Η ΕΡΓΑΣΙΑ, Ο ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΠΤΩΧΟΙ
«ΟΙ ΤΡΑΓΙΚΕ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»
Από το περιοδικό Babushka*
Ένα από τα πιο συναρπαστικά φαινόμενα στην εποχή μας είναι, η φτώχεια εν μέσω της αφθονίας. Η ύπαρξη της φτώχειας σε κοινωνίες αφθονίας αποτελεί ένα κατεξοχήν ηθικό παραλογισμό, μια διαστρέβλωση της ηθικής φύσης του ανθρώπου. Καμία κοινωνία δε μπορεί να είναι ηθικά συνεπής με τον εαυτό της, πόσο μάλλον να είναι ελεύθερη ή αυτόνομη, εάν δεν εξαλείψει τη φτώχεια. Η ηθική της εργασίας ήταν το όπλο των «φωτισμένων νοών» στη μάχη κατά της ελευθερίας, της αυτονομίας και της δημιουργικότητας του εργάτη-τεχνίτη.
Έτσι ο παραδοσιακός άνθρωπος έπρεπε να απολέσει την ελευθερία του, την αυτονομία του, τις δεξιότητές του και την περηφάνια του. Η παράδοση έπρεπε να παταχθεί γιατί σήμαινε ότι οι άνθρωποι ήταν ικανοποιημένοι με αυτά που είχαν και απείχαν από το «περισσότερο», προτιμούσαν να ψαρεύουν το πρωί και να φιλοσοφούν το βράδυ αντί να εργάζονται πυρετωδώς για να αυξήσουν τον κοινωνικό πλούτο.
Η χειραφέτηση της εργασίας από τους επικεντρωμένους στην αγορά υπολογισμούς απαιτεί την αντικατάσταση της ηθικής και της εργασίας από την ηθική της δεξιοτεχνίας. Μια κοινωνία, η οποία χάρη στην τρομακτική ισχύ που έχουν συσσωρεύσει αιώνες εργασίας, μπορεί κάλλιστα να παράγει οτιδήποτε αναγκαίο χωρίς τη συμμετοχή ενός μεγάλου και αυξανόμενου αριθμού μελών της. Στην καταναλωτική κοινωνία η μαζική παραγωγή δεν απαιτεί πλέον μαζική εργασία κι έτσι οι φτωχοί, που κάποτε συνιστούσαν τον εφεδρικό στρατό εργασίας αναπλάστηκαν ως ατελείς καταναλωτές. Ο καταναλωτής πρέπει να βομβαρδίζεται συνέχεια με καινούριες επιλογές και να θεωρεί ότι αυτός με την ευφυΐα του και μόνο, πέτυχε αυτή την «καταπληκτική ευκαιρία». Τα πρέπει και οι ηθικές ευθύνες δεν ταιριάζουν στον καταναλωτή. Σε μία τέτοια ιδεώδη κατάσταση, ένας καταναλωτής δεν πρέπει να ενστερνίζεται τίποτα σε σταθερή βάση, τίποτα δεν θα πρέπει να τον δεσμεύει για πάντα, καμία ανάγκη του δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται πλήρως ικανοποιημένη, καμία επιθυμία να μη θεωρείται ύστατη.
Με την επίφαση της ηθικής της εργασίας προωθούνταν η ηθική της πειθαρχίας, δηλαδή το να μη νοιάζεσαι για περηφάνια και τιμή, για θέλω και σκοπούς αλλά να εργάζεσαι σθεναρά έστω και αν θεωρείς ότι δεν υπάρχει κάποιος λόγος. Ο τρόπος αυτός στόχευε στο να συνηθίσει τους εργάτες στην άκριτη υπακοή, αποστερώντας τους από την περηφάνια που αντλεί κάποιος όταν εκτελεί επιδέξια μια εργασία με αποτέλεσμα να τους υποχρεώνει στην εκτέλεση ενός καθήκοντος, του οποίου το νόημα τους διέφευγε. Η σταυροφορία της ηθικής της εργασίας ήταν αγώνας για τον έλεγχο και την υποταγή. Ήταν αγώνας εξουσίας, ένας αγώνας για να εξαναγκαστούν οι εργαζόμενοι να αποδεχτούν στο όνομα της ηθικής ευγένειας του εργοστασιακού βίου, ένα βίο που δεν ήταν ούτε ευγενής, ούτε ανταποκρίνονταν στους δικούς τους κανόνες, ηθικής και αξιοπρέπειας.
Οίκοι καταναγκαστικής εργασίας, φτωχοκομεία, εργοστάσια, φυλακές, άσυλα για τους τρελούς, νοσοκομεία, σχολεία. Όλα αυτά τα ιδρύματα έπρεπε να επιβάλουν ένα ενιαίο πρότυπο κανονικής και προβλέψιμης συμπεριφοράς πάνω σε ένα ετερόκλιτο και ουσιαστικά απείθαρχο πληθυσμό τροφίμων. Όλα τους εν συντομία, έπρεπε να εξουδετερώσουν ή να απαλείψουν την ποικιλία των ανθρώπινων συνηθειών και κλίσεων έτσι ώστε να είναι δυνατή η επιβολή ενός κανόνα συμπεριφοράς για όλους. Το φτωχοκομείο διαχώριζε τους αληθινούς άπορους από αυτούς που ήταν ύποπτοι ότι απλώς μασκαρεύονταν έτσι με σκοπό να αποφύγουν τις δοκιμασίες της κανονικής εργασίας. Κανένας πέρα του αληθινού άπορου δεν θα επέλεγε τον περιορισμό στο φτωχοκομείο εάν οι συνθήκες μέσα σε αυτό καθίσταντο αρκετά τρομακτικές. Όσο πιο τρομακτικά ήταν τα νέα που διέρρεαν από τους τοίχους του φτωχοκομείου, τόσο πιο πολύ η σκλαβιά των εργοστασιακών χεριών θα φαίνονταν σαν ελευθερία και η αθλιότητά τους θα έμοιαζε με άγγιγμα της τύχης και με ευλογία. Η υπερβολική ασχήμια της παραμονής στο φτωχοκομείο και στα άλλα ιδρύματα, η οποία χρησίμευε ως σημείο αναφοράς για να εκτιμηθεί η ποιότητα της ζωής στο εργοστάσιο, διεύρυνε απελπιστικά τη δυνατότητα των εργοδοτών να ασκούν πιέσεις στην αντοχή των εργαζομένων τους χωρίς το φόβο της εξέγερσης ή της απόσυρσης από την εργασία.
Σε μια κοινωνία που είναι γνωστή για το ταλέντο και την αγάπη της στις κατηγοριοποιήσεις και τις ταξινομήσεις, το είδος της εργασίας συνιστούσε την αποφασιστική κατηγοριοποίηση από την οποία απέρρεαν όλα τα άλλα που σχετίζονταν με την κοινή ζωή των ανθρώπων. Οι άνθρωποι χωρίς την απασχόληση ήταν άνθρωποι χωρίς αφεντικά, άνθρωποι εκτός ελέγχου, μη επιτηρούμενοι, χωρίς επίβλεψη, μη υποκινούμενοι σε οποιαδήποτε ρουτίνα. Εάν η υποταγή της πλειονότητας του ανδρικού πληθυσμού στην πειθαρχία της εργασίας στο εργοστάσιο ήταν η κυρίαρχη μέθοδος παραγωγής και διατήρησης της κοινωνικής τάξης, το απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν η ισχυρή και σταθερή πατριαρχική οικογένεια.
Η ηθική της εργασίας μετέτρεψε και προσανατόλισε τα ανθρώπινα κίνητρα και των ανθρώπινων πόθων για ελευθερία σταθερά και αμετάκλητα προς τη σφαίρα της κατανάλωσης. Αυτό καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ύστερη ιστορία της νεωτερικής κοινωνίας καθώς αυτή πέρασε από την κοινωνία των παραγωγών προς την καταναλωτική κοινωνία. Καταναλώνω σημαίνει καταστρέφω. Τα πράγματα ή τα φθείρουμε από τη φύση είτε απογυμνώνονται από τα θέλγητρά τους. Συνεπώς δεν ελκύουν, δεν διεγείρουν την επιθυμία και χάνουν την ικανότητά τους να ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Στην κοινωνία των παραγωγών ήταν ότι τα μέλη της συνέπρατταν σε αυτήν πρωτίστως ως παραγωγοί. Ο τρόπος με τον οποίο εκείνη έπλαθε τα μέλη της καθοριζόταν από την ανάγκη να εκπληρωθεί ο ρόλος του παραγωγού. Αντίθετα ο τρόπος που η παρούσα κοινωνία πλάθει τα μέλη της καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την ανάγκη να διαδραματίσουν αυτά το ρόλο του καταναλωτή.
Η ηθική της εργασίας έφτασε πολύ πέρα από τις αίθουσες των εργοστασίων και τους τοίχους των φτωχοκομείων. Οι κανόνες της διέπνεαν το όραμα μιας δίκαιης και ορθής κοινωνίας που έμελε να ικανοποιηθεί. Το όραμα της τελικής κατάστασης που επρόκειτο να επιτευχθεί ήταν αυτή της πλήρους απασχόλησης, μιας κοινωνίας που αποτελούνταν αποκλειστικά από εργαζομένους ανθρώπους. Η πλήρης απασχόληση κατείχε την κάπως διφορούμενη θέση να συνιστά ταυτόχρονα δικαίωμα και καθήκον. Όπως όμως συμβαίνει με όλους τους κανόνες, και οι δύο πλευρές έπρεπε να είναι παρούσες για να διασφαλιστεί η γενική ισχύ της αρχής. Ο καθορισμός του κανόνα ορίζει επίσης το αντικανονικό. Η επίμονη παρουσία των φτωχών έτεινε να εξηγείται είτε με την έλλειψη θέσεων εργασίας είτε εναλλακτικά με την έλλειψη επιθυμίας για εργασία.
Υπάρχει μία φαινομενικά άπειρη ποσότητα ελεύθερου χρόνου συνοδευόμενο από την αδυναμία να το χρησιμοποιήσεις. Μεγάλο μέρος της, μέρα με τη μέρα, ύπαρξης είναι αδόμητο, αλλά οι άνεργοι δεν έχουν τα μέσα για να δομήσουν την ύπαρξή τους με έναν τρόπο που να τους προσδίδει νόημα, ικανοποίηση και αξία. Σίγουρα η πιο δημοφιλής λέξη που χρησιμοποίησαν για να περιγράψουν την εμπειρία της ανεργίας είναι το «βαρετό», είναι η ανία και τα προβλήματα με το χρόνο. Να μην έχεις κάτι να κάνεις.
Το να προκαλέσεις τη μοίρα σου μέσω της αμφισβήτησης των δυνάμεων του νόμου και της τάξης λειτουργεί για τους φτωχούς όπως και για τους πλούσιους. Οι καλοπροαίρετες περιπέτειες εναντίον της ανίας, στις οποίες η ποσότητα της επιθυμίας και των επιτρεπόμενων κινδύνων είναι προσεκτικά εξισορροπημένα. Όσο φτωχότεροι γίνονται οι φτωχοί τόσο υψηλότερα ανεβαίνει το επίπεδο και τόσο πιο εκκεντρικοί γίνονται οι τρόποι ζωής που εκτίθενται μπροστά στα μάτια τους, για να τους λατρεύουν και να επιθυμούν να τους μιμηθούν. Κι έτσι η υποκειμενική αίσθηση ανεπάρκειας με όλο τον πόνο, το στίγμα και την ταπείνωση που τη συνοδεύουν, χειροτερεύει από δύο πιεστικούς παράγοντες, α) την υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης και β) την αύξηση της έντασης του αισθήματος της σχετικής αποστέρησης.
Σε όλα αυτά ήταν αναγκαίο το κράτος πρόνοιας ώστε η εξουσία να υπεραμυνθεί της ηθικής της εργασίας. Το κράτος πρόνοιας αναδύθηκε στο σημείο συνάντησης μεταξύ α)των πιέσεων μίας παραπαίουσας καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία ήταν ανίκανη να αναδημιουργήσει, από μόνη της και χωρίς πολιτική βοήθεια, τις συνθήκες για την ίδια την επιβίωσή της, β) της έντονης επιθυμίας να προστατευτεί και να επιβεβαιωθεί η αρχή της κοινωνικής ανισότητας μέσω του μετριασμού των περισσότερων εξοργιστικών και λιγότερων ανεκτών εκδηλώσεών της και τέλος γ) από την επιθυμία να προωθηθεί η αποδοχή της ανισότητας με το να περιθωριοποιηθούν εκείνοι που αποτύγχαναν να συμμετάσχουν στην αναπαραγωγή της.
Οι προσπάθειες να σωθεί αυτός ο κόσμος από τις χειρότερες τις συνέπειες της ίδιας του της ωμότητας μπορούν να έχουν μόνο στιγμιαία αποτελέσματα και μακροπρόθεσμα είναι καταδικασμένα στην αποτυχία. Σήμερα η ηθική της εργασίας συμβάλει αποφασιστικά στη δυσφήμιση της ιδέας, της εξάρτησης. Όλο και περισσότερο η εξάρτηση γίνεται κακόφημη λέξη. Το κράτος πρόνοιας κατηγορείται ότι καλλιεργεί την εξάρτηση, ότι την ανυψώνει στο επίπεδο μιας κουλτούρας που αυτόδιαιωνίζεται και αυτό συνιστά κεφαλαιώδες επιχείρημα για την αποδιάρθρωσή του.
Οι άνθρωποι είναι δημιουργικά όντα και είναι υποτιμητικό να υποθέτεις ότι μια χρηματική ετικέτα (μισθός) είναι αυτό που διαχωρίζει την εργασία από τη μη εργασία, την προσπάθεια από το τεμπέλιασμα. Ακρωτηριάζει την ανθρώπινη φύση η πρόταση ότι χωρίς αυτήν την χρηματική ετικέτα οι άνθρωποι θα προτιμούσαν να παραμείνουν οκνηροί και να αφήσουν τις δεξιότητες και τη φαντασία τους να σαπίσουν και να σκουριάσουν. Η ηθική της δεξιοτεχνίας θα αποκαθιστούσε σε αυτό το ανθρώπινο ένστικτο την αξιοπρέπεια του και την κοινωνικά αναγνωρισμένη σημασία του, την οποία η ηθική της εργασίας, όπως διαμορφώθηκε και οριοθετήθηκε στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, αρνείται.
* Σκέψεις, παρατηρήσεις και αναφορές από το Συγγραφικό έργο «Η Εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι» του Ζίγκμουντ Μπάουμαν.