Μισογεμάτη κανάτα γάργαρης ποίησης*
Του Γιάννη Στρούμπα
Τι συγγένεια έχουν οι περιπτώσεις με τις περιστάσεις; Πώς θα γινόταν να ανοίξει η συζήτηση περί κατολισθήσεων, καταπτώσεων και άλλων δεινών; Πώς να ανασυντεθεί η πέτρα από την άμμο, κατά παράβαση της φυσικής πορείας που, μέσω της διάβρωσης, διαλύει την πέτρα σε άμμο; Και πόσο απέχει η παύση από την τριβή;
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 355, 16/11/2012.
Προβληματισμοί απαιτητικοί, γεννημένοι από διαλογισμούς ποιητικούς, και προορισμένοι να φωτιστούν από τον ίδιο τον γεννήτορά τους, τον ποιητικό λογισμό. Εμπνεόμενος ποίηση από τον κοινωνικό περίγυρο κι εμπλουτίζοντάς τον ο ίδιος, με τη σειρά του, με τις δικές του ποιητικές προεκτάσεις, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, στη δεύτερή του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Μισές αλήθειες», ανατέμνει την ποιητική δημιουργία μέσα στον ασφυκτικό χώρο της παραγωγής της, περιφερόμενος από λεωφόρους σε αδιέξοδα, όπου εύκολα καταντά κανείς αγνοούμενος.
Ο χώρος του Συφιλτζόγλου, μία ατελεύτητη μετακίνηση από το επαρχιακό αστικό τοπίο και το υπαίθριο περιβάλλον του προς το πρωτεύον, τερατώδες «κλεινόν άστυ» και αντίστροφα, είναι γεμάτος παγίδες. Η ασφυξία κι ο πνιγμός καραδοκούν εκεί όπου η ρομαντική διάθεση μιας ειλικρινούς μα αδικαίωτης μοναχικής πορείας, κόντρα στο ρεύμα, παρασύρεται και καταποντίζεται: «όλοι περάσανε με κόκκινο/ και σώθηκαν/ και γω ξεχάστηκα/ νομίζοντας ηλιοβασίλεμα/ το πορτοκαλί»· αν πάλι προτιμηθεί η συμπόρευση με τη μάζα («έτσι πάμε, έτσι ερχόμαστε»), οι μηχανικές διαδρομές βαλτώνουν στη ματαιότητα της καθημερινότητας. Πώς λοιπόν να δραπετεύσει κανείς από το τέλμα; Ο Συφιλτζόγλου εδώ επιστρατεύει το ακατανίκητο όπλο της ποίησης: με άλματα στη φαντασία, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των σχηματικών ποιημάτων με τη δημιουργία μιας οπτικής ποιητικής σκάλας μέσω της κλιμακωτής παράθεσης των στίχων του, χρίζει τον ποιητή σαλταδόρο. Εύλογη συνεπώς η συμβουλή «να δένετε σφιχτά τα κορδόνια»: για να μην τα πατήσουν οι σαλταδόροι και γκρεμιστούν αποπειρώμενοι τ' άλματά τους.
Ο ποιητής επιζητά το ύψος όντας σαλταδόρος, όντας εναερίτης. Μα τα πετάγματα τούτα φαίνονται παράταιρα με τη σύγχρονη πεζή εποχή, που 'χει εξαφανίσει το ύψος· «το κατάλαβαν καλά// οι εναερίτες/ εμφανώς// καψαλισμένοι». Κι ούτε καν η φύση δεν τους δροσίζει πλέον, «πιο άγονη και απ' τους ανθρώπους». Έτσι φυσιολογικά εκδηλώνεται η αμφισβήτηση, προϊόν της τραγικής διάψευσης, για τα ποιήματα «που μας βόλευαν κάποτε/ πιο άγρια και από/ την άγρια δύση», για τα ποιητικά ρεύματα και τους ποιητές, όπως ο Σολωμός, που ύμνησαν τους «τάχα ξανθούς απρίληδες». Πώς όχι «τάχα», λοιπόν, όταν ασφυκτιούν μέσα στο σύγχρονο φυσικό, αστικό, κοινωνικό, ποιητικό τοπίο; Γι' αυτό ο Συφιλτζόγλου αρπάζει το όπλο και το κολλά «στον κρόταφο/ των ποιημάτων» αυτών.
Η διαφαινόμενη αμφισβήτηση του Συφιλτζόγλου φαντάζει προκλητική, αν αναλογιστεί κανείς το ποιητικό μέγεθος του Σολωμού και τη νιότη (γεννημένος το 1983) του αμφισβητία. Καμία ωστόσο δήλωση του νέου ποιητή δεν περιορίζεται στη φαινομενική της μονοσημία. Πρόκειται διαρκώς για τη «μισή αλήθεια», όπως αποκαλύπτει άλλωστε ο τίτλος της ποιητικής συλλογής. Εξού και το προηγούμενο σχόλιο της «τραγικής διάψευσης», που σε δεύτερη προσέγγιση διαγιγνώσκει την πίκρα για ό,τι λαμπρό τείνει σήμερα να σβήσει, άρα το υπερασπίζεται. Πού γέρνει επομένως η πλάστιγγα κατά το ζύγισμα της αμφισβήτησης και της υπεράσπισης; Ο Συφιλτζόγλου δεν επιδιώκει κάποια άμεση απάντηση. Επιλέγει να συμπλέκει αξεδιάλυτα όσα σκαλώνουν στα γρανάζια της ποίησης, εφόσον «ανάμεσα σε γρανάζια/ γραφομηχανής/ ένας σκορπιός αναπαύεται/ στη μια δαγκάνα κρατά/ τη μισή αλήθεια/ με την άλλη/ ένα πούρο Αβάνας». Ιδού το ποιητικό εποικοδόμημα: η ποίηση-σκορπιός στο υπόγειο εργαστήριο της σύνθεσής της (τα γρανάζια της γραφομηχανής) αναπαύεται, μα και καραδοκεί· ανεμίζει τη μισή αλήθεια, άρα και το μισό ψέμα· κρύβεται, μα και επιδεικνύεται· αποκαλύπτει, μα και θολώνει, πίσω από ένα παραπέτασμα καπνού πολυτελείας («πούρο Αβάνας»).
Τα αναδυόμενα από τα σκοτεινά «γρανάζια» φιλοσοφικά ερωτήματα του Συφιλτζόγλου εκδηλώνονται σε κάθε ευκαιρία σαν μετεωρίτες έτοιμοι να εκραγούν, συνταράσσοντας τον τόπο, πνευματικό ή ψυχικό, όπου θα σκάσουν: «το μέτρο περιέχει/ την έννοια/ του λιγότερου»; Ή, «το νούμερο υποτάσσεται στα μέρη του»; Η σοβαρότητα των αναζητήσεων καταποντίζεται στο χειμαρρώδες γέλιο του ποιητικού συνομιλητή: «γιατί γελάς;», ρωτά αμφίσημα ο Συφιλτζόγλου, χωρίς να διευκρινίζει αν ζητά το λόγο καταρρακωμένος εμπρός στον αμφισβητούμενο και ακυρωμένο στοχασμό του από το γέλιο της αντίπερα όχθης ή αν κλείνει το μάτι στην αυτοϋπονόμευση που ο ίδιος προκαλεί αυτοσαρκαζόμενος. Τι είδους γέλιο εκδηλώνεται, κατά συνέπεια, εδώ; Σαρδόνιο; Κυνικό; Χλευαστικό, για την αφέλεια των «ρομαντικών» σκέψεων; Ισοπεδωτικό, μιας επίπεδης και πεζής πραγματικότητας; Ή, ίσως, αμηχανίας, από τη συναίσθηση της ανεπάρκειας εμπρός στον βαθύ ποιητικό στοχασμό; Τίποτα ξεχωριστά κι όλα μαζί, στο διαρκώς επιβεβαιωνόμενο αξεδιάλυτο τοπίο.
«Αν πάρετε απάντηση, να μου τρυπήσετε τη μύτη», επιβεβαιώνει εξάλλου ο ποιητής, μεταφέροντας τον προβληματισμό του στον ίδιο τον χώρο της συγγραφής. Ο Συφιλτζόγλου καταθέτει ένα σχόλιο ποιητικής, που αντιμετωπίζει την ποίηση σαν φορέα προβληματισμών, κι όχι σαν τυφλοσούρτη απαντήσεων. Κι όλα αυτά μέσα από αλλεπάλληλους συνειρμούς, που προωθούν τον στοχασμό, σε συνεργασία με την εξοντωτική – σε βαθμό επιστημονικής πραγματείας, θα 'λεγε κανείς – αξιοποίηση των πολυσημιών, των παρηχήσεων, των λογοπαιγνίων: αφορμώμενος από την εικόνα του Πρινολόφου, του χωριού της Δράμας που πλαγιάζει μες στο φυσικό τοπίο και παίρνει τ' όνομά του από τους πρίνους, δηλαδή τα πουρνάρια, ο ποιητής διαβλέπει στο «πλάγιασμα» του χωριού μια «ανοιξιάτικη τεμπελιά», μια τεμπελιά που ανακαλεί σκύλο ο οποίος λιάζεται νωχελικά. Ο σκύλος πυροδοτεί τη διάθεση του «σκυλεύω». Τα πουρνάρια, πάλι, προσφέρονται για «ξύλευση». Έτσι ανακύπτει το υπαρξιακό δίλημμα «σκυλεύω ή ξυλεύω;». Και σε ελεύθερη μετάφραση, «τεμπελιάζω ή παράγω ποίηση;». Η τεμπελιά προφανώς είναι το προϊόν της «σκύλευσης», της λεηλασίας μίας άσκοπης ζωής. Η παραγωγή ποίησης δοκιμάζεται επί χάρτου, δηλαδή επί του προϊόντος της «ξύλευσης»! Ενώπιον επομένως της ατιθάσευτης λευκότητας του άγραφου χαρτιού, που απειλεί με πνιγμό εξαιτίας της απεραντοσύνης του, το προσκλητήριο προς ποιητική δημιουργία μετεωρίζεται αναπάντητο.
Οι συνειρμοί του Συφιλτζόγλου, φαινομενικά αβίαστοι, ελέγχονται αυστηρά από μία τετράγωνη λογική. Η αναφορά στο «κλεινόν άστυ» επιφέρει τεχνηέντως την απόρριψη του συσχετισμού τόσο με τις κλινάμαξες στο Λιανοκλάδι («κλεινός»-«κλιν-άμαξα») όσο και με την «όμορφη Αστυπάλαια» («άστυ»-«Αστυ-πάλαια»), εφόσον το τοπίο της ελληνικής πρωτεύουσας δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει καμία εικόνα θαλπωρής, καμία νοσταλγία: το περιβάλλον της είναι αβίωτο· η ηθική της αχώνευτη ή, πολύ περισσότερο, «δεν τρώγεται» καν· οι διαδρομές της ανυπόφορες. Κι εκεί που ο Συφιλτζόγλου σκιαγραφεί ένα βίωμα συλλογικό, μεταπηδά στην αυτοκριτική μέσω των αναφορών στην προσωπική του ταυτότητα: εκείνη του δικηγόρου («είναι η αστική ευθύνη που δεν ευθύνεται») αλλά κι εκείνη του ποιητή («είναι και αυτό το ποίημα που/ δεν κλειδώνεται…»). Και πώς να «κλειδωθεί» το ποίημα άλλωστε, όταν για μία ακόμη φορά οι διαπιστώσεις μετεωρίζονται αναποφάσιστες;
Ο υποδόριος, δηκτικός σχολιασμός, επικουρούμενος από τον αχαλίνωτο σαρκασμό, τιμά τον ποιητικό του πρόγονο στο πρόσωπο του Κώστα Καρυωτάκη («ποιο περίστροφο και/ ποια μπαλάντα»). Δεν πρόκειται για την απλή συνάντηση προγόνου κι επιγόνου στην ασφυξία του επαρχιακού αστικού περιβάλλοντος (των διάφορων πόλεων της επαρχίας όπου περιπλανήθηκε ο Καρυωτάκης διοικητικά διωκόμενος, με κατάληξη την Πρέβεζα, και της γενέθλιας Δράμας για τον Συφιλτζόγλου)· η συνομιλία με τον Καρυωτάκη επεκτείνεται «στην ταράτσα κάποιας νομαρχίας», όπου το ασφυκτιών ποιητικό υποκείμενο, σαφώς ταυτισμένο με τον Συφιλτζόγλου («στη μέσα τσέπη/ το βιβλιάριο υγείας/ δικηγόρων επαρχίας/ […] η σφραγίδα το λέει ρητά/ υπάγεσαι στη Δ.Ο.Υ. Δράμας»), μοιάζει να καθηλώνεται στη ματαιότητα: το ποιητικό πέταγμα («γυαλιά αεροπορίας») είναι καταδικασμένο σε συντριβή· μάταιη επίσης η προσμονή για τον αέρινο καλπασμό, για την «αντιλόπη απ' την/ κοιλάδα των θαυμάτων».
Είναι συνεπώς η ποίηση το κατά Καρυωτάκη καταφύγιο που φθονούμε; Είναι όλα ένας διαρκής ευφημισμός καταδικασμένος σε οικτρή διάψευση; «το Θησείο δεν είχε ανάγκη ποτέ/ ηρωισμούς ή πεσόντες»· «ο ευαγγελισμός/ δεν έγινε ποτέ η καθαρεύουσα της καλής είδησης»· και δίπλα σ' όλες τις διαψεύσεις των πολλά υποσχόμενων ονοματοθεσιών, εμφαντικότερη όλων η αυτοαναφορική κι αυτοσαρκαστική «Κυριάκος όπως όνομα Κυρίου/ και… από δω περάσαν κι άλλοι». Οι τόσες ακυρώσεις δημιουργούν παράκρουση. Κι όταν «η παράκρουση βροντά την πόρτα», «επείγει μια Ανάσταση». Το αίτημα της Ανάστασης ο Συφιλτζόγλου το απευθύνει στα θεία, σε επίκληση προς τον Κύριο. Ελλείψει όμως ανταπόκρισης, ο γενικός διακόπτης της ανθρώπινης λειτουργίας κατεβαίνει, και η επιλογική της συλλογής απόφανση βροντά σαν ταφόπλακα που σφραγίζει: «Κύριε/ σ' εγκαταλείπουμε».
Παράδοση στον μαρασμό, λοιπόν; Η διάψευση των προσδοκιών διατυπώνεται κατηγορηματικά. Όσο ρητή όμως είναι, τόσο διεκδικεί υπόσταση ως μια από τις «μισές αλήθειες» του ποιητή. Η μισή ως προς το περιεχόμενό της κανάτα που θέτει ο Συφιλτζόγλου στην ποιητική του τάβλα σαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης δεν είναι μισοάδεια· είναι μισογεμάτη από λαγαρή, γάργαρη ποίηση. Κι αυτό όχι μόνο επειδή το ακυρωμένο πέταγμα του ποιητή-αεροπόρου πραγματοποιείται εντέλει μέσω της παρούσας συλλογής, μα κυρίως επειδή παρά τους εύστοχους προβληματισμούς και την ειλικρίνειά τους, η θέαση του Συφιλτζόγλου, σε αντιδιαστολή με την πικραμένη σάτιρα του ποιητικού προγόνου Καρυωτάκη, φορτίζεται τελικά θετικά, χάρη στο σφρίγος, το χιούμορ και την απολαυστική παιγνιώδη διάθεση, που, πέρα από τους όποιους υπαινιγμούς ή τις «αδιαφιλονίκητες» δηλώσεις, καταφάσκει στη ζωή.
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Μισές αλήθειες», εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2012, σελ. 40.
8. «κλεινόν άστυ» όχι δεν έχει καμία σχέση με την παλιά κλινάμαξα στο Λιανοκλάδι ούτε με την όμορφη Αστυπάλαια
είναι το αστικό τοπίο που δεν βιώνεται είναι η αστική ηθική που δεν τρώγεται είναι οι μικροαστοί που δεν αναστατώνονται είναι η αστυνομία που δεν διώκεται είναι το αστικό 31 Βούλγαρη-Σφαγεία που δεν υποφέρεται είναι η αστική ευθύνη που δεν ευθύνεται
είναι και αυτό το ποίημα που δεν κλειδώνεται… |
11. ο λόγος για έναν περίεργο εστέτ στον χώρο των μετάλλων -ένα δηλητήριο μπλαζέ-
στην αγορά τον ξέρανε καλά καλύτερα μόνο όσοι κουβάλαγαν φακό στην αντανάκλαση ανταποκρίνονταν διαφορετικά ήθελε γάντι
η αλήθεια είναι πως εξατμίζονταν πολύ εύκολα μέχρι τότε κάτι μπαταρίες λάμπες φθορίου
οι καλύτερες στιγμές του
οι πιο προσωπικές αυτές υπό μάλης 38 και 8 39 και 9 (ψήνεται το παιδί ακούγονταν απ' το βάθος)
κι έπειτα κατέβαινε σιγά σιγά μειδιώντας
γιόρταζε των Αγίων Αναργύρων |