Περί φασισμού & θεωρίας των δύο άκρων

Με α­φορ­μή τα πε­ρί φα­σι­σμού και της θεω­ρίας των δύο άκρων:Ξανά για τον Ν. Πουλαντζά

Του Πα­να­γιώ­τη Νού­τσου*

Στο ε­πί­κε­ντρο των θεω­ρη­τι­κών α­να­ζη­τή­σεων για το «φα­σι­σμό», τη θεω­ρία των δύο «ά­κρων» και του πλέγ­μα­τος των αι­τίων της «κρί­σης» ε­πα­νήλ­θε το βιβλίο του Ν. Πουλα­ντζά: Φα­σι­σμός και δι­κτα­το­ρία. Η Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνής α­ντι­μέ­τω­πη στο Φασισμό (Πα­ρί­σι 1970, ελλ. μτφρ. Αθή­να 1975). Χρήσι­μο μάλ­λον εί­ναι να ανασυγκρο­τή­σου­με τις προ­κεί­με­νες του βι­βλίου, δηλα­δή να προ­βώ  σε μια συ­νο­πτι­κή ο­ριο­θέ­τη­ση του υ­πο­βά­θρου των ι­δεών που κα­θι­στούν ευα­νά­γνω­στη τη σκέ­ψη του Που­λα­ντζά, ή­δη α­πό το Pouvoir politique et classes sociales (1968).

Από τον Αλτουσέρ αν­τλεί­ται η κρι­τι­κή των «ι­στο­ρι­κι­στι­κών» α­να­γνώ­σεων του Μαρ­ξ, στις οποίες το «πο­λι­τι­κό στοι­χείο» (ό,τι δη­λα­δή συν­θέ­τει το «νομικοπολι­τι­κό εποικοδόμημα του Κρά­τους») δια­τη­ρεί το ρό­λο που έ­χει η έν­νοια στον Χέ­γκελ. Ως προς τις συ­νέ­πειές του ο «θεω­ρη­τι­κός α­ρι­στε­ρι­σμός» της δε­κα­ε­τίας του ’20 θεω­ρεί­ται ο δη­μιουρ­γός μιας «υ­περ­πο­λι­τι­κο­ποίη­σης  βο­λο­ντα­ρι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα», που αποτελεί το α­ντί­στοι­χο του «οικονομισμού» μέ­σα στην ί­δια προ­βλη­μα­τι­κή. Κα­τά τη γνώ­μη του Πουλαντζά, η πρω­τό­τυ­πη α­ντι-ι­στο­ρι­κι­στι­κή α­ντί­λη­ψη έ­γκει­ται στο ό­τι το «πο­λι­τι­κό στοι­χείο» το­πο­θε­τεί­ται στη δο­μή ε­νός κοι­νω­νι­κού σχη­μα­τι­σμού: από τη μια πλευ­ρά ως «ει­δι­κό ε­πί­πε­δο» και α­πό την άλ­λη ό­μως ως κρί­σι­μο πεδίο, ό­που αντανακλώ­νται και συ­μπυ­κνώ­νο­νται οι α­ντι­θέ­σεις ε­νός κοινωνικού σχη­μα­τι­σμού.

Η κοι­νω­νι­κή τά­ξη

Η πο­λι­τι­κή πρα­κτι­κή εί­ναι αυ­τή που με­τα­σχη­μα­τί­ζει την ε­νό­τη­τα ε­νός κοινωνι­κού σχη­μα­τι­σμού, στο μέ­τρο που το α­ντι­κεί­με­νό της α­πο­τε­λεί το κομβι­κό ση­μείο συμπύκνω­σης των α­ντι­θέ­σεων των δια­φό­ρων ε­πι­πέ­δων, που έ­χουν δι­κές τους ιστορικό­τη­τες και ά­νι­ση α­νά­πτυ­ξη. Τέ­λος, για τον Που­λα­ντζά η κοι­νω­νι­κή τά­ξη εί­ναι μια «έν­νοια που δεί­χνει τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα του συ­νό­λου των δο­μών, της μή­τρας ε­νός τρό­που πα­ρα­γω­γής ή ε­νός κοι­νω­νι­κού σχηματισμού πά­νω στα δρώ­ντα πρό­σω­πα που εί­ναι υ­πο­στη­ρίγ­μα­τά της». Έτσι η έν­νοια αυ­τή δεί­χνει τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της ο­λι­κής δο­μής μέ­σα στην περιο­χή των κοι­νω­νι­κών σχέ­σεων. Με την προ­σφυ­γή και πά­λι στον Αλτου­σέρ ως «α­πο­τε­λέ­σμα­τα» εν­νο­εί­ται η ύ­παρ­ξη του προσ­διο­ρι­σμού των δο­μών μέσα στις κοι­νω­νι­κές τά­ξεις (1968, Α΄: 11, 12, 45, 47, 49, 50, 52, 90).

Αυ­τή τη με­θο­δο­λο­γι­κή σκευή δια­θέ­τει ο Που­λα­ντζάς, ό­ταν κα­τα­πιά­νε­ται με το πρόβλη­μα του φα­σι­σμού και τον τρό­πο α­ντι­με­τώ­πι­σής του α­πό την Κομμουνιστι­κή Διεθνή. Δεν πρό­κει­ται ε­δώ ν’ α­να­φερ­θώ στο σύ­νο­λο των προβλη­μά­των που έ­θε­τε αυτό το βι­βλίο – ο ί­διος ο Που­λα­ντζάς α­να­γνώ­ρι­ζε, όταν αυ­τό με­τα­φρα­ζό­ταν στα ελλη­νι­κά, ό­τι φέ­ρει τη «σφρα­γί­δα της συγκυρίας», μέ­σα στην ο­ποία εί­χε γρα­φεί. Εκεί­νο ό­μως που θα μπο­ρού­σε να υ­πο­μνη­σθεί, εί­ναι η ρη­τή α­πο­κα­τά­στα­ση των αντιλή­ψεων του Γκράμ­σι για τους «κρα­τι­κούς ι­δε­ο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς», με την υπο­βάθ­μι­ση της κρι­τι­κής στην «ι­στο­ρι­κι­στι­κή» («historiciste») τους θε­με­λίω­ση (που εί­χε συν­δε­θεί με τη «θεω­ρη­τι­κο­πο­λι­τι­κή συ­γκυ­ρία») και κυ­ρίως με τη δια­φο­ρο­ποίη­ση προς τις συ­να­φείς προ­σεγ­γί­σεις του Αλτου­σέ­ρ. Μά­λι­στα, η συ­ζή­τη­ση αυ­τή α­φο­ρά και την προ­βλη­μα­τι­κή της ε­πα­νά­στα­σης και ι­δίως το θέ­μα της «συ­ντρι­βής του κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού», «συ­ντρι­βή» άλ­λω­στε που πε­ρι­λαμ­βά­νει το σύ­νο­λο των ε­πι­μέ­ρους μηχα­νι­σμών του κρά­τους και η ο­ποία τε­λεί­ται «ού­τε την ί­δια στιγ­μή ού­τε με τον ί­διο τρό­πο».

Ιδε­ο­λο­γι­κοί μη­χα­νι­σμοί

Αν κα­τά τον Γκράμ­σι υ­πά­γο­νται στο δη­μό­σιο «ορ­γα­νι­σμοί που συ­νή­θως θεωρού­νται ι­διω­τι­κοί», αυ­τό δεν υ­πο­νο­εί ό­τι ο «ι­διω­τι­κός» ή «δη­μό­σιος» χαρα­κτή­ρας των κρατικών ι­δε­ο­λο­γι­κών μη­χα­νι­σμών δεν έ­χει ση­μα­σία ή εί­ναι συ­μπτω­μα­τι­κός. Ού­τε πά­λι το κρά­τος συ­νι­στά έ­να «εί­δος μο­νό­λι­θου χω­ρίς ρωγ­μές», αλ­λά οι ε­πι­μέ­ρους πτυχές του – ι­δίως οι ι­δε­ο­λο­γι­κοί μη­χα­νι­σμοί – δια­θέ­τουν έ­να βαθ­μό και μια μορ­φή «σχετι­κής αυ­το­νο­μίας». Για τους τελευταίους εν­νο­εί­ται ό­τι δεν μπο­ρούν να «συντριβούν ού­τε ταυ­τό­χρο­να ού­τε με τον ί­διο τρό­πο με τον κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό κατα­να­γκα­σμού», που παρουσιάζει μια «ε­σω­τε­ρι­κή ε­νό­τη­τα» πε­ρισ­σό­τε­ρο ι­σχυ­ρή και αυ­στη­ρή.

Η σχε­τι­κή αυ­το­νο­μία των ι­δε­ο­λο­γι­κών μη­χα­νι­σμών δεν συ­νά­γε­ται περιγραφικά, κα­τά το πα­ρά­δειγ­μα του Αλτου­σέ­ρ, αλ­λά βα­σί­ζε­ται στα «θεμελιώ­δη δε­δο­μέ­να της τα­ξι­κής πά­λης»: «μέ­σα σ’ έ­ναν κοι­νω­νι­κό σχηματισμό δεν υ­πάρ­χει μό­νο η κυ­ρίαρ­χη ιδεολογία υ­πάρ­χουν πολ­λές αντιφα­τι­κές ι­δε­ο­λο­γίες ή ι­δε­ο­λο­γι­κά υ­πο­συ­στή­μα­τα που σχε­τί­ζο­νται με τις διά­φο­ρες α­ντι­μα­χό­με­νες τά­ξεις». Οι ι­δε­ο­λο­γι­κοί μη­χα­νι­σμοί, στους ο­ποίους εν­δέ­χε­ται να κα­τα­φεύ­γουν οι μη η­γε­μο­νι­κές τά­ξεις και τμή­μα­τα, α­πο­τε­λούν συ­χνά τις «τε­λευ­ταίες ε­πάλ­ξεις» μιας πα­λαιό­τε­ρης τα­ξι­κής ε­ξου­σίας ή τα «πρώ­τα οχυ­ρώ­μα­τα» μιας νέ­ας. Κά­πο­τε μά­λι­στα, μέ­σα σε μια πο­ρεία ιστορικής συ­νέ­χειας, μπο­ρεί να εκ­πλη­ρώ­σουν και τους δύο ρό­λους, ό­πως συνέ­βη στην πε­ρί­πτω­ση μιας σοσια­λι­στι­κής ε­πα­νά­στα­σης: «ό­ταν η α­στι­κή τάξη εκ­διώ­κε­ται α­πό τον κρα­τι­κό μηχανι­σμό κα­τα­να­γκα­σμού κα­τα­φεύ­γει στους ι­δε­ο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς, που διατηρούν την α­στι­κή μορ­φή τους, για να τους χρη­σι­μο­ποιή­σει ως όρ­γα­να ε­πα­νά­κτη­σης της κρα­τι­κής ε­ξου­σίας» (1970: 417, 418, 420, 421, 423).


*
Ο Πα­να­γιώ­της Νού­τσος δι­δά­σκει Κοι­νω­νι­κή και Πο­λι­τι­κή Φι­λο­σο­φία στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων.

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 2012, http://epohi.gr/portal/theoria/12940-s—-ss

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.