωρίς ουσιαστικά την παραμικρή προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης δανεισμού (την οποία μόνοι μας προκαλέσαμε), στα νύχια του ΔΝΤ. Πόσο μάλλον όταν η «διαχείριση» του ελάχιστου συγκριτικά συνολικού χρέους της, δημοσίου και ιδιωτικού, ήταν κάτι παραπάνω από εφικτή – όπως έχει στο παρελθόν επισημάνει ακόμη και η τράπεζα των τραπεζών.
Είναι εμφανές λοιπόν ότι, η Ελλάδα έχει, από δεκαετίες τώρα, ένα τεράστιο «έλλειμμα διακυβέρνησης», το οποίο δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια της εκάστοτε ηγετικής της ομάδας. Δυστυχώς, εδώ ακριβώς αποτυγχάνει διαχρονικά η χώρα μας η οποία, κατά τα φαινόμενα, δεν διαθέτει έναν ικανό και επαρκή «κρατικό μηχανισμό» – γεγονός που μας οδηγεί στο οδυνηρό συμπέρασμα ότι, μόνο η «δημιουργική καταστροφή» του υφιστάμενου μηχανισμού, ενδεχομένως με τη βοήθεια της χρεοκοπίας, θα μπορούσε να «επιφέρει» την απαιτούμενη αλλαγή του".
Ανάλυση
Όπως φαίνεται οι Ευρωπαίοι δεν συγχωρούν την Ελλάδα, κατηγορώντας την εύλογα ότι, «άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου» – αφού χρησιμοποιήθηκε ως ο Δούρειος Ίππος, με τη βοήθεια του οποίου εισέβαλλε το ΔΝΤ στη Ευρωζώνη, «πυροδοτώντας» την τεράστια κρίση χρέους, βιώσιμου δανεισμού και τραπεζών που βιώνουμε.
Δυστυχώς, το ότι η μοιραία «κερκόπορτα» ανοίχθηκε ερήμην των Ελλήνων, από τον τότε πρωθυπουργό τους, δεν αποτελεί δικαιολογία για κανέναν Ευρωπαίο – επειδή δεν διαχωρίζεται ποτέ η χώρα, από τους εκάστοτε εκπροσώπους της (ενδεχομένως σωστά, με την έννοια πως οι πολίτες επιλέγουν την ηγεσία τους – όπου δυστυχώς κανένας δεν ενδιαφέρεται, σχετικά με το εάν είχαν στη διάθεση τους ορθολογικότερες επιλογές).
Οι Ευρωπαίοι δεν συγχωρούν ανάλογα την πρωσική Γερμανία, η οποία απαίτησε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στη «διάσωση» της Ελλάδας – με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί από τους «εισβολείς» σκόπιμα, για πρώτη φορά, η αλληλεγγύη, καθώς επίσης η βιωσιμότητα της Ευρωζώνης και του κοινού νομίσματος της.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε ότι, η αντιμετώπιση του ευρώ απλά και μόνο σαν ένα νόμισμα, με επακόλουθο τη σύγκριση του (πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα) με τα εκάστοτε εθνικά νομίσματα, αποτελεί ένα «κρίσιμο», καίριο λάθος – αφού το «ζητούμενο» δεν ήταν ποτέ το κοινό νόμισμα, αλλά η Ευρωπαϊκή ιδέα και η συνοχή της ηπείρου μας. Ειδικότερα το ότι, είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσουν, να διατηρήσουν καλύτερα το βιοτικό τους επίπεδο τα ευρωπαϊκά κράτη χωριστά μεταξύ τους, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης – πόσο μάλλον όταν η Ευρώπη συνιστά ένα συνεχώς μειούμενο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ ευρίσκεται απέναντι σε πολύ μεγάλες, συνεκτικές δυνάμεις, όπως οι Η.Π.Α. και η Κίνα.
Περαιτέρω, οι Ευρωπαίοι εύλογα δεν συγχωρούν την Ελλάδα, κατηγορώντας την ότι δεν σεβάστηκε αυτά που υπέγραψε το 2010 – το πρώτο μνημόνιο δηλαδή, με το οποίο ψηφίσθηκαν από τη Βουλή κάποια συγκεκριμένα μέτρα, που όμως ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν (σκόπιμα μάλλον). Προφανώς έχουν απόλυτο δίκιο αφού, ανεξάρτητα από το εάν τα μέτρα αυτά ήταν οικονομικά σωστά ή όχι, όταν τα αποδέχεται μία χώρα οφείλει να τα τηρεί – με απόλυτη «ευλάβεια» και ενδεχομένως κάνοντας περισσότερα, από αυτά που την υποχρεώνουν (αν και, κατά την άποψη μας, δεν έπρεπε να είχε υπογραφεί κανένα μνημόνιο).
Την ίδια στιγμή, οι Ευρωπαίοι κατηγορούν τη Γερμανία, επειδή δεν σεβάστηκε ποτέ έγκαιρα τις υποχρεώσεις που ανέλαβε – καθυστερώντας απαράδεκτα τις αποφάσεις που αφορούσαν την Ελλάδα (καταρχήν το 2010, για να προλάβουν οι δικές της τράπεζες να «απεγκλωβιστούν» από τα δάνεια τους προς τη χώρα μας, να πουλήσουν τα ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους δηλαδή και στη συνέχεια για άλλους λόγους – σαδιστικούς εν μέρει).
Στα πλαίσια αυτά, η χρησιμοποίηση της Ελλάδας εκ μέρους της Γερμανίας, ως το ιδανικό υποψήφιο θύμα για τον παραδειγματισμό και τη υποταγή των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ξεπέρασε κάθε ανεκτό όριο – με αποτέλεσμα να προκληθεί μία τεράστια κρίση εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη, καθώς επίσης να εμφανισθούν μη αλληλέγγυες όλες οι χώρες μεταξύ τους, προκαλώντας τις συνεχείς επιθέσεις των αγορών.
Συνεχίζοντας, οι Ευρωπαίοι δεν συγχωρούν σήμερα την Ελλάδα, πολύ σωστά, επειδή αποδέχεται χωρίς καμία διαμαρτυρία τον απίστευτο εξευτελισμό της από την πρωσική Γερμανία – ζητιανεύοντας στην κυριολεξία για τις δόσεις της ντροπής, επιτρέποντας στην καγκελάριο να την «λυπάται» δημόσια (λέγοντας χαιρέκακα πως την προβληματίζει η αδυναμία της Ελλάδας να πληρώσει μισθούς και συντάξεις), θυσιάζοντας τη βιωσιμότητα των Ελλήνων στο βωμό του χρέους και ψηφίζοντας οτιδήποτε της ζητηθεί, στα πλαίσια της γνωστής πολιτικής των υποκλίσεων και της δουλικής υποτέλειας, η οποία χαρακτηρίζει τις κυβερνήσεις της των τελευταίων ετών.
Στο σημείο αυτό, όταν αρκετά ελληνικά ΜΜΕ προγραμματίζουν ειδικές εκπομπές για το θέμα της δόσης των 31,5 δις € (ως συνήθως, με τη συμμετοχή ορισμένων «συμπλεγματικών πολιτικών» ή/και πλανόδιων «διανοητών», οι οποίοι δεν κάνουν τίποτα άλλο, από το να «τριγυρίζουν» σχεδόν καθημερινά στα τηλεοπτικά κανάλια και στα ραδιόφωνα, σκλάβοι του εθισμού και της ανάγκης τους για αναγνωρισιμότητα), αιτιολογούμε απόλυτα τις κατηγορίες των Ευρωπαίων – τείνοντας να πεισθούμε δυστυχώς ότι, δεν μας αξίζει η Ευρώπη, ενώ «υποβιβάζουμε» τον πολιτισμό της, παραμένοντας εντός της. Η αγένεια που χαρακτηρίζει την κοινωνική συμπεριφορά μας, η έλλειψη σεβασμού προς τους άλλους, η δημαγωγία, η μη τήρηση των κανόνων εις βάρος της ελευθερίας των υπολοίπων και διάφορα άλλα, δεν συνηγορούν δυστυχώς υπέρ του επιπέδου του πολιτισμού μας.
Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι δεν συγχωρούν τη Γερμανία, επειδή δεν σέβεται καθόλου τις υποσχέσεις της – όπως τεκμηριώνεται από τη μη καταβολή των ήδη αποφασισμένων, των ληξιπρόθεσμων ουσιαστικά δόσεων προς την Ελλάδα (31,5 δις €, 5 δις € κοκ.). Φυσικά δεν επικροτούν σε καμία περίπτωση την αλαζονεία της, θεωρώντας πως, αργά ή γρήγορα, θα την πληρώσει πολύ ακριβά – ενώ την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουν με προβληματισμό τις ηγεμονικές της βλέψεις, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, η χώρα αυτή (και όχι «κάποιοι ναζί»), οδήγησε τον πλανήτη σε δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους.
Περαιτέρω, οι Ευρωπαίοι κατηγορούν εύλογα την Ελλάδα για την διαπλοκή και την υπερβολική διαφθορά που διαπιστώνουν – ειδικά όσον αφορά την πολιτική και την οικονομική της ελίτ. Ταυτόχρονα, κατακρίνουν τη Γερμανία για το ότι «στεγάζει» και καλύπτει τους μεγαλύτερους διαφθορείς παγκοσμίως – τη βιομηχανική της ελίτ η οποία, παρά το ότι χρηματίζει και διαφθείρει τους πάντες σε ολόκληρο τον πλανήτη, έχει ιδρύσει στο Βερολίνο την οργάνωση «Διεθνής Διαφάνεια» (στην οποία συμμετέχουν όλοι οι διαφθορείς, όπως έχουμε αναλύσει σε παλαιότερο κείμενο μας).
Στα πλαίσια αυτά, το ότι η Ελλάδα εφάρμοσε μόνο τις οριζόντιες περικοπές των μισθών και συντάξεων, σε συνδυασμό με την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, τα πλέον «αιμοβόρα» δηλαδή σημεία του προγράμματος λιτότητας που της επιβλήθηκε, χωρίς οι κυβερνήσεις της να ενδιαφερθούν καθόλου για την εξαθλίωση και τη φτώχεια των πολιτών της πατρίδας τους, δεν είναι στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της – αντίθετα, προκαλεί την απέχθεια των Ευρωπαίων, ειδικά όταν συνοδεύεται από την εκκωφαντική σιωπή των αμνών που επικρατεί στη χώρα μας, η οποία νομιμοποιεί εκ των πραγμάτων την πολιτική της ηγεσία.
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι, το πρόβλημα της πατρίδας μας είναι κυρίως πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό – ενώ το οικονομικό έρχεται σε δεύτερη μοίρα, αφού πρόκειται ουσιαστικά για ένα πρόβλημα διαχείρισης, προερχόμενο από τη δομή του συστήματος (οικονομική ολιγαρχία, πολιτική κομματικοκρατία, έλλειμμα επιχειρηματικού και φορολογικού πλαισίου κοκ.), καθώς επίσης από την «αποστασιοποίηση» και την «αδράνεια των μαζών».
Από την πλευρά της Γερμανίας τώρα, η ενδυνάμωση του επεκτατικού κράτους με τη βοήθεια των φορολογικών επιδρομών και της λεηλασίας των πολιτών του από μία οικονομική αστυνομία, η οποία ελάχιστα διαφέρει από τα SS που γνωρίσαμε στο παρελθόν, αντιμετωπίζεται με φόβο από τους Ευρωπαίους – ειδικά από τους Γάλλους, οι οποίοι μάλλον δεν διατηρούν πια την ουτοπία της ανίκητης «γραμμής Μαζινό» (το ευρώ σήμερα), η οποία θα προστατεύσει τα γαλλικά σύνορα από τους αμετανόητους γείτονες τους.
Συνεχίζοντας, οι Ευρωπαίοι κατηγορούν την Ελλάδα για «αφερεγγυότητα», επειδή δεν θέλει να πληρώσει τις υποχρεώσεις της, παρά το ότι μπορεί (με κριτήριο την ιδιωτική της περιουσία, τον υπόγειο πλούτο κλπ.) – ισχυριζόμενη πως τα χρέη της είναι «μη βιώσιμα» ή επαχθή, αν και είναι αδύνατον να τεκμηριωθούν αντικειμενικά ως τέτοια (άρθρο μας).
Ταυτόχρονα, κατηγορούν τη Γερμανία για εκβιασμό της πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας – με τη βοήθεια των στοιχείων που έχει στη διάθεση της, εις βάρος ορισμένων πολιτικών και κομμάτων εξουσίας (Siemens κλπ.). Επίσης για το ότι λειτουργεί μερκαντιλιστικά, κερδίζοντας εις βάρος των «εταίρων» της τόσο από τις εξαγωγές (διατηρώντας παράλληλα χαμηλή την εσωτερική της ζήτηση και τις εισαγωγές), όσο και από τον τοκογλυφικό δανεισμό τους.
Τέλος, στο θέμα της φοροδιαφυγής δεν αναφερόμαστε καθόλου, επειδή αφενός μεν χρησιμοποιείται για τη «χειραγώγηση» των μαζών (μόνο οι «μικροί» και οι ανόητοι φοροδιαφεύγουν), αφετέρου επισκιάζεται από την «φοροαποφυγή» των πολυεθνικών – η οποία αποτελεί τη «μάστιγα» ολόκληρου του πλανήτη και όχι μόνο της Ελλάδας ή της Γερμανίας.
Ολοκληρώνοντας, με κριτήριο τα παραπάνω, η Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί αντάξια του ευρώ – χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι, η Ευρωζώνη κινδυνεύει από την πατρίδα μας.
Δυστυχώς όμως, παρά το ότι είχαμε ανέκαθεν την άποψη πως η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να υιοθετήσει το κοινό νόμισμα το 2001, ενώ στη συνέχεια, αφού έκανε δηλαδή το σφάλμα, δεν προσπάθησε να ανταπεξέλθει με τις υποχρεώσεις της, θεωρούμε ότι είναι πλέον «εγκλωβισμένη» στην Ευρωζώνη – με την έννοια πως τυχόν έξοδος της, με την υιοθέτηση της δραχμής και τη «νομοτελειακή» χρεοκοπία της, θα αποτελούσε ένα απόλυτα καταστροφικό σενάριο (κυρίως μετά την υπογραφή του PSI, με βάση το οποίο δεν μπορεί πλέον να μετατρέψει το εξωτερικό χρέος της σε δραχμές).
Το ίδιο ισχύει και για τη Γερμανία, η οποία δεν είναι επίσης αντάξια του ευρώ – μία χώρα όμως από την οποία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, κινδυνεύει πολύ σοβαρά η Ευρωζώνη. Στα πλαίσια αυτά είναι ίσως σκόπιμο να παραθέσουμε το σενάριο της εξόδου της Γερμανίας – αφού είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι, είναι επίσης εγκλωβισμένη στο ευρώ, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την Ελλάδα.
Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Υποθετικά η Γερμανία αποφασίζει να εγκαταλείψει μονομερώς την Ευρωζώνη – με τη θέληση της φυσικά, αφού διαφορετικά δεν μπορεί να την «αποβάλλει» κανένας. Όπως και στο σενάριο εξόδου της Ελλάδας (άρθρο μας), επιλέγεται η υιοθέτηση του μάρκου, με μία σχέση ανταλλαγής 1:1 – έτσι ώστε να είναι εύκολη και γρήγορη η διαδικασία.
Η απόφαση της εξόδου, η οποία έχει φυσικά προετοιμασθεί μεθοδικά και κρυφά, ανακοινώνεται από την καγκελάριο μία Παρασκευή βράδυ – μετά το κλείσιμο της Wall Street, έτσι ώστε να μην δημιουργηθεί αναστάτωση στις αγορές. Πρώτη ενέργεια είναι η αποχώρηση του προέδρου της κεντρικής τράπεζας της από το συμβούλιο της ΕΚΤ – στο οποίο δεν μπορεί πλέον να συμμετέχει.
Οι χρηματαγορές είναι φυσικά οι πρώτες που αντιδρούν τη Δευτέρα, απολύτως πεπεισμένες ότι, το μάρκο θα ανατιμηθεί τόσο απέναντι στο ευρώ, όσο και στο δολάριο – με αποτέλεσμα την αυξημένη εισροή χρημάτων στη Γερμανία (μετοχές, ομόλογα, συνάλλαγμα κλπ.), κυρίως από τις χώρες της Ευρωζώνης.
Σαν αποτέλεσμα της κατακόρυφης αύξησης της ρευστότητας στη Γερμανία, της μεγάλης εισροής χρημάτων δηλαδή, το μάρκο ανατιμάται ραγδαία – τουλάχιστον κατά 40%, παρά το ότι δεν θα έπρεπε να υπερβεί το 1,20 με κριτήριο την συγκριτική ανταγωνιστικότητα της. Επομένως, για να αγοράσει κανείς πια ένα μάρκο, θα πρέπει να δώσει 1,40 ευρώ – αντί του ενός ευρώ, με το οποίο ανταλλάχθηκε αρχικά.
Σε όρους υποτιμημένου ευρώ λοιπόν, τα διάφορα περιουσιακά στοιχεία που ήταν ήδη τοποθετημένα στη Γερμανία (για παράδειγμα, οι απαιτήσεις των υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης), χάνουν σημαντικά σε αξία. Ταυτόχρονα, μειώνεται η αξία (σε όρους ευρώ) των κρατικών εγγυήσεων της Γερμανίας στους μηχανισμούς στήριξης της Ευρωζώνης, καθώς επίσης οι οφειλές της στο ευρωσύστημα (Target II).
Παράλληλα, η Γερμανία απαιτεί την άμεση εξόφληση των απαιτήσεων της κεντρικής τράπεζας της από το ευρωσύστημα – ένα ποσόν που υπερβαίνει τα 700 δις € (κάτω από τα 500 δις πλέον σε όρους μάρκου), δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην ΕΚΤ.
Η ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Αμέσως μετά την ξαφνική έξοδο της Γερμανίας, στις χρηματοπιστωτικές αγορές της υπόλοιπης Ευρωζώνης επικρατεί το απόλυτο χάος. Μεταξύ άλλων, τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας, της Κύπρου κλπ. αυξάνονται ραγδαία – με αποτέλεσμα η ΕΚΤ, η οποία φυσικά μεταφέρει αμέσως την έδρα της από τη Φρανκφούρτη στις Βρυξέλλες, να ανακοινώσει την αγορά απεριόριστων ποσοτήτων ομολόγων των κρατών-μελών της.
Η ενέργεια της αυτή πετυχαίνει τα αναμενόμενα, οπότε οι αγορές ομολόγων ηρεμούν και τα επιτόκια δανεισμού της Ευρωζώνης περιορίζονται – αν και η αξία τους πλέον, σε όρους μάρκου, μειώνεται σημαντικά. Η Γερμανία βέβαια το είχε προβλέψει, φροντίζοντας να έχει πουλήσει τα περισσότερα ομόλογα δημοσίου των «εταίρων» της, τα οποία είχαν στην κατοχή τους οι τράπεζες και οι δημόσιοι οργανισμοί της.
Στη συνέχεια, η ΕΚΤ αποφασίζει να πληρώσει αμέσως όλες τις υποχρεώσεις της απέναντι στη γερμανική κεντρική τράπεζα (Target II), με φρεσκοτυπωμένα Ευρώ – τα οποία έχουν ήδη χάσει μεγάλο μέρος της αξίας τους, σε όρους μάρκου, με αποτέλεσμα η Bundesbank να εγγράψει σημαντικότατες ζημίες στον ισολογισμό της.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αποπληρωμή των απαιτήσεων της Γερμανίας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς σταθερότητας – οπότε το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, σε όρους μάρκου, αυξάνεται ανάλογα.
Παράλληλα, οι υπόλοιπες απαιτήσεις της Γερμανίας, τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού της τομέα, από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, σε όρους μάρκου, μειώνονται αντίστοιχα – δημιουργώντας αρκετά μεγάλα προβλήματα σε ολόκληρη την οικονομία της, επειδή οι απαιτήσεις της είναι μεγαλύτερες από τις υποχρεώσεις της (οφειλές).
Εν τούτοις, η Γερμανία νοιώθει πια ήσυχη – αφού, ευρισκόμενη εκτός της Ευρωζώνης (και της ΕΕ, αφού καμία χώρα δεν μπορεί να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, παραμένοντας μέλος της ΕΕ), δεν είναι εκτεθειμένη στην κρίση χρέους της, ούτε είναι υποχρεωμένη να βοηθήσει κανέναν (η ευγνωμοσύνη και η αλληλεγγύη δεν είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της).
ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
Λίγες εβδομάδες μετά την απόδραση της Γερμανίας από την Ευρωζώνη, η βαριά βιομηχανία της (αυτοκίνητα κλπ.), διαπιστώνει πτώση των πωλήσεων της στην ΕΕ – στην οποία εξάγει το 70% σχεδόν των προϊόντων της. Η αιτία είναι η ισχυρή ανατίμηση του μάρκου, η οποία καθιστά τα γερμανικά προϊόντα πολύ ακριβά για τα υπόλοιπα κράτη – με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις της χώρας να υποχρεωθούν σε απολύσεις, οι οποίες αυξάνουν τα ποσοστά ανεργίας.
Η ανεργία τώρα αφενός μεν αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες, επιδεινώνοντας τα μεγέθη του προϋπολογισμού, αφετέρου μειώνει την εσωτερική ζήτηση – οπότε περιορίζονται τα έσοδα του δημοσίου, με τα ελλείμματα που προκαλούνται να εκβάλλουν στο δημόσιο χρέος.
Για να ανταπεξέλθει λοιπόν η Γερμανία με το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει, υποχρεώνεται σε μειώσεις των μισθών των εργαζομένων της (εσωτερική υποτίμηση), περιορίζοντας το κοινωνικό κράτος – με αποτέλεσμα να βρεθεί αντιμέτωπη με κοινωνικές αναταραχές στο εσωτερικό της.
Την ίδια εποχή, στις χώρες της Ευρωζώνης, στις οποίες πλέον ηγείται έντιμα η Γαλλία, αποφασίζεται η εφαρμογή μίας ήπιας πολιτικής λιτότητας, σε συνδυασμό με στοχευμένες αναπτυξιακές ενέργειες – με τη βοήθεια της έκδοσης ευρωομολόγων, με τα οποία χρηματοδοτείται ένα μέρος του δημοσίου χρέους των περισσοτέρων κρατών, υποχρεώνοντας «de facto» τις αγορές να δανείζουν τα υπόλοιπα, με βιώσιμα επιτόκια.
Περαιτέρω, επιλέγεται η υιοθέτηση της γαλλικής πρότασης – με βάση την οποία δεν προωθείται η πολιτική ένωση της Ευρωζώνης (Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης), αλλά η ένωση ανεξάρτητων μεταξύ τους κρατών – όπου η δημοσιονομική ένωση αντικαθίσταται, κατά κάποιον τρόπο, με μία κοινά αποδεκτή συμφωνία δημοσιονομικής σταθερότητας.
Αμέσως μετά, τα κράτη-μέλη καταθέτουν το μερίδιο της Γερμανίας στο ESM – το οποίο εξελίσσουν σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ), κατά τα πρότυπα του ΔΝΤ πριν από το 1970 (άρθρο μας). Φυσικά διώχνουν το ΔΝΤ από την επικράτεια τους – αν και η συμπεριφορά του πλέον, «υποκινούμενη» από τα τεράστια προβλήματα τα υπερδύναμης, καθώς επίσης από τα δικά του (το 2006, ο μοναδικός «πελάτης» του ήταν η Τουρκία), έχει αλλάξει ριζικά.
Παράλληλα, απαγορεύονται πια οι ευρωπαϊκές ασυμμετρίες (δημιουργία πλεονασμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών) – με το ΕΝΤ, το οποίο επιβλέπει την οικονομική λειτουργία των κρατών της ΕΕ, να υποχρεώνει εκείνες τις χώρες, οι οποίες εμφανίζουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τους, να τα μεταφέρουν στο κοινό ταμείο που διατηρεί το ίδιο (ΕΝΤ) στην ΕΚΤ.
ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Η ΕΚΤ ανακοινώνει τη διατήρηση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2%, αφού έχουν πάψει πλέον να αυξάνονται τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη των κρατών-μελών της Ευρωζώνης – με την οικονομία να σταθεροποιείται και με την ανάπτυξη να επανέρχεται σιγά-σιγά.
Αμέσως μετά, η γερμανική κεντρική τράπεζα κατά την προσφιλή, αλαζονική της συμπεριφορά, τοποθετεί το δικό της στόχο για τον πληθωρισμό στο 1% – αυξάνοντας τα βασικά επιτόκια, για να το επιτύχει.
Κατ' επακόλουθο, ανατιμάται το μάρκο απέναντι στο ευρώ, με αποτέλεσμα να μειωθούν ακόμη περισσότερο οι εξαγωγές της Γερμανίας, να περιορισθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της και να μηδενισθούν σχεδόν τα πλεονάσματα, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της.
Η άνοδος της ανεργίας συνεχίζεται και η Γερμανία οδηγείται στο φαύλο κύκλο της ύφεσης – όπου η μειωμένη ζήτηση οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, στην απροθυμία για επενδύσεις, καθώς επίσης στη μεγέθυνση των ελλειμμάτων και του χρέους. Το αποτέλεσμα είναι η «εκτίναξη» των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου, καθώς επίσης των επιχειρήσεων της χώρας, η οποία οδηγείται στην παγίδα ρευστότητας – παράλληλα, η μείωση (διολύσθιση) της ισοτιμίας του μάρκου απέναντι στις ισχυρότερες οικονομίες.
Στα πλαίσια αυτά, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις της ανακοινώνουν τη μεταφορά μεγάλου μέρους της παραγωγής τους στην υπόλοιπη Ευρώπη – αφού αφενός μεν η γερμανική αγορά είναι πολύ μικρή για τα προϊόντα τους, αφετέρου δε χρειάζονται σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες (χωρίς δηλαδή το φόβο των συνεχών ανατιμήσεων και υποτιμήσεων του νομίσματος τους).
Το γεγονός αυτό αυξάνει ξανά τις δαπάνες του προϋπολογισμού της χώρας λόγω της ανεργίας, μειώνει τα φορολογικά έσοδα και μεγεθύνει το δημόσιο χρέος – οπότε η Γερμανία αναγκάζεται να αυξήσει τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων και των εργαζομένων της, με αποτέλεσμα να ενταθεί η μετανάστευση τους στο εξωτερικό κοκ.
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Η οικονομία της Ευρωζώνης έχει σταθεροποιηθεί – ενώ οι εξαγωγές των πρώην ελλειμματικών οικονομιών της (Ελλάδα, Ισπανία κλπ.), οι οποίες τηρούν πλέον στο ακέραιο τους κοινούς κανόνες και τις μεταξύ τους υποχρεώσεις, αυξάνονται (ειδικά οι εξαγωγές τους στη Γερμανία, η οποία πλέον είναι πολύ λιγότερο ανταγωνιστική από τις ίδιες). Με τον τρόπο αυτό εισάγουν θέσεις εργασίας και μειώνουν τα χρέη τους, δημόσια και ιδιωτικά, εις βάρος της Γερμανίας.
Αντίθετα, η Γερμανία είναι βυθισμένη σε μία βαθιά ύφεση άνευ προηγουμένου – αντιμετωπίζοντας αύξηση της εγκληματικότητας, μεγάλες απεργίες, κοινωνικές εντάσεις και εξεγέρσεις, οι οποίες επιδεινώνουν συνεχώς τα οικονομικά της μεγέθη.
Μετά από διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος της λοιπόν, οι οποίες όμως δεν αποφέρουν τα αναμενόμενα, λόγω των συναλλαγματικών πολέμων που μαίνονται διεθνώς, περιορίζοντας τις εξαγωγές της προς τις αναπτυσσόμενες αγορές της Κίνας, της Βραζιλίας, της Ρωσίας κοκ., τα χρέη της, ιδιωτικά και δημόσια, είναι πλέον εκτός ελέγχου.
Κατ' επακόλουθο, το φάντασμα της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» επανέρχεται δριμύτερο – με τα ακραία πολιτικά κινήματα (μεταλλάσσουν συνήθως τον πόνο που προέρχεται από τη φτώχεια, σε μίσος, το οποίο εξελίσσεται με τη σειρά του σε μία καταστροφική βία), να ανεβάζουν συνεχώς τα «εκλογικά» ποσοστά τους στις δημοσκοπήσεις.
Επειδή όμως ο πλανήτης έχει μάθει κάποια πράγματα από την ιστορία του, ενώ το μέγεθος της Γερμανίας είναι πλέον πολύ μικρό, συγκριτικά με τις χώρες της Ευρωζώνης, με τη Ρωσία, με τις Η.Π.Α., με την Κίνα κλπ., δεν ακολουθεί ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά η χρεοκοπία της – η οποία την υποχρεώνει να ζητήσει τη «βοήθεια» των συνδίκων του διαβόλου (ΔΝΤ) και την καταδικάζει σε προτεκτοράτο των δανειστών της (αποκρατικοποιήσεις, λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας της, υποδούλωση).
Δυστυχώς για την ίδια, η συμπεριφορά των υπολοίπων χωρών απέναντι της δεν είναι πλέον ανάλογη, με αυτήν το 1953 – όπου διέγραψαν μεγάλο μέρος των χρεών της, επιμήκυναν τα υπόλοιπα με χαμηλό επιτόκιο καθώς επίσης με δόσεις ανάλογες με τις εξαγωγές της, της επέτρεψαν να αναβάλλει την πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, της προσέφεραν δυνατότητες ανοικοδόμησης της οικονομίας της (σχέδιο Marshall) κοκ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Καμία χώρα δεν είναι αλάνθαστη – όπως επίσης κανένα κράτος δεν είναι άτρωτο, απέναντι στις επιθέσεις των αγορών ή στις προδοσίες από το εσωτερικό του. Εκτός αυτού, η υπερχρέωση δεν είναι μία κατάσταση εύκολη στην αντιμετώπιση της – ενώ η χρεοκοπία δεν είναι μία παιδική ασθένεια η οποία, εάν την περάσει κανείς, δεν εμφανίζεται ξανά.
Η σημερινή δεινή θέση άλλωστε της Αργεντινής, το τεκμηριώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο – ενώ αποδεικνύει πως τα πλεονεκτήματα ενός εθνικού νομίσματος και μίας στάσης/άρνησης πληρωμών, είναι εντελώς ουτοπικά.
Συνεχίζοντας κανένας δεν έχει το δικαίωμα να εξευτελίζει με τέτοιον τρόπο την πατρίδα μας, απλά και μόνο επειδή οι πολίτες της έκαναν σοβαρότατα λάθη τα τελευταία τριάντα χρόνια – επιλέγοντας ανίκανους ή/και διεφθαρμένους ηγέτες, παράγοντας λιγότερο και καταναλώνοντας περισσότερο, σε μεγάλο βαθμό με χρήματα που δεν τους ανήκαν.
Δυστυχώς τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου δεν βιώσαμε ούτε την αναγέννηση, ούτε το διαφωτισμό, καθώς επίσης οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που ακολούθησαν, ο εμφύλιος, η φτώχεια και η δικτατορία, κόστισαν πολύ ακριβά στην Ελλάδα – η οποία έχασε κάθε επαφή με τον αρχαίο πολιτισμό της, όσο και αν δεν θέλουμε να το αποδεχθούμε.
Περαιτέρω, κανένας δεν πρέπει να συγχέει το ευρώ με το ευρωπαϊκό όνειρο της ένωσης ισότιμων κρατών μεταξύ τους – σε συνθήκες αειφόρου ευημερίας, ειρήνης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και δημοκρατίας. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι, πρέπει κανείς να υποτάσσεται, επιτρέποντας να τον μειώνουν σε τέτοιο βαθμό, όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα και τη Γερμανία – απλά και μόνο για να διατηρήσει τα αμφιλεγόμενα οικονομικά οφέλη ενός κοινού νομίσματος, σε συνθήκες έλλειψης αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού.
Σε κάθε περίπτωση, η εξαιρετικά επώδυνη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα δεν θα ήταν καθόλου αρνητική, εάν διαπιστώναμε πως συνεχίζονται οι προσβολές, η λεηλασία και η εξαθλίωση των Ελλήνων – ενώ εμποδίζεται σκόπιμα η ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμία προοπτική για το μέλλον. Επίσης, εάν διαπιστώναμε πως οδηγούμαστε σε μια γερμανική Ευρώπη και σε ένα 4ο Ράιχ – γεγονός αυτονόητο, αφού η ελευθερία, η ισότητα και η εθνική κυριαρχία, υπερτερούν της οποιασδήποτε οικονομικής ευημερίας.
Ολοκληρώνοντας, είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι η πατρίδα μας, αφενός μεν θα ξεπεράσει τα προβλήματα της, αφετέρου θα βγει ενδυναμωμένη από την κρίση – η οποία ήταν δυστυχώς απαραίτητη, κρίνοντας από τα εξαιρετικά σοβαρά πολιτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά της προβλήματα.
Φυσικά θα ήταν ευχής έργο, η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση να συμβεί εντός της Ενωμένης Ευρώπης – σε καμία περίπτωση όμως εντός μίας γερμανικής Ευρωζώνης, χωρίς κανένα ίχνος ελευθερίας, δημοκρατίας, ισότητας και αλληλεγγύης.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 25. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.